Στις 17 του Ιούλη 1955 είκοσι επτά βαρυποινίτες σύντροφοι, “μέρα μεσημέρι”, δραπέτευσαν από τις φυλακές των Βούρλων στον Πειραιά, πραγματοποιώντας την πιο μεγάλη, την πιο συναρπαστική, την πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα.

Δραπετσώνα, φυλακές Βούρλων

Τα Βούρλα είναι μια περιοχή του Πειραιά στα σύνορα με τη Δραπετσώνα. Τη δεκαετία του 1870, η τότε κυβέρνηση κατασκεύασε ένα τεράστιο κτήριο που κάλυπτε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένας κρατικός οίκος ανοχής, όπου οι ιερόδουλες (και οι πελάτες) θα ήταν ελεγχόμενες – από κάθε άποψη – από τις αρχές. Μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν η περιοχή είχε πυκνοκατοικηθεί, ο κόσμος απαίτησε να απομακρυνθούν οι γυναίκες από το σημείο. Έτσι και έγινε. Οι ιερόδουλες απομακρύνθηκαν προς την Τρούμπα και το τεράστιο κτήριο έμενε ανεκμετάλλευτο.

Μέχρι που ο Μεταξάς αποφάσισε ότι το κτήριο αυτό θα λειτουργεί ως φυλακή για ποινικούς αλλά και πολιτικούς κρατούμενους. Η φυλακή είχε τρεις πτέρυγες. Στις δυο πρώτες βρίσκονταν οι ποινικοί και στην τρίτη οι πολιτικοί κρατούμενοι. Τις φυλακές διατήρησαν τόσο οι Γερμανοί όσο και τα καθεστώτα που ακολούθησαν.

Κυριακή 17 Ιουλίου 1955, 3η πτέρυγα, κελί 13

 «Μα τι κάνεις, μου λες; Είσαι ξαπλωμένος και κοιτάζεις το ταβάνι εδώ και ώρα. Δε λες κουβέντα. Μετάνιωσες, Ανδρέα;». Ο λεπτός άνδρας των 184 εκατοστών που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι δεν απάντησε αμέσως. «Σκέφτομαι ότι αυτό που πάμε να κάνουμε σήμερα είναι ενάντια στη γραμμή του κόμματος. Από την άλλη σκέφτομαι ότι δουλεύουμε στα λαγούμια τέσσερις μήνες μέρα νύχτα και εάν δεν το κάνουμε σήμερα, έναν – έναν θα μας εκτελούν» απάντησε ο Ανδρέας και ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Άκουσε, αντιμετωπίζουμε όλοι με τον 357 τη θανατική καταδίκη. Δεν έχω καμία διάθεση να τους αφήσω να με δολοφονήσουν. Θα αποδράσω».

Όλα είχαν ξεκινήσει πριν από τέσσερις μήνες, τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς. Τότε, με ένα μικρό καλέμι, ένα κοπίδι και μια βαριοπούλα οι καταδικασμένοι σε θάνατο – από ένα ανόητο και φοβικό καθεστώς – «κατάσκοποι της Σοβιετικής Ένωσης» ξεκίνησαν να σκάβουν το πάτωμα του κελιού 13. Αρχικά έσκαψαν σε βάθος. Όταν έφτασαν τα δύο μέτρα κάτω από τη γη, ξεκίνησαν να σκάβουν σε μήκος. Έπρεπε με αυτά τα εργαλεία να σκάψουν ένα λαγούμι μήκους 18 μέτρων κάτω από το δρόμο, την οδό Δογάνης, και να βγουν στα αποδυτήρια του εργοστασίου «Ντεστρέ», που έφτιαχνε λουλάκι και που βρισκόταν απέναντι από τις φυλακές.

Η πρώτη σκέψη για απόδραση, η οποία εγκαταλείφθηκε, είχε σαν αφετηρία το κελί 7. Θα έσπαγαν τον τοίχο, θα έβγαιναν στο δρόμο και θα εξαφανίζονταν. Σχεδόν αμέσως την απέρριψαν. Από τον τοίχο του κελιού μέχρι τον δρόμο υπήρχαν όλο σκοπιές και θα γίνονταν αμέσως αντιληπτοί. Το σκάψιμο σήραγγας από το κελί 13 ήταν η εναλλακτική και πιο σίγουρη λύση. Θα μπορούσαν να σκάβουν με βάρδιες και να μην δίνουν στόχο με την απουσία τους, αφού πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι κλείνονταν στα κελιά τους και ετοίμαζαν τις απολογίες ή την υπερασπιστική τους γραμμή για το δικαστήριο.

Το σχέδιο το γνώριζαν ελάχιστοι πολιτικοί: ο Ανδρέας Μπαρτζώκας, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο Σταύρος Σιδέρης, ο Μήτσος Μυριανθόπουλος, και από τις 7 Μαΐου το έμαθε και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης. Οι υπόλοιποι 22 από τους 27 έμαθαν για την απόδραση όταν το τούνελ είχε φτάσει ακριβώς στα εφτά μέτρα και βρισκόταν κάτω από τον δρόμο. Όλη την ημέρα τον χωμάτινο δρόμο διέσχιζαν άνθρωποι, αραμπάδες, ποδήλατα, αυτοκίνητα και κάτω από αυτόν οι πολιτικοί κρατούμενοι έσκαβαν για να βγουν στην ελευθερία.

