Luis Sepúlveda

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει

Τίτλος πρωτοτύπου:

Historia de una gaviota y del gato que le enseñó a volar

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει

Εξώφυλλο-Εικονογράφηση: Claudia Biclinsky Εκτύπωση: Πάνος Γκόνης Βιβλιοδεσία: Θ. Ηλιόπουλος – Π. Ροδόπουλος Εκδόσεις opera

ISBN: 960-7073-36-3

Luis Sepulveda

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακιδης

Εξώφυλλο – Εικονογράφηση Claudia Bielinsky Τέταρτη έκδοση

Εκδόσεις opera Α8ήνα 2001

Στους γιους μου, Σεμπαστιάν, Μαξ και Λεόν, το καλύτερο τσούρμο των ονείρων μου.

Στο Αμβούργο, γιατί εκεί μπάρκαραν. Και, φυσικά, στο γάτο Ζορμπά.

Πρώτο Μέρος

1. Βόρεια Θάλασσα

Ρέγκες αριστερά!» ανήγγειλε ο γλαρο-σκοπός, και το σμήνος του Φάρου της Κόκκινης Άμμου υποδέχτηκε το μαντάτο με κρωγμούς ανακούφισης.

Πετούσαν έξι ώρες χωρίς σταματημό, και παρ’ όλο που το πέταγμα πάνω απ’ τον ωκεανό ήταν ευχάριστο, αφού οι γλαροπιλότοι τούς είχαν οδηγήσει μέσα από ρεύματα θερμού αέρα, όλοι οι γλάροι ένιωθαν την ανάγκη ν’ ανανεώσουν λίγο τις δυνάμεις τους, και τι καλύτερο από ένα πλούσιο πρωινό με λαχταριστές ρέγκες! Πετούσαν πάνω από την εκβολή του Έλβα στη ΒόρεΙα Θάλασσα. Από ψηλά, είδαν τα καράβια το ‘να πλάι στ’ άλλο, σαν θαλάσσια κήτη, καρτερικά και υπάκουα, που περίμεναν τη σειρά τους για να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα, κι από κει, να πελαγίσουν για όλα τα λιμάνια του κόσμου.

Της Κενγκά, που καμάρωνε για τις ασημένιες της φτερούγες, πιο πολύ απ’ όλα τής άρεσε να κοιτάζει τις σημαίες των καραβιών, γιατί ήξερε πως καθεμιά απ’ αυτές αντιπροσώπευε κι έναν τρόπο ομιλίας· έναν τρόπο να ονοματίζεις τα ίδια πράγματα με διαφορετικές λέξεις.

«Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τη ζωή τους δύσκολη!» έκρωξε κάποτε η Κενγκά σε μια συνταξιδιώτισσά της. «Ενώ εμείς, οι γλάροι, όπου κι αν βρισκόμαστε, τα ίδια κρώζουμε…»

»Έτσι είναι» έκρωξε η άλλη. «Κι αυτό που μου κάνει περισσότερη εντύπωση, είναι πως, καμιά φορά, οι άνθρωποι τα καταφέρνουν και συνεννοούνται.»

Πολύ πιο μέσα απ’ τις ακτές, το τοπίο γινόταν χτυπητό πράσινο. Σ’ ένα απέραντο λιβάδι, ξεχώριζαν κοπάδια πρόβατα που έβοσκαν κάτω απ’ τα φράγματα, και τα ράθυμα φτερά των ανεμόμυλων.

Ακολουθώντας τους γλαροπιλότους, το σμήνος του Φάρου της Κόκκινης Άμμου πήρε ένα ρεύμα ψυχρού αέρα και βούτηξε πάνω στο κοπάδι με τις ρέγκες. Εκατόν είκοσι σαίτες τρύπησαν το νερό, κι όταν ξαναβγήκαν στον αφρό, κάθε γλάρος κρατούσε κι από μια ρέγκα στο ράμφος του.

Νόστιμες ρέγκες. Νόστιμες κι αφράτες. Ό,τι ακριβώς χρειάζονταν οι γλάροι για να δυναμώσουν και να συνεχίσουν το πέταγμα τους ως το Ντεν Χέλντερ, όπου θα τους συναντούσε το σμήνος απ’ τα Φρισικά Νησιά.

Το δρομολόγιο προέβλεπε συνέχιση της πτήσης ως το Πα-ντε-Καλέ και το Στενό της Μάγχης. Εκεί τους περίμεναν τα σμήνη από τον Κόλπο Σεν και το Σεν-Μαλό, κι όλοι μαζί θα πετούσαν ώσπου να φτάσουν στον ουρανό της Βισκάιας.

Θα ‘σαν τότε χίλιοι περίπου γλάροι, που θα φαίνονταν σαν ένα γοργό, ασημένιο σύννεφο, και θα γίνονταν ακόμα περισσότεροι, όταν θα ενώνονταν μαζί τους και τα σμήνη της Μπελ-Ιλ, της Ολερόν και των Ακρωτηρίων Ματσιτσάκο, Άπιο και Δε Πενίας. Όταν όλοι οι γλάροι, με την άδεια των ανέμων και της θάλασσας, θα ‘φτάναν πάνω απ’ τη Βισκάια, θα μπορούσε ν’ αρχίσει το μεγάλο συνέδριο των γλάρων της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής και του Ατλαντικού.

Θα ‘ταν ωραία συνάθροιση. Αυτό σκεφτόταν η Κενγκά, καθώς κανόνιζε την τρίτη της ρέγκα. Όπως κάθε χρόνο, θα ακούγονταν ωραίες ιστορίες, όπως αυτές που διηγούνταν οι γλάροι απ’ το Δε Πένιας, ακούραστοι ταξιδιώτες, που η χάρη τους έφτανε πολλές φορές ως τα Κανάρια Νησιά ή τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα θηλυκά, όπως η Κενγκά, θα χόρταιναν σαρδέλες και καλαμάρια, ενώ τ’ αρσενικά θα ‘χτιζαν τις φωλιές στην άκρη ενός γκρεμού. Εκεί τα θηλυκά θα ‘καναν τ’ αβγά τους, θα τα κλωσούσαν μακριά από κάθε κίνδυνο, κι όταν τα κλωσόπουλα θα ‘βγαζαν τα πρώτα ανθεκτικά φτερά τους, θ’ άρχιζε το πιο ωραίο κομμάτι του ταξιδιού: θα τους μάθαιναν να πετάνε στον ουρανό της Βισκάιας.

Η Κενγκά βούτηξε το κεφάλι για ν’ αρπάξει την τέταρτη ρέγκα, κι έτσι δεν άκουσε το κρώξιμο συναγερμού που έσκισε τον αέρα: «Κίνδυνος δεξιά! Όλοι πάνω!». Όταν η Κενγκά έβγαλε το κεφάλι απ’ το νερό, ήταν ολομόναχη στην απεραντοσύνη του ωκεανού.

2. Ένας γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός

Στενοχωριέμαι πολύ που σ’ αφήνω μόνο» είπε το παιδί, χαϊδεύοντας τη ράχη του γάτου που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός. Ύστερα συνέχισε να βάζει πράγματα στο σακίδιο του. Έπιασε μια κασέτα του συγκροτήματος Pur, που ήταν απ’ τ’ αγαπημένα του, και την κράτησε για λίγο στο χέρι, διστάζοντας ν’ αποφασίσει αν θα την έβαζε κι αυτήν στο σακίδιο, ή αν θα την άφηνε πάνω στο τραπέζι. Πάντα δυσκολευόταν να διαλέξει τι θα ‘παιρνε μαζί του στις διακοπές και τι θ’ άφηνε στο σπίτι.

Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, τον παρακολουθούσε καθισμένος στο περβάζι του παραθύρου — την αγαπημένη του γωνιά.

«Πήρα άραγε τη μάσκα μου; Ζορμπά, μήπως είδες πουθενά τη μάσκα μου; Μα τι σε ρωτάω εσένα, αφού δε σ’ αρέσει το νερό… Ε λοιπόν, δεν ξέρεις τι χάνεις! Το κολύμπι είναι από τα πιο διασκεδαστικά σπορ. Λίγες κροκετούλες…;» είπε το παιδί κι έπιασε το κουτί με τις κροκέτες για γατιά.

Του σέρβιρε μια γενναιόδωρη μερίδα, κι ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, άρχισε να μασουλάει αργά, για να παρατείνει την απόλαυση. Τι νόστιμες, τραγανιστές κροκέτες, με γεύση ψαριού! 

«Τι καλό παιδί!» σκέφτηκε ο γάτος με γεμάτο το στόμα.

«Μόνο καλό; To καλύτερο!» επανόρθωσε, καταπίνοντας.

Ο Ζορμπάς, ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, είχε πολλούς λόγους να σκέφτεται έτσι για κείνο το παιδί που ξόδευε το χαρτζιλίκι του για να του αγοράζει αυτές τις νόστιμες κροκέτες, που φρόντιζε να ‘ναι πάντα καθαρή η άμμος του, και που του μάθαινε τόσο σπουδαία πράγματα.

Συνήθιζαν να περνάνε μαζί ώρες και ώρες καθισμένοι στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας την αδιάκοπη κίνηση στο λιμάνι του Αμβούργου, κι εκεί, στο μπαλκόνι, του είπε μια φορά το παιδί”. «Το βλέπεις αυτό το καράβι, Ζορμπά; Ξέρεις από πού έρχεται; Από τη Λιβερία — ένα αφρικανικό κράτος πολύ σημαντικό, γιατί το ίδρυσαν απελευθερωμένοι σκλάβοι. Όταν μεγαλώσω, θα γίνω καπετάνιος ενός μεγάλου ιστιοφόρου και θα πάω στη Λιβερία. Κι εσύ θα ‘ρθεις μαζί μου, Ζορμπά. Θα ‘σαι καλός καραβόγατος. Είμαι σίγουρος».

Όπως όλα τα παιδιά των λιμανιών, έτσι κι εκείνος ο μικρός ονειρευόταν ταξίδια σε μέρη μακρινά. Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, τον άκουγε ρονρονίζοντας και φανταζόταν κι αυτός τον εαυτό του πάνω σ’ ένα ιστιοφόρο που όργωνε τις θάλασσες.

Μάλιστα. Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, το αγαπούσε πολύ το παιδί και δεν ξεχνούσε ποτέ πως του χρωστούσε τη ζωή.

Το χρέος αυτό κρατούσε από τη μέρα που ο Ζορμπάς εγκατέλειψε το καλάθι όπου έμενε μαζί με τα επτά αδέλφια του.

Το γάλα της μητέρας του ήταν χλιαρό και γλυκό, αυτός όμως ήθελε να δοκιμάσει ένα από κείνα τα ψαροκέφαλα που πετούσαν οι ψαράδες στους μεγάλους γάτους. Όχι πως ήθελε να το φάει μόνος του’ σκεφτόταν να το πάρει μαζί του στο καλάθι, κι εκεί, να νιαουρίσει στ’ αδέλφια του:

«Φτάνει πια να βυζαίνετε τη φουκαριάρα τη μάνα μας! Δεν τη βλέπετε που ‘χει γίνει πετσί και κόκαλο; Φάτε ψάρι — μ’ αυτό τρέφονται οι γάτες των λιμανιών».

Λίγες μέρες πριν φύγει απ’ το καλάθι, η μητέρα του του ‘χε νιαουρίσει με μεγάλη σοβαρότητα:

«Είσαι ξύπνιος και σβέλτος. Μπράβο σου, αλλά πρέπει να προσέχεις τις κινήσεις σου και να μη βγαίνεις απ’ το καλάθι. Αύριομεθαύριο, θα ‘ρθουν οι άνθρωποι και θ’ αποφασίσουν για την τύχη σου και για την τύχη των αδελφών σου. Είμαι σίγουρη πως θα σας δώσουν χαριτωμένα ονόματα και θα σας εξασφαλίσουν την τροφή. Είστε πολύ τυχερά που γεννηθήκατε σ’ ένα λιμάνι, γιατί στα λιμάνια τους γάτους τούς αγαπάνε και τους προσέχουν. Το μόνο που θέλουν από μας οι άνθρωποι, είναι να τους γλιτώνουμε από τα ποντίκια. Μάλιστα, παιδί μου. Είναι μεγάλη τύχη να ‘σαι γάτος σε λιμάνι, εσύ όμως πρέπει να φυλάγεσαι, γιατί έχεις κάτι που μπορεί να σου φέρει δυστυχία. Γιε μου, αν κοιτάξεις τ’ αδέλφια σου, θα δεις πως όλα είναι γκρίζα κι έχουν ραβδώσεις — σαν τιγράκια. Εσένα όμως το χρώμα σου είναι κατάμαυρο, αν εξαιρέσεις εκείνη την άσπρη βουλίτσα κάτω απ’ το πιγούνι. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως οι μαύροι γάτοι φέρνουν γρουσουζιά. Γι’ αυτό, γιόκα μου, μη φεύγεις απ’ το καλάθι».

Ο Ζορμπάς, όμως, που τότε ήταν σαν μαυροτσούκαλο με ποδαράκια, έφυγε απ’ το καλάθι. Ήθελε να δοκιμάσει ένα από κείνα τα ψαροκέφαλα. Ήθελε να δει και λίγο κόσμο.

Δεν πήγε και πολύ μακριά. Εκεί που σεργιάνιζε σε μια ψαραγορά, με την ουρά του κουνιστή κι αλύγιστη, πέρασε μπροστά από ένα μεγάλο πουλί, που κοιμόταν με το κεφάλι γερτό. Ήταν ένα κακάσχημο πουλί, με μια τεράστια γούλα κάτω από το ράμφος. Ξαφνικά, ο μαύρος γατούλης ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τις πατούσες του και, χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε να στριφογυρίζει στον αέρα. Θυμήθηκε ένα από τα πρώτα πράγματα που του ‘χε μάθει η μάνα του, κι έψαξε να βρει ένα μέρος για να πέσει με τα τέσσερα, εκεί όμως τον περίμενε το πουλί με το στόμα ορθάνοιχτο, κι έπεσε μες στη γούλα, που ήταν Θεοσκότεινη και μύριζε φριχτά.

«Άσε με να φύγω! Άσε με να φύγω!» νιαούρισε απελπισμένα.  

«Μπα, μπα; Μιλάμε κιόλας; Τι ζώο είσαι εσύ;» έκρωξε το πουλί, χωρίς ν’ ανοίξει το στόμα του.

«Ή μ’ αφήνεις να φύγω, ή σε γρατσουνάω» νιαούρισε το γατάκι απειλητικά.

«Μάλλον ποντίκι πρέπει να ‘σαι. Ποντίκι είσαι;» έκρωξε το πουλί, κρατώντας πάντα το στόμα του κλειστό.

«Θα σκάσω εδώ μέσα, ηλίθιο πουλί!» νιαούρισε ο μικρός Ζορμπάς.

«Μάλιστα. Ποντίκι είσαι. Ένα μαύρο ποντίκι. Πολύ περίεργο…» έκρωξε το πουλί.

«Γάτος είμαι — και μάλιστα, έξω φρενών. Άσε με να φύγω, γιατί θα το μετανιώσεις!» νιαούρισε ο μικρός Ζορμπάς, ψάχνοντας ένα μέρος μες στη σκοτεινή γούλα για να μπήξει τα νύχια του.

«Εσύ, δηλαδή, τι λες; Πως δεν μπορώ να ξεχωρίσω ένα γατί από ένα ποντίκι; Τα γατιά είναι τριχωτά κι όλο τρέχουν και μυρίζουν παντόφλα. Εσύ είσαι ένα ποντίκι. Μια φορά έφαγα κάτι ποντίκια, και δεν ήταν άσχημα—μόνο που ήταν άγουρα. Να σου πω…; Δεν πιστεύω να ‘σαι απ’ αυτά τα ποντίκια τα φαρμακερά…;» έκρωξε ανήσυχο το πουλί.

«Ναι, ρε! Είμαι ένα ποντίκι φαρμακερό, κι απ’ αυτά που φέρνουν γρουσουζιά!» νιαούρισε ο μικρός Ζορμπάς.

«Ω, τι δίλημμα! Μιαν άλλη φορά κατάπια έναν φαρμακερό σκαντζόχοιρο και δεν έπαθα τίποτα. Ω, τι δίλημμα! Να σε καταπιώ ή να σε φτύσω;» στοχάστηκε το πουλί, αλλά δεν έκρωξε τίποτ’ άλλο, γιατί πήγε πέρα-δώθε, χτύπησε τις φτερούγες και, τελικά, άνοιξε το στόμα του.

Ο μικρός Ζορμπάς, μες στα σάλια, έβγαλε πρώτα έξω το κεφάλι, κι ύστερα πήδηξε καταγής. Και τότε είδε το παιδί, που ‘χε γραπώσει το πουλί απ’ το σβέρκο και το ταρακουνούσε.

«Μα, καλά… είσαι που ‘σαι βλάκας, πελεκάνε, είσαι και στραβός; Έλα, γατάκι. Παραλίγο να σε κάνει μια χαψιά αυτό το κουτορνίθι» είπε το παιδί και τον πήρε στην αγκαλιά του.

Έτσι, ξεκίνησε αυτή η φιλία που κρατούσε τώρα πέντε χρόνια. Το παιδί τον φίλησε στο κεφάλι, κι αυτό τον έβγαλε απ’ τις αναμνήσεις του. Το είδε να φορτώνεται το σακίδιο, να πηγαίνει στην πόρτα, κι από κει, να τον αποχαιρετάει ξανά.

«Θα τα ξαναπούμε σε τρεις βδομάδες. Θα σε σκέφτομαι κάθε μέρα, Ζορμπά. Σ’ το υπόσχομαι.»  

«Αντίο, Ζορμπά! Αντίο, χοντρούλη!» τον αποχαιρέτησαν και τα δυο μικρότερα αδέλφια του παιδιού.

Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, τους άκουσε να διπλοκλειδώνουν την πόρτα, κι έτρεξε σ’ ένα παράθυρο που ‘βλεπε στο δρόμο, για να δει για τελευταία φορά τη θετή του οικογένεια πριν φύγει.

Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, ανάσανε με ανακούφιση. Για τρεις ολόκληρες βδομάδες, θα ‘ταν ο απόλυτος άρχοντας του διαμερίσματος. Ένας οικογενειακός φίλος θα ‘ρχόταν κάθε μέρα για να του ανοίγει ένα τενεκεδάκι με φαΐ και να του αλλάζει την άμμο. Τρεις βδομάδες για να ραχατεύει στις πολυθρόνες και στα κρεβάτια, να βγαίνει στο μπαλκόνι, να σκαρφαλώνει στη στέγη, να πηγαίνει ως τα κλαδιά της γέρικης καστανιάς και να κατεβαίνει απ’ τον κορμό της στην αυλή, εκεί όπου συνήθως συναντιόταν με τους άλλους γάτους της γειτονιάς. Δεν υπήρχε περίπτωση να βαρεθεί. Καμία περίπτωση.

Αυτά σκεφτόταν ο Ζορμπάς, ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, γιατί δεν ήξερε τι του ‘μελλε να πάθει σε λίγη ώρα.

3. Αμβούργο εν όψει

Η Κενγκά άνοιξε τις φτερούγες για να πετάξει, αλλά το κύμα ήταν πιο γρήγορο και την πήρε από κάτω. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, το φως της μέρας είχε χαθεί, κι όταν κούνησε δυνατά το κεφάλι, κατάλαβε πως η κατάρα των θαλασσών την είχε τυφλώσει.

Η Κενγκά με τ’ ασημιά φτερά βούτηξε πολλές φορές το κεφάλι της στο νερό, ώσπου κάποιες ακτίνες φως έφτασαν στις κόρες των ματιών της που ‘χαν σκεπαστεί με πετρέλαιο. Η παχύρρευστη κηλίδα, η μαύρη μάστιγα, της είχε κολλήσει τα φτερά στο σώμα, κι η Κενγκά έπιασε να κουνάει τα πόδια, με την ελπίδα να κολυμπήσει γρήγορα και να φύγει μακριά απ’ το μαύρο κύμα.

