Δεκαπέντε μόνο μέρες κράτησε η «Δίκη της Βέροιας» τον Απρίλη του ’32, για να αναδυθεί και να γίνει, φυσικά, από ελάχιστους αντιληπτή η «παράνομη», πλην όμως απαραίτητη, σχέση μεταξύ εθνικισμού/φασισμού και επίσημου πολιτικού κόσμου. Μια ολόκληρη εβραϊκή συνοικία καταστράφηκε από εμπρησμό από μέλη της εθνικιστικής – φασιστικής – αντισημιτικής οργάνωσης «Εθνική Ένωσις Ελλάς» (ΕΕΕ) υπό την ανοχή των Αρχών της Θεσσαλονίκης και της κυβέρνησης Βενιζέλου, αφήνοντας δύο νεκρούς και άστεγες διακόσιες οικογένειες. Όλο το προηγούμενο διάστημα ο βενιζελικός Τύπος και δη η Μακεδονία προετοίμαζε το έδαφος για την απάνθρωπη αυτή ενέργεια. Στη δίκη που ακολούθησε στην πόλη της Βέροιας αθωώθηκαν τόσο οι δράστες όσο και οι ηθικοί αυτουργοί της πράξης του εμπρησμού και των βιαιοπραγιών. Και το σημαντικότερο, οι «αθώοι» επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, νικητές και τροπαιούχοι. Από κει και πέρα η «ηρωική» τους αυτή πράξη αποτέλεσε το εφαλτήριο για τον υπερδιπλασιασμό των μελών της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ και για το άνοιγμά της και σε άλλες «δραστηριότητες», όπως εναντίον των εργατικών συνδικάτων και των κομουνιστικών οργανώσεων. Είναι, άλλωστε, αποδεδειγμένη η σύνδεση της ΕΕΕ με το κεφάλαιο της εποχής, καθώς σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας εργοδότες επιζητούσαν τη συνδρομή των μελών της ΕΕΕ προς εκφοβισμό των εργατών.

Κομβικής σημασίας στην παραπάνω ιστορία είναι το ίδιο το γεγονός της δίκης και, πιο συγκεκριμένα, του αποτελέσματός της, δηλαδή της αθώωσης όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση, δραστών και ηθικών αυτουργών. Κι αυτό γιατί μέσω της μετάθεσης των ευθυνών του εμπρησμού στο ίδιο το θύμα ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μια φασιστική και μετέπειτα ναζιστική οργάνωση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμμετείχε ενεργά κατά τα επόμενα χρόνια τόσο στο δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά όσο και σε κάθε πράξη εθνικής μειοδοσίας κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη χώρα μας. Έμελλε, δηλαδή, να αποτελέσει ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι του ελληνικού δωσιλογισμού που συναγωνιζόταν με τη δράση του τους «θεσμικά» αναγνωρισμένους από την κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη ταγματασφαλίτες.

Αναμφισβήτητα, όλα τα παραπάνω γεγονότα αποτελούν πεδία ενδελεχούς ιστορικής, κοινωνιολογικής και, φυσικά, ψυχολογικής έρευνας, όμως εν προκειμένω το θέμα μας είναι οι συνέπειες μιας δικαστικής, αθωωτικής για τους ενόχους, διαμάχης. Η αθώωση, λοιπόν, των ενόχων λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων και ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών (προσφυγιά και φτώχεια, αντισημιτισμός, μιλιταρισμός, εθνικισμός κλπ κατά το μεσοπόλεμο) αποτέλεσε βασική αιτία της περαιτέρω ανάπτυξης των φασιστικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία και της παγίωσής τους, αλλά κυρίως συνετέλεσε στη διαμόρφωση της επίσημης κρατικής πολιτικής μέσω του χειρισμού και της αξιοποίησης των ιδεών αυτών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ισχυροποιήθηκαν οι εθνικιστικές – φασιστικές ομάδες, οργανώσεις και τέλος τα πάσης φύσεως αντιδραστικά κόμματα σε τέτοιο βαθμό που καθόρισαν και χαρακτήρισαν την πολιτική ζωή του τόπου για πάρα πολλά χρόνια μέχρι και σήμερα.

