Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος – Η καταστροφή του Σεντάν

Τα γεγονότα της Κομμούνας διαδραματίζονται μέσα στο πλαίσιο του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870-71, που φέρνει αντιμέτωπους τη 2η Γαλλική Αυτοκρατορία, υπό τον Ναπολέοντα III, και τον Βορειογερμανικό Σύνδεσμο, συνασπισμό γερμανικών βασιλείων, υπό τον Πρώσο Καγκελάριο Μπίσμαρκ.

Κύρια αιτία του πολέμου είναι η, υπό πρωσική ηγεμονία, προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου Γερμανικού κράτους. Η ενοποίηση μοιάζει αναπόφευκτη συνέπεια της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης των γερμανικών κρατιδίων, στηριγμένης στη βιομηχανία. Το πρώτο βήμα της είχε γίνει το 1867 με τη δημιουργία του «Βορειογερμανικού Συνδέσμου».

Ο πόλεμος αυτός εξυπηρετούσε τους πάντες, εκτός από αυτούς που θα υφίσταντο τα δεινά του: τους Γάλλους και τους Γερμανούς εργαζόμενους.

Εξυπηρετούσε πρώτα τη Γαλλική Μπουρζουαζία που έβλεπε, πανικόβλητη, να δημιουργείται στην άλλη όχθη του Ρήνου, μια πληθυσμιακή και οικονομική υπερδύναμη που θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην Ευρώπη και ήθελε με κάθε τρόπο να ανακόψει την πορεία της Γερμανικής Ενοποίησης.

Εξυπηρετούσε τη Αυτοκρατορική Αυλή του Ναπολέοντα: Η έξαψη του Γαλλικού Σωβινισμού, με σημαία τη διεκδίκηση από τη Γαλλία των συνόρων της 1ης Αυτοκρατορίας που είχαν χαθεί το 1814 ή τουλάχιστον αυτών της 1ης Δημοκρατίας, θα τον διευκόλυνε να συντρίψει το ανερχόμενο εργατικό κίνημα που απειλούσε (μέσα σε μια μεγάλη οικονομική κρίση) με μια τρίτη, νικηφόρα αυτή τη φορά, επανάσταση, μετά τις ήττες του 1831 και του 1848.

Εξυπηρετούσε τέλος τον Μπίσμαρκ και την Πρωσική μπουρζουαζία, που αναζητούσε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη γερμανική ενοποίηση, επιβάλλοντάς την, «εν θερμώ» και στα απρόθυμα κρατίδια, να προσαρτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, και να εξασθενίσει τη Γαλλία και πολιτικοστρατιωτικά, αφού οικονομικά την είχε ήδη προσπεράσει.

Με αφορμή την υποψηφιότητα του Πρώσου πρίγκιπα Λεοπόλδου για το χηρεύοντα θρόνο της Ισπανίας, που για τους Γάλλους είναι Casus Belli, οι δύο Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις, σαν έτοιμες από καιρό, ρίχνονται στην ανθρωποσφαγή στις 2 Αυγούστου του 1870.

Ο πόλεμος εξελίσσεται σε καταστροφή για τους Γάλλους. Στις 2 Σεπτέμβρη στο Σεντάν υφίστανται μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες της ιστορίας τους. Η περικυκλωμένη στρατιά του Μακ-Μαόν συνθηκολογεί και 90.000 Γάλλοι στρατιώτες συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο αυτοκράτορας!

Το εργατικό κίνημα στο Παρίσι είχε αγωνιστεί ενάντια στον πόλεμο. Στις 12 Ιουλίου τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών στο Παρίσι δημοσιεύουν ένα μανιφέστο «Προς τους εργάτες όλων των χωρών» το οποίο συνυπογράφουν δεκάδες εργατικές οργανώσεις και όπου καταγγέλλει τον πόλεμο. Οργανώνει αρκετές εργατικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις.

Από τις πρώτες ήττες του Γαλλικού στρατού, ξεσπούν εκδηλώσεις λαϊκής οργής στο Παρίσι. Μάλιστα, στις 14 Αυγούστου ένοπλοι πολιτοφύλακες του Μπλανκί επιχειρούν κατάληψη δημοσίων κτιρίων της πόλης ελπίζοντας να πυροδοτήσουν γενική εξέγερση. Η απόπειρα αποτυγχάνει (ο Μπλανκί θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο), αλλά το Παρίσι βράζει. Η ταπείνωση στο Σεντάν θα κινητοποιήσει και την αστική αντιμοναρχική αντιπολίτευση.

Η εξέγερση του Σεπτέμβρη

Στις 4 Σεπτέμβρη ένα μεγάλο πλήθος λαού εισβάλλει στο Παλαί Μπουρμπόν όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Ο μπλανκιστής Γκρανζέ, εκπροσωπώντας το πλήθος, απαιτεί από τους βουλευτές την έκπτωση του Ναπολέοντα και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας, ο Γκαμπετά, υπό την πίεση του πλήθους, ανακοινώνει την καθαίρεση του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα ο ίδιος, ακολουθούμενος από μια ομάδα αντιμοναρχικών βουλευτών ανακοινώνει, στο κατάμεστο από πολίτες Δημαρχείο, την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τη συγκρότηση μιας προσωρινής κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας» και τη δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας, που έχει ήδη αρχίσει να απειλείται από τους Πρώσους.

Η προσωρινή κυβέρνηση κυριαρχείται από αστούς αντιμοναρχικούς (Φαβρ, Φερύ, Γκαμπετά, Πικάρ, κ.α.). Συμμετέχουν επίσης οι αριστεροί γιακωβίνοι, Ροσφόρ και Σιμόν. Ο Θιέρσος, μετριοπαθής αντιμοναρχικός, ιστορικός εκπρόσωπος της Δεξιάς της Ορλεάνης, αρνείται να συμμετάσχει.

Στην Εθνοφρουρά κατατάσσονται μαζικά εργάτες. Το ημερήσιο βοήθημα του 1.5 φράγκου που τους παρέχεται είναι κρίσιμο για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ανάμεσά τους, δεκάδες επαναστάτες.

Το επίπεδο οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων του Παρισιού ανεβαίνει κατακόρυφα. Με πρωτοβουλία μπλανκιστών, μελών της Διεθνούς των Εργατών και αντιμοναρχικών διανοούμενων, συνέρχονται λαϊκές συνελεύσεις ανά δημοτικό διαμέρισμα και δημιουργούν τις λεγόμενες «Επιτροπές Επαγρύπνησης». Κάθε μια, εκλέγει τέσσερεις αντιπροσώπους και έτσι συγκροτείται η «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων». Χρησιμοποιεί, σαν προσωρινή έδρα τα γραφεία της Διεθνούς των Εργατών στο Παρίσι.

Η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας αποτυγχάνει σε όλους τους τομείς. Στο στρατιωτικό πεδίο οι ήττες συνεχίζονται. Τέλος Σεπτέμβρη, οι Πρώσοι έχουν αρχίσει τον αποκλεισμό του Παρισιού και οι στερήσεις των κατοίκων του μετατρέπονται σε λιμό. Στο πολιτικό πεδίο οι αντιμοναρχικές διακηρύξεις της κυβέρνησης στρογγυλεύονται ή εξαφανίζονται τελείως, στο όνομα μιας πανεθνικής ενότητας που – το κυριότερο – δεν έχει πλέον στόχο την απελευθέρωση του γαλλικού εδάφους αλλά κάποια «αξιοπρεπή» συνθήκη ειρήνη με τους Πρώσους.

Το Παρισινό προλεταριάτο, εμφανίζεται σαν η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Στις 22 Σεπτέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων ρίχνει, για πρώτη φορά, το σύνθημα:

Το φάντασμα της Κομμούνας κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του πάνω από το Παρίσι.

Από την κυβέρνηση του Σεπτέμβρη στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών

Οι ελπίδες –και ο ενθουσιασμός- που δημιούργησε η αποκατάσταση της Δημοκρατίας θα σβήσουν οριστικά το Γενάρη του 1871. Σημαντικά γεγονότα σηματοδοτούν αυτό το δραματικό τετράμηνο.

