Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο ιδεοτυπικός εκπρόσωπος μιας ορισμένης εκδοχής της εγχώριας δημοσιογραφίας. Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στην κομμουνιστική Αριστερά, σε μια εποχή που αυτή σχοινοβατούσε μεταξύ παρανομίας και εύθραυστης νομιμότητας. Από ένα σημείο και μετά μετατράπηκε σε προέκταση των διωκτικών μηχανισμών, στη γενναιοδωρία των οποίων στήριξε (εν μέρει τουλάχιστον) τον βιοπορισμό του.

Τα γραπτά που άφησε πίσω του αποτελούν μείγμα αυτοβιογραφικών «αποκαλύψεων» σε βάρος των πάλαι ποτέ συντρόφων του κι εξόφθαλμου γλειψίματος των φορέων της εξουσίας. Η σύμπλευσή του μ’ αυτή την τελευταία σημαδεύτηκε ωστόσο από κάποιες στραβοτιμονιές με μεγάλο προσωπικό κόστος, απόρροια της ταύτισής του με τη λάθος πλευρά σε κρίσιμα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Το θλιβερό τέλος του δεν αναιρεί, τέλος, το γεγονός ότι ως επώνυμος συντάκτης και ανώνυμος ή σκιώδης συνεργάτης της Ασφάλειας έβαλε το δικό του λιθαράκι στο ασφυκτικό κλίμα πολιτικοϊδεολογικής καταστολής που σημάδεψε τον καιρό του.

«Ολη μου η σκέψις εστράφη προς το σημείον της εκκαθαρίσεως των ιδεολογικών μου πεποιθήσεων» – Αναστάσιος Χατζηαναστασίου (κατάθεση στον ανακριτή, 19/11/1929)

Αξίζει ως εκ τούτου ν’ ανασυστήσουμε εδώ τον βίο και την πολιτεία του Αναστασίου Χατζηαναστασίου (ή Τάσου Χατζηαναστάση), εθνικόφρονος αστυνομικού συντάκτη λίγο-πολύ ξεχασμένου σήμερα, αλλά πασίγνωστου όσο ζούσε. Ως πηγές σ’ αυτή την προσπάθεια θα χρησιμοποιήσουμε τις εφημερίδες των ημερών και επίσημα έγγραφα από δημόσια ή ιδιωτικά αρχεία.

Αποστολή στη Βιέννη

Τα πρώτα τεκμήρια για τη δράση του Χατζηαναστασίου ως δημοσιογράφου και συνεργάτη ταυτόχρονα της Ασφάλειας προέρχονται από το αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών (φ.1930/Α/2/ΙΙ, «Κομμουνισμός – Ξέναι προπαγάνδαι εν Ελλάδι»).

Στις 20 Ιουλίου 1929 ο Ελληνας πρέσβης στη Βιέννη, Αντώνιος Σαχτούρης, στέλνει στα κεντρικά την παρακάτω εμπιστευτική έκθεση (αρ.1206):

«Εχω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν υμών τα εξής: Προ μηνός περίπου παρουσιασθείς ο κ. Α. Χατζηαναστασίου, δημοσιογράφος ανταποκριτής της Καθημερινής, εζήτησε την μεσολάβησιν της Πρεσβείας όπως επισκεφθή τας ενταύθα αρμοδίας Αρχάς και λάβη πληροφορίας σχετικάς προς την εδώ κίνησιν των κομμουνιστών. Τούτο και εγένετο. Μετά πάροδον όμως ημερών τινων ο κ. Χατζηαναστασίου περατώσας την αποστολήν του, διαβιβάσας διά της Πρεσβείας τους σχετικούς φακέλλους, και επιθυμών να επιστρέψη εις Αθήνας μοι ανεκοίνωσεν εμπιστευτικώς ότι η εις Βιέννην άφιξίς του συνεδέετο με εμπιστευτικής φύσεως υπόθεσιν, ην το Υπουργείον των Εσωτερικών ή μάλλον η Διεύθυνσις της Αστυνομίας Πόλεων τω είχεν αναθέσει, και ότι λόγω ανεπαρκείας των χορηγηθέντων αυτώ χρηματικών μέσων τω απέβαινεν αδύνατος η αναχώρησις. Ο κ. Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής, προς όν ανεκοίνωσα τα της υποθέσεως ταύτης, συστήσας την αποστολήν των οδοιπορικών του κ. Χατζηαναστασίου, μοι ετηλεγράφησε ότι αδυνατεί να τω εμβάση οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν. Εν τω μεταξύ ο κ. Χατζηαναστασίου στερούμενος και αυτού του άρτου περιήλθεν εις πραγματικήν απόγνωσιν και μοι απηύθυνε τας εν αντιγράφω και εμπιστευτικώς συνημμένας επιστολάς. Προ της δημιουργηθείσης τοιαύτης καταστάσεως και πεπεισμένος ών ότι ο κ. Χατζηαναστασίου διετέλει οπωσδήποτε εν αποστολή εκ μέρους δημοσίας ελληνικής Αρχής, εθεώρησα επιβεβλημένον να μεριμνήσω, τούτο μεν περί της συντηρήσεώς του τούτο δε περί της εις Ελλάδα επιστροφής του. Τοιουτοτρόπως, καθ’ α και εκ των εσωκλείστων σχετικών εμφαίνεται, κατέβαλον αυτώ αυστρ. σελίνια 393,76. Παρακαλώ δε ίνα μεριμνήσητε, ευαρεστούμενοι, περί της εγκαίρου προς εμέ επιστροφής των».

