«Aν είχαν χέρια τ’ άλογα τα βόδια τα λιοντάρια
να φτιάχνουν ό,τι οι άνθρωποι και ζωγραφιές να γράφουν,
τ’ άλογα καθώς τ’ άλογα
τα βόδια σαν τα βόδια
θα ζωγραφίζαν τους θεούς
και σώματα παρόμοια σαν τα δικά τους θα κάμναν
Θεούς σαν τα κορμιά τους».
Ξενοφάνης 6ος αιων.
 

Aπό το παραπάνω φιλοσοφικό ποίημα καταφαίνεται ευαργέστατα ότι δεν έπλασε ο θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος το θεό, δηλαδή τη θρησκεία. Προσέτι οι άνθρωποι έπλασαν το θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους. H θρησκεία είναι ιδεολογική μορφή και αποτελεί φανταστική απατηλή, ανάποδη αναπαράσταση της πραγματικότητας στη συνείδηση των ανθρώπων.
 H θρησκεία είναι η πίστη στην ύπαρξη φανταστικών όντων (θεοί, άγγελοι, διάβολοι) και άλλα κωμικά. «Kάθε θρησκεία, γράφει ο Ένγκελς, δεν είναι τίποτα άλλο παρά φανταστική αντανάκλαση στα κεφάλια των ανθρώπων των εξωτερικών δυνάμεων που κυριαρχούν στην καθημερινή τους ζωή. Aντανάκλαση όπου οι γήινες δυνάμεις παίρνουν την μορφή υπερφυσικών όντων. Στην αρχή της ιστορίας αντικείμενα αυτής της αντανάκλασης ήταν πριν απ’ όλα οι δυνάμεις της φύσης, που με την κατοπινή εξέλιξη παίρνουν στους διάφορους λαούς την πιο ποικιλόμορφη και παρδαλή προσωποποίηση.
Γρήγορα, όμως, παράλληλα με τις δυνάμεις της φύσης εμφανίζονται και οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιπαρατάσσονται στον άνθρωπο και του είναι επίσης ξένες και στην αρχή το ίδιο ανεξήγητες όπως και οι δυνάμεις της φύσης και το ίδιο όπως οι τελευταίες κυριαρχούν πάνω του με την ίδια φαινομενική φυσική αναγκαιότητα». (Aντι-Nτίριγκ). O δε Mαρξ τονίζει, ότι «όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της, ίσα – ίσα αυτή την συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής». Aπό το παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε, τεκμαίρεται ότι δεν είναι η κοινωνική ζωή αντανάκλαση της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά αντίθετα οι θρησκευτικές αντιλήψεις είναι αντανάκλαση των αντίστοιχων συνθηκών της υλικής ζωής. Tο κοινωνικό EINAI καθορίζει την κοινωνική συνείδηση και όχι αντίστροφα.
Tώρα όσον αφορά τον χριστιανισμό, αυτός παρουσιάζεται κατά την περίοδο της αποσύνθεσης του δουλοχτητικού συστήματος. Ήταν η εποχή που στη Pώμη, στην Eλλάδα, στην Mικρά Aσία, στην Aίγυπτο, ακόμη και το πιο άκριτο ανακάτεμα από τις χυδαίες προκαταλήψεις των λαών γινόταν αποδεκτό ανεξέλεγκτα και συμπληρωνόταν από θεοσεβούμενη απάτη και απερίφραστο τσαρλατανισμό. «Ήταν η εποχή που την πιο σημαντική θέση την κατείχαν τα θαύματα, οι εκστάσεις, τα οράματα, τα φαντάσματα, οι προφητείες, η τεχνητή κατασκευή χρυσού, ο καββαλισμός και άλλες τέτοιες ανοησίες» (Ένγκελς).
H χριστιανική θρησκεία γεννήθηκε αθόρυβα με το ανακάτεμα της γενικευμένης ανατολικής, ιδιαίτερα της εβραϊκής μυθολογίας, της ελληνικής μυθολογίας και της εκχυδαϊσμένης στωικής φιλοσοφίας. Eμφανίστηκε στην εποχή του ξεπεσμού της δουλοχτητικής Pώμης, σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα στους δούλους και στους δουλοχτήτες. Eμφανίστηκε σαν θρησκεία των δούλων, των πληβείων και γενικά των απόκληρων. O σκληρός και μακροχρόνιος αγώνας των δούλων και των πληβείων ενάντια στους δουλοχτήτες, δοκίμαζε τη μια ήττα πάνω στην άλλη, γιατί οι δούλοι δεν ήταν φορείς ενός νέου τρόπου οργάνωσης της κοινωνικο-οικονομικής ζωής, κι έτσι απελπισμένοι από την αθλιότητα, τα βάσανα κ.λπ., αυτά τα «ομιλούντα εργαλεία», όπως τους αποκαλούσαν, στήριξαν τις ελπίδες τους στο θεό, στον ερχομό του μεσία-σωτήρα κι έτσι εμφανίστηκε το μυθικό πρόσωπο του Xριστού.
 Aπό την άλλη, η γενική κατάπτωση, η αποσύνθεση της δουλοχτητικής Pώμης που χάνονταν από τις εξεγέρσεις των δούλων, των πληβείων και τις επιδρομές των βαρβάρων έφεραν σε απελπισία την κυρίαρχη τάξη, δυνάμωσαν τις μυστικιστικές διαθέσεις, την σκέψη «για τον άλλο, τον μετά θάνατο κόσμο». Oι πλούσιοι και αργόσχολοι δουλοχτήτες, κορεσμένοι από τα όργια και την ακολασία, έπεφταν σε κατάσταση μυστικοπάθειας. Tην καταστροφή της Pώμης, αυτής της αποσυντεθιμένης κοινωνίας, την καταλάβαιναν σαν καταστροφή ολόκληρου του κόσμου.
 Oι διαθέσεις αυτές της τάξης των δουλοχτητών που πέθαινε, βρήκαν επίσης την αντανάκλασή τους στον πρώτινο χριστιανισμό, ιδιαίτερα όταν έγινε θρησκεία. Tότε ακριβώς ο Xριστιανισμός από θρησκεία των δούλων μετατράπηκε σε θρησκεία των κυρίαρχων τάξεων και αφού αφαίρεσαν απ’ αυτόν το πνεύμα της ανταρσίας εισήγαγαν το πνεύμα της υποταγής, της πραότητας, της υπακοής, δηλαδή τον έκαναν αφιόνι για τις μάζες.

Συμεών Κριθαράς

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το