Στις 27 Οκτώβρη στο Μετς η στρατιά του Ρήνου, υπό το βοναπαρτιστή στρατηγό Μπαζέν, παραδίδεται, χωρίς μάχη, στους Πρώσους. 170.000 άνδρες (!) πέφτουν αιχμάλωτοι των Πρώσων.

Επαναστατημένες μονάδες της Εθνοφυλακής καταλαμβάνουν το Δημαρχείο (Hotel de Ville) του Παρισιού

Η προδοσία στο Μετς, ξεσηκώνει πάλι το Παρίσι. Στις 30 Οκτώβρη, δυνάμεις της Εθνοφρουράς, υπό τους Μπλανκί, Φλουράνς, Ντελεκλύζ αποκλείουν την Κυβέρνηση, που είναι υπό κατάρρευση, στο Δημαρχείο και συγκροτούν μια άτυπη επαναστατική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν μεταξύ των άλλων και οι Ρανβιέ, Βαγιάν και Β. Ουγκώ. Αντί να λειτουργήσουν σαν ντε φάκτο επαναστατική εξουσία, αρχίζουν να διαπραγματεύονται με την πανικόβλητη και σε ομηρεία κυβέρνηση. Αποδέχονται, «το λόγο της τιμής της», να προκηρύξει άμεσα εκλογές για να παραδώσει την εξουσία, την απελευθερώνουν και αποχωρούν. (Οι Μαρξ και Έγκελς θα θεωρήσουν τραγικό λάθος των επαναστατών, που καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις, την μη ανατροπή της αιχμάλωτης Κυβέρνησης στις 30 Οκτώβρη).

Η Κυβέρνηση «τηρεί το λόγο» που είχε δώσει στους εξεγερμένους οργανώνοντας, στις 3 Νοέμβρη, ένα δημοψήφισμα-φάρσα με το ερώτημα αν ο λαός δέχεται ή όχι να συνεχίσει να εξασκεί τα καθήκοντά της. Μέσα σε μια πόλη εξουθενωμένη από τον πόλεμο, τον αποκλεισμό και την έλλειψη τροφίμων, οργιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα ότι η αμφισβήτηση της Κυβέρνησης υποκινείται από τους Πρώσους. Το δημοψήφισμα δίνει ένα ποσοστό 90% υπέρ της Κυβέρνησης.

Η τελευταία, ενισχυμένη πλέον, τοποθετεί τον αντιδραστικό στρατηγό Τομά διοικητή της Εθνοφρουράς και οργανώνει εκλογές για νέο Δημοτικό Συμβούλιο, στις 5 Νοέμβρη. Από τα 20 Δημοτικά Διαμερίσματα, οι κυβερνητικοί κερδίζουν τα 12 και οι οπαδοί της Κομμούνας τα 8. Ο Τομά αρχίζει συλλήψεις και διώξεις επαναστατών. Συλλαμβάνεται ο Φλουράνς, ενώ ο Μπλανκί διαφεύγει, εγκαταλείπει το Παρίσι και κρύβεται κάπου στην κεντρική Γαλλία. Δεν θα μπορέσει να επιστρέψει, παρά 9 χρόνια αργότερα, λίγο πριν το θάνατό του, σε ένα διαφορετικό πλέον Παρίσι.

Από το Νοέμβρη μέχρι το Γενάρη η στρατιωτική κατάσταση εξακολουθεί να χειροτερεύει, ενώ στο αποκλεισμένο Παρίσι 3.600 άνθρωποι την εβδομάδα (κυρίως γέροι και παιδιά) πεθαίνουν από πείνα. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια της Εθνοφρουράς, υπό το στρατηγό Ντυκρό, να σπάσει τον αποκλεισμό στις 28 Νοέμβρη αποτυγχάνει.

Στις 6 Γενάρη οι τοίχοι του Παρισιού γεμίζουν από μια αφίσα της Κ.Ε. των 20 Διαμερισμάτων που καλεί σε ανατροπή της Κυβέρνησης, συνέχιση του πολέμου με όλα τα μέσα και καταλήγει με το σύνθημα «τόπο στο λαό, τόπο στην Κομμούνα». Έμεινε γνωστή σαν «η κόκκινη αφίσα» και συντάκτες της θεωρούνται οι Βαλές, Βαγιάν και Τριντόν.

Αντιπρόσωποι των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού ζητούν: “Τόπο στο λαό , τόπο στην Κομμούνα”. Η διακήρυξη ξεκινά ως εξής: “Η κυβέρνηση που ανέλαβε στις 4 Σεπτέμβρη να οργανώσει την Εθνική Άμυνα, έχει ανταποκριθεί στα καθήκοντά της; Όχι!”

Στις 19 Γενάρη, νέα αποτυχημένη απόπειρα-αυτοκτονία να σπάσει ο αποκλεισμός, οδηγεί σε εκατόμβη με 5.000 νεκρούς εθνοφρουρούς.

Στις 21 και 22 Γενάρη, μεγάλες συγκεντρώσεις των επιτροπών επαγρύπνησης και ενόπλων εθνοφρουρών μπροστά στο Δημαρχείο απαιτούν, μεταξύ των άλλων την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων επαναστατών (μεταξύ των οποίων και ο Φλουράνς), τον εξοπλισμό της Εθνοφρουράς με βαριά όπλα και τη συνέχιση της αντίστασης. Οι κινητοποιήσεις καταλήγουν σε ένοπλη σύγκρουση με 30 νεκρούς.

Ο νέος στρατιωτικός διοικητής Παρισιού, στρατηγός Βινουά, οργανώνει πογκρόμ συλλήψεων στελεχών της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και ο Ντελεκλύζ), απαγορεύει τη λειτουργία όλων των επαναστατικών λεσχών και κλείνει 17 επαναστατικά έντυπα. Η κυβέρνηση αισθάνεται πλέον λυμένα τα χέρια για να προχωρήσει στην ουσιαστική παράδοση της πόλης στους Πρώσους.

Έτσι, στις 28 Γενάρη ο Φαβρ, υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας, υπογράφει στις Βερσαλλίες ανακωχή τριών εβδομάδων με τους Πρώσους, με πρόσχημα τη σωτηρία του Παρισιού από το λιμό. Οι Γάλλοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να οργανώσουν εθνικές εκλογές ώστε μια νομιμοποιημένη κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τη συνθηκολόγηση. Παραδίδουν όλα τα οχυρά που περιβάλλουν το Παρίσι ενώ οι άνδρες τους αφοπλίζονται. Το Παρίσι θα πληρώσει 200 εκατομμύρια φράγκα σαν λύτρα (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο Μπίσμαρκ) στους Πρώσους. Ο Φαβρ «κερδίζει» από τη διαπραγμάτευση το μη αφοπλισμό της Εθνοφρουράς, το μη αφοπλισμό μιας γαλλικής μεραρχίας που θα είναι επιφορτισμένη με τη δημόσια τάξη και τη χαλάρωση του αποκλεισμού της πόλης για μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών.

Δέκα μέρες νωρίτερα, στις 18 Γενάρη 1871, στο ανάκτορο των Βερσαλλιών που έχουν καταλάβει τα πρωσικά στρατεύματα, ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος ανακηρύσσεται «Αυτοκράτορας της Γερμανίας». Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της ενιαίας Γερμανίας.

Η Γερμανική κατοχή έχει απέναντί της δύο κατεχόμενα «έθνη»: Αφ’ ενός, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, όπου οι Πρώσοι αποφεύγουν να επεκταθούν και όπου αναπτύσσεται ισχυρό φιλομοναρχικό ρεύμα. Ηγεμονεύεται από την αστική τάξη που στρατηγική της είναι η άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, με οποιουσδήποτε όρους. Αφ’ ετέρου, το εργατικό και μικροαστικό Παρίσι, που απαιτεί τη συνέχιση της αντίστασης με κάθε μέσο, μέχρι το διώξιμο και του τελευταίου Πρώσου από τη χώρα.