Οι συνημμένες επιστολές του δημοσιογράφου προς τον πρέσβη συνιστούν μνημείο μιας ορισμένης μεθοδολογίας. Τις παραθέτουμε αυτούσιες ως το μόνο διαθέσιμο δείγμα του λόγου του κατά τις παρασκηνιακές συναλλαγές του με κρατικές υπηρεσίες.

Το πέρασμα από το παρακλητικό ύφος της πρώτης στην υπαινικτική απειλή της δεύτερης και τον απροκάλυπτο εκβιασμό της τρίτης είναι όντως εντυπωσιακό:

● «Εξοχώτατε Κύριε. Τολμώ να σας παρακαλέσω όπως μέχρις ότου μου αποσταλώσι χρήματα εξ Αθηνών, θελήσητε να μοι παράσχητε εν μικρόν δάνειον 2/3 λιρών διά τας απαραιτήτους ανάγκας μου, διότι στερούμαι και αυτών των ταχυδρομικών τελών. Τα τελευταία μου χρήματα τα διέθεσα διά να τηλεγραφήσω. Πιστεύω ότι θα με συγχωρήσετε διά το αναιδές δημοσιογραφικόν μου διάβημα» (28/6/1929).

● «Κύριε Πρέσβυ. Επειδή πλέον η υπόθεσίς μου κατήντησε “οχληρά” αλλά και επειδή δεν πρόκειται να ζήσω με τον αέρα, τολμώ να σας ζητήσω και πάλιν εν ποσόν διά να περάσω τας ημέρας αυτάς. Αρκεί να σας υπενθυμίσω ότι από χθες πλέον δεν έχω ούτε μίαν πεντάρα κ.τ.λ.κ.τ.λ. Δεν ετόλμησα να έλθω προσωπικώς μόνο και μόνο γιατί μου είναι πολύ δυσάρεστο να σας βλέπω σε δύσκολον θέσι διά ζήτημα που ασφαλώς δεν ευθύνεσθε εσείς ο ίδιος. Τολμώ επίσης να σας είπω ότι η πολύ δυσάρεστός μου θέσις με εμβάλλει εις πειρασμούς που και εγώ δεν ηξεύρω τι συνεπείας θα ημπορούσαν να έχουν. Θα περιμένω όμως γιατί είμαι πολύ περίεργος να μάθω εις ποίον σημείον φθάνει η ελληνική ασυνειδησία. Με τα λίγα αυτά και εν μεγίστη συγχύσει γραφέντα θα ημπορέσητε να εννοήσητε ποία είναι η θέσις μου και τι κινδύνους εγκυμονεί η ενταύθα άσκοπος παραμονή μου. Ο,τι έχετε να πήτε ή να δώσητε σας παρακαλώ θερμώς δώσατέ το εις την Δ[εσποινί]δα» (χωρίς ημερομηνία).

● «Σεβαστέ μοι κ. Πρέσβυ. Εφ’ όσον τα πράγματα έχουν φθάση εις το απροχώρητον θεωρώ καθήκον μου, προτού προβώ εις ουδεμίαν ενέργειαν να σας ομιλήσω εις την γλώσσαν της πραγματικότητος:

1) Πρέπει προ παντός άλλου να εξακριβώσητε την ταυτότητά μου· καθ’ όσον εγώ απ’ αυτής της στιγμής επικαλούμαι την βοήθειάν σας και την προστασίαν σας ως ελληνικής Πρεσβείας.

2) Πρέπει δι’ οιασδήποτε ενεργείας της Πρεσβείας να επιστρέψω εις την Ελλάδα καθόσον η ενταύθα παραμονή μου θα απέβαινεν εις βάρος και των οικονομικών και του γοήτρου της Ελλάδος διότι εγώ άλλην πηγήν και πόρους από το δημόσιον δεν έχω και διά τας υποθέσεις αυτού βρίσκομαι ενταύθα. Επομένως προ παντός άλλου πρέπει η Πρεσβεία της Βιέννης, και αν παραδεχθώ ότι με αγνοεί με την επίσημον ιδιότητά μου, δεν δύναται να με αγνοεί υπό την ιδιότητα του δημοσιογράφου ή του πολίτου, εκτός εάν έχη την γνώμην ότι πρέπει να αποταθώ εις άλλην ξένην πρεσβείαν και να ζητήσω την προστασίαν της.

Σας πληροφορώ ότι από χθες έχω να φάγω. Η πανσιόν με εδήλωσεν ότι το Σάββατον πρέπει να της πληρώσω. Και το σπουδαιότερον ευρίσκομαι εις τα πρόθυρα της διαπράξεως μεγίστου πολιτικού εγκλήματος εις βάρος της Ελλάδος (δυστυχώς αυτό σας το γράφω με μεγίστη πίκρα στην καρδιά μου) γιατί η πείνα και η απελπισία είναι κακοί σύμβουλοι δι’ ένα νέον. Επί πλέον διερωτώμαι διατί οι αποστείλαντές με εις την αποστολήν αυτήν δεν είχον την προνοητικότητα να σας καταστήσουν γνωστήν την ταυτότητά μου, αυτό δε με κάμει να αγανακτώ εις σημείον που να μην ξεύρω και εγώ τι να πράξω.

