Με αφορμή με την παλιότερη τοποθέτηση του καθηγητή Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλους της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας Γκίκα Μαγιορκίνη, σχετικά με τον αριθμό των μαθητών των σχολικών τάξεων και την επιδημιολογική επιβάρυνση, μας ήρθε στο μυαλό ένα απόσπασμα από τη Βρετανική σειρά του BBC, “Yes, Prime Minister”.

Πρόκειται για έναν διάλογο μεταξύ του «δαιμόνιου» σερ Χάμφρεϊ, γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και του «αφελή» Μπέρναντ, γραμματέα του Πρωθυπουργικού Γραφείου. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη διαχρονική οπτική και διαχείριση της δημόσιας παιδείας από τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ας δούμε όμως πώς συνδέεται με τα λεγόμενα του κυρίου Μαγιορκίνη, αφότου προσδιορίσουμε πριν κάποια απαραίτητα στοιχεία του πλαισίου αναφοράς. Σε μια Δυτική κοινωνία, όπως η Βρετανική, το δημόσιο σύστημα παιδείας φαντάζει στα μυαλά των διαχειριστών ως μια λίγο-πολύ χάρη των αστικών κυβερνήσεων στους εργαζόμενους γονείς που έστω και για κάποιες ώρες της ημέρας δε χρειάζεται να έχουν την έγνοια τους στην ανατροφή των παιδιών τους. Έτσι μας το παρουσιάζει με μια κυνική ομολογία ο σερ Χάμφρεϊ. Και προφανώς δε θα είναι ο μόνος που σκέφτεται κάτι τέτοιο. Και επίσης, δεν είναι η Ελληνική κοινωνία που εξαιρείται αυτής της «θεώρησης» του δημόσιου συστήματος παιδείας.

Ποιος ο λόγος λοιπόν για μια τέτοια δημόσια υπηρεσία –η οποία μιας και είναι δημόσια μόνο σαν «αναγκαίο κακό» λογίζεται στα μυαλά των αστών πολιτικών– να γίνονται επιπρόσθετες προσλήψεις και δαπάνες για τη βελτίωσή της;

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις»;

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για την έγνοια της πολιτικής σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο και την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών;

Και έρχεται σ’ αυτό το σημείο ο σερ Χάμφρεϊ να μας παρουσιάσει την αλήθεια με τον πλέον απροκάλυπτο κυνικό τρόπο: «Ποιος μιλάει για τα παιδιά»; Το γράψαμε πιο πάνω: το σχολείο το θέλουν απλώς ένα «μαντρί» και τίποτε περισσότερο. Μάλιστα πέρα από το σύστημα, είναι και αρκετοί γονείς που πρακτικά αυτό μόνο ζητάνε. Αυτό σε συνδυασμό με το να γίνεται το σχολείο μέσο ανάδειξής τους μέσα από τις επιδόσεις των παιδιών τους (τα οποία τα βλέπουν ως ιδιοκτησία τους και ως προέκταση του Εγώ τους) ή πεδίο για να δεχθεί τα εχθρικά πυρά τους αν η πολυπόθητη αυτή επιβεβαίωση απομυθοποιηθεί από τη βαθμολογική αξιολόγηση των καθηγητών.

Αν τους «έκαιγε» η ποιότητα της εκπαίδευσης, η μόρφωση και η επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους, θα κινούσαν Γη και ουρανό, δε θα άφηναν τις κυβερνήσεις σε χλωρό κλαρί.

Από την άλλη το Υπουργείο, το οποίο αξιοποιεί, μεταξύ άλλων, την παιδεία για ψηφοθηρικούς σκοπούς, λαμβάνει υπόψιν του «σοβαρά», ως ομάδα ενδιαφερομένων, τους υφισταμένους του, εν προκειμένω τους εκπαιδευτικούς. Και παρότι πρόκειται για λειτούργημα, στις αλλοτριωμένες κοινωνίες μας στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που προέχει και για τους κάτω είναι τα μισθολογικά ζητήματα. Ένας «ενδεδειγμένος» και «τσεκαρισμένος» τρόπος είναι η δημιουργία μιας φαινομενικής μισθολογικής ισότητας μεταξύ των διάφορων βαθμίδων εκπαίδευσης, αίροντας τις σοβαρές διαφορές μεταξύ τους (με προσαρμογή πάντα προς τα κάτω), ώστε με τον τρόπο αυτό να σταματούν οι «γκρίνιες» και να κατευνάζονται οι διεκδικήσεις. Αυτή η αντιμετώπιση γίνεται τόσο από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις όσο κι από σοσιαλδημοκρατικές. Η διαφορά τους είναι στον τρόπο που λανσάρεται. Στους «συντηρητικούς» ως φθηνή μεταχείριση μιας μαζικής παιδείας. Στους «προοδευτικούς» ως μέσο για να πέσουν δήθεν τα τείχη των μισθολογικών διαφορών που παρουσιάζονται λίγο-πολύ ως «ταξικός διαχωρισμός».

Και ερχόμαστε τώρα στα «δικά» μας και στο θέμα του ανοίγματος των σχολείων εν μέσω πανδημίας. Η κυβέρνηση επιδιώκει με δηλώσεις της και με ύφος «υπεύθυνης στάσης» να δείχνει ότι αντιμετωπίζει σοβαρά την όλη κατάσταση. Η αλήθεια όμως είναι ότι η πολιτική της γίνεται στο πόδι. Δε θα αναφερθούμε σε όλες τις πτυχές της, όπως τη «φιλόδοξη» τηλεκπαίδευση με την ανεπάρκεια μέσων και τα εντελώς αμφίβολα αποτελέσματα. Θα μείνουμε μόνο στη δήλωση Μαγιορκίνη. «Δεν έχω πεισθεί για τη σημασία του μεγέθους των τάξεων». Δηλαδή στο παρά πέντε πριν ανοίξουν τα σχολεία παίζουμε κορώνα-γράμματα τη δημόσια υγεία; Πώς να μη μας έρθει στο μυαλό ο σερ Χάμφρεϊ όταν αναφωνεί διθυραμβικά «Ποιος νοιάζεται για τα παιδιά»;

Εντέλει ο καθηγητής κάνει μια υπόθεση (βασιζόμενη σε σχεδιαγράμματά του που καταλήγουν σε στατιστικούς υπολογισμούς) ότι υπάρχει κάποια μικρή επιβάρυνση. Αντιπαραβάλει όμως ότι καθώς η μείωση του αριθμού των μαθητών της τάξης θα απαιτήσει σχεδόν διπλασιασμό των ωρών εργασίας των εκπαιδευτικών, άρα, καταλήγει, η αυξημένη έκθεση των εκπαιδευτικών είναι περισσότερο επιζήμια από το μικρό όφελος στη μετάδοση μεταξύ των μαθητών. Κοπιάζει, λοιπόν, η κυβέρνηση να πείσει ότι ενδιαφέρεται για το «καλό» των εκπαιδευτικών και όχι για την «αντιμετώπιση» της κρίσης με τον πλέον οικονομικότερο για εκείνη τρόπο! Όπως ο σερ Χάμφρεϊ μας λέει ότι η μισθολογική εξίσωση παρουσιάζεται σαν «ευεργεσία», κάτι τέτοιο βλέπουμε κι εδώ.

HomoExMachina

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το