Οι, προβλεπόμενες από τη συνθήκη ανακωχής, εκλογές γίνονται στις 8 Φλεβάρη και τα αποτελέσματά τους είναι αναμενόμενα: με το ένα τρίτο της χώρας υπό κατοχή, την αριστερά υπό διωγμό και το δημοψηφισματικό χαρακτήρα που καλλιεργήθηκε (ειρήνη ή πόλεμος) οι αντιδραστικοί θριαμβεύουν. Από τους 750 βουλευτές, οι 450 είναι μοναρχικοί διαφόρων τάσεων, ενώ οι μαχητικοί αντίπαλοι της συνθηκολόγησης δεν ξεπερνούν το 6%, ποσοστό που το φθάνουν κυρίως λόγω των ψήφων του Παρισιού. Η αντιδραστική Εθνοσυνέλευση έμεινε στην ιστορία σαν «η Εθνοσυνέλευση των χωρικών».

Σχηματίζεται κυβέρνηση, προϊόν συμβιβασμού μοναρχικών με μετριοπαθείς αντιμοναρχικούς και πρωθυπουργό τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία εγκαθίσταται στο Μπορντώ.

Η Κομμούνα προ των πυλών

Η Κυβέρνηση Θιέρσου κάνει το παν για να προκαλέσει το λαό του Παρισιού.

Απειλεί ότι το Παρίσι θα σταματήσει να είναι πρωτεύουσα (στις 10 Μάρτη η Εθνοσυνέλευση επιλέγει τις, υπό πρωσική κατοχή, Βερσαλίες, σαν έδρα της). Με το νόμο Ντυφώρ ξεπαγώνει τις υποχρεώσεις από ενοίκια ή χρέη, που είχαν παγώσει λόγω του πολέμου και οδηγεί 150.000 εργάτες και μικροβιοτέχνες στα πρόθυρα της έξωσης από σπίτια ή μαγαζιά. Επιβάλλει φόρο (φόρος Πουγιέ-Κερτιέ) επί κάθε αντιτύπου οποιασδήποτε έκδοσης. Τοποθετεί το μισητό Βινουά στη θέση του κυβερνήτη του Παρισιού και τον «αυτοκρατορικό χωροφύλακα» Βαλεντέν στη θέση του διοικητή της Αστυνομίας. Συμφωνεί με τους Πρώσους να παρελάσουν τα Πρωσικά στρατεύματα, ως θριαμβευτές, στα Ηλύσια Πεδία. Συλλαμβάνει το φυγόδικο Μπλανκί και τον φυλακίζει στο νησί-κάτεργο Φορ ντι Τορό στη Βρετάνη. Καταργεί το ημερήσιο βοήθημα στους άνδρες της Εθνοφρουράς.

Κατά τον Μαρξ, οι προκλήσεις και η βιασύνη του Θιέρσου, εξηγούνται με την επιθυμία του να παραδώσει, στα γρήγορα, το Παρίσι στον Μπίσμαρκ. Αλλά ο σχεδιασμός του Πρώσου καγκελάριου ήταν διαφορετικός: ήθελε η ίδια η Γαλλική αστική τάξη να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Γι αυτό απέφυγε την εγκατάσταση των στρατευμάτων του στην πόλη. Πάντως, ο Θιέρσος πέτυχε ότι δεν είχε πετύχει η πολιορκία: τη συμμαχία του προλεταριάτου με την παρισινή μικρομπουρζουαζία.

Η Εθνοφρουρά, ενισχυμένη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, πλησίαζε τον αριθμό των 200.000 ανδρών και είχε στη διάθεσή της αξιόλογο εξοπλισμό. Ένα μέρος του (τα κανόνια) είχε αγοραστεί με έρανο μεταξύ των κατοίκων. Ο Θιέρσος απαιτεί τον αφοπλισμό της, παρ’ όλο που αυτό δεν προβλεπόταν από την ανακωχή. Η Εθνοφρουρά αρνείται κάθε σκέψη αφοπλισμού και στις 24 Φλεβάρη ανασυγκροτείται σε «Ομοσπονδία Ταγμάτων».

Στις 27 Φλεβάρη, λίγες μέρες πριν την προβλεπόμενη είσοδο των Πρώσων στην πόλη, η Εθνοφρουρά συλλέγει 237 κανόνια εγκαταλελειμμένα από το στρατό σε σημεία όπου θα κατελάμβαναν οι Πρώσοι, και τα μεταφέρει ανατολικά και βόρεια, στις εργατικές συνοικίες Μενιλμοντάν, Μπελβίλ, Βιλέτ και Μονμάρτη. Ταυτόχρονα σχεδιάζει ένοπλη αντίσταση κατά την είσοδο των Πρώσων από τα δυτικά, απόφαση που τελικά δεν υιοθετήθηκε.

Την 1η Μάρτη 30.000 Πρώσοι παρελαύνουν στα Ηλύσια Πεδία αλλά την επομένη αποχωρούν.

Στις 3 Μάρτη αντιπρόσωποι 200 ταγμάτων της Εθνοφρουράς ψηφίζουν το νέο καταστατικό της. Η Εθνοφρουρά μετονομάζεται σε «Δημοκρατική Ομοσπονδία της Εθνοφρουράς» και οι εθνοφρουροί είναι πλέον οι «ομόσπονδοι» (fédérés). Εκλέγεται μια Κεντρική και μια ολιγάριθμη Εκτελεστική Επιτροπή. Τα περισσότερα μέλη της είναι άπειροι και «ανώνυμοι» νεαροί επαναστάτες.

Στις 16 Μάρτη, ο Θιέρσος εγκαθίσταται στο Παρίσι για να … ειρηνεύσει την πόλη. Θα παραμείνει μόνο για 2 ημέρες.

Η έναρξη της εξέγερσης – η συγκρότηση της Κομμούνας

H σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη ανάβει τη νύχτα της 17 του Μάρτη. Στρατιωτικά τμήματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού Μπελβίλ, Μενιλμοντάν και Μονμάρτη, παραβιάζουν τα οπλοστάσια της Εθνοφρουράς και παίρνουν τα 237 πυροβόλα που είχε συγκεντρώσει η Εθνοφρουρά. Στη Μονμάρτη η επιχείρηση, που είναι πρόχειρα οργανωμένη, καθυστερεί και συγκεντρώνεται πλήθος πολιτών και εθνοφρουρών που παρεμποδίζει τη μεταφορά των πυροβόλων. Ο στρατηγός Λεκόντ διατάζει τους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ κατά του πλήθους. Οι στρατιώτες αρνούνται, στασιάζουν και παραδίδουν τον Λεκόντ στους εθνοφρουρούς με τους οποίους συναδελφώνονται. Η είδηση προκαλεί ενθουσιασμό και νέες αυθόρμητες συγκεντρώσεις πολιτών και εθνοφρουρών που αρχίζουν να στήνουν οδοφράγματα για να παρεμποδίσουν την αρπαγή των πυροβόλων. Μέσα στο χάος, πολίτες συλλαμβάνουν και τον στρατηγό Τομά, κυβερνήτη του Παρισιού, που με πολιτικά συντονίζει την όλη επιχείρηση, τον οποίο παραδίδουν επίσης στους εθνοφρουρούς.

Ο Ζωρζ Κλεμανσώ, δήμαρχος του 18ου Διαμερίσματος (Μονμάρτη) και οι Θεόφιλος Φερρέ και Λουίζ Μισέλ, ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Επαγρύπνησης της Μονμάρτης, που είναι όλοι τους παρόντες στα γεγονότα, ζητούν από τους Εθνοφρουρούς να διασφαλίσουν τη ζωή των κρατούμενων στρατηγών. Κανείς δεν τους ακούει. Το πλήθος έχει αναγνωρίσει στα πρόσωπα των δύο συλληφθέντων στρατηγών τους υπεύθυνους του αιματοκυλίσματος της εξέγερσης του 1848. Οι δύο στρατηγοί τουφεκίζονται το ίδιο απόγευμα στη Ρυ ντε Ροζιέ, στη Μονμάρτη.

Ο Θιέρσος δίνει εντολή όλες οι μονάδες του στρατού να αποσυρθούν από το Παρίσι, ενώ ο ίδιος φαίνεται ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι να σώσει τον εαυτό του. Η Κεντρική Επιτροπή, που έχει βρεθεί να τρέχει πίσω από τα γεγονότα, παρακολουθεί χωρίς να κάνει καμία κίνηση σύλληψης ή παρεμπόδισης των αξιωματικών και των ανώτατων αξιωματούχων, που με τα υπολείμματα των στρατιωτικών μονάδων, εγκαταλείπουν πανικόβλητοι την πόλη.