Επί πλέον σας τονίζω ότι προ παντός άλλου δεν εννοώ να μείνω στους πέντε δρόμους ξένος μεταξύ ξένων και φαντάζεσθε τι σκάνδαλον ημπορεί να υπάρξη εάν ζητήσω την συνδρομήν των ενταύθα δημοσιογράφων. Πάντως από σας εξαρτώνται τα πάντα. Εγώ θα ήθελα να ξεύρω την κατηγορηματικήν θέσιν της Πρεσβείας Βιέννης εις το ζήτημά μου. Ακόμη θα ήθελα την συμβουλήν σας τι να πράξω. Να εγκληματίσω; να προδώσω; ή να αυτοκτονήσω; Πέστε μου σας παρακαλώ τι θα κάματε εάν είσθε εις την θέσιν μου. Μετά πάσης τιμής (υπογραφή)» (18/7/1929).

Η κλιμάκωση των απειλών έπιασε τελικά τόπο. Δυο μέρες μετά το τελευταίο γράμμα ο διπλωμάτης καταβάλλει το ζητούμενο παραδάκι, αποσπώντας από τον παραλήπτη σχετική απόδειξη: «Παρά του Πρέσβεως της Ελλάδος εν Βιέννη Κυρίου Α.Α. Σαχτούρη έλαβον τα εξής ποσά: Εισιτήριον Σιδηροδρόμου Βιέννης-Αθηνών ΙΙΙ θέσεως Σελ[ίνια] αυστρ. 137,90. Πληρωμή της Πανσιόν εν ή διέμεινα 95,86. Διά συντήρησίν μου 160. Ητοι εν όλω αυστριακά σελίνια 393,76. Εν Βιέννη τη 20 Ιουλίου 1929, ο Λαβών Α. Χατζηαναστασίου».

Ακολούθησε η συνήθης γραφειοκρατική διαδικασία για τη λογιστική τακτοποίηση των καταβληθέντων. Η Α’ Πολιτική Διεύθυνση του ΥΠΕΞ έστειλε τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά στη Διεύθυνση της Αστυνομίας, με την «παράκληση» να της χορηγηθούν αναλυτικές διευκρινίσεις και το σχετικό ένταλμα πληρωμής (Εν Αθήναις 30/7/1929, αρ.πρ.8388).

Οι παραλήπτες αρχικά αντέδρασαν, θεωρώντας πως ο πρέσβης υπερέβη την αρμοδιότητά του· η συνακόλουθη εκκρεμότητα θα ρυθμιστεί τελικά μόνο την επόμενη άνοιξη. Από την ενδοϋπηρεσιακή αυτή αλληλογραφία, ενδιαφέρον παρουσιάζει μόνο η αναφορά του αστυνομικού διευθυντή Ιωάννη Καλυβίτη προς το υπουργείο Εσωτερικών (Κέρκυρα 1/11/1929) με το παρασκήνιο της επίμαχης αποστολής:

«Εχω την τιμήν ν’ αναφέρω εις εκτέλεσιν της προσηρτημένης υπ’ αριθ. 47595 ε.έ. υμετέρας διαταγής ότι ο ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ είναι το πρόσωπον όπερ μοι παρέσχεν, ως Δ/ντού της Αστυνομίας Αθηνών, τας χρησίμους πληροφορίας περί κινήσεως του κομμουνισμού εν Αθήναις και εφ’ ων στηριζόμενος επέτυχα την ματαίωσιν των δυο σοβαρών συγκεντρώσεων των Κομμουνιστών της 1ης Μαΐου και 1ης Αυγούστου ε.έ.

Ούτος σημαίνων κομμουνιστής εδέχθη επ’ αμοιβή να μεταβή εις Βιέννην και να με κρατήση ενήμερον όλων των αποφάσεων του εκεί κατά Ιούλιον μέλλοντος να συνέλθη Διεθνούς Συμβουλίου των Κομμουνιστικών Νεολαιών. Ούτος αναχωρήσας έλαβε προφορικάς ρητάς διαταγάς περί του τρόπου των ενεργειών του, προς ας δεν συνεμορφώθη. Τω είχε δε δηλωθή κατηγορηματικώς ότι δεν επρόκειτο να τω σταλώσιν έτερα χρήματα, εκτός εάν ήθελεν υποβάλει εκθέσεις περί των ενεργειών του Συμβουλίου σοβαράς και εμπιστευτικάς.

Ούτος παραμείνας εν Βιέννη πλέον των συμπεφωνημένων ημερών, ουδεμίαν έκθεσιν σχετικήν υπέβαλε, δι’ ο και έπαυσα να ενδιαφέρομαι περί του προσώπου αυτού, διότι ενόμισα, δεδικαιολογημένως άλλωστε, ότι δεν είχε σκοπόν να μας εξυπηρετήση εν τω ζητήματι τούτω.

Απόδειξις και η τηλεγραφική απάντησίς μου προς τον κ. Πρέσβυν ότι ουδ’ οβολόν έχω σκοπόν να αποστείλω εις τον περί ου πρόκειται κύριον.

Φρονώ ότι ο κ. Πρέσβυς κακώς έδωκε χρήματα εις τον κ. ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, αφ’ ενός μεν διότι παρ’ ουδενός εμπιστευτικού εγγράφου μας προς την Πρεσβείαν συνωδεύετο ούτος δηλωτικού της αποστολής του, και αφ’ ετέρου διότι ρητώς εδηλώσαμεν εις τον κ. Πρέσβυν ότι αδυνατούμεν να εμβάσωμεν οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν.