Σχεδόν 90 χρόνια μετά τη δίκη στη Βέροια, σε κάποιο άλλο ελληνικό δικαστήριο, αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα, αναμένεται η απόφαση για μια άλλη εγκληματική οργάνωση η οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ΕΕΕ. Τώρα, όμως, τα λάθη δε συγχωρούνται. Γιατί αυτή η οργάνωση εξαπλώθηκε σαν τον καρκίνο σε όλα τα ζωτικά όργανα του σώματος της κοινωνίας, μετουσιώθηκε σε κόμμα και κατόρθωσε με διάφορους τρόπους να καταλάβει πολύτιμο χώρο στα έδρανα του ελληνικού κοινοβουλίου υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα και το ποιόν της κοινοβουλευτικής μας αντιπροσώπευσης. Γιατί αυτή η σπείρα άφησε πίσω της νεκρούς ανθρώπους, τραυματισμένες ψυχές και το δηλητήριο του φασισμού σε κάθε τετραγωνικό μέτρο κοινωνικής δραστηριότητας, από το σχολείο και το πανεπιστήμιο έως τον εργασιακό χώρο ακόμα και τον κόσμο του αθλητισμού. Γιατί τα αποτελέσματα της δράσης της τα βλέπουμε καθημερινά στην αντιμετώπιση του Άλλου, του διαφορετικού, του αλλόδοξου. Εξάλλου, οι φασιστικές επιρροές υποβόσκουν και σε εκφράσεις (ρητορική) πολιτικών προσώπων και ενίοτε σε αποφάσεις της εκάστοτε διοίκησης, όπως επίσης προφανέστατα υπάρχουν και στις επιδιώξεις των ΜΜΕ να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με τις επιταγές πολιτικών εντολέων. Γιατί, όπως φαίνεται, ο φασισμός βολεύει πολλούς αλλά στο τέλος εξυπηρετεί λίγους, ελάχιστους.

Συνεπώς, η καταδικαστική απόφαση αποτελεί μονόδρομο όχι μόνο για το δικαστή, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία. Στην περίπτωση της δίκης της ΕΕΕ θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για προχειροδουλειά που οφειλόταν κυρίως στην άγνοια του κινδύνου, στα οξυμμένα πολιτικά πάθη και στο κυρίαρχο πνεύμα του εθνικισμού της εποχής. Ωστόσο, στη δική μας εποχή τίποτα από τα παραπάνω δε μπορεί να αναφερθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος ως δικαιολογία αθωωτικής απόφασης μιας εγκληματικής νεοναζιστικής οργάνωσης.

Από το 1932 μέχρι σήμερα, η εμπειρία που έχει αποκομίσει η ελληνική κοινωνία από το φασισμό, το ναζισμό και απ’ όλα τα απότοκα της μισαλλοδοξίας που απορρέει από αυτά, δεν επιτρέπει καμία απόκλιση από μια λογική κατάληξη που θα έπρεπε να έχει η εν λόγω δίκη. Οι διώξεις των Μικρασιατών προσφύγων, των Εβραίων, των κομμουνιστών, των ομοφυλόφιλων, οι σφαγές στο Κομμένο, στα Καλάβρυτα, στους Λυγγιάδες, στη Δράμα, οι εκτελέσεις στην Καισαριανή και αργότερα μεγάλου αριθμού αντιφρονούντων στη διάρκεια του Εμφυλίου, το κολαστήριο της Μακρονήσου και οι δολοφονίες των Λαμπράκη και Τσαρουχά, η ξεφτίλα της Επταετίας και, τέλος, η «πλούσια» δράση των ταγμάτων εφόδου της Χ.Α. τα τελευταία χρόνια αποτελούν τη μεγάλη δεξαμενή των επιχειρημάτων για την καταδίκη του φασισμού.

Η Ιστορία δίνει μεγάλες ευκαιρίες στη Δικαιοσύνη για να διορθώσει τα ενδεχόμενα λάθη της. Αλλά τις προσφέρει μόνο κάθε πενήντα χρόνια. Στο μεσοδιάστημα, πληρώνουμε όλοι το λάθος Της που ισοδυναμεί με έγκλημα.

  Μαυρίδης Δημήτρης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το