Από τις 18 Μάρτη, όσες κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν απομείνει στην πόλη μεταφέρονται στις Βερσαλλίες. Μοναδικός φορέας κρατικής εξουσίας στην πόλη είναι πλέον η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Χωρίς ακριβή συνείδηση του ρόλου της, αμήχανη, εκδίδει τρεις ανακοινώσεις: με την πρώτη ευχαριστεί το στρατό που δεν χτύπησε τους πολίτες, με τη δεύτερη καλεί το Γαλλικό Έθνος στην οικοδόμηση μιας Δημοκρατίας, «απαλλαγμένης από επεμβάσεις και εμφυλίους πολέμους». Με την τρίτη προκηρύσσει εκλογές στις 22 Μάρτη για την ανάδειξη νέου Δημοτικού Συμβουλίου στο οποίο βιάζεται να παραδώσει την εξουσία.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής με διακήρυξή της “Προς το λαό” καλεί σε εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού (19 Μαρτίου 1871)

«Μέσα στην απέχθειά της προς τον εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ο Θιέρσος με τη νυχτερινή διάρρηξη στη Μονμάρτη, η Κ.Ε. διαπράττει αυτή τη φορά το καθοριστικό λάθος να μην βαδίσει στις εντελώς ανοχύρωτες Βερσαλλίες βάζοντας τέλος στις συνωμοσίες του Θιέρσου και των χωρικών του. Αντί γι’ αυτό, του επιτρέπει για άλλη μια φορά, να δοκιμάσει τη δύναμή του στις κάλπες» θα γράψει ο Μάρξ στο «Εμφύλιο Πόλεμο…»

Τελικά ο Θιέρσος αρνείται τη συμμετοχή στις εκλογές, τις οποίες μποϋκοτάρει. Μάλιστα, οι προσπάθειες να πειστούν οι κυβερνητικοί να συμμετάσχουν οδηγεί σε μια τετραήμερη αναβολή των εκλογών.

Μέσα στην εβδομάδα που ακολουθεί, περίπου 80 χιλιάδες παριζιάνοι των καλών συνοικιών (αστοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ακραίοι μοναρχικοί) εγκαταλείπουν την πόλη.

Στις εκλογές, στις 26 Μάρτη, αντιπαρατίθενται δύο αντίπαλα ρεύματα:

  • Οι συμφιλιωτικοί, που εκφράζονται με τα σχήματα των «απερχόμενων δημάρχων» και των «ριζοσπαστών». Επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με τις Βερσαλλίες για μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης των Πρώσων.
  • Η Αριστερά που εκφράζεται από την «Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς», τη «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων» και πολλούς ανεξάρτητους.

Η συμμετοχή φτάνει το 48% από τους 485.000 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους και είναι μεγάλη στο εργατικό βορειοανατολικό Παρίσι και μικρή στις δυτικές συνοικίες. Η Αριστερά παίρνει 61 έδρες. Μία από αυτές, η έδρα του  Μπλανκί, που εκλέγεται πανηγυρικά επικεφαλής πολλών διαμερισμάτων, παραμένει κενή αφού ο κάτοχός της παραμένει φυλακισμένος στη Βρετάνη. Οι απερχόμενοι δήμαρχοι παίρνουν 15 έδρες, οι Ριζοσπάστες 4 έδρες, ενώ 12 έδρες παραμένουν αδιάθετες, λόγω μη συμπλήρωσης του εκλογικού μέτρου ή άλλων ατελειών του εκλογικού νόμου.

Την επομένη, οι 19 συμφιλιωτικοί σύμβουλοι παραιτούνται ομαδικά και αποχωρούν. Το συμβούλιο συμπληρώνεται από 10 ακόμη επιλαχόντες, ενώ στις 16 Απρίλη θα γίνουν συμπληρωματικές εκλογές (εν μέσω εμφυλίου πολέμου!) οπότε και συμπληρώνεται τελικά ο αριθμός 92.

Στις 28 Μάρτη ο μπλανκιστής Ρανβιέ, νεοεκλεγείς δήμαρχος του 20ού Διαμερίσματος (Μπελβίλ) ανακοινώνει, μπροστά σ’ ένα πλήθος 200.000 ατόμων, τη συγκρότηση του νέου Δημοτικού Συμβουλίου. Το νέο σώμα, σε ανάμνηση της Επαναστατικής Κομμούνας του 1792 που κυριαρχούνταν από τους Αβράκωτους, υπογράφει στο εξής τις αποφάσεις του σαν «Κομμούνα του Παρισιού».

Στις 28 Μάρτη ανακηρύσσεται η Κομμούνα μπροστά στο Δημαρχείο του Παρισιού

Από τα μέλη του Συμβουλίου, 25 είναι εργάτες, οι μισοί περίπου μέλη της Διεθνούς. 18 είναι μικρέμποροι ή μικροβιοτέχνες. Υπάρχουν ακόμη 12 δημοσιογράφοι.

Σχηματικά (αφού δεν υπήρχαν κόμματα) τρία είναι τα πολιτικά ρεύματα του Συμβουλίου της Κομμούνας.

Οι Διεθνιστές (στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών) είναι γύρω στους 15. Ανάμεσα τους οι Βαρλέν και Φράνκελ (αντιπρόσωποι της Διεθνούς στο Παρίσι) ο Μαλόν, ο Πεντύ, ο Λονγκέ (μετέπειτα γαμπρός του Μαρξ), ο Ντυβάλ, ο Βαγιάν (κατά τον Έγκελς ο μόνος εκ των ηγετών της Κομμούνας που το σοσιαλιστικό του όραμα δεν ήταν «από ένστικτο» αλλά είχε επιστημονικό υπόβαθρο).

Οι νεογιακωβίνοι, που αποτελούσαν και την πολυπληθέστερη ομάδα. Ήταν διανοούμενοι (κυρίως δημοσιογράφοι μαχητικών αντιμοναρχικών εντύπων). Άτυπος επί κεφαλής τους ο παλαίμαχος Σαρλ Ντελεκλύζ, που είχε γνωρίσει όλες τις φυλακές και τους τόπους εξορίας του αυτοκρατορικού καθεστώτος.

Υπήρχαν αρκετοί που θα χαρακτηριζόντουσαν «ανεξάρτητοι»: ο συγγραφέας Ζυλ Βαλές (εκδότης της Κραυγής του Λαού), ο ζωγράφος Κουρμπέ, ο δημοσιογράφος Βερμορέλ, ο Κλεμάν κ.α.

Η οριοθέτηση των τριών ρευμάτων είναι ασαφής. Για παράδειγμα, τα μέλη της Διεθνούς Βαγιάν και Ντυβάλ ήταν ταυτόχρονα και μαχητικοί μπλανκιστές. Ο μπλανκιστής Φλουράνς γνώριζε προσωπικά τον Μαρξ, από τον οποίο είχε επηρεαστεί, χωρίς όμως να έχει οργανική σχέση με τη Διεθνή. Ο ανεξάρτητος Βερμορέλ είχε συχνή επαφή με τον Έγκελς.

Μέσα από αυτό το ιδεολογικό μωσαϊκό θα προκύψουν, την 1η του Μάη, οριστικά πια τα δύο διακριτά πολιτικά ρεύματα της Κομμούνας: Η «πλειοψηφία» και η «μειοψηφία». Η πλειοψηφία αποφασίζει (με 45 ψήφους) τη δημιουργία μιας γιακωβίνικου τύπου «Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας», στα πρότυπα της ομώνυμης Επιτροπής του 1792. Θα αποτελέσει το εκτελεστικό όργανο της Κομμούνας, ουσιαστικά την κυβέρνησή της, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα της ζωής της. Καταψηφίζει μια μειοψηφία 23 μελών.

  • Η πλειοψηφία, ηγεμονεύεται πολιτικά από τους Μπλανκιστές, και περιλαμβάνει ακόμα τους νεογιακωβίνους, δύο στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών και τους περισσότερους ανεξάρτητους.
  • Η μειοψηφία, προυντονιστικής επιρροής, αποτελείται από τα περισσότερα στελέχη της Διεθνούς και ανεξάρτητους.