Εν πάση όμως περιπτώσει, επειδή τα χρήματα ταύτα εδόθησαν προς ένα ωρισμένον σκοπόν εξυπηρετικόν της ασφαλείας του Κράτους, παρακαλώ όπως εγκριθή το ποσόν τούτο εκ των εξόδων Ασφαλείας της Αστυνομικής Δ/σεως Αθηνών».

Η αποτροπή των απαγορευμένων κομμουνιστικών διαδηλώσεων της Πρωτομαγιάς και της «αντιπολεμικής ημέρας» της 1ης Αυγούστου, επιτυχία που ο Καλυβίτης αποδίδει στον πληροφοριοδότη του δημοσιογράφο, είχε γίνει με κανονικότατα προληπτικά πογκρόμ. Στην πρώτη περίπτωση η Ασφάλεια πραγματοποίησε «τετρακόσιες και πλέον συλλήψεις μέσα σε 24 ώρες» («Ριζοσπάστης», 13/5/1929).

Στη δεύτερη, αμέσως μετά την επιστροφή του Χατζηαναστασίου από τη Βιέννη και την ψήφιση του βενιζελικού Ν.4229 περί «προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος», συνελήφθησαν ο υπεύθυνος του «Ριζοσπάστη» Ορφέας Οικονομίδης, ο διαχειριστής του Α. Ιωαννίδης, ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων του ΚΚΕ Μπερκέτης, ο γραμματέας της Ομοσπονδίας Τύπου, Θωμάς Αποστολίδης, κι εκατοντάδες αριστεροί πολίτες, πολλοί από τους οποίους εξορίστηκαν (Δημήτρης Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα, 1927-31», Αθήνα 1987, σ.125-6).

«Αποκαλύψεις» και καταθέσεις

Αν το ταξίδι του Χατζηαναστασίου στη Βιέννη υπήρξε μάλλον άκαρπο, ο ίδιος δεν έμεινε καθόλου αναξιοποίητος. Αντί για την «Καθημερινή», που τον είχε στείλει (μαζί με την Ασφάλεια) στην αυστριακή πρωτεύουσα, τις φανταχτερές «αποκαλύψεις» του θα φιλοξενήσει σε σειρά άρθρων από τις 2/11/1929 η ομόφρων αλλά λαϊκότερη «Ελληνική».

Το περιεχόμενό τους περιγράφεται ως εξής στο εισαγωγικό σημείωμα της εφημερίδας −δίχως, φυσικά, την παραμικρή μνεία της προϋπάρχουσας συνεργασίας του αρθρογράφου της με την Ασφάλεια:

«Η “Ελληνική”, αγωνιζομένη τον αγώνα τον καλόν υπέρ της κοινωνικής τάξεως, υπέρ της Εθνικής ασφαλείας, υπέρ των μεγάλων και ιερών συμφερόντων της εργατικής τάξεως, εκινήθη χωρίς δισταγμόν από της πρώτης στιγμής εναντίον των υπονομευτών της Εθνικής ασφαλείας και της υποθέσεως του μεγάλου αριθμού των εργατών. Ηρχισε με τας αποκαλύψεις του συνεργάτου αυτής κ. Μ. Π. Παπαστρατηγάκη [αρχισυντάκτη επί Κατοχής της ακραιφνώς χιτλερικής εφημερίδας «Νέα Ευρώπη»], αι οποίαι ανεφέροντο επί της θεωρητικής βάσεως της κομμουνιστικής δράσεως. […] Ηδη η “Ελληνική” εντείνουσα τον αγώνα αυτής, παρουσιάζει σήμερον νέας σοβαρωτάτας αποκαλύψεις. Και την φοράν αυτήν το πλήγμα είναι σκληρόν διά τους κομμουνιστάς, διότι προέρχεται από πρώην ομόφρονά των, τον πρώην αρχισυντάκτην του “Ριζοσπάστου” συνάδελφον και συνεργάτην της “Ελληνικής” κ. Αναστ. Χατζηαναστασίου. Εις των πρωτοπόρων του κομμουνιστικού αγώνος, εις των κυριωτέρων ηγετών άλλοτε της Κομμουνιστικής Νεολαίας, προσενεγκών μεγίστας υπηρεσίας και θυσίας εις τον αγώνα των, υψούται τώρα κατήγορος αμείλικτος των πρώην συνεργατών του».

Οπως ήταν αναμενόμενο, ο «Ριζοσπάστης» της επομένης απάντησε με το δικό του βιογραφικό σημείωμα: ο Χατζηαναστασίου, διαβάζουμε, είναι «γνωστός πράκτωρ της Ασφάλειας»· «ένα διάστημα ήταν μέλος της νεολαίας και εξεκαθαρίσθη. Μετά την εκκαθάρισή του απέκτησε σύζυγον μια ρωσσίδα αντεπαναστάτρια και επεδόθη μαζί της στην δημιουργία καριέρας. […] Εννοείται ότι ο χερχελές αυτός αρχισυντάκτης του “Ριζοσπάστη” δεν ήταν ποτέ. Ηταν όμως κάτι, προ της εκκαθάρισής του. Ηταν μέσα στο τεχνικό προσωπικό του “Ριζοσπάστη” σε μια περίοδο συλλήψεων των συντακτών του. Ερχόταν σε επαφή με τον αρχισυντάκτη του “Ριζοσπάστη” και έπαιρνε την ύλη και την πήγαινε στο τυπογραφείο. Και μία από τις υπηρεσίες του στην Ασφάλεια ήταν να καταδώσει το σπίτι όπου συναντάτο με τον αρχισυντάκτη».