Με όλους τους μυς της πιασμένους από την προσπάθεια, κατάφερε κάποτε να φτάσει στο τέλος της πετρελαιοκηλίδας και να ‘ρθει σ’ επαφή με το καθαρό νερό. Όταν, βουτώντας το κεφάλι στο νερό κι ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια, κατάφερε να τα καθαρίσει, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό· δεν είδε παρά κάτι σύννεφα ανάμεσα στη θάλασσα και στην απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου. Ήδη οι συντρόφισσες της απ’ το σμήνος του Φάρου της Κόκκινης Άμμου πρέπει να ‘χαν πετάξει μακριά — πολύ μακριά.

Έτσι ήταν ο νόμος. Είχε δει κι η ίδια άλλους γλάρους να μολύνονται από το θανάσιμο μαύρο κύμα, κι όσο δυνατή κι αν ήταν η λαχτάρα της να κατέβει για να βοηθήσει, είχε αναγκαστεί ν’ απομακρυνθεί, υπακούοντας στο νόμο που απαγορεύει την παρουσία στο θάνατο των συντρόφων.

Με τα φτερά τους ακίνητα, κολλημένα στο σώμα τους, οι γλάροι αποτελούσαν εύκολη λεία για τα μεγάλα ψάρια, ή πέθαιναν αργά, από ασφυξία, καθώς το πετρέλαιο έφραζε όλους τους τους πόρους. Αυτό το τέλος την περίμενε, κι η Κενγκά ευχήθηκε να την κατάπιναν αμέσως τα σαγόνια κάποιου κήτους.

Η μαύρη κηλίδα. Η μαύρη μάστιγα. Περιμένοντας το τέλος της, η Κενγκά έπιασε να καταριέται τους ανθρώπους.

«Όχι όμως όλους… Να μην είμαι και άδικη» έκρωξε αδύναμα. Πολλές φορές, από ψηλά, είδε πώς κάτι μεγάλα πετρελαιοφόρα επωφελούνταν τις μέρες που ‘χε στεριανή ομίχλη για να βγουν στη θάλασσα και να πλύνουν τις δεξαμενές τους. Σκόρπιζαν στη θάλασσα χιλιάδες λίτρα από μια ουσία παχύρρευστη και μολυσματική, που επέπλεε στο κύμα. Είδε όμως κι άλλες φορές που κάτι μικρά πλεούμενα πλεύριζαν τα πετρελαιοφόρα κι απαιτούσαν απ’ αυτά ν’ αδειάσουν τις δεξαμενές τους. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα πλεούμενα, όπου κυμάτιζε η σημαία με τα χρώματα της ίριδος, δεν έφταναν πάντα εγκαίρως για ν’ αποτρέψουν τη δηλητηρίαση των θαλασσών.

Η Κενγκά πέρασε τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής της καθισμένη πάνω στο νερό, με το τρομοκρατημένο της μυαλό να φαντάζεται τον πιο φριχτό θάνατο: χειρότερο απ’ το να την κατασπαράξει ένα ψάρι, χειρότερο ακόμα κι απ’ το να υποφέρει την αγωνία της ασφυξίας, ήταν το να πεθάνει από την πείνα.

Μπροστά στην εφιαλτική προοπτική ενός αργού θανάτου, κούνησε το σώμα της και διαπίστωσε με έκπληξη πως το πετρέλαιο δεν είχε πειράξει τις φτερούγες ως τη ρίζα τους. Μπορεί τα πούπουλα τους να ‘χαν ποτιστεί απ’ αυτή την παχύρρευστη ουσία, τουλάχιστον, όμως, μπορούσε να τις ανοίξει.

«Μπορεί και να ‘χω μια ελπίδα να βγω από ‘δω» έκρωξε η Κενγκά, «κι ίσως, αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ‘χει κολλήσει στα φτερά μου.»  

Θυμήθηκε μια ιστορία που της την είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα απ’ τα Φρισικά Νησιά: πως ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Ίκαρο, κι αυτός, που λαχταρούσε να πετάξει, πήρε φτερά αετού και τ’ άλειψε με κερί για να τα κολλήσει και να φτιάξει φτερούγες, και πέταξε ψηλά κι έφτασε κοντά στον ήλιο, κι η ζέστη του ήλιου έλιωσε το κερί, κι ο Ίκαρος έπεσε.

Η Κενγκά χτύπησε τις φτερούγες, μάζεψε τα πόδια, σηκώθηκε δυο πόντους κι έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Πριν δοκιμάσει άλλη μια φορά, βούτηξε ξανά και κούνησε τις φτερούγες κάτω απ’ το νερό. Αυτή τη φορά, σηκώθηκε πάνω από ένα μέτρο, πριν ξαναπέσει.

Το καταραμένο το πετρέλαιο είχε ποτίσει τα πούπουλα της ουράς, κι η Κενγκά δεν μπορούσε να κουμαντάρει το ανέβασμα. Ξαναβούτηξε κι έπιασε να καθαρίζει με το ράμφος το στρώμα της βρομιάς που ‘χε σκεπάσει την ουρά της. Πονούσε που ξερίζωνε τα φτερά της, αλλά, στο τέλος, η ουρά της ήταν πολύ καθαρότερη. Με την πέμπτη προσπάθεια, η Κενγκά κατόρθωσε να πετάξει. Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα, αλλά το βάρος του πετρελαίου δεν την άφηνε να πλανάρει. Λίγο να κουραζόταν, και θα ‘πεφτε σούμπιτη. Ευτυχώς, δεν την είχαν πάρει τα χρόνια, και οι μύες της σήκωναν εύκολα το ζόρι.

Πέταξε πολύ ψηλά. Χωρίς να σταματήσει το φτερούγισμα, κοίταξε κάτω κι είδε τη λεπτή, άσπρη γραμμή της κόστας. Είδε και κάτι καράβια, που ήταν σαν κουκίδες σε γαλάζιο ύφασμα. Πέταξε ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Ή οι ακτίνες του ήταν πολύ αδύναμες, ή το στρώμα του πετρελαίου ήταν πολύ παχύ.

Η Κενγκά κατάλαβε πως δε θα ‘χε για πολύ ακόμα τη δύναμη να φτεροκοπάει, κι έψαξε να βρει ένα μέρος στην ενδοχώρα για να κατέβει, ακολουθώντας την πράσινη και φιδωτή γραμμή του Έλβα.

Το φτερούγισμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε.

Σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να ξανακερδίσει ύψος, έκλεισε τα μάτια και φτερούγισε με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει. Δεν κατάλαβε πόσην ώρα πέταξε με τα μάτια κλειστά, όταν όμως τα άνοιξε, πετούσε πάνω από έναν ψηλό πύργο μ’ έναν χρυσαφένιο ανεμοδείκτη.

«Ο Άγιος Μιχαήλ!» έκρωξε, αναγνωρίζοντας το καμπαναριό της αμβουργιανής εκκλησίας.

Τις φτερούγες της δεν μπορούσε πια ούτε να τις κουνήσει.

4. Το τέλος μιας πτήσης

Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο μπαλκόνι, ρονρονίζοντας, και σκεφτόταν τι ωραία που την περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη. Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του.

Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.

Ο Ζορμπάς ξεπέρασε το πρώτο σοκ, κι ο γλάρος έκανε μια προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί, μαζεύοντας τις φτερούγες. «Έχω δει και κομψότερες προσγειώσεις» νιαούρισε ο γάτος. «Το ξέρω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα» έκρωξε η Κενγκά.

«Ρε συ, τα χάλια σου έχεις!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Και τι είν’ αυτό που ‘χεις πάνω σου; Σκυλοβρωμάει!»  

«Με βρήκε το μαύρο κύμα. Η μαύρη μάστιγα. Η κατάρα των θαλασσών. Θα πεθάνω» έκρωξε παραπονιάρικα η Κενγκά.

«Θα πεθάνεις; Μην το λες αυτό» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είσαι βρόμικη και κουρασμένη — αυτό είν’ όλο. Γιατί δεν πετάγεσαι ως τον Ζωολογικό Κήπο; Δεν είναι μακριά από δω, κι έχει εκεί κτηνίατρους που μπορούν να σε βοηθήσουν.»

«Δεν μπορώ. Αυτό ήταν το τελευταίο μου πέταγμα» έκρωξε η Κενγκά με φωνή ξεψυχισμένη κι έκλεισε τα μάτια.

«Μην πεθάνεις! Ξεκουράσου λιγουλάκι και θα δεις πως θα συνέλθεις. Πεινάς; Να σου δώσω λίγο απ’ το φαΐ μου, αλλά, σε παρακαλώ, μην πεθάνεις!» νιαούρισε ο Ζορμπάς, πλησιάζοντας την εξουθενωμένη Κενγκά.

Κατανικώντας την αποστροφή του, ο γάτος τής έγλειψε το κεφάλι. Εκείνη η ουσία που την είχε ποτίσει, είχε κι απαίσια γεύση.

Περνώντας με τη γλώσσα του από το λαιμό, πρόσεξε πως η αναπνοή του πτηνού γινόταν όλο και πιο αδύναμη.

«Άκου να σου πω, φιλενάδα: θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω πώς. Κοίτα εσύ να ξεκουραστείς, κι εγώ θα πεταχτώ να ρωτήσω τι κάνει κανείς μ’ έναν άρρωστο γλάρο» νιαούρισε ο Ζορμπάς και πήδηξε στη στέγη.

Είχε ήδη κινήσει για την καστανιά, όταν άκουσε το γλάρο να τον φωνάζει. «Θες να σου αφήσω λίγο φαΐ;» νιαούρισε λίγο ανακουφισμένος.

«Πρόκειται να κάνω ένα αβγό. Θα μαζέψω τις τελευταίες μου δυνάμεις και θα το κάνω. Φίλε μου, γάτε, έχω καταλάβει πως είσαι ένα ζώο καλό και πονόψυχο. Γι’ αυτό, θέλω να σου ζητήσω τρεις χάρες. Θα μου τις κάνεις;» έκρωξε η Κενγκά, κάνοντας μια βαριά κι απεγνωσμένη προσπάθεια να σηκωθεί όρθια.

Ο Ζορμπάς σκέφτηκε πως ο φουκαράς ο γλάρος παραληρούσε και πως, μπροστά σ’ ένα πουλί σ’ αυτά τα χάλια, δεν μπορείς παρά να δειχτείς γενναιόψυχος.

«Σου υπόσχομαι ό,τι θέλεις. Τώρα, όμως, ξεκουράσου» νιαούρισε με κατανόηση.

«Δεν έχω χρόνο να ξεκουραστώ. Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα φας τ’ αβγό» έκρωξε η Κενγκά, ανοίγοντας τα μάτια.  

«Σου υπόσχομαι να μη φάω τ’ αβγό» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το φροντίζεις ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι» έκρωξε η Κενγκά, τεντώνοντας το λαιμό.

«Σου υπόσχομαι να το φροντίζω ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το μάθεις να πετάει» έκρωξε η Κενγκά, κοιτάζοντας το γάτο κατάματα.

Τότε ο Ζορμπάς υπέθεσε πως αυτός ο φουκαράς ο γλάρος όχι μόνο παραληρούσε, αλλά κι είχε τρελαθεί τελείως.

«Σου υπόσχομαι να το μάθω να πετάει. Και τώρα ξεκουράσου — πάω να φέρω βοήθεια» νιαούρισε ο Ζορμπάς και, μ’ ένα σάλτο, ξαναβρέθηκε στη στέγη..

Η Κενγκά κοίταξε τον ουρανό, ευχαρίστησε όλους τους καλούς ανέμους που την είχαν συντροφέψει, κι ακριβώς τη στιγμή που ξεψυχούσε, ένα άσπρο αβγουλάκι με γαλάζια στίγματα κύλησε δίπλα στο κορμί της, το ποτισμένο με πετρέλαιο.

5. Αναζητώντας συμβουλές

Ο Ζορμπάς κατέβηκε τρέχοντας τον κορμό της καστανιάς, διέσχισε την αυλή με ιλιγγιώδη ταχύτητα, για να μη τον δουν τίποτα κοπρόσκυλα, βγήκε στο δρόμο, κοίταξε να δει μην έρχεται κανένα αυτοκίνητο, πέρασε απέναντι και πήρε να τρέχει προς το Cuneo, ένα ιταλικό εστιατόριο του λιμανιού.

Δυο γάτοι που ξεψάχνιζαν έναν σκουπιδοτενεκέ, τον είδαν να περνάει. «Ρε κουμπάρε» νιαούρισε ο ένας γάτος, «είδες αυτό που είδα κι εγώ; Τι νόστιμος χοντρούλης!» «Τον είδα, κουμπάρε» νιαούρισε ο άλλος. «Κι έτσι όπως είναι, μαύρος μαύρος, δεν είναι σαν να τον έχουν περάσει με φούμο — ή με κατράμι; Για πού το ‘βαλες, ρε κατραμόφουσκα;»  

Αν κι είχε το μυαλό του στο γλάρο, ο Ζορμπάς δεν ήταν διατεθειμένος ν’ αφήσει να περάσουν έτσι οι προκλήσεις αυτών των δυο ρεμπεσκέδων. Σταμάτησε το τρέξιμο, σήκωσε τις τρίχες της ράχης και σάλταρε στον σκουπιδοτενεκέ.

Τέντωσε αργά ένα μπροστινό ποδάρι, έβγαλε ένα νύχι μεγάλο σαν σπίρτο και το κούνησε στη μούρη ενός από τους μάγκες.

«Γουστάρεις; Έχω άλλα εννιά, ίδια μ’ αυτό. Θα ‘θελες να σου μπηχτούν σε καμιά ράχη;» νιαούρισε ηρεμότατα.

Ο γάτος που ‘χε το νύχι κολλημένο στη μούρη, στραβοκατάπιε πριν απαντήσει.

«Μπα… όχι, παλικάρι. Μα τι ωραία μέρα! Δε συμφωνείς;» νιαούρισε, χωρίς ν’ αφήσει στιγμή απ’ τα μάτια του το νύχι. «Κι εσύ;» νιαούρισε ο Ζορμπάς στον άλλο γάτο. «Έχεις να πεις τίποτα;»  

«Συμφωνώ πλήρως ότι είναι μια πολύ ωραία μέρα — ιδεώδης για περίπατο, αν και κάνει λίγη ψύχρα» νιαούρισε ο άλλος.

Αφού τακτοποιήθηκε το θέμα, ο Ζορμπάς ξαναπήρε το δρόμο του κι έφτασε στην πόρτα του εστιατορίου. Μέσα, οι σερβιτόροι έστρωναν τα τραπέζια για το μεσημεριανό. Ο Ζορμπάς νιαούρισε τρεις φορές και περίμενε καθισμένος στο πλατύσκαλο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, και τον πλησίασε ο Γραμματικός, ένας γάτος κοκαλιάρικος και κοντοτρίχης, που του ‘χαν μείνει μόνο δυο μουστάκια — ένα στο κάθε ρουθούνι.

«Σας κατανοούμε απόλυτα, αλλά, αν δεν έχετε κλείσει τραπέζι, δε θα μπορέσουμε να σας εξυπηρετήσουμε» νιαούρισε αντί χαιρετισμού. Πήγε να συνεχίσει, αλλά ο Ζορμπάς τον διέκοψε.  

«Πρέπει να μιλήσω στον Κολονέλο. Είναι επείγον!» νιαούρισε νευρικά.

«Επείγον! Επείγον! Πάντα την τελευταία στιγμή! Θα δω τι μπορώ να κάνω — κι αυτό, μόνο και μόνο γιατί είναι κάτι επείγον» νιαούρισε ο Γραμματικός και ξαναμπήκε στο εστιατόριο.

Ο Κολονέλο ήταν ένας γάτος ακαθορίστου ηλικίας. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν συνομήλικος με το εστιατόριο που τον φιλοξενούσε, κι άλλοι υποστήριζαν πως ήταν ακόμα πιο μεγάλος. Η ηλικία του όμως δεν είχε και πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ο Κολονέλο είχε ένα περίεργο ταλέντο να συμβουλεύει όσους είχαν κάποιο πρόβλημα, και παρ’ όλο που ο ίδιος δεν έλυνε καμία δυσκολία, ήταν σχεδόν σίγουρο πως οι συμβουλές του βοηθούσαν στο ξεπέρασμα τους. Λόγω της ηλικίας —και του ταλέντου του—, όλοι οι γάτοι του λιμανιού θεωρούσαν τον Κολονέλο αυθεντία.

Ο Γραμματικός γύρισε τρέχοντας. «Ακολουθήστε με. Ο Κολονέλο θα σας δεχτεί — κατ’ εξαίρεσιν» νιαούρισε.

Ο Ζορμπάς τον ακολούθησε. Περνώντας κάτω απ’ τα τραπέζια και τις καρέκλες του εστιατορίου, έφτασαν μπροστά στην πόρτα του υπογείου. Κατέβηκαν πηδηχτά τα σκαλοπάτια μιας στενής σκάλας και, φτάνοντας στην κάβα, έπεσαν πάνω στον Κολονέλο που, με την ουρά κάγκελο, επιθεωρούσε τους φελλούς από κάποια μπουκάλια σαμπάνιας.

«Porca miseria! Τα ποντίκια έχουν καταφάει τους φελλούς της καλύτερης σαμπάνιας του μαγαζιού! Ζορμπά! Caro amico!» χαιρέτησε ο Κολονέλο, που συνήθιζε να βάζει και λίγα ιταλικά στα νιαουρίσματα του.

«Με συγχωρείς που σε διακόπτω από την εργασία σου, αλλά αντιμετωπίζω ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και χρειάζομαι τις συμβουλές σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Στη διάθεση σου, Caro amico. Γραμματικέ! Σέρβιρε στον mio amico λίγα απ’ αυτά τα λαζάνια αλ-φόρνο που μας έδωσαν το πρωί» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Θα τα φάει όλα, κι εμένα δε μ’ αφήσατε ούτε να τα μυρίσω!» νιαούρισε παραπονιάρικα ο Γραμματικός.

Ο Ζορμπάς ευχαρίστησε, λέγοντας πως δεν πεινούσε, κι αφηγήθηκε εν τάχει την τυχαία επίσκεψη και τη δραματική κατάσταση του γλάρου, καθώς και τις υποσχέσεις που του ‘χε δώσει και που ήταν υποχρεωμένος να τις τηρήσει. Ο γερο-γάτος τον άκουσε σιωπηρά, συλλογίστηκε πολλή ώρα χαϊδεύοντας τα μεγάλα μουστάκια του και, στο τέλος, νιαούρισε ζωηρά:

«Porca miseria! Πρέπει να βοηθήσουμε αυτόν τον καημένο το γλάρο να ξαναπετάξει».

«Ναι, αλλά πώς;» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Το καλύτερο είναι να συμβουλευτούμε τον Ξερόλα» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Αυτό ακριβώς θα πρότεινα κι εγώ. Γιατί μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα;» διαμαρτυρήθηκε ο Κολονέλο.  

«Μάλιστα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Καλή ιδέα. Θα πάω να βρω τον Ξερόλα.»  

«Μαζί θα πάμε. Τα προβλήματα ενός γάτου του λιμανιού είναι προβλήματα όλων των γάτων του λιμανιού» ανακοίνωσε βαρύγδουπα ο Κολονέλο.

Οι τρεις γάτοι βγήκαν απ’ την κάβα, κι αφού διέσχισαν το λαβύρινθο από τις αυλές των σπιτιών μπροστά στο λιμάνι, πήραν να τρέχουν για το τέμενος του Ξερόλα.

6. Ένα περίεργο μέρος

Ο Ξερόλας ζούσε σ’ ένα μέρος που δεν είναι και πολύ εύκολο να το περιγράψει κανείς, γιατί, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα συνονθύλευμα παράξενων αντικειμένων, ένα μουσείο εξωφρενικοτήτων, ένα νεκροταφείο παρωχημένων μηχανών, η πιο χαοτική βιβλιοθήκη του κόσμου ή το εργαστήρι κάποιου σοφού επινοητή απροσδιόριστων ευρεσιτεχνιών. Όμως, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, ή μάλλον, ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ όλα αυτά.