Τα δύο πολιτικά ρεύματα αντιστάθηκαν ενωμένα στα οδοφράγματα κατά τη διάρκεια της ηρωικής αντίστασης στους Βερσαγιέζους.

Η Κομμούνα κυβερνά

Στις 29 Μάρτη καταργείται η στρατολόγηση στον Εθνικό Στρατό και αναγνωρίζεται η Εθνοφρουρά σαν η μόνη ένοπλη δύναμη που μπορεί να υπάρχει στο Παρίσι. Όλοι οι ικανοί πολίτες θεωρούνται μέλη της.

Η κόκκινη σημαία καθορίζεται σαν κρατικό έμβλημα της νέας εξουσίας και επαναφέρεται το Επαναστατικό Ημερολόγιο, που είχε καταργήσει η θερμιδοριανή αντεπανάσταση του 1794.

Την ίδια ημέρα διαγράφονται τα χρέη από ενοίκια και εμπορικές πράξεις που δημιουργήθηκαν από τον Οκτώβρη και μετά. Για τα υπόλοιπα καθορίζεται μια περίοδος 3 ετών για την αποπληρωμή τους.

Στις 3 Απρίλη, διαχωρίζεται πλήρως η Εκκλησία από το κράτος, καταργείται ο προϋπολογισμός για τη λατρεία και όλη η εκκλησιαστική περιουσία κηρύσσεται Δημόσια ιδιοκτησία.

Στις 12 Απρίλη, αποφασίζεται η κατεδάφιση της αυτοκρατορικής στήλης της Πλάς Βαντόμ, που η Κομμούνα χαρακτηρίζει «μνημείο βαρβαρότητας» και «διακήρυξη μιλιταρισμού».

Στις 16 Απρίλη, οι βιοτεχνίες ή εργαστήρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, που χαρακτηρίζονται λιποτάκτες, δημεύονται και προβλέπεται να αποδοθούν σε εργατικές κοοπερατίβες για να τα λειτουργήσουν. (Το μέτρο πρόλαβε να εφαρμοστεί για δύο μόνο επιχειρήσεις.)

Στις 20 Απρίλη, απαγορεύεται η νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία και καταργούνται τα ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας (στην πραγματικότητα ενοικίασης εργατών), που μέχρι τότε άνθιζαν και τα λυμαίνονταν πρόσωπα έμπιστα της Αστυνομίας.

Στις 25 Απρίλη, επιτάσσονται όλες οι κενές κατοικίες για τη στέγαση όσων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους πρωσικούς βομβαρδισμούς. Το ψωμί μπαίνει σε διατίμηση. Δημιουργούνται δημοτικά μαγαζιά πώλησης πατάτας, δημοτικά κρεοπωλεία και δημοτικές καντίνες με συμβολικές τιμές αγοράς. Διανέμονται δωρεάν κουπόνια σίτισης σε όσους αδυνατούν να αγοράσουν τρόφιμα.

Με απόφαση της 28 Απρίλη, απαγορεύεται κάθε επιβολή προστίμου ή περικοπή μισθού σε εργαζόμενο οποιαδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης.

Καθιερώνεται ο «ελεύθερος γάμος», με μόνες προϋποθέσεις ελάχιστη ηλικία 16 ετών για τις γυναίκες, 18 για τους άνδρες και αμοιβαία συμφωνία. Όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις (γάμος, διαθήκη, υιοθεσία κλπ) γίνονται δωρεάν.

Κλείνουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα περισσότερα ανήκαν στην Καθολική Εκκλησία – και προγραμματίζεται μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το σχολείο είναι λαϊκό: απαγορεύεται η ανάρτηση οποιουδήποτε χριστιανικού συμβόλου, η ομαδική προσευχή, η εξομολόγηση των μαθητών. Η επαγγελματική εκπαίδευση γίνεται ισοδύναμη της Α΄Βάθμιας και, για πρώτη φορά, δημιουργούνται επαγγελματικές σχολές θηλέων. Ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις πρόλαβαν να εφαρμοστούν.

Η Παρισινή Κομμούνα εξέφρασε για δύο μήνες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων του Παρισιού

Τη διοίκηση των παλιών Υπουργείων έχουν αναλάβει επιτροπές, με επικεφαλής αντίστοιχους Επιτρόπους.

Επίτροπος Οικονομικών ήταν ο Ευγένιος Βαρλέν. Η Κομμούνα, για τις εννέα εβδομάδες που κυβέρνησε και στις οποίες, μεταξύ των άλλων είχε να συντηρήσει την Εθνοφρουρά, ξόδεψε 46 περίπου εκατομμύρια γαλλικά φράγκα. Μόνο τα 16,5 από αυτά τράβηξε από την Τράπεζα της Γαλλίας. Το υπόλοιπο ποσό εξασφαλίστηκε από άλλες πηγές και κυρίως από τα δημοτικά τέλη. Το ίδιο διάστημα, ο Θιέρσος πήρε από την ίδια Τράπεζα (που ήταν στα χέρια της Κομμούνας) 257 εκατομμύρια! Τα αποθέματα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας έμειναν ανέγγιχτα, από την Επαναστατική Κυβέρνηση!

Επίτροπος Ασφάλειας ήταν ο 25/χρονος μπλανκιστής Ραούλ Ριγκώ. Με βοηθό του το φίλο και συνομήλικό του Θεόφιλο Φερρέ έψαξαν τα αρχεία της Αυτοκρατορικής Αστυνομίας και ξήλωσαν όλο το τεράστιο δίκτυο χαφιέδων του παλιού καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια των 70 ημερών της κυβέρνησης της Κομμούνας, το ποινικό έγκλημα στο Παρίσι σχεδόν εξαφανίζεται.

Επίτροπος Παιδείας ήταν ο Βαγιάν.

Επίτροπος Εξωτερικών ο Πασκάλ-Γκρουσέ και αργότερα ο Βαλές.

Επίτροπος Εργασίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου ήταν ο Λεό Φράνκελ, που επειδή δεν ήταν Γάλλος πολίτης, η εκλογή του στο Συμβούλιο είχε επικυρωθεί με ειδική απόφαση της Κ.Ε. της Εθνοφρουράς που επικαλέστηκε λόγους διεθνισμού.

Από τη θέση του Επιτρόπου Πολέμου πέρασαν οι Έντ, Κλυζερέ και Ντελεκλύζ. Για ένα μικρό διάστημα η Κομμούνα εμπιστεύτηκε τη θέση στον Λουί Ροσέλ, νεαρό αξιωματικό καριέρας που προσχώρησε στην Επανάσταση, θεωρώντας την Κομμούνα τη μοναδική πατριωτική δύναμη του Έθνους. Ο Ροσέλ παραιτήθηκε γρήγορα, όταν διαπίστωσε ότι οι εισηγήσεις του για την ανασυγκρότηση της Εθνοφρουράς σε τακτικό στρατό αγνοούνταν και ότι το επίπεδο διοίκησης και πειθαρχίας της δεν άφηνε καμία ελπίδα στρατιωτικής νίκης.

Το Συμβούλιο ήταν ένα σώμα ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό. Για να διευκολυνθεί η εκτελεστική λειτουργία του είχε συγκροτήσει μια ολιγομελή Εκτελεστική Επιτροπή από τους Έντ, Τριντόν, Βαγιάν, Ντυβαλ, Πιά και Μπερζερέ. Από την 1η του Μάη αυτό το ρόλο αναλαμβάνει η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας.

Η διοικητική μηχανή της Κομμούνας αποτελείται από 10.000 υπαλλήλους, αντί για 60.000 που διατηρούσε το προηγούμενο καθεστώς.

Ο εμφύλιος πόλεμος

Στις 2 Απρίλη, οι Βερσαγιέζοι καταλαμβάνουν, με αιφνιδιαστική επιχείρηση, την Κουρμπεβουά απωθώντας την Εθνοφρουρά στο Νεϊγύ. Οι πέντε αιχμάλωτοι εθνοφρουροί εκτελούνται αμέσως από τους Βερσαγιέζους. Αρχίζει ο εμφύλιος.

