Τραγούδι χωρίς όνομα

της ΜΕΛΙΝΑ ΛΕΟΝ

Περού – Ισπανία (2019)

Στα 1988, το Περού δοκιμάζεται από την οικονομική κρίση και τον αυταρχισμό, κι οι αυτόχθονες – που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού – φυτοζωούν, ενώ υπόκεινται ταυτόχρονα σε άγριες πιέσεις· σε μεγάλο βαθμό επειδή θεωρούνται συλλήβδην υποστηρικτές του Φωτεινού Μονοπατιού, το οποίο ο τότε πρόεδρος Άλαν Γκαρσία (προκάτοχος του γνωστού δικτάτορα Φουχιμόρι κι αυτός που του έστρωσε το δρόμο) επιχειρεί να εξολοθρεύσει, και μαζί κάθε ύποπτο για βοήθεια προς τους αντάρτες.
Σ’ αυτό το περιβάλλον της εξαθλίωσης και της καταστολής, η 20χρονη Χεορχίνα (καταγωγής Κέτσουα – της πολυπληθέστερης φυλής των Άνδεων), μένει έγκυος από τον 23χρονο σύντροφό της Λέο, και σπρωγμένη από την ανέχεια, ανταποκρίνεται σε μια ραδιοφωνική αγγελία μαιευτικής κλινικής της Λίμα, που υπόσχεται δωρεάν περίθαλψη σε εγκύους.
Η Χεορχίνα γεννάει εσπευσμένα σ’ αυτήν την κλινική χωρίς κανέναν δικό της κοντά, και σχεδόν αμέσως το μωρό της απομακρύνεται απ’ αυτήν· δεν θα το ξαναδεί ποτέ. Στην απελπισία της απευθύνεται σ’ ένα δημοσιογράφο της εφημερίδας Republica, ο οποίος ρίχνεται με ζέση στη διερεύνηση της υπόθεσης.

Το λατινοαμερικάνικο σινεμά ανθεί σταθερά – και δεν είναι προς απορία. Η σημαίνουσα ιστορία λαϊκών αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία και τις φυτεμένες συνήθως δικτατορίες μεταγενέστερα, σε συνδυασμό με την επίδραση των ισχυρών πολιτισμικών παραδόσεων των ιθαγενών, συνιστούν ιδανικό υπόβαθρο.
Στην πρώτη της μόλις ταινία μεγάλου μήκους, η Περουβιανή Μελίνα Λεόν καταφέρνει να χωρέσει σε λιγότερο από δύο ώρες την αγωνιώδη δοκιμασία μιας αυτόχθονης που βρίσκεται αντιμέτωπη με την αρπαγή του νεογέννητου μωρού της, έχοντας υποχρεωθεί από τις συνθήκες να γεννήσει απομονωμένη από τους δικούς της, παραβάλλοντάς τη με τη δοκιμασία μιας χώρας κι ενός λαού, που θυματοποιείται ανενδοίαστα από τους δυνάστες του.
Οι προφανείς ομοιότητες με το περυσινό “Roma” (2018) του Αλφόνσο Κουαρόν, φανερώνουν ενδεχομένως την επίδραση του Μεξικανού (ιθαγενής ηρωίδα, αντιστοίχιση της ατομικής ιστορίας με τη συλλογική, ασπρόμαυρη φωτογραφία), αλλά κυρίως το κοινό πλαίσιο αναφοράς: ισχυρές ταξικές αντιθέσεις κι αναλλοίωτα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις πολυπληθείς κοινότητες φτωχών αυτοχθόνων με την πλούσια παράδοση, και τις πλουτοκρατικές μειοψηφίες που τους εκμεταλλεύονται μέχρι θανάτου.
Από τα πρώτα ακόμα πλάνα γίνεται σε κάθε περίπτωση εμφανές ότι η Λεόν δεν έχει ανάγκη ν’ αντιγράψει κανέναν: ύφος και περιεχόμενο υποστηρίζονται αψεγάδιαστα από μια δυνατή αισθητική κι ένα στέρεο ιδεολογικό προσανατολισμό, περνώντας από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα, με άνεση και πειθώ. Η ταύτισή της με την ηρωίδα της και την προσωπική της τραγωδία, αλλά κι η επιμονή της στην αναπαράσταση του κοινωνικοπολιτικού φόντου, αποτυπώνονται διαλεκτικά από την λειτουργική εναρμόνιση της ντοκυμενταρίστικης γλώσσας με την έντονη ποιητικότητα της εικόνας, καταδεικνύοντας χωρίς περιττές φλυαρίες και τους ουσιαστικούς όρους γέννησης και ανάπτυξης του Φωτεινού Μονοπατιού.
Η ίδια υπογραμμίζει ότι «είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα να κάνει ταινίες στο Περού […]». Δηλώνει επηρεασμένη από τον Αντονιόνι και τον Μπέλα Ταρ, κι είναι λαλίστατη στις συνεντεύξεις της:
«Ο πατέρας μου, από τους συνιδρυτές της εφημερίδας La Republica, που είναι μάλλον η γνωστότερη στο Περού, έγραφε μια ζωή για πολιτική. Και το πρώτο πρωτοσέλιδο που έβγαλε το 1981 αφορούσε το εμπόριο βρεφών.[…]
Αφορμή (για τη δημιουργία της ταινίας) υπήρξε ένα τηλεφώνημα. […] Μια κλήση που δέχθηκε κάποια στιγμή ο πατέρας μου από μια Γαλλίδα που ήθελε να τον ευχαριστήσει για τα άρθρα που είχε γράψει τρεις δεκαετίες πριν για εμπόριο βρεφών. Η γυναίκα ήταν ένα από τα μωρά που είχαν απαχθεί στα χρόνια του ’80 και είχαν σταλεί για υιοθεσία στη Γαλλία. […] Όντας πλέον μητέρα η ίδια, ταξίδεψε στη Λίμα σε αναζήτηση της ταυτότητας της βιολογικής της μητέρας. […]
Προσπαθήσαμε με τον συν-σεναριογράφο μου να βγάλουμε ένα απόσταγμα από όλες τις ιστορίες γυναικών και απαγωγών που ερευνήσαμε για να τις καθρεφτίσουμε στο πρόσωπο της Χεορχίνα. Για να υπηρετηθεί αυτό στο επίπεδο της μυθοπλασίας, αλλά και για να μπορέσω ως σκηνοθέτης να εξερευνήσω πιο ελεύθερα τα συναισθήματα των ηρώων, κάναμε αλλαγές. Για παράδειγμα, ήθελα τη δράση τοποθετημένη στα 1988 και όχι στις αρχές του ’80, γιατί έχω μνήμες από εκείνη την περίοδο μεγαλώνοντας. […] Φανταστικός είναι και ο χαρακτήρας του δημοσιογράφου, που τον θέλαμε ομοφυλόφιλο ακριβώς για να σιγοντάρονται τα θέματα της καταπίεσης και του αυταρχισμού, παράλληλα με τις δοκιμασίες της Χεορχίνα. Θέματα που δεν έχουν πάψει να ταλανίζουν μέχρι σήμερα τη χώρα. Το γεγονός πως όλοι οι πρόεδροί μας των τελευταίων 40 χρόνων έχουν είτε φυλακιστεί για εγκλήματα κατά του λαού και για διαφθορά, είτε διαφύγει εκτός (της χώρας), αυτό ακριβώς δείχνει.[…]»

Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία ότι ο μετέπειτα πρόεδρος Φουχιμόρι καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, επειδή είχε δώσει εντολή σε παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου  να κατασφάξουν όσους Περουβιανούς δεν είχαν το κατάλληλο “φρόνημα”, του απένειμε όμως σκανδαλωδώς χάρη το 2017 ο κεντροδεξιός Κουτσίνσκι).
Στο Περού του ντροπιαστικού τείχους που χωρίζει τους ζάμπλουτους με τις βίλες των χιλιάδων τετραγωνικών από τους εξαθλιωμένους ιθαγενείς των παραγκών, κι όπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, μια νεαρή δημιουργός φωτίζει με επάρκεια κι ελεγχόμενη ένταση το πρόσφατο παρελθόν του τόπου της και τους όρους ζωής των αυτοχθόνων, αποκαλύπτοντας μια ακόμα επαίσχυντη ιστορία μαζικής απαγωγής βρεφών – μετά την Αργεντινή και τη Χιλή.
Συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες, βραβείο Σκηνοθεσίας και ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερης φωτογραφίας στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Στοκχόλμης.
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ BAFTA
Σε μια ρουτινιάρικη, χωρίς εκπλήξεις τελετή, όπου οι βαθιές υποκλίσεις στους Αμερικανούς έδιναν κι έπαιρναν, ξεχώρισαν οι τοποθετήσεις – επ’ αφορμή των βραβεύσεών τους – των Τάικα Γουαϊτίτι (BAFTA διασκευασμένου σεναρίου) και Γιοακίν Φοίνιξ (BAFTA Α’ ανδρικού ρόλου). Ο Νεοζηλανδός Τάικα Γουαϊτίτι αναφέρθηκε ευθέως στο αποικιοκρατικό παρελθόν της Βρετανίας και τη λεηλασία των αποικιών, ο δε Αμερικανός Γιοακίν Φοίνιξ καταδίκασε τον αποκλεισμό των εγχρώμων όχι μόνο από τα βραβεία αλλά από τον κινηματογράφο γενικότερα, κάνοντας λόγο για διαιώνιση του ρατσισμού, και καλώντας τους παριστάμενους να τον σταματήσουν. Δυο φωτεινές, αναμφίβολα, στιγμές…

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το