Σε επόμενα δημοσιεύματα περιγράφεται σαν «ένας χελκελές της προκυμαίας του Γαλατά» και «τέως ανφάν γκατέ των Φρέρηδων στην Αθήνα» (20/11), υπενθυμίζεται δε συνθηματικά πως «ο τρυφερός Χατζηαναστάσης γλεντούσε τα λεφτά του Φοντάνα στη Βιέννη για να “ανακαλύψη” την Τρίτη Διεθνή» (21/11). Μια αμήχανη επιστολή του Γιάνη Κορδάτου στην «Ελληνική» (21/11) επιβεβαιώνει πάντως ότι το 1924 «ήτο εκ των ιδιαιτέρων γραμματέων του Θωμά Αποστολίδη», γενικού γραμματέα τότε του ΚΚΕ.

Στις 19/11/1929 ο Χατζηαναστασίου κατέθεσε επίσημα στον ανακριτή για ορισμένες από τις καταγγελίες του. Από το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσής του, που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στην «Ελληνική» της επομένης, διαπιστώνουμε πάντως πως οι συνταρακτικότερες «αποκαλύψεις» του βασίζονταν είτε σε απλές υποθέσεις είτε σε εκμυστηρεύσεις κάποιου μη κατονομαζόμενου «ηγετικού στελέχους» του ΚΚΕ στον… Παπαστρατηγάκη. Το μόνο που μαθαίνουμε με βεβαιότητα είναι η ηλικία του ίδιου (28 ετών) και ο τόπος γέννησής του (Κωνσταντινούπολη).

Ο άνθρωπος που ήρθε απ’ το Νταχάου

Η ιστορία του λαγωνικού μας δεν τέλειωσε ωστόσο το 1929 −κάθε άλλο. Οταν η δικτατορία του Μεταξά ανέλαβε να λύσει μια και καλή το εγχώριο κομμουνιστικό πρόβλημα, ο Χατζηαναστασίου τής πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του. Για τη δραστηριότητά του πάλι επί Κατοχής γνωρίζουμε μόνο ότι το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και στις 9/4/1944 κατέληξε στο Νταχάου.

Μεταπολεμικά ο ίδιος απέδωσε την περιπέτειά του αυτή σε κάποια απροσδιόριστη αντιστασιακή δράση «εναντίον των Γερμανοϊταλικών Υπηρεσιών Κατασκοπείας», δίχως περαιτέρω διευκρινίσεις («Εθνικός Κήρυξ», 28/6/46)· κατά τον «Ριζοσπάστη», αντίθετα, δεν ήταν παρά ένας «πράκτορας των Ιταλών» που έπεσε θύματα του γερμανοϊταλικού ανταγωνισμού (26/5/46). Γεγονός είναι πάντως ότι δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε την παραμικρή αναγνώρισή του από οποιαδήποτε φιλοσυμμαχική αντιστασιακή οργάνωση.

Η ολική επαναφορά του στην εθνική δημοσιογραφία θα γίνει στις 28/6-21/7/1946, με σειρά άρθρων για τις αναμνήσεις του από το Νταχάου και βασικό στόχο του τον κρατούμενο εκεί ηγέτη του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, που εμφανίζεται να «καλοπερνούσε» στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και να σχετιζόταν με τον (φιλοϊταλό δωσίλογο) συγκρατούμενό τους Νίκο Γιοκαρίνη.

Στην πραγματικότητα το όλο συγχυτικό αφήγημα αφορά πολύ λιγότερο τον ίδιο τον Ζαχαριάδη και περισσότερο τον Γιοκαρίνη, με τον οποίο προκύπτει πως ο αφηγητής είχε πολύ περισσότερες επαφές. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Χατζηαναστασίου ήταν επίσης ο συντάκτης και μιας αμέσως προηγούμενης σειράς ανώνυμων άρθρων (9-23/6/1946), όπου ο Ζαχαριάδης παρουσιάζεται σαν… χαφιές του μεταξικού καθεστώτος· τη σύμπτωση των αρθρογράφων παραδέχτηκε άλλωστε έμμεσα η ίδια η εφημερίδα (5/7), ενώ αρκετά εύγλωττη είναι η επανειλημμένη προαναγγελία της επώνυμης σειράς από τα ανώνυμα άρθρα (19 & 23/6).

Δύο βδομάδες πριν από την έναρξη όλων αυτών των δημοσιευμάτων ο «Ριζοσπάστης» είχε πάντως καταγγείλει επώνυμα τον Χατζηαναστασίου ως πράκτορα των βρετανικών υπηρεσιών και «χαφιέδικο υποκείμενο που κάνει τον εαμίτη», ζητώντας την απομόνωσή του και συμπληρώνοντας -με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο- το βιογραφικό του: «χαϊδεμένο παιδί του Μανιαδάκη», ιδιαίτερος σύμβουλος του επικεφαλής της Ομάδος Διώξεως Κομμουνισμού της Γενικής Ασφάλειας επί 4ης Αυγούστου και «στην κατοχή πράκτορας των Ιταλών, πιάστηκε από τους Γερμανούς που τον μετέφεραν στο Νταχάου. Εκεί η απασχόλησή του ήταν αντικομμουνιστικός χαφιεδισμός και προκλήσεις (ιδιαίτερα ενάντια στο σ. Ζαχαριάδη, που με ενέργειες του Χατζηαναστάση απομονώθηκε τον Αύγουστο του 1944 ώς τον ερχομό των Αμερικανών)», ενώ «οργάνωσε ακόμα και αντικομμουνιστικό μέτωπο ανάμεσα στους άλλους αντιδραστικούς Ελληνες».