Αρχικά ο στρατός του Θιέρσου αριθμεί 12.000 άνδρες. Σ’ αυτούς προστίθενται 50.000 οπλίτες 7/ετούς θητείας, κυρίως αγροτόπαιδα, που στρατολογούνται εσπευσμένα και περίπου 60.000 αιχμάλωτοι του Σεντάν και του Μετς που απελευθερώνονται από τον Μπίσμαρκ για να συνδράμουν την κατάπνιξη της Κομμούνας. Ανάμεσά τους ο στρατηγός Μακ-Μαόν, ταπεινωμένος στο Σεντάν και αιχμάλωτος στο Βισμπάντεν, που αναλαμβάνει διοικητής του στρατού των Βερσαλλιών.

Απρίλιος 1871: Ο εμφύλιος ξεκινά. Ο λαός του Παρισιού υπερασπίζει τις κατακτήσεις του ενάντια στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Οδόφραγμα στη Rue de Rivoli.

Η Εθνοφρουρά που θεωρητικά διαθέτει περίπου 190.000 άνδρες, έχει μια μάχιμη δύναμη που δεν ξεπερνά σε καμιά στιγμή τους 40.000. Το επίπεδο διοίκησης είναι χαμηλό και η πειθαρχία ανύπαρκτη. Τις ημέρες των μαχών μέσα στο Παρίσι, συχνό είναι το φαινόμενο εθνοφρουροί να επιλέγουν ατομικά το μέρος όπου θα αμυνθούν, αρνούμενοι να πολεμήσουν μακριά από τις συνοικίες τους. Οι αξιωματικοί εκλέγονται, με κριτήριο κυρίως τις πολιτικές απόψεις και όχι τη στρατιωτική γνώση και εμπειρία.

Εκτός από τα εγγενή προβλήματα, στη γρήγορη στρατιωτική ήττα της Κομμούνας συνέβαλε και το ότι, στα μέσα Μάη, ο Μπίσμαρκ επιτρέπει στο στρατό του Θιέρσου να επιτεθεί από τα Βόρεια και τα Ανατολικά. Οι κομμουνάροι είχαν την κύρια δύναμη πυρός τους στραμμένη προς τα νότια-νοτιοδυτικά, όπου αφ’ ενός βρίσκονταν η βάση του κυβερνητικού στρατού και αφ’ ετέρου οι αστικές συνοικίες ήταν ουδέτερες ή φιλικές προς τους εισβολείς.

Αμέσως μετά την επίθεση στην Κουρμπεβουά, ένα πλήθος 50.000 λαού συγκεντρώνεται μπροστά στο Δημαρχείο και με την κραυγή «Στις Βερσαλλίες», απαιτεί από την Κομμούνα άμεση επίθεση στο στρατό του Θιέρσου. Υπό την πίεση του πλήθους, χωρίς καμία σοβαρή προετοιμασία, χωρίς σχέδιο, χωρίς να είναι σαφές ποιος έχει το στρατιωτικό πρόσταγμα, η Εθνοφρουρά, υπό τους Εντ, Φλουράνς και Ντυβάλ, εξορμά, στις 3 Απρίλη, με στόχο τις Βερσαλλίες. Η επιχείρηση είναι καταστροφή. Ο Ντυβάλ συλλαμβάνεται στο Σατιγιόν και μεταφερόμενος στις Βερσαλλίες εκτελείται καθ’ οδόν, στο Πετί Κλαμάρ, με εντολή του Βινουά. Την ίδια μέρα, ο Φλουράνς, επίσης αιχμάλωτος στη Ρυέιγ, οδηγείται δεμένος στον επικεφαλής του αποσπάσματος της χωροφυλακής, κάποιον Ντεμαρέ, ο οποίος τον κομματιάζει με το σπαθί του!

Η απάντηση της Κομμούνας στις ωμότητες των Βερσαγιέζων έρχεται δύο μέρες μετά, με το «Διάταγμα για τους ομήρους»: προβλέπει τη σύλληψη και το χαρακτηρισμό ως «ομήρου του λαού του Παρισιού», οποιουδήποτε προσώπου κατηγορηθεί για συνεργασία με την Κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Επίσης για κάθε εκτέλεση αιχμαλώτων κομμουνάρων την άμεση εκτέλεση τριπλάσιου αριθμού κρατουμένων ομήρων που θα καθορίζονται με κλήρωση. Το διάταγμα προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου της Κομμούνας. Δεν θα εφαρμοστεί, παρά πολύ αργότερα (και σε ασήμαντη κλίμακα) όταν οι Βερσαγιέζοι έχουν αρχίσει μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων.

Η καταστροφή της 3 Απρίλη οδηγεί την Κομμούνα σε κάποια μέτρα ανασυγκρότησης αλλά λειψά, και κυρίως καθυστερημένα. Η επιχείρηση στις Βερσαλλίες θα είναι η πρώτη και τελευταία επιθετική στρατιωτική κίνηση της Εθνοφρουράς. Έκτοτε μόνο αμύνεται.

Μεσολαβούν τρεις εβδομάδες σποραδικών μαχών. Η πιο σημαντική γίνεται στις 11 Απρίλη, όταν η Εθνοφρουρά, υπό τον Εντ, αποκρούει μεγάλη επιχείρηση των κυβερνητικών από το νότο και τους προκαλεί σημαντικές απώλειες.

Οι Βερσαγιέζοι βομβαρδίζουν θέσεις της Εθνοφρουράς, στη δυτική είσοδο, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και θύματα μεταξύ των αμάχων. Οι βομβαρδισμοί επεκτείνονται βαθμιαία σε ολόκληρο το Παρίσι.

Την 1 Μάη η Κομμούνα τοποθετεί Επίτροπο Πολέμου τον Ροσέλ.

Στις 4 Μάη καταλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους, το οχυρό του Μουλέν-Σακέ στο Βιτρύ και ακολουθούν απίστευτες ωμότητες. Σε αντίποινα, οι κομμουνάροι συλλαμβάνουν το προσωπικό της γειτονικής Εκκλησιαστικής Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ, σαν συνεργούς των Βερσαγιέζων.

Στις 8 Μάη ο Θιέρσος απευθύνει τελεσίγραφο παράδοσης, που απορρίπτεται από την Κομμούνα.

Στις 9 Μάη βομβαρδίζεται το οχυρό του Ισσύ και εγκαταλείπεται από τους υπερασπιστές του. Την επομένη, η Εθνοφρουρά ανακαταλαμβάνει το οχυρό, το οποίο μάλιστα θα κρατήσει μέχρι τις 24 Μαΐου

Στις 10 Μάη παραιτείται ο Ροσέλ, απογοητευμένος από την αποδιοργάνωση της Εθνοφρουράς και την απόρριψη των προτάσεών του για την ανασυγκρότησή της σε τακτικό στρατό. Στελέχη της Κομμούνας τον κατηγορούν για προδοσία και τον παραπέμπουν σε στρατοδικείο. Η δίκη δεν θα γίνει ποτέ, αφού εν τω μεταξύ το Παρίσι θα καταληφθεί και ο Ροσέλ που αρνήθηκε να το εγκαταλείψει (υπομένοντας την καχυποψία των κομμουνάρων και την επιτήρησή του από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας) θα πέσει σαν ήρωας στο εκτελεστικό απόσπασμα των Βερσαγιέζων. Τον Ροσέλ αντικαθιστά ο Σαρλ Ντελεκλύζ.

Στις 10 Μαΐου, υπογράφεται από τον Θιέρσο η συνθήκη της Φρανκφούρτης που τερματίζει το Γαλλογερμανικό πόλεμο. Η Γαλλία παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Ενάμισι περίπου εκατομμύριο εκτάρια, που αντιστοιχούν σε 1.600.000 κατοίκους, 1700 δήμους και κοινότητες και το 20% των ορυχείων και της σιδηρουργίας της. Την επομένη η Κομμούνα καταγγέλλει την επαίσχυντη συνθήκη και κατεδαφίζει το σπίτι του Θιέρσου στο Παρίσι.

Στις 13 Μαΐου πέφτει, μετά από σκληρές μάχες το οχυρό της Ενθοφρουράς στη Βανβ, στα νότια του Παρισιού.