Οι θόρυβοι

«Ακούστε, επειδή κανείς από εμάς δε θα μιλήσει, ο μόνος τρόπος να μας καταλάβουν είναι οι θόρυβοι που κάνουν τα εργαλεία όταν σκάβουμε. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να οργανώσουμε ένα σύστημα που να μας καλύπτει» είπε ο Ανδρέας Μπαρτζώκας και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που τον άκουγε σκεπτικός, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Θέλω να μου δώσετε δύο καθρεφτάκια από αυτά που ξυριζόμαστε» είπε και συνέχισε: «θα τα τοποθετήσω με προσοχή ώστε το ένα να βλέπει το άλλο και το άλλο να βλέπει τις κινήσεις του δεσμοφύλακα. Όταν πλησιάζει, όποιος είναι στο κελί και φυλάει τσίλιες θα μας ειδοποιεί».

«Ορίστε πάρετε και αυτό το τρανζιστοράκι και βάλτε το μέσα στο κελί να παίζει στη διαπασών. Έτσι θα καλύπτει τους θορύβους. Εγώ..». είπε ο Αλέκος Παπούλιας, που είχε γίνει και εκείνος γνώστης του μυστικού της «Φιλικής Εταιρίας», όπως την ονόμαζαν, «εγώ θα απασχολώ συνέχεια τον δεσμοφύλακα με ό,τι κουτουράδα μου κατέβει στο κεφάλι».

Και, πραγματικά, η όλη επιχείρηση άρχισε να γίνεται περισσότερο επαγγελματική. Και κάτω στο λαγούμι η ατμόσφαιρα να γίνεται περισσότερο αποπνικτική και επικίνδυνη όσο προχωρούσε αφού, ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να καταρρεύσει, μιας που τα υποστυλώματα ήταν πρόχειρα και τοποθετημένα γρήγορα.

Ο «κύριος δήμαρχος», ο Αλέκος Παπούλιας, καθημερινά φορούσε το καλό του κοστούμι, στηνόταν μπροστά από τον δεσμοφύλακα και αγόρευε. Μιλούσε για την κόρη του, για το Αλβανικό μέτωπο, και που και που έλεγε και κάτι σόκιν. Ο δεσμοφύλακας άλλοτε γελούσε, άλλοτε δεν καταλάβαινε τίποτε από όσα άκουγε και κοίταζε τον «Δήμαρχο» με το στόμα του να έχει σχηματίσει ένα μεγάλο Όμικρον.

Τα σιφώνια

Χρόνια μετά, στην εκπομπή «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα», ο Ανδρέας Μπαρτζώκας θα φέρει πάλι εκείνες τις στιγμές στο μυαλό του: «Όταν σκάβαμε, ήταν επικίνδυνα. Αποπνικτικά. Είχαμε και κατολισθήσεις από τα πλάγια. Το χώμα και τις πέτρες τις βγάζαμε πάνω στο κελί. Τα χωρίζαμε και κάναμε επεξεργασία. Τα βάζαμε μέσα σε σακούλες, κάλτσες και σεντόνια και τα μεταφέραμε στα αποχωρητήρια· εκεί τα διαλύαμε με νερό για να φύγουν». Όμως τόσα κιλά χώμα και πέτρες λογικό ήταν κάποια στιγμή να προκαλέσουν προβλήματα στους σωλήνες.

Μια ημέρα τους ξύπνησαν φωνές. Άγριες και ακατάληπτες. Στην αρχή φοβήθηκαν πως το σχέδιο στράβωσε και τους ανακάλυψαν. Σύντομα έμαθαν την αλήθεια. Τα σιφόνια της φυλακής είχαν βουλώσει από τα χώματα και τις πέτρες που έριχναν μέσα οι δραπέτες. Ο βόθρος κόντευε να ξεχειλίσει. Νερό δεν έτρεχε και οι αποχετεύσεις βρωμούσαν. Οι δεσμοφύλακες πήγαιναν και ερχόντουσαν ουρλιάζοντας.

