Όταν κάποιοι ορθώνουν το ανάστημά τους και κρατάνε όλη την κοινωνία όρθια…

“Προ ολίγου σε υπεραστικό λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αττικής, συνέβη το εξής ενδιαφέρον περιστατικό : τσαμπουκαλεμένος οδηγός, κουραδόμαγκας και “μαμιάς” (που έλεγε κι ο Σωτήρης Καλυβάτσης) ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ στο μπράτσο, μαύρο γυαλί, υπεροπτικό υφάκι “σας κατουράω όλους”, ενώ έχει αργήσει κάνα δεκάλεπτο να ξεκινήσει το όχημα, μπαίνει μέσα με αναμμένο τσιγάρο, τη μάσκα κατεβασμένη στον λαιμό, και απαγόρευει σε νέο άνδρα, πιθανότατα πακιστανικής καταγωγής, να μπει στο λεωφορείο επειδή κρατάει σακούλα με σουβλάκι. Με αγριεμένο ύφος του λέει : “εδώ μέσα δεν μπαίνεις μ’αυτό, δεν θα μου βρωμίσεις εσύ το αυτοκίνητο”.

Ο νεαρός του απαντάει δειλά, με σπαστά ελληνικά, ότι η σακούλα είναι κλειστή και πως δεν έχει σκοπό να φάει μέσα στο όχημα, αφού θα φοράει μάσκα έτσι κι αλλιώς. Ο πολλά βαρύς οδηγός, όμως, συνεχίζει απτόητος να του απαγορεύει την είσοδο και τον υποχρεώνει είτε να πετάξει το φαγητό του είτε να περιμένει να πάρει το επόμενο ΚΤΕΛ που περνά σε δύο ώρες. Δεν είναι μόνο η απαράδεκτη, απάνθρωπη στάση του που εξοργίζει όσο, κυρίως, ο τρομερά απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο απευθύνεται στο παιδί, τα “ρε δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;” και “πώς την είδες τώρα, θα μας κρατήσεις καμιά ώρα εδώ;”, αυτή η χαρακτηριστικά χρυσαυγίτικη επιθετικότητα προς το μελαμψό δέρμα και τα σημάδια της ανέχειας, η σκληρή αναλγησία του κακομοίρη φασιστάκου με ψευδαισθήσεις μεγαλείου: βασικά, η εμετική αγένεια του ανθρωπάριου που νομίζει ότι είναι ανώτερος από τον άλλο επειδή σφηνωμένος στο τροχοφόρο μεταλλικό κουτί του – θεωρεί πως – έχει μια ελάχιστη εξουσία, συνεπώς κάνει κουμάντο ΑΥΤΟΣ κι άμα γουστάρετε, χάρη σας κάνει που σας πηγαίνει στον προορισμό σας.

Εκεί που το παιδί με το σουβλάκι είναι έτοιμο να φύγει λοιπόν, κύριος γύρω στα 75, ευθυτενής και κοτσονάτος, λεβεντόγερος της παλιάς σχολής, σηκώνεται πάνω και λέει στον Πακιστανό να του δώσει τη σακούλα του. Την παίρνει και λέει στον ρατσιστή οδηγό: “τώρα μπορεί το παιδί να μπει κι αν θες να βγάλεις έμενα έξω, έλα και δοκίμασε, θέλω να σε δω να προσπαθείς!”.

Ο οδηγός κάνει να φωνάξει και να τσακωθεί με τον κύριο αλλά οι αποδοκιμασίες από όλο τον κόσμο στο όχημα (πολλοί βέβαια ήθελαν απλώς να ξεκινήσει επιτέλους) τον κάνουν να μαζευτεί και να βάλει μπρος τη μηχανή, ενώ εξακολουθεί να βρίζει και να απειλεί ότι αυτό “δεν θα περάσει έτσι”. Ο ηλικιωμένος άνδρας τότε τον διαβεβαιώνει : “να είσαι σίγουρος ότι δεν θα περάσει έτσι αυτό γιατί θα μου δώσεις τα στοιχεία σου και θα σε καταγγείλω και στην εταιρεία που δουλεύεις αλλά και στην αστυνομία αν χρειαστεί”.

Από εκεί και μετά, το βουλώνει ο “μαμιάς” και βγάζει όλη τη διαδρομή σιωπηλός. Τη στιγμή που ο νεαρός Πακιστανός είναι έτοιμος να κατέβει, ο κύριος του δίνει τη σακούλα του και του λέει : “έλα αγόρι μου, πάρε το φαγητό σου, καλή σου όρεξη”.

Παράλληλα, μια κυρία σε διπλανή θέση του περνάει διακριτικά στο χέρι μια γκοφρέτα σοκολάτας, χαμογελώντας του καλοσυνάτα. Τους ευχαριστεί και τους δύο και φεύγει χωρίς να κοιτάξει τον οδηγό.

Σπουδαίοι αυτοί οι απλοί άνθρωποι που, όπως λέει ο Σελίν, κυκλοφορούν με άνεση μέσα στο μεγαλειώδες, μιλάνε “στους αγγέλους με το “συ” και δεν το παίρνεις χαμπάρι”.

Καθημερινοί άνθρωποι, άγνωστοι μέσα στο πλήθος, “με αρκετή τρυφερότητα για να ξαναγίνει ο κόσμος από την αρχή και δεν το βλέπει κανένας”.Όσο υπάρχουν τέτοιοι, υπάρχει ελπίδα.”

Από Giannis Smoilis

Οι φωτογραφίες από πίνακες του Κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το