Αυτό το τελευταίο περιγράφεται αναλυτικά κι από τον ίδιο τον Χατζηαναστασίου ως προσωπική του δράση μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον αμερικανικό στρατό. Παραθέτει μάλιστα σημειώσεις από το «Βιβλίο συμβάντων» της ομάδας με την καταγραφή πληροφοριών ασφαλίτικου καθαρά χαρακτήρα.

«Απατεώνες πληροφοριοδόται»

Για τα επόμενα χρόνια αρκούντως εύγλωττη είναι μια απόδειξη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (που μεταξύ 1938 και 1953 εκτελούσε τα χρέη της μετέπειτα ΚΥΠ), φωτοτυπία της οποίας δημοσίευσε πρόφατα ο «Ριζοσπάστης» (22/11/2018): «Ο υπογεγραμμένος Χατζηαναστασίου Αναστάσιος έλαβον παρά της Γενικής Διευθύνσεως Υπηρεσίας Αλλοδαπών τας άνω δραχμάς δυο εκατομμύρια (2.000.000) δια την παροχήν κατ’ εξακολούθησιν πληροφοριών. Εν Αθήναις 12/5/1950».

Εξίσου διαφωτιστικό για τη πραγματική του δράση του εκείνη την εποχή φαίνεται ένα έγγραφο του επικεφαλής της νεοσύστατης ΚΥΠ, συνταγματάρχη Νάτσινα (31/8/1953, αρ.10/3/36/32), με θέμα «απατεώνες πληροφοριοδόται», το οποίο εντοπίσαμε στο αρχείο του τότε υπουργού Εσωτερικών Παυσανία Λυκουρέζου στο ΕΛΙΑ (φ.1.2).

Η σχετική ονομαστική κατάσταση «ατόμων άτινα από μακρού, εξ ιδιοτελών και υπόπτων σκοπών ορμώμενα, επιδιώκουν και έρχονται εις επαφήν μετά διαφόρων Ελληνικών και Συμμαχικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, παρέχοντα ψευδείς ή και υποβολιμιαίας, γενικάς και ειδικάς πληροφορίας πολιτικοστρατιωτικού περιεχομένου, δημιουργουμένων εκάστοτε εντυπώσεων άνευ αποχρώντος λόγου», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το δικό του όνομα: «Χατζηαναστασίου Αναστάσιος. Αναμασά ασημάντους πληροφορίας, τας οποίας συστηματικώς υποκλέπτει από γνωστούς εις αυτόν Αξ/κούς της Αστυν. Πόλεων. Ταύτας καρυκεύει και εξογκώνει αναλόγως προς πώλησιν εις διαφόρους Κρατικάς Υπηρεσίας Πληροφοριών. Προς διοχέτευσιν τούτων χρησιμοποιεί παν θεμιτόν και αθέμιτον μέσον εξαναγκασμού, ενισχυόμενος υπό διαφόρων γνωριμιών». Πανομοιότυποι χαρακτηρισμοί υπάρχουν και σε αντίστοιχο κατάλογο της Ασφάλειας (3/9/1953) που περιέχεται στον ίδιο φάκελο.

Στα δίχτυα του Εβερτ

Η ιστορία μας θα τέλειωνε κάπου εδώ, αν ο Χατζηαναστασίου δεν ξαναγινόταν ξαφνικά διάσημος, ως εκδότης αυτή τη φορά της εφημερίδας «Αστυνομικά Νέα». Στις 20/4/1954 η τελευταία δημοσίευσε άρθρο απροκάλυπτα εχθρικό προς τις τότε προσπάθειες για διεθνοποίηση του Κυπριακού και ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα: επέκρινε την κυβέρνηση Παπάγου ότι «καθορίζει την πολιτικήν της βάσει των ιαχών του πεζοδρομίου», λοιδορούσε τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο πως, «αντί να παραμένη πλησίον του ποιμνίου του, περιφέρεται εις διάφορα πολυτελή ξενοδοχεία υποδυόμενος τον διπλωμάτην» και διακήρυττε πως η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να στηρίζεται, όχι «εις το περιστατικόν ενδιαφέρον των Ηνωμένων πολιτειών δια τα ευρωπαϊκά πράγματα, αλλά εις την μόνιμον φιλίαν της Μεγ. Βρετανίας» («Ελευθερία» 22/4/1954).

Το φιλοβρετανικό αυτό κείμενο συνδέθηκε αυτόματα με το πρόσωπο του (επίσης φιλοβρετανού) επικεφαλής της Αστυνομίας Πόλεων, Αγγελου Εβερτ, κατ’ εντολήν του οποίου είχε μάλιστα διανεμηθεί σε ξένους δημοσιογράφους. Η συνακόλουθη κρίση κατέληξε στην απομάκρυνση του Εβερτ από την ηγεσία του σώματος, πάνδημη κατακραυγή σε βάρος του Χατζηαναστασίου και ποινική δίωξή του από τον υπουργό Δικαιοσύνης με την (άσχετη) κατηγορία της «διασποράς ψευδών ειδήσεων, δυναμένων να προκαλέσουν ανησυχία και φόβο στους πολίτες ή να διαταράξουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας».