To μέρος λεγόταν «To Παζάρι του Λιμανιού», κι ο ιδιοκτήτης του, ο Χάρι, ήταν ένας γερο-θαλασσόλυκος που, ταξιδεύοντας πενήντα χρόνια στις επτά θάλασσες, αφοσιώθηκε στη συλλογή κάθε είδους αντικειμένων απ’ τα εκατοντάδες λιμάνια που επισκεπτόταν.

Όταν γέρασε, ο Χάρι αποφάσισε ν’ αλλάξει τη ζωή του θαλασσινού με αυτήν του ναυτικού της στεριάς, κι άνοιξε ένα μαγαζί με όλα τα αντικείμενα που είχε συλλέξει. Νοίκιασε ένα τριώροφο στο δρόμο του λιμανιού, κι επειδή ο χώρος δεν του έφτανε για να στεγάσει την παράξενη συλλογή του, νοίκιασε και το διπλανό κτίριο, ένα διώροφο, αλλά και πάλι είχε πρόβλημα. Τελικά, αφού νοίκιασε κι ένα τρίτο κτίριο, κατέληξε ότι είχε πια τον αναγκαίο χώρο για να διατάξει τα συλλεκτικά του αντικείμενα — βέβαια, σύμφωνα με την εντελώς ιδιότυπη αίσθηση του περί τάξεως.

Στα τρία σπίτια που συνδέονταν με διαδρόμους και στενές σκάλες, θα πρέπει να υπήρχαν γύρω στο ένα εκατομμύριο αντικείμενα, απ’ τα οποία αξίζει να ξεχωρίσουμε!

Επτά χιλιάδες διακόσια καπέλα με ελαστικά γείσα, για να μην τα παίρνει ο αέρας.

Εκατόν εξήντα τιμόνια από καράβια που, απ’ το να γυρίζουν όλον τον κόσμο, μπέρδεψαν την πλώρη με την πρύμη τους.

Διακόσια σαράντα πέντε καραβοφάναρα από πλεούμενα που αψήφησαν τις πιο πυκνές ομίχλες.

Δώδεκα πομπούς ασυρμάτου, στραπατσαρισμένους απ’ τα χέρια εξοργισμένων καπετάνιων.

Διακόσιες πενήντα έξι πυξίδες που δεν έχασαν ποτέ τον μπούσουλα.

Έξι ξύλινους ελέφαντες σε φυσικό μέγεθος.

Δύο στρουθοκαμήλους, βαλσαμωμένες την ώρα που αγναντεύουν την έρημο.

Μία βαλσαμωμένη πολική αρκούδα, που είχε στην κοιλιά της το — επίσης βαλσαμωμένο — δεξί χέρι ενός Νορβηγού εξερευνητή.

Επτακόσιους ανεμιστήρες που τα πτερύγια τους δημιουργούσαν τις δροσερές αύρες των δειλινών στους τροπικούς.

Χίλιες διακόσιες αιώρες από γιούτα, η καθεμιά εφοδιασμένη μ’ ένα πιστοποιητικό που εγγυόταν τα καλύτερα όνειρα.

Χίλιες τριακόσιες μαριονέτες της Σουμάτρας που είχαν ερμηνεύσει αποκλειστικά ιστορίες αγάπης.

Εκατόν είκοσι τρεις προβολείς διαφανειών, καθένας με το «καρουσέλ» του, που έδειχναν τοπία στα οποία μπορεί ο καθένας να ζήσει ευτυχισμένος για πάντα.

Πενήντα τέσσερις χιλιάδες μυθιστορήματα σε σαράντα επτά γλώσσες.

Δύο αντίγραφα του Πύργου του Άιφελ — το πρώτο, φτιαγμένο με μισό εκατομμύριο βελόνες ραψίματος, το δεύτερο, με τριακόσιες χιλιάδες οδοντογλυφίδες.

Τρία κανόνια εγγλέζικων πειρατικών.

Δεκαεπτά άγκυρες που βρέθηκαν στο βυθό της Βόρειας Θάλασσας. Δύο χιλιάδες πίνακες με ηλιοβασιλέματα.

Δεκαεπτά γραφομηχανές, που κάποτε ανήκαν σε σπουδαίους συγγραφείς.

Εκατόν είκοσι οκτώ φανελένιες σκελέες, για άντρες ύψους πάνω από δυο μέτρα.

Επτά φράκα για νάνους.

Πεντακόσιες πίπες από αφρό της θάλασσας.

Έναν αστρολάβο, προσηλωμένο επίμονα στο Σταυρό του Νότου.

Επτά γιγαντιαία κοχύλια που, όταν τα ‘βαζες στ’ αφτί σου, άκουγες αχούς από μυθικά ναυάγια.

Δώδεκα χιλιόμετρα κόκκινο μετάξι.

Δύο μπουκαπόρτες υποβρυχίων.

Και πολλά άλλα, που θα μας έπαιρνε πολύ να τα απαριθμήσουμε. Για να επισκεφθεί κανείς το μαγαζί του Χάρι, έπρεπε να πληρώσει είσοδο, κι όταν έμπαινε, έπρεπε να διαθέτει ισχυρή αίσθηση προσανατολισμού για να μη χαθεί στο λαβύρινθο από σκαλιά, τυφλά δωμάτια και στενά περάσματα που ένωνε τα τρία κτίρια.

Ο Χάρι είχε δύο μασκότ: ένα χιμπαντζή, ονόματι Ματίας, που ασκούσε χρέη ταμία και υπευθύνου ασφαλείας, έπαιζε ντάμα με τον Χάpι (άθλια, ασφαλώς), έπινε μπίρα και προσπαθούσε πάντα να κλέψει στα ρέστα’ η άλλη μασκότ ήταν ο Ξερόλας, ένας γάτος γκρίζος, μικροκαμωμένος και ξερακιανός, που αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο να διαβάζει τα χιλιάδες βιβλία που υπήρχαν εκεί μέσα.

Ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο Ζορμπάς μπήκαν στο μαγαζί με τις ουρές κατακόρυφες. Λυπήθηκαν που δε βρήκαν τον Χάρι μέσα στο μαγαζί, γιατί ο παλιός θαλασσινός είχε πάντα γι’ αυτούς μια καλή κουβέντα και κάποιο λουκάνικο.

«Για μια στιγμή, ψυλλοσακούλες!» στρίγκλισε ο Ματίας. «Ξεχάσατε να βγάλετε εισιτήρια.»  

«Από πότε πληρώνουν κι οι γάτοι;» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Η πινακίδα στην πόρτα γράφει: “Είσοδος δύο μάρκα”. Πουθενά δε γράφει ότι οι γάτοι μπαίνουν τζάμπα. Οκτώ μάρκα, ή δρόμο» στρίγκλισε νευρικά ο χιμπαντζής.

«Κύριε πίθηκε» νιαούρισε ο Γραμματικός, «φοβάμαι πως δεν είστε και πολύ καλός στα μαθηματικά.»  

«Αυτό ακριβώς θα νιαούριζα κι εγώ» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Γι’ άλλη μια φορά μού πήρες το νιαούρισμα απ’ το στόμα.»

«Μπλα-μπλα-μπλα!» στρίγκλισε ο Ματίας. «Ή πληρώνετε, ή δρόμο!»

Ο Ζορμπάς έδωσε ένα σάλτο και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του χιμπαντζή. Δεν το πήρε από κει, παρά μόνον όταν ο Ματίας άρχισε να τρεμοπαίζει τα δικά του και να μυξοκλαίει.

«Εντάξει: επτά μάρκα» στρίγκλισε ντροπιασμένος. «Όλοι κάνουν λάθη.»

Ο Ζορμπάς, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάζει κατάματα, έβγαλε ένα νύχι απ’ το δεξί μπροστινό του ποδάρι.

«Σ’ αρέσει, Ματίας; Κι έχω άλλα εννιά, ίδια. Τα φαντάζεσαι να μπήγονται και τα δέκα σ’ αυτόν τον κόκκινο κώλο που μας τον μοστράρεις συνέχεια;» νιαούρισε ήσυχα.

«Αυτή τη φορά, θα κάνω τα στραβά μάτια» στρίγκλισε ο χιμπαντζής, προσπαθώντας να δείξει ψύχραιμος. «Περάστε.» Οι τρεις γάτοι, με τις ουρές τους όρθιες και καμαρωτές, χάθηκαν στο λαβύρινθο των διαδρόμων.

7. Ένας γάτος που τα ξέρει όλα

«Τρομερό! Τρομερό! Συνέβη κάτι τρομερό!» νιαούρισε ο Ξερόλας βλέποντας τους.

Πηγαινοερχόταν νευρικά μπροστά σ’ ένα τεράστιο βιβλίο, ανοιγμένο προς το ταβάνι, και, κάπου κάπου, έφερνε τα μπροστινά ποδάρια του στο κεφάλι. Έδειχνε πραγματικά απαρηγόρητος.

«Τι έγινε;» νιαούρισε ο Γραμματικός.  

«Αυτό ακριβώς θα ρωτούσα κι εγώ» νιαούρισε Κολονέλο. «Μου φαίνεται πως έχεις μανία να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα.»  

«Έλα τώρα… ‘Ο,τι κι αν είναι, θα περάσει» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Τι θα πει “θα περάσει”; Είναι τρομερό! Τρομερό! Αυτά τα καταραμένα τα ποντίκια έφαγαν μια ολόκληρη σελίδα του Άτλαντα. Ο χάρτης της Μαδαγασκάρης έχει εξαφανιστεί. Είναι τρομερό!» επέμεινε ο Ξερόλας, τραβώντας τα μουστάκια του.

«Γραμματικέ, θύμισε μου να οργανώσω μια εκστρατεία αντιποίνων εναντίον αυτών που καταβρόχθισαν τη Μασακαρ… τη Μακαρασαμ … τελοσπάντων, κατάλαβες πού αναφέρομαι» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Τη Μαδαγασκάρη» διευκρίνισε ο Γραμματικός.

«Σταμάτα πια! Σταμάτα να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα! Porca miseria!» εξερράγη ο Κολονέλο.

«Θα σου δώσουμε ένα χεράκι, Ξερόλα, τώρα όμως είμαστε εδώ γιατί αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα, κι επειδή εσύ όλα τα ξέρεις, ίσως μπορέσεις να μας βοηθήσεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς, κι ύστερα του διηγήθηκε τη θλιβερή ιστορία του γλάρου.

Ο Ξερόλας άκουσε με προσοχή. Συγκατένευε κουνώντας το κεφάλι, κι ενώ οι νευρικές κινήσεις της ουράς του εξέφραζαν με θαυμαστή ευγλωττία τα συναισθήματα που του προκαλούσαν τα νιαουρίσματα του Ζορμπά, ζουλούσε την καχεκτική προέκταση του σώματος του με τα πισινά του ποδάρια.

«…κι εκεί την άφησα, πριν από λίγο, στα χάλια της…» έκλεισε την ιστορία του ο Ζορμπάς.

«Τρομερή ιστορία! Τρομερή! Αφήστε με να σκεφτώ! Γλάρος… πετρέλαιο… πετρέλαιο… γλάρος… γλάρος ασθενής… Αυτό είναι! Πρέπει να συμβουλευτούμε την εγκυκλοπαίδεια!» νιαούρισε θριαμβευτικά.  

«Την ποια;» νιαούρισαν οι τρεις γάτοι.  

«Την εγ-κυ-κλο-παί-δει-α. Το βιβλίο της γνώσης. Πρέπει να ψάξουμε στους τόμους τρία και δεκαέξι, που αντιστοιχούν στα γράμματα Γ και Π» νιαούρισε αποφασιστικά ο Ξερόλας.

«Ας δούμε λοιπόν τι λέει κι αυτή η εμπλικο… εγκλιπο… χμμ…» πρότεινε ο Κολονέλο.

«Εγ-κυ-κλο-παί-δει-α» νιαούρισε αργά αργά ο Γραμματικός. «Αυτό ακριβώς θα νιαούριζα κι εγώ. Απ’ ό,τι βλέπω, σου είναι αδύνατον ν’ αντισταθείς στον πειρασμό και να μη μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα» διαμαρτυρήθηκε γι’ άλλη μια φορά ο Κολονέλο.

Ο Ξερόλας σκαρφάλωσε σ’ ένα θεόρατο έπιπλο, γεμάτο από πάνω ως κάτω με κάτι χοντρά βιβλία που έδειχναν πολύ σπουδαία, κι αφού έψαξε στα ράφια τα γράμματα Γ και Π, έσπρωξε τους τόμους να πέσουν. Έπειτα, κατέβηκε και, μ’ ένα νύχι φαγωμένο απ’ το να ξεφυλλίζει βιβλία, έπιασε να γυρίζει τις σελίδες τους. Οι τρεις γάτοι τηρούσαν ευλαβική σιωπή, ακούγοντας τον να μουρμουρίζει κάτι ανεπαίσθητα νιαουρίσματα.

«Μάλιστα. Νομίζω πως είμαστε σε καλό δρόμο. Μμμμ… ενδιαφέρον. Γενοκτονία, Γεντιανή, Γεράκι… Ααα! Πολύ ενδιαφέρον! Ακούστε εδώ: απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό το γεράκι είναι τρομερό πουλί! Τρομερό! Θεωρείται ένα από τα πιο άγρια αρπακτικά! Τρομερό!» νιαούρισε ενθουσιασμένος ο Ξερόλας.

«Δε μας νοιάζει τι λέει για το γεράκι. Εμείς είμαστε εδώ για το γλάρο» τον διέκοψε ο Γραμματικός.

«Έχεις την καλοσύνη να μη μου ξαναπάρεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα;» έγρουξε ο Κολονέλο.

«Με συγχωρείτε, αλλά, ξέρετε… για μένα… τελοσπάντων, μου είναι αδύνατον ν’ αντισταθώ στην εγκυκλοπαίδεια. Κάθε φορά που τη διαβάζω, όλο και κάτι καινούργιο μαθαίνω» νιαούρισε απολογητικά ο Ξερόλας, καθώς συνέχιζε να ξεφυλλίζει την εγκυκλοπαίδεια ώσπου να βρει τη λέξη που έψαχνε.

Αυτό όμως που έγραφε η εγκυκλοπαίδεια για τους γλάρους, δεν τους βοήθησε και πολύ. Το μόνο που έμαθαν, ήταν ότι ο συγκεκριμένος γλάρος ανήκε στο είδος των αργυροχρόων, που αποκαλούνται έτσι για τις ασημένιες φτερούγες τους.

Ούτε όμως κι αυτά που διάβασαν για το πετρέλαιο τους έμαθαν πώς μπορούσαν να βοηθήσουν το γλάρο, παρ’ όλο που αναγκάστηκαν να υποστούν μια μακροσκελή διάλεξη του Ξερόλα με θέμα κάποιον πόλεμο γύρω απ’ το πετρέλαιο που ‘χε ξεσπάσει στη δεκαετία του ’70.

«Δεν κάνουμε τίποτα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είμαστε εκεί που ξεκινήσαμε!»

«Είναι τρομερό! Τρομερό! Είναι η πρώτη φορά που μ’ απογοητεύει η εγκυκλοπαίδεια!» νιαούρισε απαρηγόρητος ο Ξερόλας.  

«Και σ’ αυτή την εμπλικο… την εμπιδοκλ… τελοσπάντων, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, δεν υπάρχουν πρακτικές οδηγίες για την αφαίρεση λεκέδων από πετρέλαιο;» νιαούρισε ο Κολονέλο.  

«Ιδιοφυές! Τρομερά ιδιοφυές! Από κει έπρεπε να ξεκινήσουμε! Εμπρός για τον τόμο έντεκα, γράμμα Λ — λεκέδες» νιαούρισε ο Ξερόλας, σκαρφαλώνοντας ξανά στο ντουλάπι με τα βιβλία.

«Κατάλαβες τώρα; Αν δεν είχες αυτή την κακή συνήθεια να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα, τώρα θα ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε» νιαούρισε ο Κολονέλο στον σιωπηλό Γραμματικό.

Στη σελίδα που ήταν αφιερωμένη στη λέξη «Λεκέδες», διάβασαν, εκτός από το πώς καθαρίζονται οι λεκέδες από μαρμελάδα, σινική μελάνη, αίμα και βυσσινάδα, και τον τρόπο αφαίρεσης λεκέδων από πετρέλαιο.

«”Καθαρίζετε τη λεκιασμένη επιφάνεια μ’ ένα πανί εμβαπτισμένο σε βενζίνη”. Εδώ είμαστε!» νιαούρισε πανευτυχής ο Ξερόλας. «Πουθενά δεν είμαστε! Πού στο διάολο θα τη βρούμε τη βενζίνη;» νιαούρισε ο Ζορμπάς, φανερά κακοδιάθετος.

«Αν θυμάμαι καλά» νιαούρισε ο Κολονέλο, «στο υπόγειο του εστιατορίου υπάρχει ένας κουβάς με κάτι βούρτσες βουτηγμένες στη βενζίνη. Γραμματικέ, δε χρειάζεται να σου πω τι πρέπει να κάνεις…»

«Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά αδυνατώ ν’ ακολουθήσω τη σκέψη σας…» νιαούρισε απολογητικά ο Γραμματικός.

«Είναι, πολύ απλό: θα μουσκέψεις την ουρά σου στη βενζίνη, κι ύστερα θα πάμε ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτόν τον δυστυχισμένο γλάρο» νιαούρισε ο Κολονέλο, κοιτάζοντας αλλού.

«Α, όχι! Αυτό, όχι! Επ’ ουδενί!» διαμαρτυρήθηκε ο Γραμματικός.

«Σου θυμίζω πως το αποψινό μενού προβλέπει διπλή μερίδα συκώτι αλά κρεμ» επισήμανε ο Κολονέλο.

«Άκου να βάλω την ουρά μου στη βενζ… Τι είπατε; Συκώτι αλά κρεμ;» νιαούρισε ταραγμένος ο Γραμματικός.

Ο Ξερόλας αποφάσισε να τους συνοδέψει, κι οι τέσσερις γάτοι έφτασαν δρομέως στην έξοδο του μαγαζιού του Χάρι. Βλέποντας τους να περνούν, ο χιμπαντζής, που ‘χε μόλις τελειώσει την μπίρα του, τους χάρισε ένα ηχηρό ρέψιμο.

8. Ο Ζορμπάς αρχίζει να εκπληρώνει τα υπεσχημένα

Οι τέσσερις γάτοι έφτασαν στο μπαλκόνι, κι αμέσως κατάλαβαν πως έφτασαν αργά. Ο Κολονέλο, ο Ξερόλας και ο Ζορμπάς έμειναν να κοιτάζουν με ευλάβεια το άψυχο σώμα του γλάρου, ενώ ο Γραμματικός κουνούσε πέρα-δώθε την ουρά του για να διώξει τη μυρωδιά της βενζίνης.

«Νομίζω πως πρέπει να σταυρώσουμε τις φτερούγες» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Έχω δει να το κάνουν σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.»  

Κατανικώντας την απέχθεια που τους προκαλούσε αυτό το πλάσμα, το ποτισμένο με πετρέλαιο, σταύρωσαν τις φτερούγες του πάνω στο σώμα, κι όταν το μετακίνησαν, τότε ανακάλυψαν το άσπρο αβγό με τα γαλάζια στίγματα.

«Τ’ αβγό!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Κατάφερε να κάνει τ’ αβγό!»

«Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου, caro amico! Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου!» νιαούρισε ο Κολονέλο. 

«Τι θα το κάνω τ’ αβγό;» νιαούρισε ο όλο και πιο συντετριμμένος Ζορμπάς.

«Πολλά πράγματα μπορεί να κάνει κανείς μ’ ένα αβγό» νιαούρισε ο Γραμματικός. «Μια τορτίγια, παραδείγματος χάριν.»

