Ν’ αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή – να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές-συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στα πιο δημοκρατικά πολιτεύματα.

Αν όμως θέσουμε το ζήτημα του κράτους, αν δούμε τον κοινοβουλευτισμό σαν ένα από τους θεσμούς του κράτους, από την άποψη των καθηκόντων του προλεταριάτου σ’ αυτό τον τομέα, πού βρίσκεται τότε η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό; Πώς μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν;

Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ, που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας, ξεχάστηκαν τόσο, που για το σημερινό «σοσιαλδημοκράτη» (διάβαζε: το σημερινό προδότη του σοσιαλισμού) είναι κυριολεχτικά ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.

Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπία σε «εργαζόμενα» σώματα. «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα».

«Όχι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα», αυτά τα λόγια ταιριάζουν απόλυτα για τους σημερινούς κοινοβουλευτικούς άνδρες και τα κοινοβουλευτικά «χαϊδεμένα σκυλάκια» της σοσιαλδημοκρατίας. Κοιτάξτε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική ως την Ελβετία, από τη Γαλλία ως την Αγγλία, Νορβηγία κλπ: η καθαυτό «κρατική» δουλειά διεξάγεται πίσω από τα παρασκήνια και την κάνουν οι Διευθύνσεις, τα γραφεία, τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκοπό να ξεγελούν το «λαουτζίκο». Αυτό είναι τόσο σωστό, που ακόμα και στη ρωσική δημοκρατία, την αστική δημοκρατία, προτού καν προλάβει να δημιουργήσει πραγματικό κοινοβούλιο, εκδηλώθηκαν με το πρώτο όλες αυτές οι αμαρτίες του κοινοβουλευτισμού. Τέτοιοι ήρωες του σάπιου μικροαστισμού, σαν τους Σκόμπελεφ και τους Τσερετέλι, τους Τσερνόφ και τους Αυξέντιεφ, κατάφεραν να μαγαρίσουν και τα Σοβιέτ σύμφωνα με το πρότυπο του πρόστυχου αστικού κοινοβουλευτισμού και να τα μετατρέψουν σε κούφια λογοκοπία. Μέσα στα Σοβιέτ οι κύριοι «σοσιαλιστές» υπουργοί ξεγελούν τους ευκολόπιστους μουζίκους με παχιά λόγια και ψηφίσματα. Μέσα στην κυβέρνηση συνεχίζεται μια ατελείωτη καντρίλια με σκοπό, από τη μια μεριά, να θρονιάζουν εκ περιτροπής «γύρω στην πίτα» με τις προσοδοφόρες και τιμητικές θεσούλες όσο το δυνατό περισσότερους εσέρους και μενσεβίκους, κι από την άλλη, «να περισπούν την προσοχή» του λαού. Ενώ μέσα στα γραφεία και στα επιτελεία «διεξάγουν» την «κρατική» δουλειά!

Η εφημερίδα «Ντιέλο Ναρόντα», όργανο του κυβερνητικού κόμματος των «σοσιαλιστών- επαναστατών», ομολογούσε τελευταία σ’ ένα κύριο άρθρο της σύνταξης – με την απαράμιλλη ειλικρίνεια ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», όπου «όλοι» ασχολούνται με την πολιτική πορνεία -πως ακόμα και στα υπουργεία, πού ανήκουν στους «σοσιαλιστές» (συγνώμη για την έκφραση!), ακόμα κι εκεί ολόκληρος ο δημοσιοϋπαλληλικός μηχανισμός μένει στην ουσία ο παλιός, λειτουργεί με τον παλιό τρόπο, σαμποτάρει εντελώς «ελεύθερα» τις επαναστατικές πρωτοβουλίες! Μα και αν δεν υπήρχε αυτή η ομολογία, μήπως δεν το αποδείχνει αυτό η πραγματική ιστορία της συμμετοχής των εσέρων και των μενσεβίκων στην κυβέρνηση; Το χαρακτηριστικό εδώ είναι μόνο τούτο, ότι κάνοντας στα υπουργεία συντροφιά με τους καντέτους, οι διάφοροι κύριοι Τσερνόφ, Ρουσάνοφ, Ζενζίνοφ και λοιποί συντάχτες της «Ντιέλο Ναρόντα» τόσο πολύ ξετσιπώθηκαν, που δε διστάζουν να διηγούνται δημόσια, σαν ένα τιποτένιο πράγμα, δίχως να κοκκινίζουν, πως στα υπουργεία «τους» όλα έμειναν όπως ήταν παλιά!! Επαναστατική -δημοκρατική φρασεολογία -για να αποβλακώνονται οι χωριάτες Ιβάνηδες, και υπαλληλική γραφειοκρατική κωλυσιεργία για να «ικανοποιούνται» οι κεφαλαιοκράτες- ορίστε ποια είναι η ουσία του «έντιμου» συνασπισμού.

