Όπως ήταν αναμενόμενο, το 37ο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ πραγματοποιήθηκε μακριά από το ενδιαφέρον και τις πραγματικές ανάγκες των δημοσίων υπαλλήλων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που εδώ και δεκαετίες πλειοψηφεί στην Εκτελεστική Γραμματεία και το Γενικό Συμβούλιο, η ίδια που κυριαρχεί και στα δευτεροβάθμια, αλλά και τα πρωτοβάθμια όργανα, είναι αυτή που κατάφερε να μετατρέψει και το τελευταίο συνέδριο σε μια τυπική, άνευρη και ανούσια στο περιεχόμενό της διαδικασία.

Παρά το γεγονός ότι το συνέδριο διεξήχθη στις ιδιαίτερες συνθήκες όξυνσης της επίθεσης και βαθέματος της πολιτικής της εξάρτησης και της υποτέλειας, οι δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, μαζί με τα διάφορα ρεφορμιστικά ρεύματα, επιχείρησαν να επιβάλουν μια συζήτηση αφυδατωμένη από τα κρίσιμα προβλήματα, επιμένοντας σε δευτερεύοντα ή και άνευ σημασίας ζητήματα. Οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ (με όποια ταμπέλα και αν εμφανίστηκαν) με το λόγο και τις θέσεις τους «άνοιγαν την πόρτα» στην κυβερνητική πολιτική και στην επίθεση που εξαπολύει σε βάρος των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μπροστά στο μεγάλο ζήτημα της αξιολόγησης, που άμεσα πρόκειται να εκκινήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, όλοι τους ψέλλιζαν τα γνωστά περί «τιμωρητικής ή όχι» και μιας «άλλης καλής αξιολόγησης» που όλοι τους θέλουνε να εφαρμοστεί. Προετοιμάζοντας με κάθε τρόπο το έδαφος για την επιβολή ενός βαθιά αντιδραστικού θεσμικού πλαισίου, που αποτελεί εργαλείο ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και κατηγοριοποίησης οργανισμών, χειραγώγησης και πειθάρχησης των εργαζομένων.

Το ΠΑΜΕ συνεχίζοντας την επιζήμια πολιτική του σεχταρισμού και της διάσπασης, επαναλαμβάνοντας τα δικά του ρεφορμιστικά-μεταβατικά προγράμματα, καμουφλαρισμένα με ακατάσχετη επαναστατική φρασεολογία, έμεινε στις καταγγελίες και τους γενικούς αφορισμούς για εσωτερική κυρίως κατανάλωση. Το ΜΕΤΑ (ΛΑΕ) το οποίο έχασε τις μισές του δυνάμεις, με φανερό πλέον το αδιέξοδό του, επανέφερε για μια ακόμα φορά τα ρεφορμιστικά προγράμματα τα οποία ναυάγησαν στο πείραμα ΣΥΡΙΖΑ του 2015.

Γενικώς οι εκλογές στο 37ο Συνέδριο, κατέγραψαν μικρές, αρνητικές, κατά βάση, μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο των δημοσίων υπαλλήλων όλο το προηγούμενο διάστημα. Η ΔΑΚΕ με 178 ψήφους σημείωσε άνοδο καταλαμβάνοντας 22 (από 18) έδρες στο γενικό συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ. Άνοδο κατέγραψε και η ΔΗΣΥΠ (ΚΙΝΑΛ) με 134 ψήφους και 16 (από 14) έδρες, ενώ ιδιαίτερη άνοδο σημείωσε και η «Συνδικαλιστική Ανατροπή στο Δημόσιο» (διάσπαση της ΠΑΣΚΕ στην ΠΟΕ-ΟΤΑ) με 63 ψήφους και 8 (από 5) έδρες αντίστοιχα. Άνοδο σημείωσαν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ με 131 ψήφους και 16 (από 15) έδρες.

Πτωτική πορεία παρουσίασε η ΕΑΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) με 100 ψήφους και 12 (από 13) έδρες, το ΜΕΤΑ (ΛΑΕ) με 34 ψήφους και 4 (από 8) έδρες, αλλά και οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ με 63 ψήφους και 7 (από 8) έδρες.

Έχει αξία να σημειωθεί ότι παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς και το κυρίαρχο κλίμα αποστράτευσης από τη συλλογική δράση, στις διαδικασίες ανάδειξης αντιπροσώπων για το 37ο συνέδριο συμμετείχαν συνολικά 265.000 δημόσιοι υπάλληλοι. Καταγράφηκε έτσι αύξηση της συμμετοχής κατά 27000 εργαζόμενους σε σχέση με το προηγούμενο συνέδριο (2016).