Ο Μπαρτζώκας μαζί με τον Χατζηπέτρου, που ήταν υδραυλικός, προσφέρθηκαν να επιδιορθώσουν τη ζημιά. Ο διευθυντής των φυλακών τηλεφώνησε στον Υπουργό και με στόμφο του είπε πως άρχισε «να στρώνει τους κομμουνιστάς». Δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι οι εθελοντές το έκαναν για να καλύψουν τα ίχνη τους καθαρίζοντας τα σιφόνια. Και όταν έφτασε επιτέλους η ημέρα της απόδρασης, τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν με κινηματογραφικούς ρυθμούς:

«Κάθε ένας έμπαινε στο κελί. Φόραγε τα καλά του. Πάνω από τα παπούτσια κάλτσες, πάνω από τα ρούχα πιτζάμες και στο κεφάλι σαρί και μαντίλι γιατί θα μπαίναμε μέσα στα χώματα. Μπαίναμε καθ’ ομάδες, τέσσερις – τέσσερις ή πέντε – πέντε. Όταν μια ομάδα έφτανε στο τέλος, τραβούσε το σκοινί. Ήταν το σύνθημα. Ξεκινούσε η επόμενη ομάδα. Αγωνία είχαμε. Περίεργα συναισθήματα. Αλλά είχαμε προετοιμαστεί. Ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε διάφορες δυσκολίες. Το τούνελ κάθε λίγα μέτρα αχνοφώτιζε μια μικρή λάμπα συνδεδεμένη με μπαλαντέζα, που ξεκινούσε από το κελί 13. Υπήρχε περίπτωση να μας σκοτώσουν αν μας έπιαναν. Θα είχαν κάθε δικαίωμα. Φτάνοντας στα αποδυτήρια, πετάγαμε τα από πάνω και μέναμε με τα καλά μας. Ψευτοχτενιζόμασταν και βγαίναμε».

17 Ιουλίου 1955, αποδυτήρια εργατών, εργοστάσιο λουλακίου «Ντεστρέ», Βούρλα

Ο Ανδρέας Μπαρτζώκας έφτιαξε τα μαλλιά του, έριξε λίγο νερό για να φύγουν οι σκόνες και είπε στον Βαρδινογιάννη να τον ακολουθήσει. Μόλις βγήκαν έξω στον καθαρό αέρα, οι δυο άνδρες έριξαν μια φευγαλέα ματιά απέναντι στις φυλακές. Όλα ήταν ήσυχα. Δεν τους είχαν καταλάβει ακόμη.

Από μακριά, ένα σύννεφο σκόνης στον χωμάτινο δρόμο πρόδιδε ότι ερχόταν ένα αυτοκίνητο. «Κάνε ό,τι κάνω με ψυχραιμία Βαρδή» είπε ο Μπαρτζώκας και σήκωσε το χέρι στο όχημα. «Ταξί, ταξί». Το γκρίζο αυτοκίνητο σταμάτησε και οι δυο δραπέτες μπήκαν μέσα. «Στην οδό Κανελλοπούλου παρακαλώ» είπε ο Βαρδινογιάννης όπως ήταν συμφωνημένο το σχέδιο. Καθώς το αυτοκίνητο απομακρύνονταν βαριανασαίνοντας μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, ο Μπαρτζώκας έστρεψε πίσω το κεφάλι του. Οι σύντροφοι τους έβγαιναν σε μικρές ομάδες και χάνονταν μέσα στη σκόνη.

Στην οδό Κανελλοπούλου οι δυο άνδρες σταμάτησαν μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Με ψυχραιμία φόρεσαν γυαλιά ηλίου και περπάτησαν λίγο. Ύστερα πήραν και δεύτερο ταξί για να μπερδέψουν τις αρχές και να εξαφανιστούν τα ίχνη τους. Θα τους οδηγούσε στο ασφαλές σπίτι όπου και θα κρύβονταν. Στο ταξί ο οδηγός άκουγε μουσική στο Πρώτο πρόγραμμα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Τότε μια «έκτακτος ανακοίνωσις» διέκοψε το πρόγραμμα: «Σήμερον τη μεσημβρίαν, επικίνδυνοι κομμουνιστές, απέδρασαν από τας κρατικάς φυλακάς των Βούρλων. Οι επικίνδυνοι κομμουνιστές είναι οι κάτωθι..».

Την επόμενη μέρα η είδηση ήταν πρώτο θέμα στην πρώτη σελίδα όλων των εφημερίδων. «Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις των κομμουνιστικών στελεχών. Μέχρι ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς Βούρλων, υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας..»..

Είκοσι τρεις χιλιάδες χωροφύλακες, αστυνομικοί, άνδρες της κρατικής Ασφάλειας και χαφιέδες ρίχτηκαν στο κατόπι των δραπετών. Σιγά – σιγά, βδομάδα με τη βδομάδα, ένας – ένας οι δραπέτες έπεφταν στα χέρια των διωκτών τους. Το τι τους περίμενε το πρώτο βράδυ της σύλληψης στα γραφεία της Ασφάλειας, μπορεί εύκολα κάποιος να το φανταστεί. Δεν είναι δα και λίγο 27 άνθρωποι να ξεφτιλίζουν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό. Τον Ανδρέα Μπαρτζώκα, που κρυβόταν επί πολλές εβδομάδες στο πηγάδι μιας μονοκατοικίας, τον έπιασαν ύστερα από επτά μήνες. Από τότε και μέχρι την πτώση της χούντας, μπαινόβγαινε στα διάφορα «ευαγή» «αναμορφωτικά ιδρύματα». Με απλά λόγια η εξορία έγινε το δεύτερο σπίτι του…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το