Και ‘ο πωλών τοις μετρητοίς’ και ‘ο πωλών επί πιστώσει’, αδειάστε μας τη γωνιά μ’ ένα κλικ, ένα πετάρισμα των ματιών.

Όταν θα μας φιλήσει ο καλοπληρωμένος πρίγκιπας της Pfizer και ξαναγίνουμε από βάτραχοι άνθρωποι, που λέει ο λόγος, ή και το αντίστροφο, ο εμποράκος θα έχει σχεδόν εκλείψει. Ό,τι έμεινε δηλαδή από την κρίση. Το μπακάλικο, ο μικρός υφασματέμπορας, το ‘εδώδιμα και αποικιακά’ το μαγαζάκι στη γωνιά με βιολογικά προϊόντα, η μικρή κάβα με χύμα τσίπουρο, όσα άντεξαν στον ως τώρα πόλεμο των εργάσιμων Κυριακών, των αβάσταχτων χαρατσιών, οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες έκαναν βάρδιες όλα τα μέλη της οικογένειας, θα έχουν κατεβασμένα ρολά κι ένα μεγαλειώδες λουκέτο.

Πρώτος θα έχει χαθεί ο ‘πωλών επί πιστώσει’ και αφού κάψει το λίγο λίπος που σώρεψε, θα χαθεί και ο ‘πωλών τοις μετρητοίς’. Θα έχουν πεθάνει από covid και από άγριο καπιταλισμό. Οι ιδιοκτήτες τους θα είναι άφαντοι, καθώς κάποιοι θα έχουν μετακομίσει σε φτηνό υπόγειο, άλλοι στο χωριό και άλλοι σε μια θηλιά. Θα ζήσουν ακόμη στους επαρχιακούς δρόμους, σημειώνοντας με σαλιωμένο μολύβι παύλα στα κέρδη κι ένα μακρύ κατάλογο στο «ζημίαι», θα φορτώσουν σε καλάθια, κουστούμια, παπούτσια, βρακιά και σώβρακα, δέκα στον παρά.

Και τι τραγική ειρωνεία, που ένας μεγάλος αριθμός των χαμένων εμποράκων είχαν πείσει τον εαυτό τους, πως ήταν ‘νοικοκυραίοι’. Πώς ‘άμα κοιτάς τη δουλειά σου’, δεν κινδυνεύεις από τίποτα. Και ακόμη χειρότερα, κάποιοι απ’ αυτούς θα πιστεύουν, μέχρι την τελευταία στιγμή, πως έφταιξαν γιατί κάτι τους ξέφυγε επιχειρηματικά, το απολυμαντικό που επέμενε ο αντιπρόσωπος και δεν το πήραν, η μεγάλη παραγγελία των ζυμαρικών που σκουλήκιασαν, η ψόφια μύγα στο ποτήρι της βιτρίνας.

Το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου λίγοι θα το έχουν υποψιαστεί.

Κι έτσι θα μείνουμε, με τα αχανή, πολυδαίδαλα multi stores, που δεν έχουν παράθυρα για να μην επηρεάζεται αντιπαραγωγικά ο ψυχισμός των υπαλλήλων-σκλάβων, από τα αρνητικά ιόντα των βροχερών ημερών.

Δεν είναι αφελής νοσταλγία, τάση γραφικότητας ή εμμονής στο παλιό. Είναι η απελπισία στο μάτι της Μαρίκας, που ζούσε ανοίγοντας χυλοπίτες και τραχανά και τα συσκεύαζε όμορφα σε πάνινα σακουλάκια. Και δεν θα υπάρχει κανένας Άρθουρ Μίλλερ να μιλήσει για το θάνατο του εμποράκου, γιατί διαψεύστηκαν τα όνειρά του και πώς δούλεψαν οι μυλόπετρες του άγριου καπιταλισμού, που τον έκαναν αλεύρι.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το