Στη δίκη που ακολούθησε, τόσο σε πρώτο (4-5/8/1954) όσο και σε δεύτερο βαθμό (18-20/9/1954), ο συντάκτης του «προδοτικού» άρθρου Αθανάσιος Δημητρέας υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τις απόψεις του, διευκρινίζοντας μάλιστα πως αυτές είχαν τεθεί υπόψη (και διέθεταν την έγκριση) όχι μόνο του Εβερτ, αλλά και φυσιογνωμιών της βαθιάς εθνικοφροσύνης, όπως ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης.

Εντελώς διαφορετική στάση κράτησε ο Χατζηαναστασίου, διακηρύσσοντας τη μεταμέλειά του για τη δημοσίευση του «κατάπτυστου» κι «αντεθνικού» κειμένου και καρφώνοντας στο Εφετείο τον (άρτι απομακρυνθέντα) Εβερτ ότι τον πίεζε επί μήνες για τη δημοσίευση προκειμένου «να μην τα χαλάσουμε με την Αγγλία» («Εθνικός Κήρυξ» και «Αυγή», 21/9). Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις υποστήριξε, τέλος, πως ο ίδιος «δεν υπήρξε ποτέ πράκτωρ της Ιντέλιτζενς Σέρβις, αλλά ακραιφνής εθνικιστής. Ως πράκτορα τον εχαρακτήρισαν οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι» («Καθημερινή» 5/8).

Το δικαστήριο καταδίκασε τελικά και τους δύο σε φυλάκιση 4½ μηνών, εξαγοράσιμη προς 100 μεταλλικές δραχμές την ημέρα. Σχολιάζοντας πρωτοσέλιδα τη δίκη, η φιλοκυβερνητική «Καθημερινή» αποφάνθηκε (6/8) «ότι πράκτορες ξένων συμφερόντων, ύποπτα πρόσωπα, μίσθαρνα όργανα προπαγανδών έχουν στενάς σχέσεις με κρατικάς υπηρεσίας, ενίοτε δε και χρηματοδοτούνται από τα μυστικά κονδύλια», υποστήριξε δε πως «πρέπει να εκκαθαρισθή η κατάστασις ευθύς αμέσως, κατά τον πλέον ριζικόν τρόπον, δίχως κανενός είδους χαρισμόν».

Το κλίμα είχε γίνει οπωσδήποτε βαρύ για τον ήρωά μας. Θα προσπαθήσει να το διασκεδάσει το καλοκαίρι του 1955 μ’ έναν ακόμη γύρο «αποκαλύψεων» στον «Εθνικό Κήρυκα» περί Ζαχαριάδη, επ’ ευκαιρία της σύλληψης της συζύγου του τελευταίου, Ρούλας Κουκούλου. Θ’ ακολουθήσει, τον Δεκέμβριο, ένα υμνητικό αφιέρωμα για την ημιδωσιλογική «Χ» της Κατοχής −ο επικεφαλής της οποίας, Γεώργιος Γρίβας, ηγούνταν τώρα του ελληνοκυπριακού αντάρτικου της ΕΟΚΑ.

Σ’ αυτόν το τελευταιο θ’ αφιερωθεί και το κύκνειο άσμα του Χατζηαναστασίου στα τέλη του 1957: το βιβλίο «Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας Διγενής και η θρυλική ΕΟΚΑ. Αγώνες – Θυσίες – Ηρωισμοί», μια παράλληλη εξύμνηση της «Χ» και της ΕΟΚΑ με κοινή συνισταμένη -τι άλλο;- τον εσωτερικό εχθρό: «Οταν οι εαμοκομμουνισταί δεν ηδυνήθησαν να καταβάλουν την “Χ” και τον αρχηγό της με την τρομοκρατίαν, τας δολοφονίας και τας καταδόσεις εις την “Γκεστάπο”», υποστηρίζει στον πρόλογο (σ.10), «εχρησιμοποίησαν την συκοφαντίαν. Οταν τώρα, κατά τον απελευθερωτικόν αγώνα της Κύπρου, οι εχθροί του Εθνους αντελήφθσαν ότι η ΕΟΚΑ δεν καταβάλλεται διά των όπλων και της τρομοκρατίας και ο αρχηγός της δεν συνθηκολογεί, εκινήθησαν εκ νέου εφοδιάζοντες τους μεν αποικιοκράτας του Λονδίνου με επιχειρήματα περί τρομοκρατίας του Διγενή, οι ίδιοι δε έλαβον ανά χείρας το όπλον της συκοφαντίας και της συνωμοσίας της σιωπής».