Στις 14 Μαΐου, η Κομμούνα προτείνει στις Βερσαλλίες την ανταλλαγή του αρχιεπισκόπου Νταρμπουά, που κρατά σαν όμηρο, με τον φυλακισμένο Μπλανκί. Ο Θιέρσος αρνείται.

Η σημαία της Κομμούνας

Στις 15 Μαΐου ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της Κομμούνας. Στην «Κραυγή του Λαού», δημοσιεύεται η «Διακήρυξη της Μειοψηφίας», ένα μανιφέστο που υπογράφουν 22 μέλη του Συμβουλίου. Σε αυτό διατυπώνουν τη διαφωνία τους με «ακρότητες», όπως το διάταγμα για τους ομήρους, και καταγγέλλουν υπερβάσεις της νομιμότητας από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας. Εμπνευστής του θεωρείται ο Βαλές.

Στις 18 Μάη, η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας κλείνει τις αντεπαναστατικές εφημερίδες, που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν ελεύθερα.

Περιμένοντας την εισβολή των Βερσαγιέζων, εθνοφρουροί και πολίτες στήνουν οδοφράγματα. Περίπου 900 οδοφράγματα στήνονται στην πόλη με μεγάλη πυκνότητα στις εργατικές συνοικίες. Η διάταξή τους είναι άναρχη, χωρίς κεντρικό αμυντικό σχεδιασμό και χωρίς καμία πρόνοια για τον ανεφοδιασμό τους.

Η αιματοβαμμένη εβδομάδα

Την Κυριακή 21 Μαίου, οι Βερσαγιέζοι μπαίνουν στο Παρίσι από την Πορτ ντε Σαιν-Κλου. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξε προδοσία. Ο εργάτης Ντυκατέλ που είχε υπηρεσία στο 24ο φυλάκιο, στο Πουάν ντι Ζουρ, πέρασε τους Βερσαγιέζους από τις γραμμές των αμυνομένων. Ο Ντυκατέλ συνελήφθη την ίδια μέρα, αλλά λίγο πριν εκτελεστεί έφτασαν κυβερνητικά στρατεύματα και τον διέσωσαν. Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ η Κομμούνα έχει συντριβεί, ο διευθυντής της Φιγκαρό Βιλμεζάν οργανώνει στην εφημερίδα του καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης του Ντυκατέλ, για την «υπηρεσία που προσέφερε στο έθνος», που του αποφέρει 125.000 γαλλικά φράγκα.

Η εβδομάδα 21 με 28 Μαΐου, που έμεινε στην ιστορία σαν «αιματοβαμμένη εβδομάδα», χαρακτηρίζεται από τον ηρωισμό των εξεγερμένων (εθνοφρουρών, γυναικών, ανήλικων παιδιών) που μάχονται απεγνωσμένα και πέφτουν ηρωικά στα οδοφράγματα. Δίπλα τους μάχονται και πέφτουν και οι ηγέτες τους.

Οι υπερασπιστές της Κομμούνας μέχονται ηρωικά μέχρι το τέλος.

Ο ηρωισμός των τελευταίων δεν αναιρεί τις ευθύνες τους για την ήττα. Η συγκρότηση ενός πολιτικοστρατιωτικού επιτελείου για το συντονισμό της άμυνας είναι έξω από την προβληματική τους, ακόμα και τη στιγμή που ο εχθρός είναι μέσα στην πόλη. Είναι γνωστό ότι στις 18 Μάη (τρεις ημέρες πριν την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι) ένα από τα … κρίσιμα θέματα στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Κομμούνας είναι ο αριθμός των τάξεων που θα έχει το Δημοτικό σχολείο! Ο Ντελεκλύζ, όταν πληροφορείται την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι και πιέζεται από τους εθνοφρουρούς να τους δώσει ένα σχέδιο άμυνας θα αναφωνήσει (σύμφωνα με τον Λισαγκαρέ): «Αρκετά με τον μιλιταρισμό! Τόπο στους μαχητές με τα γυμνά χέρια!». Έτσι αντιμετώπιζε την άμυνα, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, ο Επίτροπος Πολέμου! Το τέλος του (ουσιαστικά αυτοκτόνησε ξεπροβάλλοντας ακάλυπτος από ένα οδόφραγμα στην Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ) αποκαλύπτει το πνεύμα που διακατείχε τους περισσότερους από τους ηγέτες της Κομμούνας, ειδικά τις τελευταίες μέρες.

Την Τρίτη, 23 Μάη, πέφτει η Μονμάρτη. 300 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μαντλέν. Σε αντίποινα, εθνοφρουροί εκτελούν στις φυλακές της Ροκέτ τον αρχιεπίσκοπο Νταρμπουά, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μπονζάν, τον εφημέριο της Μαντλέν Ντεγκερύ και 3 ακόμη ιησουίτες παπάδες. Είναι η πρώτη εφαρμογή του «διατάγματος για τους ομήρους». Προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την προέλαση των εισβολέων, κομμουνάροι υψώνουν πύρινα φράγματα, πυρπολώντας οικοδομικά τετράγωνα. Καίγεται το Ανάκτορο του Κεραμικού και το Υπουργείο Οικονομικών.

Την Τετάρτη 24 Μάη, πέφτει η ευρύτερη περιοχή του Καρτιέ Λατέν. Ακολουθούν μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων στους Κήπους του Λουξεμβούργου. Καταστρέφονται από πυρκαγιές το Μέγαρο της Δικαιοσύνης και το κεντρικό κτίριο της Αστυνομίας. Μετά την πτώση του οδοφράγματος που υπεράσπιζε το Πάνθεον, συλλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους ο Ραούλ Ριγκώ, τον οποίο εκτελούν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το σώμα του εκτίθεται στο πεζοδρόμιο της οδού Ρουαγιέ Κολλάρ, όπου μία αγέλη έξαλλων κυριών αναλαμβάνει τη γύμνωση και τη βεβήλωσή του. Ένα μήνα μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του, η Κυβέρνηση Θιέρσου δεν είχε πρόβλημα να τον καταδικάσει ερήμην σε θάνατο (!), γιατί υπήρχαν αμφιβολίες αν το εγκαταλελειμμένο στο πεζοδρόμιο και χωρίς κανένα ταυτότητας σώμα, ανήκε πράγματι στον Ριγκώ.

Στο νότο, ο κύριος θύλακας άμυνας είναι στη Μπυτ ω Κάιγ. Η Εθνοφρουρά, υπό τον πολωνό επαναστάτη Βαλερύ Βρομπλέφσκι δίνει τη μεγαλύτερη μάχη σε παράταξη μέσα στο Παρίσι, ενάντια σε 23.000 στρατιώτες υποστηριζόμενους από 50 κανόνια.

Στην Πλας ντ’ Ιταλί, εθνοφρουροί εκτελούν, 13 από τους κρατούμενους της Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ. Η έδρα της Κομμούνας μεταφέρεται στο Δημαρχείο του 11ου Διαμερίσματος. Ο Πεντύ, φρούραρχος του Δημαρχείου του Παρισιού, το πυρπολεί για να μην πέσει στα χέρια των εισβολέων.

Την Πέμπτη 25 Μάη, ο Θιέρσος σπεύδει να ανακοινώσει ότι το Παρίσι «εκτός από ένα μικρό μέρος του» έχει καταληφθεί. 424 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μονμάρτη και το Παρκ Μονσώ. Σε οδόφραγμα της Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ πέφτει ο Ντελεκλύζ. Τρία χρόνια αργότερα, καλού κακού, καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο(!), γιατί υπήρχαν φήμες ότι είναι ζωντανός. Στο ίδιο οδόφραγμα, τραυματίζεται βαριά και συλλαμβάνεται ο Βερμορέλ. Οδηγείται στο στρατόπεδο του Σατορύ στις Βερσαλλίες, όπου εγκαταλείπεται αιμόφυρτος και αβοήθητος και πεθαίνει την επομένη. Όσα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας δεν έχουν σκοτωθεί ή συλληφθεί, εγκαταλείπουν προσωρινά τα οδοφράγματα για να συνεδριάσουν στο δημαρχείο του 20ού Διαμερίσματος. Είναι η τελευταία συνεδρίαση. Στους παρόντες περιλαμβάνονται σίγουρα οι Ρανβιέ, Βαγιάν, Βαρλέν, Βαλές, Μαλόν, Ζουρντ και Τρινκέ.