Τον πουλημένο και σαπισμένο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικαθιστά με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη, γιατί οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι ίδιοι, οι ίδιοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους, οι ίδιοι να ελέγχουν τ’ αποτελέσματα της εφαρμογής τους, οι ίδιοι να φέρνουν άμεσα την ευθύνη απέναντι στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί μένουν, μα δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα, σαν χωρισμός της νομοθετικής από την εκτελεστική εργασία, σαν προνομιούχα θέση για τους βουλευτές. Χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρατία, ακόμα και την προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς τον κοινοβουλευτισμό μπορούμε και οφείλουμε να την φανταστούμε, αν η κριτική της αστικής κοινωνίας δεν είναι για μας κούφια λόγια, αν η προσπάθεια ν’ ανατρέψουμε την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι σοβαρή και ειλικρινής μας προσπάθεια, κι όχι «εκλογική» φρασεολογία για το ψάρεμα των ψήφων των εργατών, όπως κάνουν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, οι Σάιvτεμαν και οι Λέγκιεν, οι Σαμπά και οι Βαντερβέλντε.

Είναι εξαιρετικά διδακτικό το γεγονός ότι ο Μαρξ, μιλώντας για τις λειτουργίες εκείνης της δημοσιουπαλληλίας, που είναι απαραίτητη και στην Κομμούνα και στην προλεταριακή δημοκρατία, παίρνει για σύγκριση τους υπαλλήλους «κάθε άλλου εργοδότη», δηλαδή μια συνηθισμένη κεφαλαιοκρατική επιχείρηση με «εργάτες, επιστάτες και λογιστές».

Στον Μαρξ δεν υπάρχει ούτε στάλα ουτοπισμός, με την έννοια της επινόησης και της φανταστικής αντίληψης της «καινούργιας» κοινωνίας. Όχι, ο Μαρξ μελετάει σαν μία φυσικοϊστορική διαδικασία τη γέννηση της καινούργιας κοινωνίας από την παλιά, τις μεταβατικές μορφές από τη δεύτερη στην πρώτη. Παίρνει την πραγματική πείρα του μαζικού προλεταριακού κινήματος και προσπαθεί να βγάλει απ’ αυτήν πρακτικά διδάγματα. «Διδάσκεται» από την Κομμούνα, όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές δε φοβούνταν να διδάσκονται από την πείρα των μεγάλων κινημάτων της καταπιεζόμενης τάξης, χωρίς ποτέ να παίρνουν απέναντι της στάση σχολαστική «ηθικοδιδασκαλιστική» (σαν την πλεχανοφική: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα» ή την τσερετελική: «μια τάξη πρέπει ν’ αυτοπεριορίζεται») .

Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εκμηδένιση της υπαλληλίας μονομιάς, παντού και ολοκληρωτικά. Αυτό θα ‘ταν ουτοπία. Η συντριβή όμως μονομιάς της παλιάς υπαλληλικής μηχανής και η άμεση έναρξη της οργάνωσης μιας καινούργιας, που να επιτρέπει τη βαθμιαία εκμηδένιση κάθε υπαλληλίας, αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κομμούνας, είναι το άμεσο, το επόμενο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου.

Ο καπιταλισμός απλοποιεί τις λειτουργίες της «κρατικής» διοίκησης, επιτρέπει ν’ απορρίψουμε το «ρόλο του προϊστάμενου» και να περιορίσουμε όλο το ζήτημα στην οργάνωση των προλετάριων (σαν κυρίαρχης τάξης), που εξ ονόματος όλης της κοινωνίας μισθώνει «εργάτες, επιστάτες, λογιστές».

Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ ΤΟΥ 1871 -Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ)
Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ (Απόσπασμα)

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το