Εκτός από τις αναμενόμενες εικόνες του Γρίβα και του Μακαρίου, το πόνημα κοσμούν επίσης φωτογραφίες του βασιλιά Παύλου (σ.5), του πρωθυπουργού Καραμανλή (σ.7), του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Σοφοκλή Βενιζέλου (σ.35, με τη λεζάντα «άξιος της ηρωικής Κρήτης και του μεγάλου πατρός του») αλλά και του πολιτικού προϊσταμένου της κρατικής προπαγάνδας (σ.195), με υμνωδία ευθέως ανάλογη των υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων του «εις τας επάλξεις της εθνικής διαφωτίσεως»: «Ο άξιος συνεργάτης του Πρωθυπουργού μας κ. Κων. Καραμανλή Υπουργός της Προεδρίας της Κυβερνήσεως κ. Κ. Τσάτσος, εις την αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το όλον θέμα της διαφωτίσεως της παγκοσμίου κοινής γνώμης, ως προς το δίκαιον αίτημα της αυτοδιαθέσεως των Κυπρίων αδελφών μας». Λεπτομέρεια που καθιστά τους πραγματικούς στόχους του εθνοπρεπούς διαβήματος κάτι παραπάνω από διαυγείς.

Το τέλος

Ο ήρωάς μας εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο τη νύχτα της 15ης προς 16η Νοεμβρίου 1958. Οι περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες απέφυγαν ακόμη και να μνημονεύσουν το γεγονός· ο «Εθνικός Κήρυξ», που φιλοξενούσε πρωτοσέλιδες τις «αποκαλύψεις» του επί μία δεκαετία, περιορίστηκε πάλι σ’ ένα μικροσκοπικό μονοστηλάκι (18/11) με τίτλο «Εκηδεύθη χθες ο δημοσιογράφος Α. Χατζηαναστασίου», καταχωνιασμένο χαμηλά στην 5η σελίδα, μεταξύ της δίστηλης είδησης για «τρεις πυρκαϊάς από ηλεκτρικόν σίδερον» και μιας δικαστικής απόφασης για το εργασιακό καθεστώς των τυπογράφων: «Απεβίωσεν αιφνιδίως την πρωίαν της Κυριακής και εκηδεύθη χθες εκ Φιλοθέης ταφείς εις το νεκροταφείον Βριλησσίων ο δημοσιογράφος Τάσος Χατζηαναστασίου».

Διαφωτιστικότερη, καθότι απαλλαγμένη από τη συναδελφική ομερτά των αθηναϊκών φύλλων, υπήρξε η ανταπόκριση της σαλονικιάς «Μακεδονίας» με τίτλο «Αυτοκτονία δημοσιογράφου εις Αθήνας»: «Εις την Φιλοθέην και εις την παρά το τέρμα της οδού Αγ. Φιλοθέης οικίαν του, ευρέθη νεκρός εντός του δωματίου του, υποστάς δηλητηρίασιν από μονοξείδιον του άνθρακος, διότι εκοιμήθη με ένα μαγκάλι ανημμένα κάρβουνα, ο δημοσιογράφος Αναστάσιος Χατζηαναστασίου, ετών 58, έγγαμος και πατήρ δύο τέκνων. Καθ’ α εξηκριβώθη, πρόκειται περί αυτοκτονίας». Ακολουθεί σύντομο βιογραφικό, σύμφωνα με το οποίο «ο Α. Χατζηαναστασίου είχε διατελέσει κατά το παρελθόν εξέχον μέλος του ΚΚΕ, υπήρξε δε και εις εκ των ιθυνόντων συντακτών του “Ριζοσπάστου”. Βραδύτερον όμως, μετανοήσας, περί το 1930, έδωσεν εις την ειδικήν ασφάλειαν πληθώραν στοιχείων, επί τη βάσει των οποίων ηδυνήθη αύτη να εντείνη τον αντικομμουνιστικόν αγώνα και να συλλάβη πολλούς σημαίνοντας κομμουνιστάς. Κατόπιν τούτου, κατηγορήθη από το Κ.Κ.Ε. ως ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός του». Στην άκρως υπερβολική και ιδιόμορφα εξιδανικευτική αυτή νεκρολογία αποσιωπάται βέβαια παντελώς το διαχρονικό οικονομικό αντίτιμο της επίμαχης «μεταμέλειας». Πληροφορούμαστε όμως πως ο εκλιπών «τελευταίως είχε δημιουργήσει και ιδιωτικόν αστυνομικόν πρακτορείον».

Η μοναδική -έστω και έμμεση- μνεία των κινήτρων του απονενοημένου διαβήματος έγινε από την «Αυγή» της 18/11: «Αυτοκτόνησε στη Φιλοθέη ο δημοσιογράφος Αναστάσιος Χατζηαναστασίου, 55 ετών. Ο αυτόχειρ προκάλεσε τον θάνατόν του με δηλητηρίασιν από αναμμένα κάρβουνα, που άφησε την νύκτα του Σαββάτου στο δωμάτιό του, πριν πέση να κοιμηθή. Ο Χατζηαναστασίου άφησε τρεις επιστολές, μία προς τον διευθυντήν του “Εθνικού Κήρυκος” κ. Αθ. Παράσχο, στην εφημερίδα του οποίου παλαιότερα εργαζόταν, άλλη στον διοικητή της διοικήσεως Χωροφυλακής Κηφισιάς κ. Νικολόπουλο και άλλη σε ένα δημοσιογράφο. Ο Χατζηαναστασίου παρέμενε άνεργος τα τελευταία χρόνια μετά την απόλυσίν του από τον Εθνικό Κήρυκα, η οποία έγινε όταν ο αυτόχειρ εδημοσίευσε στην εφημερίδα του Αστυνομικά Νέα το γνωστό περί Κύπρου άρθρο, προδοτικού περιεχομένου».

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το