Την Παρασκευή 26 Μάη, πέφτει το Φομπούρ Σαιν Αντουάν, στο 11ο Διαμέρισμα. Οι συνεχιζόμενες θηριωδίες των Βερσαγιέζων προκαλούν αιματηρή απάντηση των εθνοφρουρών της Μπελβίλ: στη Ρυ Αξό, εκτελούν 48 ομήρους (11 κληρικούς, 35 χωροφύλακες και 2 χαφιέδες της Αστυνομίας του Ναπολέοντα).

Το Σάββατο 27 Μάη, τα οδοφράγματα που αντιστέκονται ακόμα περιορίζονται στο 11ο και το 20ό Διαμέρισμα. Το απόγευμα πέφτουν οι λοφίσκοι  Σωμόν στη βόρεια Μπελβίλ.

Την Κυριακή 28 Μάη γράφεται ο επίλογος. Το πρωί καταδίδεται από έναν παπά και συλλαμβάνεται στη οδό Λαφαγέτ ο Βαρλέν. Τον περιφέρουν δεμένο στη Μονμάρτη και, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ένα εξαχρειωμένο πλήθος μοναρχικών τον κακοποιεί βάρβαρα. Στους βασανιστές του απαντά με ζητωκραυγές για την Κομμούνα. Ημιθανή και με βγαλμένο το ένα μάτι, τον σέρνουν στο σημείο της εκτέλεσης των στρατηγών όπου τον εκτελούν δεμένο σε μια καρέκλα, για να μην τον πυροβολήσουν ξαπλωμένο κατάχαμα. Ο λοχαγός Σίκρ, επικεφαλής των εκτελεστών, του παίρνει το ρολόι, ενώ οι υπόλοιποι μοιράζονται ότι βρήκαν στις τσέπες του. Λέγεται ότι ήταν 148 φράγκα. Αυτά ήταν τα χρήματα του Επιτρόπου Οικονομικών της Κομμούνας, που επί 2 μήνες διαχειριζόταν σημαντικά ποσά.

Στις 2 το απόγευμα πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα, στη Ρυ Ραμπονώ. Μια ώρα αργότερα, στην ανατολική πλευρά της μάντρας που περιβάλλει το κοιμητήριο Περ Λασαίζ, εκτελούνται ομαδικά οι τελευταίοι 147 κομμουνάροι, που έχουν συλληφθεί ένοπλοι. (Ένα τμήμα της μάντρας, ο «τοίχος των ομόσπονδων» – mur des fédérés αποτελεί σήμερα το μνημείο της Κομμούνας.)

Η σφαγή

Οι κομμουνάροι που έπεσαν στις μάχες από τις 2 Απρίλη μέχρι και τις 28 Μάη, υπολογίζονται σε 3.000 έως 4.000. Οι επίσημες απώλειες των κυβερνητικών είναι 877 άνδρες. Αλλά το μακελειό δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Τα στρατεύματα των Βερσαλλιών επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές δολοφονικό όργιο. Διαπρέπει ο διαβόητος για την ωμότητά του στρατηγός Ντε Γκαλιφέ, ένας από τους ατιμασμένους του Σεντάν, που μέχρι το τέλος της ζωής του θα αποδεχόταν με υπερηφάνεια τον τίτλο του «χασάπη της Κομμούνας».

Η αγριότητα ενάντια στους εξεγερμένους εργάτες του Παρισιού είναι πρωτοφανής. Οι σφαγές συνεχίζονται αδιακρίτως επί μία εβδομάδα. Η αστική τάξη θα ανακαταλάβει το Παρίσι μετά από δύο μήνες εργατικής εξουσίας.  

Οι ομαδικές εκτελέσεις, που είχαν ήδη αρχίσει κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης εβδομάδας, γίνονται τώρα εκατοντάδες. Όποιος εργάτης συλλαμβάνεται οδηγείται αμέσως για εκτέλεση, αρκεί ο επικεφαλής αξιωματικός να ανιχνεύσει ίχνη μπαρουτιού στα χέρια του ή σημάδι από υποκόπανο όπλου στον ώμο του, «απόδειξη» ότι λίγο πριν ήταν ένοπλος. Αν οι προς εκτέλεση ξεπερνούν τους δέκα, χρησιμοποιούνται πολυβόλα αντί τουφέκια, για επιτάχυνση της διαδικασίας. Τα πτώματα στην αρχή ρίχνονται στη λίμνη Σωμόν και στο Σηκουάνα. Μετά, για λόγους υγιεινής, σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια (μέχρι και μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο!) αποκαλύπτονταν, τυχαία, ομαδικοί τάφοι κομμουνάρων. Μόνο στον ομαδικό τάφο που βρέθηκε το 1897, στη Σαρόν, μετρήθηκαν 800 σωροί κομμουνάρων!

Με βάση τα στοιχεία των δημοτικών υπηρεσιών, που προκύπτουν από ενταφιασμούς, ο αριθμός των δολοφονημένων, μετά τις 28 Μάη, ήταν 17.000. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότεροι. Μετριοπαθείς υπολογισμοί τον ανεβάζουν στους 25.000. Έτσι ο συνολικός αριθμός των νεκρών της Κομμούνας αγγίζει τους 30.000! (Η μεγάλη εξέγερση του 1848, είχε 3.000 νεκρούς.)

Οι συλληφθέντες φτάνουν τους 50.000 (σύμφωνα με τα στοιχεία των διωκτικών αρχών το 84% από αυτούς είναι εργάτες ή τεχνίτες) Κάθε φτωχοντυμένη ή απεριποίητη γυναίκα συλλαμβάνεται σαν «πετρολέζ» (πυρπολήτρια).

Από τον Μάη του 1871 μέχρι το Δεκέμβρη του 1874, λειτουργούν αδιάκοπα 24 έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία εκδίδουν 13.450 καταδικαστικές αποφάσεις.

  • 95 καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν οι 25. Ανάμεσά τους οι Φερρέ και Ροσέλ, στις 28 Νοέμβρη του 1871. Ο Φερρέ υπήρξε ο μοναδικός εκ των ηγετών της Κομμούνας που είχε το προνόμιο δίκης πριν οδηγηθεί στο απόσπασμα (στη δίκη του αρνήθηκε να απολογηθεί, δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο των Βερσαγιέζων).
  • 251 καταδικάστηκαν σε πολυετή καταναγκαστικά έδρα.
  • 586 σε ισόβια ή πολύχρονη εξορία (κυρίως στη Νέα Καληδονία).
  • 606 σε φυλάκιση.
  • Οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές.

Από τους κρατούμενους, 1.000 περίπου πεθαίνουν τις πρώτες ημέρες της κράτησής τους (από ασιτία ή ασθένεια λόγων των άθλιων συνθηκών υγιεινής) ή εκτελούνται σε «απόπειρες απόδρασης».

657 παιδιά βρέθηκαν αιχμάλωτα πολέμου των Βερσαγιέζων (43 από αυτά ήταν κάτω των 13 ετών!) 55 παιδιά στάλθηκαν σε αναμορφωτήρια ενώ εκατοντάδες άλλα, των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν, δολοφονήθηκαν ή φυλακίστηκαν, έμειναν στους δρόμους.

Το Παρίσι είναι για μερικά χρόνια μια πόλη κοινωνικά και παραγωγικά νεκρή, λόγω της ασύλληπτου μεγέθους ανθρωπιστικής καταστροφής. Λείπουν από την παραγωγή 100.000 εργάτες. Μερικοί κλάδοι (υποδηματοποιία, κατασκευή επίπλων) εξαφανίζονται τελείως, λόγω έλλειψης εργατών. Η αστική τάξη είχε την υπομονή να περιμένει την επόμενη γενιά προλετάριων για να επανέλθει η παραγωγή. Τώρα προείχε η θεραπεία της κοινωνίας από τη σοσιαλιστική μόλυνση. Ο Θιέρσος, αυτός ο «αιμοδιψής νάνος», είχε φέρει σε πέρας την δουλειά με πολύ καλύτερα αποτελέσματα από ότι θα είχε ο στρατός του Μπίσμαρκ.

Πηγή: Γιώργος Τριβιζάκης – antapocrisis.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το