Για την παρουσία και τη στάση του Εκπαιδευτικού Ομίλου

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ-ΕΡΓΑΣ με τις μικρές του δυνάμεις κατέγραψε μια διακριτή θετική παρουσία στις διαδικασίες του συνεδρίου. Διακινώντας πλατιά το κείμενο που εξέδωσε μπροστά στο 37ο συνέδριο και το πλούσιο υλικό που υπήρχε στο τραπεζάκι του, αξιοποίησε και τις τρεις μέρες για τη διάδοση των θέσεών του. Στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου γενικού συμβουλίου, παρά τις πολλές δυσκολίες και τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στο εγχείρημα αυτό, οι δυνάμεις μας συμμετείχαν τελικά στο ψηφοδέλτιο των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ του δημοσίου, με την εκλογή μέλους του Εκπαιδευτικού Ομίλου για μισή θητεία στο Γ. Σ. της ΑΔΕΔΥ.

Αρχικά, με ευθύνη των δυνάμεων του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κατατέθηκε στα πλαίσια των σχημάτων που αναφέρονται ως ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ στους διάφορους χώρους του δημοσίου ένα πολυσέλιδο κείμενο, ως πρόταση πολιτικής συμφωνίας για μια κοινή παρουσία στο 37ο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ. Το κείμενο δεν ήταν άλλο, από ένα άθροισμα των θέσεων και της πολιτικής γραμμής των ρευμάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι εκπρόσωποι του ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ έκαναν από την αρχή καθαρό ότι καμία συμφωνία δεν μπορεί να υπάρξει σε ένα τέτοιο κείμενο και πρότειναν μια συμπόρευση πάνω σε κάποιους βασικούς άξονες πάλης που θα δέσμευαν τους εκπροσώπους αυτής της συνεργασίας. Αντ’ αυτού -και σε μια επίδειξη άκρατου ηγεμονισμού- με ευθύνη των ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ το κείμενο αυτό στάλθηκε στο τυπογραφείο ως «Εκλογική Διακήρυξη των Παρεμβάσεων Δημοσίου», επιχειρώντας να προκαταλάβουν αποφάσεις και δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα.

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει, είναι από πού αντλούν κάποιοι το «δικαίωμα» να προχωρούν σε τέτοιες αποφάσεις-κινήσεις. Με δεδομένο ότι οι «Παρεμβάσεις Δημοσίου» δεν αποτελούν κάποια παράταξη, ούτε καν δίκτυο με κάποια στοιχειώδη ενιαία χαρακτηριστικά (όπως ενδεχομένως κάποια σχήματα παρεμβάσεων του ίδιου κλάδου), ούτε πολύ περισσότερο έχουν κάποιο καταστατικό ή κανόνες λειτουργίας… ποιος παίρνει την ευθύνη να προχωρήσει σε αποφάσεις που δεν είναι ομόφωνες; Όταν υποτίθεται επιδιώκει την συμπόρευση όλων των σχημάτων. Και από τη στιγμή που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο και αναλαμβάνει τέτοια ευθύνη, από πού και ως πού επιχειρεί να χρεώσει στον Εκπαιδευτικό Όμιλο την «διάσπαση-υπονόμευση» των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ, όπως επιχείρησαν να κάνουν τα μέλη του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Από τη στιγμή που κάποιοι αποφασίζουν να λειτουργούν αυθαίρετα ως ηγεμόνες, αυτοί είναι που έχουν την αποκλειστική ευθύνη για ό,τι συμβεί.

Παρά τα «τετελεσμένα» που δημιουργούσε η έκδοση και διακίνηση ενός κειμένου-«εκλογικής διακήρυξης», με το οποίο εκφράσαμε την καθολική διαφωνία μας, σε μια ύστατη προσπάθεια συμπόρευσης και μετά από πίεση των μελών του Εκπαιδευτικού Ομίλου αναζητήθηκε η λύση ενός δεύτερου κειμένου που θα μπορούσε να αποτελέσει κοινό έδαφος για μια συνεργασία. Μετά από πολλές συζητήσεις καταλήξαμε σε ένα κείμενο, που αν και δεν μας εκφράζει πλήρως, αποτελεί μια αποδεκτή βάση συμφωνίας.

Σε κάθε περίπτωση ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, που ξεπέρασε σε κάποιες περιπτώσεις τα όρια του, αναζήτησε κοινό έδαφος για να εξασφαλιστεί μια κοινή κίνηση στην ΑΔΕΔΥ, την οποία το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάθε άλλο παρά επεδίωξαν, με την στάση τους. Σε ό,τι μας αφορά, όσο και αν προσπαθούμε εδώ και χρόνια να δώσουμε συνέχεια σε ένα εγχείρημα με ιστορία ειδικά στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οφείλουμε να κάνουμε καθαρό προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να ανεχτούμε ξανά κανενός είδους αντίστοιχο ηγεμονισμό ή εκβιασμό.

Αναγνωρίζοντας από το αποτέλεσμα, τα διάφορα μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα που προκύπτουν από την τελική «λύση της συμπόρευσης» που επιλέχτηκε στην ΑΔΕΔΥ, γίνεται για μια ακόμα φορά φανερή η ανάγκη να δυναμώσει η αυτόνομη παρουσία και δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το αμέσως επόμενο διάστημα οι δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στα πλαίσιά του οφείλουν να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση, ορίζοντας (ή και επανακαθορίζοντας αν χρειαστεί) τη διακριτή θέση, το ρόλο και την σχέση του με το εγχείρημα των Παρεμβάσεων.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το