«Βεβαίως!» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Μια ματιά στην εγκυκλοπαίδεια θα μας πει πώς να φτιάχνουμε τις καλύτερες τορτίγιες. Το θέμα αναπτύσσεται στον τόμο δεκαεννέα, γράμμα Τ.»

«Πάψτε να νιαουρίζετε γι’ αυτά τα πράγματα!» νιαούρισε βαριά ο Κολονέλο. «Ο Ζορμπάς υποσχέθηκε σ’ αυτό το δύστυχο πλάσμα να φροντίσει τ’ αβγό και το γλαρόνι. Το νιαούρισμα τιμής που δίνει ένας γάτος του λιμανιού, δεσμεύει όλους τους γάτους του λιμανιού. Οπότε, κάτω τα χέρια από τ’ αβγό!»

«Εγώ όμως δεν ξέρω να φροντίζω ένα αβγό! Δεν έχω ξαναφροντίσει ποτέ αβγό στη ζωή μου!» νιαούρισε απελπισμένα ο Ζορμπάς.

Τότε, όλοι οι γάτοι γύρισαν και κοίταξαν τον Ξερόλα. Μπορεί η περίφημη εγ-κυ-κλο-παί-δει-ά του, κάτι να ‘λεγε περί αυτού.

«Πρέπει να συμβουλευτούμε τον πρώτο τόμο, γράμμα Α. Εκεί θα βρούμε σίγουρα ό,τι πρέπει να ξέρουμε για ένα αβγό. Επί του παρόντος, όμως, συνιστώ ζέστη, σωματική ζέστη, πολλή σωματική ζέστη» νιαούρισε ο Ξερόλας μ’ έναν τόνο διδακτικό κι αναντίρρητο.  

«Μ’ άλλα λόγια, να καθίσετε δίπλα στ’ αβγό, αλλά χωρίς να το σπάσετε» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Αυτό ακριβώς θα συνιστούσα κι εγώ. Είναι εκπληκτική η ικανότητα του να μου παίρνει το νιαούρισμα απ’ το στόμα. Ζορμπά, μείνε δίπλα στ’ αβγό, κι εμείς θα συνοδέψουμε τον Ξερόλα, για να δούμε τι μας λέει η εμπικλο… εγκλι-μο… τελοσπάντων, κατάλαβες πού αναφέρομαι. Θα γυρίσουμε τη νύχτα με τις πληροφορίες και θα κηδέψουμε αυτόν τον κακόμοιρο το γλάρο» νιαούρισε ο Κολονέλο και πήδηξε στη στέγη.

Ο Ξερόλας κι ο Γραμματικός τον ακολούθησαν. Ο Ζορμπάς έμεινε στο μπαλκόνι, με τ’ αβγό και τον πεθαμένο γλάρο. Ξάπλωσε με μεγάλη προσοχή κι έφερε τ’ αβγό κοντά του. Ένιωθε γελοίος. Φαντάστηκε τι δούλεμα θα του ‘καναν οι δυο ρεμπελόγατοι που ‘χε συναντήσει το πρωί, αν τον έβλεπαν σ’ αυτή την κατάσταση. Όμως, μια υπόσχεση είναι μια υπόσχεση, κι έτσι, ζεσταμένος από τις ακτίνες του ήλιου, αποκοιμήθηκε, και το άσπρο αβγό με τα γαλάζια στίγματα ήταν σχεδόν κολλημένο πάνω στη μαύρη του κοιλιά.

9. Μια θλιβερή νύχτα

Με το φως του φεγγαριού, ο Γραμματικός, ο Ξερόλας, ο Κολονέλο κι ο Ζορμπάς έσκαψαν μια τρύπα κάτω απ’ την καστανιά. Λίγο πριν, και προσέχοντας μην τους δει ανθρώπου μάτι, είχαν ρίξει την πεθαμένη Κενγκά απ’ το μπαλκόνι στην αυλή. Την έθαψαν στο πι και φι, και τη σκέπασαν με χώμα. Τότε ο Κολονέλο νιαούρισε τα εξής:

«Σύντροφοι γάτοι, αυτή τη φεγγαρόλουστη νύχτα, κηδεύουμε μιαν άτυχη γλαρομάνα, που ούτε τ’ όνομα της δε μάθαμε. Τα μόνα στοιχεία που κατορθώσαμε να συλλέξουμε, χάρη στο σύντροφο Ξερόλα, είναι ότι ανήκε στους αργυρόχροες γλάρους κι ότι μπορεί να ήρθε από πολύ μακριά, από κει όπου ο ποταμός ενώνεται με τη θάλασσα. Αυτά τα ελάχιστα γνωρίζουμε, το σημαντικό όμως είναι πως αυτή η γλαρομάνα έφτασε ετοιμοθάνατη στο σπίτι του Ζορμπά, δικού μας γάτου, και του ‘δείξε όλη της την εμπιστοσύνη. Ο Ζορμπάς υποσχέθηκε να φροντίσει τ’ αβγό που έκανε πριν πεθάνει, να προστατέψει το γλαρόνι που θα γεννηθεί, και το πιο δύσκολο, σύντροφοι: να μάθει στο μικρό να πετάει…»

«Πετάω, Πτήση. Τόμος δεκαέξι, γράμμα Π» ακούστηκε να νιαουρίζει ο Ξερόλας.

«Αυτό ακριβώς θα νιαούριζε κι ο κύριος Κολονέλο» νιαούρισε ο Γραμματικός. «Μην του παίρνετε το νιαούρισμα απ’ το στόμα.»  

«…υποσχέσεις, δύσκολο να τηρηθούν» συνέχισε απτόητος ο Κολονέλο, «αν και ξέρουμε πως ένας γάτος του λιμανιού πάντα τηρεί ό,τι νιαουρίσει. Για να τον βοηθήσουμε να τηρήσει την υπόσχεση του, διέταξα τον σύντροφο Ζορμπά να μην αφήσει τ’ αβγό απ’ τα μάτια του μέχρι να γεννηθεί το γλαρόνι, και το σύντροφο Ξερόλα να συμβουλευτεί την εμπιδο… εγκλοδιπ… τελοσπάντων, αυτά εκεί τα βιβλία, και να βρει καθετί σχετικό με την τεχνική της πτήσης. Και τώρα, ας αποχαιρετήσουμε αυτό το θύμα της εγκληματικής αδιαφορίας των ανθρώπων. Ας στρέψουμε τους λαιμούς μας στο φεγγάρι κι ας νιαουρίσουμε το τραγούδι αποχαιρετισμού των γάτων του λιμανιού.»

Εκεί, λοιπόν, στη ρίζα της γέρικης καστανιάς, οι τέσσερις γάτοι έπιασαν να νιαουρίζουν έναν θλιμμένο σκοπό, και στα νιαουρίσματα τους προστέθηκαν αμέσως αυτά των γύρω γάτων, κι ύστερα των γάτων απ’ την άλλη όχθη του ποταμού, και στα νιαουρίσματα των γάτων ενώθηκαν τα γαβγίσματα των σκύλων, το παραπονιάρικο κελάηδισμα των καναρινιών απ’ τα κλουβιά τους και των σπουργιτιών απ’ τις φωλιές τους, το θλιμμένο τσίριγμα των ποντικών, ακόμα και οι άρρυθμες στριγκλιές του χιμπαντζή Ματίας. Τα φώτα όλων των σπιτιών του Αμβούργου άναψαν, κι οι κάτοικοι τους αναρωτήθηκαν τους λόγους αυτής της παράξενης θλίψης που είχε πιάσει ξαφνικά όλα τα ζώα.

Δεύτερο Μέρος

1. Ένας γάτος που κλωσάει

Πέρασε πολλές μέρες καθισμένος δίπλα στ’ αβγό ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, προστατεύοντας το, τυλίγοντας το με όλη την απαλότητα των βελουδένιων του ποδιών, κάθε φορά που, με μιαν αθέλητη κίνηση του σώματος, το πήγαινε πιο πέρα έναν-δυο πόντους. Ήταν μέρες ατελείωτες και άχαρες, που μερικές φορές του φαίνονταν εντελώς άχρηστες, αφού συλλάμβανε τον εαυτό του να φροντίζει ένα άψυχο αντικείμενο, κάτι σαν εύθραυστη πέτρα, κάτασπρη, με γαλάζια στίγματα.

Μια φορά, πιασμένος απ’ την ακινησία (αν και, υπακούοντας στις διαταγές του Κολονέλο, δεν το κουνούσε ρούπι απ’ τ’ αβγό, παρά μόνο για να πάει να φάει και να κάνει την ανάγκη του), ένιωσε τον πειρασμό να εξακριβώσει αν μες σ’ αυτόν το θόλο από ασβέστιο μεγάλωνε πράγματι ένα γλαρόνι. Πλησίασε το ένα αφτί στ’ αβγό, κι ύστερα το άλλο, αλλά δεν κατάφερε ν’ ακούσει τίποτα. Εξίσου άτυχος ήταν κι όταν προσπάθησε να δει στο εσωτερικό του αβγού, κοιτάζοντας το κόντρα στο φως. Το άσπρο κέλυφος με τα γαλάζια στίγματα ήταν σκληρό και δεν άφηνε να διαφανεί απολύτως τίποτα. Κάθε νύχτα τον επισκέπτονταν ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο Ξερόλας, που εξέταζαν τ’ αβγό για να διαπιστώσουν αν συνέβαινε καμία απ’ αυτές που ο Κολονέλο είχε αποκαλέσει «αναμενόμενες εξελίξεις», μόλις όμως έβλεπαν ότι τ’ αβγό εξακολουθούσε να είναι όπως ακριβώς και την πρώτη μέρα, άλλαζαν αμέσως θέμα.

Ο Ξερόλας δε σταματούσε να εκφράζει τη λύπη του που η εγκυκλοπαίδεια του δεν ανέφερε πουθενά την ακριβή διάρκεια της επώασης, και το πιο ακριβές στοιχείο που μπόρεσε να βρει στα χοντρά του βιβλία, έλεγε πως η επώαση μπορούσε να διαρκέσει από δεκαεπτά ως τριάντα μέρες, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τού είδους της γλαρομάνας.

Το κλώσημα δεν ήταν εύκολο για το γάτο που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός. Του ήταν αδύνατον να ξεχάσει το πρωί που ο οικογενειακός φίλος, ο επιφορτισμένος με το να τον προσέχει, βρήκε ότι στο διαμέρισμα είχε μαζευτεί πολλή σκόνη, κι αποφάσισε να βάλει την ηλεκτρική σκούπα.

Κάθε πρωί, όποτε ερχόταν ο φίλος, ο Ζορμπάς έκρυβε τ’ αβγό ανάμεσα στις γλάστρες του μπαλκονιού, για να μπορέσει ν’ αφιερώσει μερικά λεπτά στον καλό τυπάκο που του άλλαζε την άμμο και του άνοιγε τα τενεκεδάκια με το φαγητό του. Του νιαούριζε ευχαριστημένος, τριβόταν στα πόδια του, κι ο άνθρωπος έφευγε λέγοντας του πόσο συμπαθητικός γατούλης ήταν. Εκείνο το πρωί, όμως, μετά που τον είδε να περνάει με την ηλεκτρική σκούπα το σαλόνι και τις κρεβατοκάμαρες, τον άκουσε να λέει:

«Και τώρα, το μπαλκόνι. Η πιο πολλή βρομιά μαζεύεται ανάμεσα στις γλάστρες».

Ακούγοντας τον πάταγο μιας φρουτιέρας που έγινε θρύψαλα, ο φίλος έτρεξε στην κουζίνα και φώναξε απ’ την πόρτα:

«Ζορμπά, τρελάθηκες; Κοίτα τι έκανες! Βγες από κει τώρα, ηλίθιε γάτε. Ώρα είναι να σου μπει κάνα γυαλί στα πόδια».

Πόσο άδικο βρισίδι… Ο Ζορμπάς βγήκε απ’ την κουζίνα κάνοντας τάχα πως ντρεπόταν πολύ, με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, κι έτρεξε στο μπαλκόνι.

Δεν του ήταν εύκολο να κυλίσει τ’ αβγό ως κάτω απ’ το κρεβάτι. Τα κατάφερε, όμως, κι έμεινε εκεί, περιμένοντας τον άνθρωπο να τελειώσει με την καθαριότητα και να σηκωθεί να φύγει.

Το σούρουπο της εικοστής μέρας, ο Ζορμπάς κοιμόταν, και γι’ αυτό δεν πήρε είδηση πως τ’ αβγό σάλευε — αργά, αλλά σάλευε, σαν να ‘θελε ν’ αρχίσει να τσουλάει στο διαμέρισμα.

Τον ξύπνησε ένα γαργαλητό στην κοιλιά. Άνοιξε τα μάτια και τινάχτηκε πάνω όταν είδε πως, από μια ρωγμή του αβγού, εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν μια κίτρινη κουκίδα.

Ο Ζορμπάς έπιασε τ’ αβγό με τα μπροστινά του ποδάρια κι είδε το γλαρόνι να ραμφίζει το κέλυφος, ν’ ανοίγει μια τρύπα και να βγάζει έξω ένα άσπρο και υγρό κεφαλάκι.

«Μαμά!» έκρωξε το γλαρόνι.

Ο Ζορμπάς δεν ήξερε τι να πει. Ήξερε πως το τρίχωμα του ήταν μαύρο, εκείνην όμως τη στιγμή φαντάστηκε πως η συγκίνηση και η ταραχή τον είχαν μεταμορφώσει σ’ ένα γάτο βιολετή.

2. Δεν είν’ εύκολο να ‘σαι μαμά

«Μαμά! Μαμά!» έκρωζε και ξανάκρωζε το γλαρόνι που ‘χε βγει πια απ’ τ’ αβγό. Ήταν άσπρο σαν το γάλα, και το σώμα του ήταν μισοκαλυμμένο με κάτι αραιά, κοντά και τρυφερά πούπουλα.

Προσπάθησε να κάνει ένα-δυο βήματα, αλλά σωριάστηκε κοντά στην κοιλιά του Ζορμπά. «Μαμά, πεινάω!» έκρωξε, ραμφίζοντας τον. Και τι να του ‘δινε να φάει; Ο Ξερόλας δεν του ‘χε πει τίποτα σχετικό. Ήξερε πως οι γλάροι έτρωγαν ψάρια, μα τώρα πού να το ‘βρίσκε το ψάρι; Ο Ζορμπάς έτρεξε ως την κουζίνα και γύρισε, τσουλώντας μια μελιτζάνα.

Το γλαρόνι σηκώθηκε στα τρεμάμενα πόδια του και χίμηξε στο ζαρζαβατικό. Το κίτρινο ραμφάκι έπεσε πάνω στη φλούδα και λύγισε σαν να ‘ταν από λάστιχο με τη δεύτερη προσπάθεια, το γλαρόνι έπεσε προς τα πίσω. 

«Πεινάω! Μαμά, πεινάω σου λέω!» έκρωξε θυμωμένο.

Ο Ζορμπάς το ‘βαλε να τσιμπολογήσει μια πατάτα και κάτι κροκέτες του που ‘χαν ξεμείνει (με την οικογένεια σε διακοπές δεν υπήρχε και μεγάλο περιθώριο επιλογής), μετανιώνοντας που ‘χε αδειάσει το πιατάκι του πριν να γεννηθεί το γλαρόνι. Τίποτα. Το ράμφος ήταν πολύ μαλακό και υποχωρούσε μόλις ερχόταν σ’ επαφή με την πατάτα. Τότε, μέσα στην απελπισία του, θυμήθηκε πως το γλαρόνι ήταν πουλί και πως τα πουλιά τρώνε έντομα.

Βγήκε στο μπαλκόνι και περίμενε να εμφανιστεί καμιά μύγα και να πέσει στο βεληνεκές του. Δεν άργησε να πιάσει μία και να την πάει στο πεινασμένο.

Το γλαρόνι έπιασε τη μύγα με το ράμφος, τη ζούληξε και, κλείνοντας τα μάτια, την κατάπιε.

«Τι υπέροχος μεζές!» έκρωξε το γλαρόνι, ενθουσιασμένο. «Θέλω κι άλλο, μαμά! Θέλω κι άλλο!»

Ο Ζορμπάς ξαναβγήκε στο μπαλκόνι κι έπιασε να χοροπηδάει απ’ τη μιαν άκρη του ως την άλλη. Είχε μαζέψει πέντε μύγες και μιαν αράχνη, όταν, απ’ τη στέγη του απέναντι σπιτιού, ακούστηκαν οι γνωστές φωνές των δυο ρεμπελόγατων που ‘χε πέσει πάνω τους πριν κάτι μέρες.

«Κοίτα, κουμπάρε! Ο χοντρούλης κάνει ρυθμική γυμναστική» νιαούρισε ο ένας. «Άμα έχεις τέτοιο σώμα, είσαι γεννημένος μπαλαρίνος!» «Εγώ νομίζω πως κάνει αερόμπικ» νιαούρισε ο άλλος. «Αχ, τι τροφαντός χοντρούλης! Όλο χάρη! Αμ το στιλ; Έι, κατραμόφουσκα! Θα πάρεις μέρος σε τίποτα καλλιστεία;» Οι δυο ρεμπεσκέδες έβαλαν τα γέλια, με τη σιγουριά πως βρίσκονταν στην άλλη μεριά της αυλής.

Ο Ζορμπάς θα τους έβαζε ευχαρίστως να αισθανθούν την κόψη των νυχιών του, αλλά ήσαν μακριά του. Γύρισε, λοιπόν, στο πεινασμένο με τα έντομα του. Το γλαρόνι έκανε μια χαψιά τις πέντε μύγες, αλλά αρνήθηκε να δοκιμάσει την αράχνη. Χορτασμένο, ρεύτηκε και κουλουριάστηκε στην κοιλιά του Ζορμπά.

«Νυστάζω, μαμά» έκρωξε.

«Εντάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς, «αλλά δεν είμαι η μαμά σου.»  

«Φυσικά κι είσαι η μαμά μου. Είσαι η καλή μου η μαμά» έκρωξε το γλαρόνι, κλείνοντας τα μάτια.

Όταν έφτασαν ο Κολονέλο, ο Γραμματικός κι ο Ξερόλας, βρήκαν το γλαρόνι να κοιμάται δίπλα στον Ζορμπά.

«Να σου ζήσει! Τι όμορφο γλαρόπουλο!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

«Πόσα γραμμάρια γεννήθηκε;»

«Τι σόι ερώτηση είναι πάλι αυτή;» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Μητέρα του είμαι;»

«Είναι η ερώτηση που κάνουν πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Μην το παίρνεις στραβά. Κι εδώ που τα λέμε, είναι στ’ αλήθεια όμορφο το γλαρόνι σου.»

«Μα είναι τρομερό! Τρομερό!» έκρωξε ο Ξερόλας, φέρνοντας τα μπροστινά ποδάρια του στο στόμα.

«Μπορείς να μας πεις κι εμάς τι είναι τόσο “τρομερό”;» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Το γλαρόπουλο δεν έχει τίποτα να φάει» εξήγησε ο Ξερόλας.

«Είναι τρομερό! Τρομερό!»

«Έχεις δίκιο» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Του ‘δωσα κάτι μύγες, αλλά όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει και θα θέλει πάλι να φάει.»  

«Γραμματικέ! Τι περιμένεις;» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Να με συμπαθά ο κύριος μου, αλλά δεν καταλαβαίνω» απολογήθηκε ο Γραμματικός.

«Τρέχα στο εστιατόριο και φέρε μια σαρδέλα» διέταξε ο Κολονέλο.  

«Και γιατί εγώ; Ε; Γιατί πρέπει να ‘μαι πάντα εγώ για τα θελήματα; Ε; “Βρέξε την ουρά σου με βενζίνη!” “Φέρε μια σαρδέλα!” Γιατί πάντα εγώ;» νιαούρισε τις διαμαρτυρίες του ο Γραμματικός.  

«Γιατί απόψε, αγαπητέ μου, θα ‘χουμε καλαμάρια αλά ρομάνα. Θέλεις κι άλλη εξήγηση;» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Κι η ουρά μου ακόμα μυρίζει βενζ… Τι είπατε; Καλαμάρια αλά ρομάνα;» νιαούρισε ο Γραμματικός πριν σαλτάρει στη στέγη.

