Το Σεπτέμβρη του 1943, καθώς τα μαύρα πολεμικά καράβια των Ναζί διέπλεαν το στενό ανάμεσα στην Κω και την Κάλυμνο, δεκάδες βάρκες, πατημένες στο νερό απ’ το μεγάλο φορτίο των ανθρώπων, διέπλεαν το στενό, ανάμεσα στην Κάλυμνο και την Τουρκία, με πρώτο ενδιάμεσο σταθμό το Τουρκουτρέις ή το Μπόντρουμ και μετά άγνωστο αν τελικός προορισμός θα ήταν η Αμμόχωστος, η Δαμασκός ή η Γάζα.
Όσοι ταξίδευαν στις βάρκες, είχαν την ψυχή στο στόμα κι ένα μεγάλο κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό, όπως γίνεται με τους ανθρώπους που φεύγουν κυνηγημένοι απ’ τον πόλεμο κι έχουν κλειδώσει μια πόρτα που κανένας δεν ξέρει αν και για ποιους θ’ ανοίξει ξανά.
Όσοι ταξίδευαν στα μαύρα πολεμικά καράβια, βομβάρδιζαν με λύσσα την Πόθια, τη μικρή πόλη των Καλύμνιων βουτηχτάδων του Λιβυκού, που την έβλεπαν στις βουτιές, στον ύπνο και τον ξύπνιο τους, σαν ποθητή γοργόνα.
Η πόρτα του πατρικού της μάνας μου, έτριξε ένα βαθύ αναστεναγμό αποχαιρετισμού, κλειδώνοντας.
Ήταν και παραμένει μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα με ταμπλάδες στρογγυλεμένους στις γωνιές, και παστελωτούς πανωταμπλάδες για ομορφιά, ποδιές στη βάση για τα βρόχινα νερά, ένα μεγάλο κοντομοίρι στο αριστερό φύλλο και μια αμπάρα για βαρύ μαντεμένιο, εικοσάποντο κλειδί.
Η πόρτα ήθελε να κλάψει που αποχαιρετούσε δέκα παιδιά και μια ετοιμόγεννη κοιλιά αλλά επειδή ήταν φτιαγμένη από κέδρο του Λιβάνου, που κατέχει τη σοφία όλου του έπους του Γκιλγκαμές, είπε μόνο «σας περιμένω όλους»
Όταν η βάρκα έφτανε στα Τσατάλια, μια οβίδα έσχισε τον ουρανό πάνω απ’ το Ρολόι του Χριστού, ταρακούνησε το τέμπλο που είχε σκαλίσει ο Γιαννούλης Χαλεπάς και καρφώθηκε στην πόρτα του κέδρου.
Ο κέδρος που κουβαλούσε, εκτός απ’ τη σοφία του Γκιλγκαμές, την ομορφιά των ποιημάτων του Γκιμπράν, τις ελαστικές ρητίνες και τον ακατάβλητο φλοιό του, τσάκωσε, σα δαγκάνα την οβίδα, τη σφήνωσε στα σπλάχνα του, η οβίδα σπαρτάρησε σα σπάρος μες στα δίχτυα κι έμεινε εκεί, ανήμπορη.
Όταν γύρισαν τα δέκα παιδιά, έντεκα πια μαζί μ’ αυτό που είχε φύγει στην κοιλιά της μάνας του και είχε μετρήσει 3 χρόνια ζωής στη Νουσεϊράτ της Γάζας, βρήκαν μια πεθαμένη οβίδα στην πόρτα του σπιτιού τους. Μόνο ένας παστελωτός ταμπλάς είχε θυσιαστεί στη μάχη της απόκρουσης. Η πόρτα μήτε ράγισε, μήτε στράβωσε, μήτε και που παραπονέθηκε καθόλου για την ασχήμια της μαύρης σφήνας.
Όταν πέρασαν τα χρόνια και η γιαγιά μου αποφάσισε πως είχε ζήσει πολύ, βγαίνοντας για πάντα πια απ’ το σπίτι που φιλοξένησε τις έντεκα γέννες της, η πόρτα του κέδρου, που τα κλαδιά του είχαν περάσει χίλια χρόνια στις παγωμένες πλαγιές των βουνών του Λιβάνου και οι ρίζες του είχαν πιει, μαζί με νερό και αίμα περατάρηδων κατακτητών, η πόρτα του κέδρου που τσάκωσε την οβίδα και προστάτεψε τον απέναντι ρώσικο καθρέφτη, άνοιξε και τα δυο της φύλλα γι αποχαιρετισμό, έτριξε ένα βαθύ αναστεναγμό βούρκωσε, κι έσταξε στη σχισιά της οβίδας μια σταγόνα αρωματική ρητίνη.
Ο παπάς είπε «η καλή γυναίκα μοσχοβολά, αγίασε».
Κάποιος του ψιθύρισε, «η πόρτα δάκρυσε και μοσχοβολά, παπά. Έτσι μυρίζουνε, παχύ πευκόλαδο, τα κωνοφόρα του Λιβάνου».

( Η έκρηξη της Βηρυτού αναδεύει μέσα μας όλες τις μνήμες του Λιβάνου)

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το