 «Μαμά, ποιοι είν’ αυτοί;» έκρωξε το γλαρόνι, δείχνοντας τους γάτους.

«Μαμά! Σε είπε μαμά! Μα αυτό είναι τρομερά τρυφερό!» άρχισε να νιαουρίζει ο Ξερόλας, όταν η ματιά του Ζορμπά τον έκανε να το βουλώσει.

«Λοιπόν, caro amico» νιαούρισε ο Κολονέλο, «εκπλήρωσες την πρώτη υπόσχεση, τώρα εκπληρώνεις τη δεύτερη — μία μόνο σου μένει.»

«Η πιο εύκολη» νιαούρισε ειρωνικά ο Ζορμπάς. «Να του μάθω να πετάει.»

«Θα τα καταφέρουμε» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Έχω ήδη αρχίσει να διαβάζω την εγκυκλοπαίδεια, αλλά η γνώση παίρνει χρόνο.»  

«Μαμά! Πεινάω!» τους διέκοψε το γλαρόνι.

3. Ο κίνδυνος παραμονεύει

Τα προβλήματα άρχισαν τη δεύτερη μέρα από τη γέννηση. Ο Ζορμπάς έπρεπε να κινηθεί δραστικά για να μην ανακαλύψει το γλαρόνι ο οικογενειακός φίλος. Μόλις τον άκουσε να ξεκλειδώνει την πόρτα, αναποδογύρισε μιαν άδεια γλάστρα πάνω στο γλαρόνι και κάθισε από πάνω. Ευτυχώς, ο άνθρωπος δε βγήκε στο μπαλκόνι, και τα κρωξίματα διαμαρτυρίας δεν έφταναν ως την κουζίνα. Ο φίλος, όπως πάντα, του άλλαξε την άμμο, άνοιξε ένα τενεκεδάκι φαΐ και, πριν φύγει, εμφανίστηκε στην μπαλκονόπορτα.

«Δεν πιστεύω να ‘σαι άρρωστος, Ζορμπά. Είναι η πρώτη φορά που δεν τρέχεις όταν σου ανοίγω ένα κουτί. Μα τι κάνεις πάνω στη γλάστρα; Θα ‘λεγε κανείς πως κάτι κρύβεις εσύ. Εν πάση περιπτώσει, θα τα ξαναπούμε αύριο, τρελόγατο.»

Κι αν του ‘ρχόταν να ψάξει κάτω από τη γλάστρα; Ο Ζορμπάς, και μόνο που το σκέφτηκε, ένιωσε κάτι σαν κόψιμο κι έτρεξε στην άμμο του.

Εκεί βρισκόταν, με την ουρά ολόρθη, νιώθοντας μιαν απέραντη ανακούφιση κι αναλογιζόμενος τα λόγια του ανθρώπου.

«Τρελόγατο». Είχε πει: «τρελόγατο». Μπορεί να ‘χε και δίκιο, γιατί το πιο λογικό θα ‘ταν να τον αφήσει να δει το γλαρόνι. Ο φίλος θα νόμιζε πως ο Ζορμπάς το ‘χε εκεί για να το φάει, οπότε θα το ‘παιρνε μαζί του για να το φροντίσει, ώσπου να μεγαλώσει. Κι αυτός το ‘χε κρύψει κάτω από μια γλάστρα; Μα, ήταν τρελός;

Όχι. Καθόλου. Απλώς, ακολουθούσε αυστηρά τον κώδικα τιμής των γάτων του λιμανιού. Είχε υποσχεθεί στη γλαρομάνα που ψυχορραγούσε, πως θα μάθαινε στο γλαρόνι να πετάει — και θα το μάθαινε. Δεν ήξερε πώς, αλλά θα το μάθαινε.

Ο Ζορμπάς σκέπαζε με κάθε επιμέλεια τα περιττώματα του, όταν κάτι πανικόβλητα κρωξίματα τον έκαναν να τρέξει στο μπαλκόνι. Αυτό που είδε, του πάγωσε το αίμα: Οι δυο ρεμπεσκέδες ήταν στημένοι μπροστά στο γλαρόνι, κουνούσαν ερεθισμένοι τις ουρές, κι ο ένας τους μάλιστα είχε βάλει το ‘να του ποδάρι στην ουρά του γλαρόπουλου και το κρατούσε για να μη τους φύγει. Ευτυχώς, είχαν γυρισμένες τις πλάτες τους στον Ζορμπά και δεν τον είδαν να ‘ρχεται. Ο Ζορμπάς ένιωσε όλους τους μυς του κορμιού του να τεντώνονται.

«Ποιος να το ‘λεγε πως θα πέφταμε σε τέτοια λιχουδιά» νιαούρισε ο ένας. «Είναι μικρούλι, αλλά μπουκιά και συχώριο!»  

«Μαμά! Βοήθεια!» έκρωξε το γλαρόνι.

«Ξες εμένα τι μ’ αρέσει πιο πολύ στα πουλιά;» νιαούρισε ο άλλος. «Οι φτερούγες. Αυτουνού είναι μια σταλιά, αλλά πρέπει να ‘χουν πολύ ψαχνό.»

Ο Ζορμπάς σάλταρε. Έβγαλε στον αέρα τα δέκα νύχια των μπροστινών του ποδιών, προσγειώθηκε ανάμεσα στους δυο ρεμπεσκέδες και κουτούλησε τα κεφάλια τους στο πάτωμα. Οι γάτοι έκαναν να την κοπανήσουν, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ο καθένας τους είχε κι από ένα αφτί τρυπημένο από ένα νύχι.

«Μαμά! Θέλουν να με φάνε!» έκρωξε το γλαρόνι.

«Εμείς;! Να φάμε το παιδί σας;! Όχι, μαντάμ. Κάνετε μεγάλο λάθος» νιαούρισε ο ένας, με το κεφάλι στο πάτωμα.

«Εμείς, μαντάμ» νιαούρισε ο άλλος, «είμαστε χορτοφάγοι. Σούπερ χορτοφάγοι.»  

«Δεν είμαι “μαντάμ”, ηλίθιοι» νιαούρισε ο Ζορμπάς, αφήνοντας τ’ αφτιά τους για να μπορέσουν να τον δουν.

Με το που τον είδαν, οι δυο ρεμπεσκέδες ανατρίχιασαν.

«Ρε φίλε, τι να σου πω…» νιαούρισε ο πρώτος, «έχεις ένα γιο κουκλί. Θα γίνει ένας γάταρος αυτός…»

«Θέλει και ρώτημα;» νιαούρισε ο δεύτερος. «Αχ, τι όμορφο γατάκι!»

«Δεν είναι γάτος, ηλίθιοι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Γλαρόπουλο είναι.»

«Ε λοιπόν, αυτό έλεγα πάντα στον κουμπάρο μου από δω: πως πρέπει να γεννάμε γλαρόπουλα. Ε, κουμπάρε; Δε σ’ το ‘λεγα;»

Ο Ζορμπάς αποφάσισε να τελειώνει αυτή τη φάρσα, αλλά οι δυο κρετίνοι έπρεπε να πάρουν μαζί τους ένα σουβενίρ απ’ τις νυχιές του. Μάζεψε μεμιάς τα μπροστινά του πόδια, και τα νύχια του έσκισαν τ’ αφτιά των δυο δειλών. Νιαουρίζοντας από τον πόνο, έφυγαν τρεχάλα.

«Τι γενναία που είναι η μαμά μου!» έκρωξε το γλαρόνι.

Ο Ζορμπάς κατάλαβε πως το μπαλκόνι δεν πρόσφερε την παραμικρή ασφάλεια, και δεν μπορούσε να βάλει το πουλί μέσα στο σπίτι, γιατί θα ‘κανε βρομιές παντού, και θα τον ανακάλυπτε ο οικογενειακός φίλος. Έπρεπε να βρει ένα μέρος σίγουρο.

«Έλα. Πάμε μια βόλτα» νιαούρισε ο Ζορμπάς κι έπιασε το γλαρόνι απαλά με τα δόντια του.

4. Ο κίνδυνος δε λέει να περάσει

Μαζεμένοι στο μαγαζί του Χάρι, οι γάτοι αποφάσισαν πως το γλαρόνι δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο διαμέρισμα του Ζορμπά. Ήταν πολλοί οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε εκεί, κι ο μεγαλύτερος δεν ήταν η απειλητική παρουσία των δυο ρεμπελόγατων, αλλά ο οικογενειακός φίλος.

«Δυστυχώς» νιαούρισε ο Κολονέλο, «οι άνθρωποι είναι εντελώς απρόβλεπτοι. Πολλές φορές, ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις και καταλήγουν να κάνουν το μεγαλύτερο κακό.»

«Έτσι είναι» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Ας πάρουμε τον Χάρι, που είναι καλός άνθρωπος, καρδιά μάλαμα, αλλά επειδή λατρεύει το χιμπαντζή και ξέρει πως του αρέσει η μπίρα, κάθε φορά που ο άλλος διψάει, του δίνει κι από ένα μπουκάλι. Ο κακόμοιρος ο Ματίας κατάντησε αλκοολικός, έχει γίνει τελείως ξεδιάντροπος και, κάθε φορά που σουρώνει, στριγκλίζει ένα απ’ αυτά τα τραγούδια του που είναι τρομερά! Τρομερά!»

«Για να μη μιλήσουμε για το κακό που κάνουν σκοπίμως» νιαούρισε ο Γραμματικός. «Ας θυμηθούμε την κακομοίρα τη γλαρομάνα που πέθανε επειδή οι άνθρωποι έχουν αυτή την καταραμένη μανία να δηλητηριάζουν τη θάλασσα με τ απόβλητα τους.»

Μετά από μια σύντομη σύσκεψη, συμφώνησαν πως ο Ζορμπάς και το γλαρόνι έπρεπε να μετακομίσουν στο «Παζάρι του Λιμανιού», ώσπου το πουλί να μάθει να πετάει. Ο Ζορμπάς θα πήγαινε στο διαμέρισμα του κάθε πρωί, για να μην ανησυχήσει ο άνθρωπος, κι ύστερα θα γύριζε εκεί για να προσέχει το γλαρόνι.

«Δε θα ‘ταν άσχημα να του δίναμε ένα όνομα» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Αυτό ακριβώς θα πρότεινα κι εγώ. Φοβάμαι πως αυτό, το να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα, είναι ανώτερο των δυνάμεων σου» παραπονέθηκε ο Κολονέλο.

«Συμφωνώ» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Να του δώσουμε ένα όνομα, πρώτα όμως πρέπει να μάθουμε αν είναι αρσενικό ή θηλυκό.»  

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το νιαούρισμα του, και ήδη ο Ξερόλας είχε γκρεμίσει από τη βιβλιοθήκη έναν τόμο της εγκυκλοπαίδειας.

Ο τόμος είκοσι ένα αντιστοιχούσε στο γράμμα Φ, κι έπιασε να τον ξεφυλλίζει, ψάχνοντας τη λέξη φύλο .

Δυστυχώς, η εγκυκλοπαίδεια δεν έλεγε τίποτα ως προς το πώς μπορεί κανείς ν’ αναγνωρίσει το φύλο ενός γλαρόπουλου.

«Θα πρέπει να ομολογήσω πως αυτή η εγκυκλοπαίδεια σου δε μας έχει βοηθήσει και πάρα πολύ ως τώρα» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Δεν ανέχομαι αμφισβητήσεις ως προς την αξία της εγκυκλοπαίδειας μου!» νιαούρισε προσβεβλημένος ο Ξερόλας. «Όλη η γνώση βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα βιβλία!»

«Γλάρος… Θαλασσοπούλι… Ο Σταβέντο! Ο μόνος που μπορεί να μας πει αν είναι “αυτός” ή “αυτή”, είναι ο Σταβέντο» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Αυτό ακριβώς θα νιαούριζα κι εγώ. Σου απαγορεύω να συνεχίσεις να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα!» γόγγυξε έξαλλος ο Κολονέλο.

Ενόσω οι γάτοι νιαούριζαν, το γλαρόνι έκανε μια βόλτα ανάμεσα σε δεκάδες βαλσαμωμένα πουλιά. Κοίταζε έκθαμβο τα κοτσύφια, τους παπαγάλους, τα τουκάν, τα παγόνια, τους αετούς, τα γεράκια, όταν, ξαφνικά, ένα ζώο με κόκκινα μάτια, που δεν ήταν βαλσαμωμένο, του ‘κοψε το αίμα.

«Μαμά! Βοήθεια!» έκρωξε απελπισμένο. Ο πρώτος που έφτασε επιτόπου, ήταν ο Ζορμπάς — κι έφτασε εγκαίρως, γιατί, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, ένας ποντικός τέντωνε τα μπροστινά του ποδάρια προς το λαιμό του γλαρόπουλου. Με το που είδε τον Ζορμπά, ο ποντικός χώθηκε σε μια ρωγμή του τοίχου.

«Ήθελε να με φάει!» έκρωξε το γλαρόνι, πέφτοντας στην αγκαλιά του Ζορμπά.

«Αυτόν τον κίνδυνο δεν τον είχαμε σκεφτεί» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Νομίζω πως πρέπει να κάνω ένα νιαούρισμα με τα ποντίκια.»  

«Συμφωνώ» νιαούρισε ο Κολονέλο, «με την προϋπόθεση να μην κάνεις πολλές παραχωρήσεις σ’ αυτά τα μπαμπέσικα.»

Ο Ζορμπάς πλησίασε τη ρωγμή. Μέσα ήταν πολύ σκοτεινά, αλλά, κάποια στιγμή, είδε τα κόκκινα μάτια του ποντικού.

«Θέλω να δω τον αρχηγό σου» νιαούρισε αποφασιστικά.

«Εγώ είμαι ο αρχηγός των ποντικών» τσίριξε το ποντίκι μέσ’ απ’ το σκοτάδι. «Νιαούρισε ό,τι έχεις να νιαουρίσεις.»  

«Αν είσαι εσύ ο αρχηγός τους» νιαούρισε ο Ζορμπάς

περιφρονητικά, «τότε είστε πιο ανάξιοι κι απ’ τις κατσαρίδες.»

Ο Ζορμπάς άκουσε το ποντίκι ν’ απομακρύνεται· τα νύχια του έτριζαν στο σωλήνα μέσ’ απ’ τον οποίο γλιστρούσε. Πέρασαν μερικά λεπτά, κι ύστερα ο Ζορμπάς ξαναείδε μέσα στο σκοτάδι τα κόκκινα μάτια.

«Ο αρχηγός θα σε δεχτεί» τσίριξε το ποντίκι. «Στο υπόγειο κάτω απ’ τα κοχύλια, πίσω απ’ το πειρατικό σεντούκι, υπάρχει μια είσοδος.»

Ο Ζορμπάς κατέβηκε στο υπόγειο που του ‘χε πει. Έψαξε πίσω απ’ το σεντούκι και είδε πως στον τοίχο υπήρχε μια τρύπα απ’ όπου χωρούσε να μπει. Πέρασε μέσα από κάτι ιστούς αράχνης και βρέθηκε στον κόσμο των ποντικών, που μύριζε μούχλα και βρόμα. «Ακολούθησε τους σωλήνες της αποχέτευσης» τσίριξε ένα ποντίκι που δεν μπορούσε να το δει. Υπάκουσε. Ενόσω προχωρούσε, σκύβοντας μ’ όλο του το σώμα, ένιωθε το τρίχωμα του να γεμίζει σκόνη και ακαθαρσίες.

Προχώρησε στο σκοτάδι, ώσπου έφτασε σ’ ένα βόθρο που φωτιζόταν αμυδρά από το φως της ημέρας. Ο Ζορμπάς υπέθεσε πως βρισκόταν κάτω από το δρόμο και πως το φως έμπαινε απ’ το στόμιο του υπονόμου. Το μέρος βρομούσε, αλλά, τουλάχιστον, ήταν αρκετά ψηλό ώστε να μπορεί να σταθεί όρθιος. Στη μέση, κυλούσε ένα κανάλι βρομόνερα. Και τότε είδε τον αρχηγό των ποντικών: ένα μεγάλο, σκουρόχρωμο τρωκτικό, με το κορμί γεμάτο ουλές, που ήταν απασχολημένο με το να ισιώνει με το νύχι τις δίπλες της ουράς του.

«Βρε, βρε! Κοίτα ποιος μας ήρθε!» τσίριξε ο αρχηγός των ποντικών. «Ο γάτος ο χοντρός!»

«Ο χοντρός! Ο χοντρός!» τσίριξαν καμιά δεκαριά ποντίκια, που ο Ζορμπάς έβλεπε μόνο τα κόκκινα μάτια τους.

«Θέλω ν’ αφήσουν ήσυχο το γλαρόνι» νιαούρισε νευρικά.  

«Α! Ώστε οι γάτοι έχουν ένα γλαρόνι!» τσίριξε ο ποντικός. «Μάλιστα. Το ‘μαθα. Κυκλοφορούν πολλά για δαύτο στους υπονόμους. Λένε πως είναι ένα γλαρόνι νόστιμο. Πολύ νόστιμο! Ιι!

Iι! Ιι!»

«Νόστιμο! Νόστιμο» Ιι Ιι!» τσίριξαν τ’ άλλα ποντίκια.

«Αυτό το γλαρόνι» νιαούρισε ο Ζορμπάς, «είναι υπό την προστασία των γάτων.»

«Για να το φάνε όταν θα μεγαλώσει;» τσίριξε ο ποντικός· «Χωρίς να μας καλέσουν; Τς τς τς! Εγωιστές!»

«Εγωιστές! Εγωιστές!» τσίριξαν τ’ άλλα ποντίκια.

«Όπως ξέρεις καλά» νιαούρισε ήρεμα ο Ζορμπάς, «τα ποντίκια που ‘χω σκοτώσει, είναι πιο πολλά απ’ τις τρίχες που ‘χω πάνω μου. Έτσι και πάθει τίποτα το γλαρόνι, αρχίστε να μετράτε ώρες.»

«Για να σου πω, ρε ξύγκι … Έχεις σκεφτεί πώς θα φύγεις από δω;» τσίριξε ο ποντικός. «Μ’ εσένα κάνουμε ένα γατοπουρέ να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»

«Γατοπουρέ! Γατοπουρέ!» τσίριξαν τ’ άλλα ποντίκια.

Τότε ο Ζορμπάς χίμηξε πάνω στον αρχηγό των ποντικών. Έπεσε πάνω στο σβέρκο του και του ακινητοποίησε το κεφάλι με τα νύχια. «Εντός ολίγου, πρόκειται να χάσεις τα μάτια σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Μπορεί να φτιάξεις από μένα ένα γατοπουρέ, όπως λες, εσύ όμως δε θα τον δεις. Θ’ αφήστε ήσυχο το γλαρόνι;»

«Τι κακούς τρόπους που έχεις!» τσίριξε ο αρχηγός των ποντικών. «Πάει καλά. Ούτε γατοπουρές, ούτε γλαροπουρές. Βλέπεις; Τα πάντα μπορούν να συμφωνηθούν στους υπονόμους.»

«Να το συμφωνήσουμε, λοιπόν. Τι ζητάς για να σεβαστείς τη ζωή του γλαρόπουλου;» νιαούρισε ο Ζορμπάς χωρίς να του αφήσει το κεφάλι.

«Ελευθέρας στην αυλή. Ο Κολονέλο διέταξε να μας κόψουν το δρόμο για το παζάρι. Ελευθέρας στην αυλή» τσίριξε ο αρχηγός των ποντικών.

«Ελευθέρας στην αυλή!» τσίριξαν τ’ άλλα ποντίκια.  

«Σύμφωνοι. Μπορείτε να περνάτε απ’ την αυλή, αλλά μόνο τις νύχτες όταν δεν σας βλέπουν οι άνθρωποι. Όσο να ‘ναι, πρέπει να διαφυλάξουμε λίγο και το γόητρο μας» νιαούρισε ο Ζορμπάς, αφήνοντας του το κεφάλι.

Βγήκε οπισθοχωρώντας απ’ το βόθρο, χωρίς να χάσει από το βλέμμα του ούτε τον αρχηγό των ποντικών ούτε τα δεκάδες κόκκινα μάτια που τον κοίταζαν με μίσος.

5. Θηλυκό ή αρσενικό;

Πέρασαν τρεις μέρες ώσπου να μπορέσουν να δουν τον Σταβέντο, που ήταν ένας καραβόγατος — ένας αυθεντικός καραβόγατος.

Ο Σταβέντο ήταν η μασκότ του «Hannes II», μιας πανίσχυρης πλωτής ντράγας, που ήταν επιφορτισμένη με το να καθαρίζει και να ξελασπώνει συνεχώς το βυθό του Έλβα. Οι ναυτικοί του «Hannes II» τον αγαπούσαν τον Σταβέντο, ένα γάτο μελί, με καταγάλανα μάτια, που τους συντρόφευε όταν δούλευαν σκληρά για να βυθοκορήσουν το ποτάμι.

Όταν είχε κακοκαιρία, τον σκέπαζαν μ’ έναν κίτρινο μουσαμά, ραμμένο στα μέτρα του, κι ολόιδιο με τις νιτσεράδες που φορούσαν αυτοί, κι ο Σταβέντο σουλατσάριζε στην κουβέρτα, με το συνοφρυωμένο ύφος των θαλασσινών που αψηφούν τις καταιγίδες. Κατά καιρούς, το «Hannes II» στελνόταν για να καθαρίσει και τα λιμάνια του Ρότερνταμ, της Αμβέρσας και της Κοπεγχάγης, κι ο Σταβέντο συνήθιζε να νιαουρίζει διασκεδαστικές ιστορίες απ’ αυτά τα ταξίδια. Α, ναι: ήταν ένας αυθεντικός καραβόγατος!

«Αχόι!» νιαούρισε ο Σταβέντο, μπαίνοντας στο «Παζάρι του Λιμανιού».

Ο Ματίας τρεμόπαιξε τα μάτια, έκπληκτος, βλέποντας να περνάει από μπροστά του ένας γάτος που περπατούσε παλαντζάροντας σε κάθε βήμα κι έδειχνε να περιφρονεί βαθύτατα την ιδιότητα του χιμπαντζή ως ταμία της επιχείρησης.

«Δε μας λες που δε μας λες καλημέρα» στρίγκλισε ο Ματίας. «Πλήρωσε τουλάχιστον εισιτήριο, ψυλλοσακούλα!»  

«Ζουρλός αριστερά! Μα τις δαγκάνες του μπαρακούντα! Πώς με αποκάλεσες; Ψυλλοσακούλα; Μάθε, λοιπόν, πως αυτό το πετσί έχει τσιμπηθεί απ’ όλα τα έντομα όλων των λιμανιών. Μια μέρα θα σου νιαουρίσω για ένα τσιμπούρι που μου κάθισε στο σβέρκο κι ήταν τόσο βαρύ, που δεν μπορούσα να το σηκώσω. Μα τα γένια τής φάλαινας! Και θα σου νιαουρίσω για τις ψείρες της Νήσου Κακατούα, που χρειάζονται για ορεκτικό και μόνο να ρουφήξουν το αίμα εφτά νομάτων. Μα το φτερό του καρχαρία! Βίρα τις άγκυρες, μαϊμού. Και μη μου κόβεις τον αέρα!» νιαούρισε ο Σταβέντο και συνέχισε να προχωράει, χωρίς να περιμένει την απάντηση του χιμπαντζή.

Φτάνοντας στο δωμάτιο με τα βιβλία, χαιρέτησε απ’ την πόρτα τους γάτους που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί.

«Μοί!» νιαούρισε ο Σταβέντο, που του άρεσε να νιαουρίζει, στην τραχιά και, ταυτόχρονα, γλυκιά αμβουργιανή διάλεκτο.

«Επιτέλους, ήρθες, capitano!» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Δεν ξέρεις πόσο σε χρειαζόμαστε!» Του διηγήθηκαν με λίγα λόγια την ιστορία της γλαρομάνας και τις υποσχέσεις του Ζορμπά — υποσχέσεις που, επανέλαβαν, θα τις εκπλήρωναν όλες. Ο Σταβέντο άκουγε, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι.

«Μα το μελάνι της σουπιάς! Φριχτά πράγματα συμβαίνουν στη θάλασσα. Καμιά φορά, αναρωτιέμαι μήπως κάποιοι άνθρωποι έχουν τρελαθεί κι έχουν βαλθεί να μετατρέψουν τον ωκεανό σ’ έναν απέραντο σκουπιδότοπο. Μόλις κάναμε καθάρισμα στην εκβολή του Έλβα, και δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είδαν τα μάτια μας. Μα το καύκαλο της χελώνας! Η φαγάνα έβγαλε πάνω μπουκάλια εντομοκτόνων, λάστιχα αυτοκινήτων και χιλιάδες απ’ αυτά τα καταραμένα πλαστικά μπουκάλια που οι άνθρωποι παρατάνε στις παραλίες» νιαούρισε εκνευρισμένος ο Σταβέντο.

«Τρομερό! Τρομερό!» νιαούρισε σκανδαλισμένος ο Ξερόλας. »Αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, σε λίγο καιρό η λέξη “μόλυνση” θα καταλάβει όλον τον τόμο δώδεκα, γράμμα Μ, της εγκυκλοπαίδειας!»

«Κι εγώ τι μπορώ να σας κάνω γι’ αυτό το κακόμοιρο το πουλί;» νιαούρισε ο Σταβέντο.

«Μόνο εσύ, που γνωρίζεις τη θάλασσα, μπορείς να μας πεις αν το γλαρόπουλο είναι θηλυκό ή αρσενικό» νιαούρισε ο Κολονέλο.

Το γλαρόνι κοιμόταν χορτασμένο, αφού είχε φάει ένα καλαμάρι που του ‘φερε ο Γραμματικός, ο επιφορτισμένος, σύμφωνα με τις διαταγές του Κολονέλο, με τη διατροφή του.

Ο Σταβέντο τράβηξε το ένα πόδι του γλαρόπουλου, εξέτασε το κεφάλι του, κι ύστερα σήκωσε τα φτερά που ‘χαν αρχίσει να φυτρώνουν στην ουρά του. Το γλαρόνι κοίταζε συνέχεια τον Ζορμπά με γουρλωμένα μάτια.

«Μα του καβουριού τα πόδια! Έχουμε εδώ μια όμορφη γλαροπούλα που, μια μέρα, θα κάνει πιο πολλά αβγά απ’ τις τρίχες που ‘χω στην ουρά μου!» νιαούρισε χαρούμενα ο καραβόγατος.

Ο Ζορμπάς έγλειψε το κεφάλι της γλαροπούλας. Λυπόταν που δεν είχε ρωτήσει τη γλαρομάνα πώς ήταν τ’ όνομα της, γιατί, αν η κόρη αναλάμβανε να ολοκληρώσει το ταξίδι που ‘χε τελειώσει μ’ αυτόν τον αισχρό τρόπο, καλό θα ‘ταν να έφερε το ίδιο όνομα.

«Με δεδομένο ότι η γλαροπούλα είχε την τύχη να βρεθεί υπό την προστασία μας» νιαούρισε ο Κολονέλο, «προτείνω να την ονομάσουμε Καλότυχη.»  

«Μα τα ρουθούνια του μπακαλιάρου! Ωραίο όνομα! Θυμάμαι μια όμορφη σκούνα που ‘χα δει στη Βαλτική. Λεγόταν έτσι: “Καλότυχη”, κι ήταν κι αυτή κάτασπρη» νιαούρισε ο Σταβέντο.

«Κι αν ποτέ κάνει κάποιο κατόρθωμα» νιαούρισε ο Ξερόλας,

«τότε θα περάσει στην εγκυκλοπαίδεια, στον τόμο δέκα, γράμμα Κ.»  

Όλοι συμφώνησαν με το όνομα που ‘χε προτείνει ο Κολονέλο. Και τότε, οι πέντε γάτοι σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από τη γλαροπούλα, ανασηκώθηκαν στα πισινά ποδάρια τους, σχηματίζοντας με τα μπροστινά μιαν αψίδα, και νιαούρισαν το βαπτιστικό τροπάριο των γάτων του λιμανιού.

«Χαίρε, Καλότυχη, φίλη των γάτων!» «Αχόι! Αχόι! Αχόι!» νιαούρισε ευτυχισμένος ο Σταβέντο.

6. Η Καλότυχη, πραγματικά καλότυχη

Η Καλότυχη μεγάλωσε γρήγορα και μες στα χάδια των γάτων. Ένα μήνα μετά από τότε που την πήγαν στο μαγαζί του Χάρι, ήταν μια νεαρή και σβέλτη γλαροπούλα, με ασημιά φτερά και μεταξένια. Όταν έρχονταν τουρίστες στο μαγαζί, η Καλότυχη, ακολουθώντας τις οδηγίες του Κολονέλο, καθόταν ήσυχη ανάμεσα στ’ άλλα πουλιά, κάνοντας πως ήταν κι αυτή βαλσαμωμένη. Τ’ απογεύματα, όμως, όταν το μαγαζί έκλεινε, κι ο γερο-θαλασσόλυκος πήγαινε να πλαγιάσει, τότε η γλαροπούλα σεργιάνιζε με το ξεγοφιαστό περπάτημα των υδρόβιων πτηνών σ’ όλα τα δωμάτια, θαυμάζοντας τα χιλιάδες παράξενα αντικείμενα, ενόσω ο Ξερόλας διάβαζε του κόσμου τα βιβλία, ψάχνοντας τη μέθοδο με την οποία ο Ζορμπάς θα της μάθαινε να πετάει.

«Η πτήση συντελείται με την απώθηση αέρα προς τα πίσω και προς τα κάτω» νιαούριζε, με τη μύτη κολλημένη στα βιβλία του. «Αχά! Αυτό είναι σημαντικό!»

«Και γιατί δηλαδή πρέπει να πετάξω;» έκρωζε η Καλότυχη, με τις φτερούγες κολλημένες στο σώμα.

«Γιατί είσαι γλάρος — κι οι γλάροι πετάνε» νιαούριζε ο Ξερόλας. «Μου φαίνεται τρομερό να μην το ξέρεις! Τρομερό!»

«Εγώ, όμως, δε θέλω να πετάξω» έκρωζε η Καλότυχη. «Κι ούτε θέλω να ‘μαι γλάρος. Θέλω να ‘μαι γάτος — κι οι γάτοι δεν πετάνε.»  

Ένα βράδυ, πήγε στο καμαράκι της εισόδου κι είχε μια δυσάρεστη στιχομυθία με το χιμπαντζή.

«Άκου να σου πω, πουλί» στρίγκλισε ο Ματίας μόλις την είδε, «αλλού τα κακά σου!»

«Γιατί μου το λέτε αυτό, κύριε πίθηκε;» έκρωξε αυτή ντροπαλά.

«Γιατί τα πουλιά, μόνο αυτό κάνουν: κακά. Κι εσύ είσαι πουλί» στρίγκλισε, απολύτως βέβαιος γι’ αυτά που έλεγε.

«Κάνεις λάθος. Είμαι γάτος — και πολύ καθαρός, μάλιστα. Χρησιμοποιώ την ίδια άμμο με τον Ξερόλα» έκρωξε η Καλότυχη, ελπίζοντας να κερδίσει τη συμπάθεια του χιμπαντζή.

«Ja, Ja! Κοίτα τι πάθαμε! Αυτή η συμμορία, οι ψυλλοσακούλες, σ’ έπεισαν ότι είσαι μια από δαύτους. Μα, κοίτα το σώμα σου: εσύ έχεις δυο ποδάρια, κι οι γάτοι έχουν τέσσερα. Εσύ έχεις φτερά, κι οι γάτοι έχουν τρίχωμα. Και την ουρά; Ε; Πού τη βάζεις την ουρά; Είσαι θεόμουρλη, σαν αυτόν το γάτο που περνάει τη ζωή του διαβάζοντας και νιαουρίζοντας: “Τρομερό! Τρομερό!” Κουτορνίθι! Θέλεις λοιπόν να μάθεις γιατί σε κανακεύουν οι φίλοι σου; Γιατί περιμένουν να παχύνεις για να σε φάνε! Δε θ’ αφήσουν τίποτα — ούτε φτερό ούτε κόκαλο!» στρίγκλισε ο χιμπαντζής.

Εκείνο το βράδυ, οι γάτοι παραξενεύτηκαν που η γλαροπούλα δε ζύγωνε το αγαπημένο της φαΐ: τα καλαμάρια που της έφερνε ο Γραμματικός από το εστιατόριο.

«Δεν πεινάς, Καλότυχη; Έχει καλαμάρια» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Η γλαροπούλα δεν έλεγε ν’ ανοίξει το ράμφος της.

«Μήπως δεν είσαι καλά; Είσαι άρρωστη;» νιαούρισε ανήσυχος ο Ζορμπάς.

«Θέλεις να φάω για να παχύνω;» έκρωξε εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει.

«Για ν’ αποκτήσεις δύναμη και υγεία» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Κι όταν παχύνω, θα καλέσεις και τα ποντίκια για να με φάτε όλοι μαζί;» έκρωξε η Καλότυχη με δακρυσμένα μάτια. 

«Μα πού σου κατέβηκαν αυτές οι χαζομάρες;» νιαούρισε νευρικά ο Ζορμπάς.

Μορφάζοντας, η Καλότυχη του έκρωξε όλα όσα της είχε στριγκλίσει ο Ματίας. Ο Ζορμπάς της έγλειψε τα δάκρυα, κι αμέσως νιαούρισε όπως κανείς άλλος δεν είχε νιαουρίσει μέχρι τότε:

«Είσαι γλάρος. Σ’ αυτό, ο χιμπαντζής έχει δίκιο — αλλά μόνο σ’ αυτό. Όλοι σ’ αγαπάμε, Καλότυχη. Και σ’ αγαπάμε, γιατί είσαι μια γλαροπούλα — μια όμορφη γλαροπούλα. Δεν σου αντιλέγουμε όταν σ’ ακούμε να κρώζεις ότι είσαι γάτος, γιατί μας κολακεύει που θέλεις να ‘σαι σαν κι εμάς. Όμως, είσαι διαφορετική από μας — και μας αρέσει που είσαι διαφορετική. Τη μάνα σου δεν μπορέσαμε να τη βοηθήσουμε — εσένα, όμως, ναι. Σε προστατέψαμε ώσπου να βγεις απ’ τ’ αβγό. Σου χαρίσαμε όλη μας τη στοργή, χωρίς να θέλουμε ποτέ να σε κάνουμε γάτο. Σε θέλουμε γλάρο, κι έτσι σ’ αγαπάμε. Νιώθουμε πως κι εσύ μας αγαπάς, πως είμαστε οι φίλοι σου, η οικογένεια σου, κι είναι καλό να ξέρεις πως μαζί σου μάθαμε κάτι για το οποίο καμαρώνουμε: μάθαμε να εκτιμούμε, να σεβόμαστε και ν’ αγαπάμε ένα διαφορετικό πλάσμα. Είναι πολύ εύκολο ν’ αποδέχεσαι και ν’ αγαπάς αυτούς που είναι σαν κι εσένα, αλλά πολύ δύσκολο κάποιον που είναι διαφορετικός — κι εσύ, μας βοήθησες να το κατορθώσουμε. Είσαι γλάρος, και πρέπει ν’ ακολουθήσεις τον προορισμό των γλάρων. Πρέπει να πετάξεις. Όταν θα τα καταφέρεις, Καλότυχη, σε βεβαιώνω πως θα ‘σαι ευτυχισμένη, και τότε, τα αισθήματα σου για μας, και τα δικά μας για σένα, θα ‘ναι πιο έντονα και πιο όμορφα, γιατί θα ‘ναι μια αγάπη ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικά πλάσματα».

«Ναι… αλλά φοβάμαι να πετάξω» έκρωξε η Καλότυχη και μαζεύτηκε.

«Όταν θα γίνει αυτό, θα ‘μαι μαζί σου. Το υποσχέθηκα στη μητέρα σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς και της έγλειψε το κεφάλι.

Η γλαροπούλα κι ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, έπιασαν να βαδίζουν. Εκείνος έγλειφε τρυφερά το κεφάλι της’ εκείνη τον είχε αγκαλιάσει με μιαν από τις απλωμένες της φτερούγες.

7. Μαθαίνοντας να πετάει

«Πριν αρχίσουμε» νιαούρισε ο Ξερόλας, «ας ξαναρίξουμε μια ματιά στα τεχνικά θέματα.»

Από το πιο ψηλό σημείο μιας βιβλιοθήκης, ο Κολονέλο, ο Γραμματικός, ο Ζορμπάς και ο Σταβέντο παρακολουθούσαν εναγωνίως αυτά που συνέβαιναν κάτω. Εκεί βρισκόταν η Καλότυχη, όρθια, στην άκρη ενός διαδρόμου που τον είχαν βαφτίσει «πίστα απογείωσης», και, στην άλλη άκρη, ο Ξερόλας, σκυμμένος πάνω στον τόμο έντεκα της εγκυκλοπαίδειας, αυτόν που αντιστοιχούσε στο γράμμα Λ. Το βιβλίο ήταν ανοιχτό σε μιαν απ’ τις σελίδες που ήταν αφιερωμένες στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, όπου και το σχέδιο ενός περίεργου τεχνουργήματος, που ο ίδιος ο μεγαλοφυής Ιταλός είχε ονομάσει «πτητική μηχανή».

«Σε παρακαλώ» νιαούρισε ο Ξερόλας, «ας εξακριβώσουμε πρώτα την ευστάθεια των σημείων στήριξης “α” και “β”.»

«Δοκιμάζω σημεία “α” και “β”» έκρωξε η Καλότυχη, πηδώντας πρώτα πάνω στο αριστερό, κι ύστερα πάνω στο δεξί ποδάρι. 

«Θαυμάσια. Τώρα, ας εξακριβώσουμε την ευχέρεια έκτασης των σημείων “γ” και “δ”» νιαούρισε ο Ξερόλας, που ένιωθε σπουδαίος, σαν μηχανικός της NASA.

«Δοκιμάζω έκταση των σημείων “γ” και “δ”» έκρωξε η Καλότυχη, ανοίγοντας τις φτερούγες της.

«Θαυμάσια. Άλλη μια φορά!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

«Μα τα μουστάκια του κιθαρόψαρου!» νιαούρισε ο Σταβέντο. «Θα την αφήσεις καμιά φορά να πετάξει;»

«Σου υπενθυμίζω πως εγώ είμαι ο υπεύθυνος της πτήσης!» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Όλα πρέπει να ‘ναι απολύτως ελεγμένα, αλλιώς, οι συνέπειες για την Καλότυχη μπορεί να ‘ναι τρομερές! Τρομερές!»

«Έχει δίκιο» νιαούρισε ο Γραμματικός. «Ξέρει τι κάνει.»

«Αυτό ακριβώς θα νιαούριζα κι εγώ. Θα πάψεις, έστω και για μία φορά, να μου παίρνεις το νιαούρισμα απ’ το στόμα;» γκρίνιαξε ο Κολονέλο.

Η Καλότυχη ήταν εκεί, έτοιμη ν’ αποπειραθεί το πρώτο της πέταγμα, γιατί, την προηγούμενη βδομάδα, είχαν συμβεί δυο περιστατικά που έδωσαν στους γάτους να καταλάβουν πως η γλαροπούλα επιθυμούσε να πετάξει, αν και την επιθυμία της αυτή την έκρυβε θαυμάσια.

Το πρώτο περιστατικό συνέβη ένα απομεσήμερο που η Καλότυχη λιαζόταν μαζί με τους γάτους στη στέγη του μαγαζιού του Χάρι. Μετά από καμιά ώρα που βρίσκονταν εκεί, κι οι ακτίνες του ήλιου τούς ζέσταιναν τα σώματα, είδαν ψηλά στον ουρανό, πολύ ψηλά, να πλανάρουν τρεις γλάροι.

Έδειχναν όμορφοι και μεγαλόπρεποι έτσι όπως διαγράφονταν καθαρά μέσα στο γαλάζιο του ουρανού. Κάπου κάπου, φαινόταν σαν να σταματούσαν, αφήνοντας να τους παίρνει ο αέρας, με τα φτερά τους απλωμένα, αρκούσε όμως μια ελαφρότατη κίνηση για ν’ αλλάξουν θέση με μια χάρη και μια κομψότητα αξιοζήλευτη — κι όλοι τους λαχταρούσαν να ‘ναι μαζί τους εκεί ψηλά. Στη στιγμή, οι γάτοι σταμάτησαν να κοιτάζουν τον ουρανό, κι έστρεψαν τα βλέμματα τους στην Καλότυχη. Η γλαροπούλα παρατηρούσε το πέταγμα των όμοιων της και, χωρίς να το καταλάβει, άπλωνε τις φτερούγες της.

«Κοίταξε την: θέλει να πετάξει» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Ναι. Καιρός της είναι. Είναι πια μεγάλη και δυνατή» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Πετάξτε, Καλότυχη! Προσπαθήστε!» νιαούρισε ο Γραμματικός.

Ακούγοντας τα νιαουρίσματα των φίλων της, η Καλότυχη δίπλωσε τα φτερά και τους πλησίασε. Ξάπλωσε δίπλα στον Ζορμπά κι έπιασε να βγάζει κάτι θορύβους απ’ το ράμφος της, σαν για να δείξει ότι ρονρόνιζε.

Το δεύτερο περιστατικό συνέβη την επόμενη μέρα, όταν οι γάτοι άκουγαν τον Σταβέντο να τους διηγείται μια ιστορία.

«…κι όπως σας νιαούριζα πιο πριν, τα κύματα ήταν τόσο ψηλά, που δεν μπορούσαμε να δούμε την κόστα, και, μα το λίπος της μουρούνας!, για κακή μας τύχη, μας είχε χαλάσει κι η πυξίδα. Πέντε μερόνυχτα περάσαμε στο μάτι του κυκλώνα και δεν ξέραμε αν πλέαμε για την κόστα ή ανοιγόμαστε στη θάλασσα. Και τότε, εκεί που μας είχαμε ξεγραμμένους, ο τιμονιέρης είδε ένα σμήνος γλάρους. Τι χαρά, σύντροφοι! Βάλαμε πλώρη ακολουθώντας το πέταγμα των γλάρων, και καταφέραμε να φτάσουμε στην ξηρά. Μα τις δαγκάνες του μπαρακούντα! Εκείνοι οι γλάροι μάς έσωσαν τη ζωή. Αν δεν τους είχαμε δει, τώρα δε θα ‘μουν εδώ να σας νιαουρίζω την ιστορία.»

Η Καλότυχη, που παρακολουθούσε πάντα με μεγάλη προσοχή τις ιστορίες του καραβόγατου, τον άκουγε με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Μα οι γλάροι πετάνε και στην καταιγίδα;» έκρωξε.

«Μα τα σκατά του χελιού! Οι γλάροι είναι τα πιο δυνατά πτηνά του κόσμου. Δεν υπάρχει πουλί που να ξέρει να πετάει καλύτερα απ’ το γλάρο» νιαούρισε ο Σταβέντο.

Τα νιαουρίσματα του γάτου άγγιξαν πολύ βαθιά την καρδιά της Καλότυχης. Χτυπούσε το πάτωμα με τα ποδάρια της, και το ράμφος της κουνιόταν νευρικά.

«Θέλουμε να πετάξουμε, δεσποινίς;» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Η Καλότυχη τους κοίταξε έναν έναν πριν απαντήσει:

«Ναι. Σας παρακαλώ, μάθετε με να πετάω!»

Οι γάτοι νιαούρισαν τη χαρά τους, κι ύστερα στρώθηκαν στη δουλειά. Την περίμεναν καιρό αυτή τη στιγμή. Με όλη την υπομονή που μόνο οι γάτοι μπορούν να έχουν, καιροφυλακτούσαν για τη στιγμή που η γλαροπούλα θα τους εξέφραζε την επιθυμία της να πετάξει, γιατί ένα παλιό ρητό των γάτων έλεγε πως το πέταγμα είναι ένα πολύ προσωπικό ζήτημα. Και πιο ευτυχής απ’ όλους ήταν ο Ξερόλας, που είχε ήδη βρει τα βασικά γύρω απ’ την πτήση στον τόμο έντεκα, γράμμα Λ, της εγκυκλοπαίδειας, κι αυτό τον αναγόρευε σε υπεύθυνο των επιχειρήσεων.

«Έτοιμη για απογείωση!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

«Έτοιμη για απογείωση!» έκρωξε η Καλότυχη.

«Κατέβα στο πάτωμα με τα σημεία στήριξης “α” και “β”» νιαούρισε ο

Ξερόλας, »κι άρχισε να τρέχεις στο διάδρομο!»

Η Καλότυχη άρχισε να προχωράει, αλλά πολύ αργά, σαν να πήγαινε πάνω σε αλάδωτα πατίνια.

«Πιο γρήγορα!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

Η γλαροπούλα άρχισε να πηγαίνει λίγο πιο γρήγορα.

«Τώρα, έκταση των σημείων γ και ο !» νιαούρισε ο Ξερόλας.

Η Καλότυχη, καθώς προχωρούσε, άνοιξε τις φτερούγες της. «Τώρα, σήκωσε το σημείο “ε”!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

Η Καλότυχη σήκωσε το φτερό της ουράς.

«Και τώρα, κίνησε από πάνω προς τα κάτω τα σημεία “γ” και “δ”, σπρώχνοντας τον αέρα προς τα κάτω, και, ταυτόχρονα, μάζεψε τα σημεία “α” και “β”!» νιαούρισε ο Ξερόλας.

ΗΚαλότυχη χτύπησε τις φτερούγες, μάζεψε τα πόδια, σηκώθηκε κάνα-δυο πόντους, κι ύστερα έσκασε στο πάτωμα σαν το σακί. Μ’ ένα σάλτο, οι γάτοι κατέβηκαν απ’ τη βιβλιοθήκη κι έτρεξαν προς το μέρος της. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

«Είμαι άχρηστη! Άχρηστη!» έκρωξε απαρηγόρητη.  

«Κανείς δεν πετάει με την πρώτη φορά. Εσύ, όμως, θα τα καταφέρεις. Σ’ το υπόσχομαι» νιαούρισε ο Ζορμπάς και της έγλειψε το κεφάλι.

Ο Ξερόλας βάλθηκε να δει πού είχε κάνει λάθος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας για την πτητική μηχανή του Λεονάρντο.

8. Οι γάτοι αποφασίζουν να καταρρίψουν ένα ταμπού

Δεκαεπτά φορές αποπειράθηκε η Καλότυχη να πετάξει, και δεκαεπτά φορές σωριάστηκε στο πάτωμα, χωρίς να ‘χει καταφέρει να σηκωθεί πάνω από μερικούς πόντους.

Ο Ξερόλας, πιο αδύνατος από ποτέ, είχε ξεριζώσει ένα ένα τα μουστάκια του μετά τις πρώτες δώδεκα πανωλεθρίες, και δικαιολογιόταν με τρεμάμενα νιαουρίσματα: «Δεν το καταλαβαίνω. Μελέτησα προσεκτικά τη θεωρία των πτήσεων και συνέκρινα τις οδηγίες του Λεονάρντο με όσα αναφέρονται στο λήμμα “Αεροδυναμική”, τόμος πρώτος, γράμμα Α, της εγκυκλοπαίδειας — και, παρ’ όλα αυτά, δεν τα καταφέραμε. Είναι τρομερό! Τρομερό!»

Οι γάτοι δέχονταν τις δικαιολογίες του, κι όλη τους η προσοχή ήταν στραμμένη στην Καλότυχη που, μετά από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια να πετάξει, γινόταν όλο και πιο θλιμμένη και μελαγχολική. Μετά το τελευταίο φιάσκο, ο Κολονέλο αποφάσισε ν’ αναστείλει τα πειράματα, αφού η πείρα τού δίδασκε πως η γλαροπούλα άρχιζε να χάνει την αυτοπεποίθηση της, κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, αν πραγματικά ήθελε να πετάξει.

«Ίσως να μην μπορεί. Μπορεί να ‘χει μείνει τόσον καιρό μαζί μας, που να ‘χασε τις πτητικές της ικανότητες» νιαούρισε ο Γραμματικός.  

«Αν ακολουθήσεις τις τεχνικές οδηγίες και σεβαστείς τους νόμους της αεροδυναμικής, πετάς και νιαουρίζεις κι ένα τραγούδι. Μην ξεχνάτε πως όλα αυτά είναι στην εγκυκλοπαίδεια» νιαούρισε ο Ξερόλας.

«Μα την ουρά του σελαχιού! Είναι γλάρος — κι οι γλάροι πετάνε!» νιαούρισε ο Σταβέντο.

«Πρέπει να πετάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Το υποσχέθηκα στη μάνα της — και στην ίδια.»

«Κι είμαστε όλοι δεμένοι με την τήρηση αυτής της υπόσχεσης» νιαούρισε ο Κολονέλο.

«Ας παραδεχτούμε ότι είμαστε ανίκανοι να της μάθουμε να πετάει» νιαούρισε ο Ζορμπάς, «κι ας αναζητήσουμε βοήθεια έξω απ’ τον κόσμο των γάτων.»

«Νιαούριζε καθαρά, Ζορμπά. Πού θες να καταλήξεις;» νιαούρισε σοβαρά ο Κολονέλο.

«Ζητώ την άδεια να καταρρίψω το ταμπού για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου» νιαούρισε ο Ζορμπάς, κοιτάζοντας τους συντρόφους του στα μάτια.

«Να καταρρίψεις το ταμπού;!» νιαούρισαν οι γάτοι, βγάζοντας τα νύχια και ξύνοντας τους σβέρκους τους.

«Το νιαούρισμα της ανθρώπινης γλώσσας είναι ταμπού.» Αυτά έλεγε ο νόμος των γάτων, κι όχι γιατί δεν το θεωρούσαν ενδιαφέρον το να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους. Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν στο πώς θα το ‘παιρναν οι άνθρωποι. Τι θα τον έκαναν ένα γάτο που μιλούσε; Το δίχως άλλο, θα τον έκλειναν σ’ ένα κλουβί για να τον υποβάλλουν σ’ ένα σωρό ηλίθιες δοκιμασίες, γιατί οι άνθρωποι είναι γενικά ανίκανοι να δεχτούν ότι κάποιο πλάσμα, διαφορετικό απ’ αυτούς, είναι δυνατόν να τους καταλαβαίνει και να το καταλαβαίνουν. Οι γάτες ήξεραν, π.χ., για τη θλιβερή τύχη των δελφινιών που έδειξαν στους ανθρώπους τη νοημοσύνη τους, κι εκείνοι τα καταδίκασαν να κάνουν τούμπες σε δελφινάρια. Κι ήξεραν όλες τις ταπεινώσεις στις οποίες οι άνθρωποι υποβάλλουν οποιοδήποτε ζώο που αποδεικνύεται έξυπνο και επιδεκτικό: τα λιοντάρια, τα μεγάλα αιλουροειδή που υποχρεώνονται να ζουν πίσω απ’ τα σίδερα ή στα τσίρκα, για να βάζει ένα κρετίνος το κεφάλι του μέσα στο στόμα τους· τους παπαγάλους, που τους κλείνουν σε κλουβιά και τους βάζουν να επαναλαμβάνουν ανοησίες. Για όλα αυτά, το να νιαουρίσει ένας γάτος στη γλώσσα των ανθρώπων, περιέκλειε μεγάλους κινδύνους.

«Μείνε κοντά στην Καλότυχη» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Εμείς θ’ αποσυρθούμε για να συζητήσουμε το αίτημα σου.»

Πολλές ώρες κράτησε η σύσκεψη των γάτων — πολλές ώρες, στη διάρκεια των οποίων ο Ζορμπάς έμεινε καθισμένος δίπλα στη γλαροπούλα που δεν έκρυβε τη θλίψη της για το γεγονός ότι δεν ήξερε να πετάει.

Είχε νυχτώσει όταν τέλειωσε η σύσκεψη. Ο Ζορμπάς τους πλησίασε για ν’ ακούσει τι είχαν αποφασίσει.

«Εμείς, οι γάτοι του λιμανιού, σου επιτρέπουμε να καταρρίψεις το ταμπού για μία και μοναδική φορά. Θα νιαουρίσεις με έναν μόνο άνθρωπο, και θ’ αποφασίσουμε όλοι μαζί για το ποιος θα ‘ναι αυτός» νιαούρισε τελετουργικά ο Κολονέλο.

9. Η εκλογή του ανθρώπου

Δεν ήταν εύκολο ν’ αποφασίσουν με ποιον άνθρωπο θα νιαούριζε ο Ζορμπάς. Οι γάτοι έφτιαξαν μια λίστα με όλους όσους γνώριζαν, κι ύστερα έπιασαν ν’ αποκλείουν τον έναν μετά τον άλλον.

«Ο Ρενέ, ο chef του εστιατορίου, δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ένας άνθρωπος δίκαιος και πονόψυχος» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Πάντα φυλάει για μας μια μερίδα απ’ τις σπεσιαλιτέ του, που ο Γραμματικός κι εγώ τις τιμούμε δεόντως. Όμως, ο καλός Ρενέ δε χαμπαρίζει τίποτ’ άλλο εκτός από μπαχαρικά και κατσαρόλες, κι έτσι δε βλέπω σε τι θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος.»

«Κι ο Χάρι, δε λέω, καλός άνθρωπος είναι» νιαούρισε ο Ξερόλας.

«Συμπονετικός και φιλικός με όλον τον κόσμο, ακόμα και με τον Ματίας, παρ’ όλο που τον βγάζει έξω απ’ τα ρούχα του με τα τρομερά του καμώματα (μα… τρομερά!), όπως με το να λούζεται μ’ εκείνο το πατσουλί που βρομάει τρομερά! Τρομερά! Όμως, όσα κι αν ξέρει για τη θάλασσα και τα καράβια, δε νομίζω ότι έχει την παραμικρή ιδέα γύρω από το πέταγμα.»

«Ο Κάρλο, ο αρχισερβιτόρος του εστιατορίου, λέει από δω κι από κει πως του ανήκω, κι εγώ τον αφήνω να το πιστεύει, γιατί είναι καλός τυπάκος» νιαούρισε ο Γραμματικός. »Δυστυχώς, καταλαβαίνει από ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, μποξ, ιππόδρομο κι όλα τα σπορ, ποτέ όμως δεν τον έχω ακούσει να μιλάει για πτήσεις.»

«Μα τ’ αγκάθια του αχινού! Ο καπετάνιος μου είναι ένα γλυκύτατο υποκείμενο» νιαούρισε ο Σταβέντο. «Να φανταστείτε πως, στο τελευταίο λιμάνι όπου πλακώθηκε στο ξύλο, τα ‘βαλε με δώδεκα τύπους που τον είχαν προσβάλει, και δεν έβγαλε εκτός μάχης παρά μόνο τους μισούς. Απ’ την άλλη μεριά, έτσι και καθίσει σε μια καρέκλα, παθαίνει ίλιγγο. Μα τα πλοκάμια του χταποδιού! Δε νομίζω πως μας κάνει.»

«Το παιδί του σπιτιού μου θα με καταλάβαινε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είναι όμως σε διακοπές. Και, εξ άλλου, τι μπορεί να ξέρει ένα παιδί από πτήσεις;»

«Porca miseria!» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Τέλειωσε η λίστα!»

«Όχι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν είναι στη λίστα: αυτός με τον οποίο ζει η Μπουμπουλίνα.»

Η Μπουμπουλίνα ήταν μια όμορφη, ασπρόμαυρη γάτα, που περνούσε όλη τη μέρα στο μπαλκόνι της, ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια. Δεν υπήρχε γάτος του λιμανιού που να μην περνούσε αργά από μπροστά της, μοστράροντας το λυγερό κορμί του, το σχολαστικά γλειμμένο τρίχωμα του που λαμποκοπούσε, τα μεγάλα του μουστάκια ή τη χάρη της ορθωμένης ουράς του, για να την εντυπωσιάσει, αλλά η Μπουμπουλίνα έμενε ασυγκίνητη και δεχόταν χάδια μόνο από τον άνθρωπο που καθόταν στο μπαλκόνι της με τη γραφομηχανή του.

Ήταν ένας άνθρωπος παράξενος, που καμιά φορά γελούσε μ’ αυτά που είχε μόλις γράψει, κι άλλες φορές τσαλάκωνε, χωρίς να τα διαβάσει, τα χαρτιά που ‘ βγάζε απ’ τη γραφομηχανή. Απ’ το μπαλκόνι του πάντα έβγαινε μια μουσική απαλή και μελαγχολική που νανούριζε την Μπουμπουλίνα και προκαλούσε βαθιούς αναστεναγμούς στους γάτους που περνούσαν από κει.

«Τον άνθρωπο της Μπουμπουλίνας;!» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Γιατί αυτόν;»  

«Δεν ξέρω» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Αυτός ο άνθρωπος μου εμπνέει εμπιστοσύνη. Τον έχω ακούσει να διαβάζει αυτά που γράφει. Είναι ωραία λόγια, που άλλοτε προξενούν χαρά κι άλλοτε θλίψη, αλλά είναι πάντα ευχάριστα στ’ αφτί, κι όλο θες ν’ ακούσεις κι άλλα.»

«Ένας ποιητής!» νιαούρισε ο Ξερόλας. «Αυτό που κάνει ο άνθρωπος της Μπουμπουλίνας, λέγεται ποίηση. Τόμος δεκαέξι, γράμμα Π, της εγκυκλοπαίδειας.»

«Και πώς σου μπήκε η ιδέα πως αυτός ο άνθρωπος ξέρει να πετάει;» νιαούρισε ο Γραμματικός.

«Μπορεί να μην ξέρει να πετάει με φτερά» νιαούρισε ο Ζορμπάς, «αλλά, όταν τον ακούω, σκέφτομαι πως πετάει με τα λόγια του.»  

«Όσοι συμφωνούν με το να νιαουρίσει ο Ζορμπάς με τον άνθρωπο της Μπουμπουλίνας, να σηκώσουν το δεξί ποδάρι» νιαούρισε ο Κολονέλο.

Κι έτσι έγινε και ο Ζορμπάς πήρε την άδεια να νιαουρίσει με τον ποιητή.

10. Ένας γάτος, μια γάτα κι ένας ποιητής

Ο Ζορμπάς πήρε το δρόμο μέσα από τις στέγες, ώσπου έφτασε στο μπαλκόνι του ανθρώπου που είχε επιλεγεί. Βλέποντας την Μπουμπουλίνα ξαπλωμένη ανάμεσα στις γλάστρες, αναστέναξε πριν νιαουρίσει.

«Μπουμπουλίνα, μην ταράζεσαι. Είμαι πάνω στη στέγη.»  

«Τι θέλεις; Ποιος είσαι;» νιαούρισε η γάτα και σηκώθηκε.

«Μη φεύγεις, σε παρακαλώ. Με λένε Ζορμπά, και μένω εδώ κοντά. Είναι ανάγκη να με βοηθήσεις. Μπορώ να κατέβω στο μπαλκόνι;» νιαούρισε ο Ζορμπάς ντροπαλά.

Η γάτα τού έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Ο Ζορμπάς πήδηξε στο μπαλκόνι και κάθισε στα πισινά του πόδια. Η Μπουμπουλίνα πλησίασε για να τον μυρίσει.

«Μυρίζεις βιβλία, μούχλα, παλιό ύφασμα, πουλί, σκόνη, αλλά το τρίχωμα σου είναι καθαρό» νιαούρισε η γάτα.

«Είναι οι μυρωδιές του μαγαζιού του Χάρι. Μην παραξενευτείς αν σου μυρίσω και χιμπαντζή» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Μια απαλή μουσική έφτανε ως το μπαλκόνι. «Τι ωραία μουσική!» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Βιβάλντι. Οι τέσσερις εποχές. Τι θέλεις από μένα;» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα.

«Να μ’ αφήσεις να περάσω, και να με πας στον άνθρωπο σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Αδύνατον» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα. «Τώρα εργάζεται, και κανένας —ούτε κι εγώ ακόμα— δεν μπορεί να τον διακόψει.»

«Σε παρακαλώ. Είναι κάτι πολύ επείγον. Σ’ το ζητάω εξ ονόματος όλων των γάτων του λιμανιού» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Τι τον θέλεις;» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα.

«Πρέπει να του νιαουρίσω κάτι» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Αυτό είναι ταμπού! Φεύγα από δω!» νιαούρισε η Μπουμπουλίνα κι έβγαλε τα νύχια της.

«Όχι. Κι αφού δε θέλεις να με πας σ’ αυτόν, ας έρθει αυτός εδώ. Σ’ αρέσει η ροκ, γατούλα;» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Μέσα στο διαμέρισμα, ο άνθρωπος πληκτρολογούσε στη γραφομηχανή του. Ένιωθε ευτυχισμένος, γιατί τελείωνε ένα ποίημα, κι οι στίχοι τού έβγαιναν με εκπληκτική ευκολία. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκαν απ’ το μπαλκόνι τα νιαουρίσματα ενός γάτου που δεν ήταν η Μπουμπουλίνα του. Ήταν κάτι ακανόνιστα νιαουρίσματα, που υποτίθεται ότι κρατούσαν ένα ρυθμό. Ο ποιητής, ενοχλημένος, αλλά κι απορημένος, βγήκε στο μπαλκόνι, και χρειάστηκε να τρίψει τα μάτια του για να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

Στο μπαλκόνι, η Μπουμπουλίνα έφραζε τ’ αφτιά της με τα μπροστινά της ποδάρια, ενώ, μπροστά της, ένας γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, ξαπλωμένος πλαγιαστά, κρατούσε με το ένα μπροστινό ποδάρι την ουρά του, σαν να ‘ταν μουσικό όργανο, κι ανεβοκατέβαζε το άλλο του ποδάρι, σαν να ‘ταν χορδή του οργάνου, ενώ έβγαζε απ’ το στόμα του εκνευριστικά νιαουρίσματα.

Μόλις συνήλθε από την έκπληξη, ο ποιητής δεν μπόρεσε να μην ξεκαρδιστεί, κι όταν διπλώθηκε, κρατώντας την κοιλιά του από τα γέλια, ο Ζορμπάς εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να τρυπώσει στο διαμέρισμα.

Όταν ο άνθρωπος, πάντα γελώντας, επέστρεψε στο γραφείο του, είδε τον γάτο που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, να κάθεται σε μια πολυθρόνα.

«Ωραίο ρεσιτάλ, μα την αλήθεια!» είπε ο άνθρωπος. «Είσαι ένας πολύ πρωτότυπος μνηστήρας, αλλά φοβάμαι πως της

Μπουμπουλίνας δεν της αρέσει η μουσική σου. Ωραίο ρεσιτάλ!»  

«Το ξέρω πως τραγουδάω απαίσια» νιαούρισε ο Ζορμπάς στη γλώσσα των ανθρώπων. «Κανείς δεν είναι τέλειος.»

Ο άνθρωπος άνοιξε το στόμα, έδωσε μια γροθιά στο κεφάλι του κι έπεσε με την πλάτη πάνω σ’ έναν τοίχο.

«Ηρέμησε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Δε λέω… είναι ασυνήθιστο. Δεν υπάρχει όμως λόγος να συγχύζεσαι.»  

«Μι… μι… μιλάς» είπε ο άνθρωπος.

«Κι εσύ μιλάς, αλλά εγώ δεν κάνω έτσι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Σε παρακαλώ, ηρέμησε.»  

«Ένας γά… γά… γάτος που μι… μιλάει» είπε ο άνθρωπος και σωριάστηκε στον καναπέ.

«Δε μιλάω» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Νιαουρίζω, αλλά στη γλώσσα σου. Ξέρω να νιαουρίζω σε πολλές γλώσσες.»

Ο άνθρωπος έφερε τα χέρια στο κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια του, λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Είναι η κούραση… η κούραση… αυτά παθαίνω όταν δουλεύω τόσο πολύ». Όταν όμως έβγαλε τα χέρια από τα μάτια, ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, εξακολουθούσε να ‘ναι καθισμένος στην πολυθρόνα.

«Έχω παραισθήσεις. Είσαι μια παραίσθηση, ε; Δεν είσαι παραίσθηση;» ρώτησε ο άνθρωπος.

«Όχι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είμαι ένας γάτος που πραγματικά νιαουρίζει μαζί σου. Ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, όλοι εμείς, οι γάτοι του λιμανιού, εσένα επιλέξαμε για να σου εμπιστευτούμε ένα μεγάλο πρόβλημα και για να μας βοηθήσεις. Δεν είσαι τρελός! είμαι αληθινός.»  

«Κι είπες πως νιαουρίζεις σε πολλές γλώσσες…;» είπε ο άνθρωπος.

«Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Θες να με δοκιμάσεις;»  

«Βuοη giorno» είπε ο άνθρωπος.

«Είναι αργά» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πιο πολύ ταιριάζει το buona sera.»

«Καλημέρα», επέμεινε ο άνθρωπος.

«Καλησπέρα», νιαούρισε ο Ζορμπάς. »Δε σου ‘πα πριν πως είναι αργά;»  

«Ντομπερντάν!» κραύγασε ο άπιστος άνθρωπος.

«Ντομπρεούτρα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Τώρα με πιστεύεις;»

«Ναι» απάντησε ο άνθρωπος. «Κι αν όλα αυτά είναι ένα όνειρο, τι σημασία έχει; Μ’ αρέσει, και θέλω ν’ ακούσω κι άλλο.»

«Αφού είναι έτσι» νιαούρισε ο Ζορμπάς, »μπορώ να μπω στο θέμα;»

Ο άνθρωπος έγνεψε καταφατικά, κι ύστερα τον παρακάλεσε να σεβαστεί το τυπικό των ανθρώπινων συζητήσεων. Του σέρβιρε ένα πιατάκι με γάλα, κι εκείνος κάθισε στον καναπέ, κρατώντας ένα ποτήρι κονιάκ.

«Νιαούρισε, γάτε» είπε ο άνθρωπος, κι ο Ζορμπάς του διηγήθηκε την ιστορία της γλαρομάνας, του αβγού, της Καλότυχης και των άκαρπων προσπαθειών των γάτων να τη μάθουν να πετάει.

«Μπορείς να μας βοηθήσεις;» νιαούρισε ο Ζορμπάς όταν τέλειωσε την εξιστόρηση.

«Νομίζω πως ναι. Κι απόψε κιόλας» είπε ο άνθρωπος.  

«Απόψε;!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Είσαι σίγουρος;»  

«Κοίτα έξω απ’ το παράθυρο, γάτε, κοίταξε τον ουρανό. Πες μου τι βλέπεις;» είπε ο άνθρωπος.

«Σύννεφα» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Μαύρα σύννεφα. Όπου να ‘ναι, θα βρέξει.»  

«Ε, γι’ αυτό λοιπόν!» είπε ο άνθρωπος.

«Δε σε καταλαβαίνω καθόλου» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Τότε, ο άνθρωπος πήγε ως το γραφείο του, έβγαλε ένα βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Άκου, γάτε. Θα σου διαβάσω κάτι, γραμμένο από έναν ποιητή που τον λένε Μπερνάρδο Ατσάγα — μερικούς στίχους από ένα ποίημα με τίτλο: “Οι γλάροι”:

“Μα η μικρούλα του η καρδιά —καρδιά ακροβάτη — τίποτα δε λαχταρούσε πιο πολύ απ’ αυτό το τρελό βρόχο που σχεδόν πάντα φέρνει αέρα που σχεδόν πάντα φέρνει ήλιο”».

«Κατάλαβα. Ήμουν σίγουρος πως εσύ θα μας βοηθούσες» νιαούρισε ο Ζορμπάς και πήδηξε απ’ την πολυθρόνα.

Συμφώνησαν να βρεθούν τα μεσάνυχτα, μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του Χάρι, κι ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, έτρεξε να ενημερώσει τους συντρόφους του.

11. Το πέταγμα

Μια ψιλή βροχή έπεφτε στο Αμβούργο, και οι κήποι μοσχοβολούσαν νοτισμένη γη. Η άσφαλτος στους δρόμους άστραφτε, κι οι φωτεινές επιγραφές καθρεφτίζονταν παραμορφωμένες στο βρεγμένο οδόστρωμα. Μόνο ένας άνθρωπος, τυλιγμένος σε μια καμπαρτίνα, βάδιζε στο δρόμο του λιμανιού, με κατεύθυνση το μαγαζί του Χάρι.

«Επ’ ουδενί!» στρίγκλισε ο χιμπαντζής. «Και τα πενήντα νύχια σας να μου καρφώστε στον κώλο, δεν πρόκειται, να σας ανοίξω την πόρτα!»

«Μα κανείς δε θέλει το κακό σου» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Μια μικρή χάρη σού ζητάμε μόνο — τίποτ’ άλλο.»

«Το ωράριο λειτουργίας είναι από τις εννέα το πρωί ως τις έξι το απόγευμα» στρίγκλισε ο Ματίας. «Αυτοί είναι οι κανονισμοί, και πρέπει να τους σεβόμαστε.»

«Μα τα μουστάκια της φώκιας!» νιαούρισε ο Σταβέντο. «Ρε πιθηκάκι, για μια φορά στη ζωή σου, δεν μπορείς να γίνεις λίγο συμπαθητικός;»

«Σας παρακαλούμε, κύριε πίθηκε» έκρωξε ικετευτικά η Καλότυχη.

«Αδύνατον! Οι κανονισμοί μού απαγορεύουν να σηκώσω το χέρι και να τραβήξω το σύρτη — κάτι που εσείς, ψυλλοσακούλες, επειδή δεν έχετε δάχτυλα, δεν μπορείτε να το κάνετε» στρίγκλισε σαρκαστικά ο Ματίας.

«Είσαι ένας πίθηκος τρομερός! Τρομερός!» νιαούρισε ο Ξερόλας.  

«Έξω είναι ένας άνθρωπος και κοιτάζει το ρολόι του» νιαούρισε ο Γραμματικός, που έκοβε κίνηση από ένα παράθυρο.

«Ο ποιητής! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο!» νιαούρισε ο Ζορμπάς κι όρμησε στο παράθυρο.

Οι καμπάνες του Ναού του Αγίου Μιχαήλ άρχισαν να σημαίνουν μεσάνυχτα, όταν ο άνθρωπος πετάχτηκε απ’ το θόρυβο του σπασμένου τζαμιού. Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, προσγειώθηκε στο δρόμο, μέσα σε θρύψαλα, σηκώθηκε όμως αμέσως, χωρίς να τον απασχολούν τα χτυπήματα στο κεφάλι του, και ξαναπήδησε στο παράθυρο απ’ το οποίο είχε πεταχτεί έξω.

Ο άνθρωπος πλησίασε το παράθυρο τη στιγμή ακριβώς που μερικοί γάτοι σήκωναν ένα γλάρο προς το περβάζι. Πίσω από τους γάτους, ένας χιμπαντζής πασπάτευε το κεφάλι του, προσπαθώντας να κλείσει ταυτόχρονα τα μάτια, τ’ αφτιά και το στόμα του.

«Πιάσ’ την!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πρόσεχε μη χτυπήσει στα τζάμια.»  

«Για ελάτε εδώ τα δυο σας» είπε ο άνθρωπος, παίρνοντας τους απαλά στην αγκαλιά του.

Ο άνθρωπος απομακρύνθηκε βιαστικά από την πόρτα του μαγαζιού. Κάτω από την καμπαρτίνα του κρατούσε ένα γλάρο με φτερούγες ασημένιες, κι ένα γάτο που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός.  

«Κανάγιες! Λωποδύτες! Θα μου το πληρώσετε!» στρίγκλισε ο χιμπαντζής.

«Τα ‘θελες και τα ‘παθες» νιαούρισε ο Γραμματικός. «Και ξέρεις τι θα σκεφτεί αύριο ο Χάρι; Πως εσύ το ‘σπασες το τζάμι.»  

«Διάολε!» νιαούρισε ο Κολονέλο. «Να και μια φορά που δε μου πήρες το νιαούρισμα απ’ το στόμα!»  

«Μα του σελαχιού τα δόντια!» νιαούρισε ο Σταβέντο. «Στη στέγη! Όλοι στη στέγη! Να δούμε την Καλοτυχούλα μας να πετάει!»

Ο γλάρος και ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, είχαν βολευτεί μια χαρά κάτω απ’ την καμπαρτίνα, νιώθοντας τη θέρμη από το σώμα του ανθρώπου που βάδιζε με γρήγορο και σταθερό βηματισμό. Ένιωθαν τις τρεις καρδιές τους να χτυπάνε με διαφορετικούς ρυθμούς, αλλά με την ίδια ένταση.  

«Γάτε, έχεις χτυπηθεί;» ρώτησε ο άνθρωπος, βλέποντας λίγες κηλίδες αίμα στη φόδρα της καμπαρτίνας.

«Δεν έχει σημασία» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πού πάμε;»

«Καταλαβαίνεις τι σου λέει ο άνθρωπος;!» έκρωξε η Καλότυχη. «Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Κι αυτός ο άνθρωπος είναι καλός και θα σε κάνει να πετάξεις.»

«Καταλαβαίνεις τι σου λέει ο γλάρος;!» ρώτησε ο άνθρωπος.

«Πες μου πού πάμε» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Τώρα πια δεν πάμε — φτάσαμε» απάντησε ο άνθρωπος.

Ο Ζορμπάς έστρεψε το κεφάλι. Βρίσκονταν μπροστά σ ένα πανύψηλο κτίριο. Σήκωσε το βλέμμα του κι αναγνώρισε το καμπαναριό του Αγίου Μιχαήλ, φωτισμένο από κάμποσους προβολείς. Οι δέσμες του φωτός αναδείκνυαν την εύπλαστη κατασκευή, την ντυμένη με φύλλα χαλκού, που ο χρόνος, η βροχή και οι άνεμοι τα ‘χαν σκεπάσει με μια πράσινη πατίνα.

«Οι πόρτες είναι αμπαρωμένες» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Όχι όλες» απάντησε ο άνθρωπος. «Τις μέρες που ‘χει καταιγίδα, συνηθίζω να ‘ρχομαι εδώ για ένα τσιγάρο και για να στοχάζομαι μόνος. Ξέρω μια πορτούλα που μας περιμένει.»

Έκαναν ένα γύρο και μπήκαν από ένα πλαϊνό πορτάκι, που ο άνθρωπος το άνοιξε με το σουγιά του. Από μια τσέπη, έβγαλε ένα φακό, κι έτσι, φωτισμένοι απ’ αυτή την ισχνή δέσμη, έπιασαν ν’ ανεβαίνουν μια στενή, στριφογυριστή σκάλα, που έμοιαζε ατελείωτη.

«Φοβάμαι» έκρωξε η Καλότυχη.

«Θες όμως και να πετάξεις, έτσι;» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

Απ’ το καμπαναριό του Αγίου Μιχαήλ, φαινόταν όλη η πόλη. Η βροχή έζωνε τον πύργο της τηλεόρασης, και, στο λιμάνι, οι γερανοί έμοιαζαν με αποσταμένα ζώα.

«Κοίτα!» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Φαίνεται και το μαγαζί του Χάρι. Εκεί είναι οι φίλοι μας.»  

«Φοβάμαι! Μαμά!» έκρωξε η Καλότυχη.

Ο Ζορμπάς έφτασε μ’ ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού. Από κάτω, τ’ αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά. Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.

«Όχι! Φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!» έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.

«Περίμενε» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Ασ’ την πάνω στο κάγκελο.»  «Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω» είπε ο άνθρωπος.

«Θα πετάξεις, Καλότυχη» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή σου, θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να ‘σαι ευτυχισμένη — ένας απ’ αυτούς λέγεται νερό. Ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά.»

Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.

«Η βροχή! Το νερό!» έκρωξε. «Μ’ αρέσει!»  

«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Σ’ αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος» έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.

«Τώρα θα πετάξεις» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Όλος ο ουρανός θα ‘ναι δικός σου.»  

«Δε θα σε ξεχάσω ποτέ… ούτε και τους άλλους γάτους» έκρωξε η Καλότυχη, κι οι μισές πατούσες της ήταν έξω από το κάγκελο, γιατί, όπως έλεγαν κι οι στίχοι του Ατσάγα, η καρδούλα της ήταν καρδιά ακροβάτη.

«Πέτα!» νιαούρισε ο Ζορμπάς, κι ύστερα τέντωσε το ένα του ποδάρι, κι ίσα που την άγγιξε.

Η Καλότυχη εξαφανίστηκε απ’ τα μάτια τους. Ο άνθρωπος κι ο γάτος φοβήθηκαν. Είχε πέσει σαν πέτρα. Με κομμένη την ανάσα απ’ την τρομάρα, έσκυψαν πάνω απ’ το κιγκλίδωμα, και τότε την είδαν να φτεροκοπάει, να πετάει πάνω απ’ το πάρκινγκ, κι ύστερα την είδαν να φτάνει ακόμα πιο ψηλά κι από τον χρυσαφένιο ανεμοδείκτη που στεφανώνει τη μοναδική ομορφιά του Αγίου Μιχαήλ.

Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα τού Αμβούργου. Απομακρύνθηκε, φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς τού λιμανιού, κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας.

«Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!» έκρωζε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.  

Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου. «Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε» είπε αναστενάζοντας.

«Ναι» νιαούρισε ο Ζορμπάς. «Στο χείλος του κενού κατάλαβα το πιο σημαντικό.»

«Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό» ρώτησε ο άνθρωπος.  

«Πως πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει» νιαούρισε ο Ζορμπάς.

«Φαντάζομαι πως τώρα περιττεύει η συντροφιά μου. Σε περιμένω κάτω» είπε φεύγοντας ο άνθρωπος.

Ο Ζορμπάς έμεινε να την κοιτάζει, και σε λίγο κανείς δε θα μπορούσε να πει αν ήταν οι σταγόνες της βροχής ή τα δάκρυα που μούσκεψαν τα κίτρινα μάτια του — ούτε καν κι αυτός ο ίδιος ο Ζορμπάς, ο καλός γάτος, ο ευγενικός γάτος, ο γάτος του λιμανιού, ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός.

Περιεχόμενα

Πρώτο Μέρος

  1. Βόρεια Θάλασσα…………….
  2. Ένας γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός……..
  3. Αμβούργο εν όψει……………
  4. Το τέλος μιας πτήσης………..
  5. Αναζητώντας συμβουλές………
  6. Ένα περίεργο μέρος………….
  7. Ένας γάτος που τα ξέρει όλα…..
  8. Ο Ζορμπάς αρχίζει να εκπληρώνει τα υπεσχημένα…………….
  9. Μια θλιβερή νύχτα…………..

Δεύτερο Μέρος

  1. Ένας γάτος που κλωσάει……..
  2. Δεν είν’ εύκολο να ‘σαι μαμά……….
  3. Ο κίνδυνος παραμονεύει……………
  4. Ο κίνδυνος δε λέει να περάσει……….
  5. Θηλυκό ή αρσενικό……………….
  6. Η Καλότυχη, πραγματικά καλότυχη ..
  7. Μαθαίνοντας να πετάει…………..
  • Οι γάτοι αποφασίζουν να καταρρίψουν ένα ταμπού…………..
  • Η εκλογή του ανθρώπου………….
  • Ένας γάτος, μια γάτα κι ένας ποιητής………………………
  • Το πέταγμα……………………

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το