Χρήστος Κάτσικας

         Τη νέα σχολική χρονιά (με βάση την Υ.Α. 102474/Δ2/2021-ΦΕΚ 4134/9-9-2021 του ΥΠΑΙΘ)  τα θέματα των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων στο Λύκειο θα περιλαμβάνουν ποικιλία ερωτήσεων (π.χ. σύντομης απάντησης, ελεύθερης ανάπτυξης), οι οποίες θα είναι κλιμακούμενου βαθμού δυσκολίας.

            Σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ, ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της παρέμβασης είναι και η εισαγωγή «διαφορετικών μεθόδων και τεχνικών αξιολόγησης που εξασφαλίζουν πιο έγκυρο και αξιόπιστο αποτέλεσμα και μεταθέτουν την έμφαση από την απλή αποστήθιση γνώσεων στον έλεγχο σύνθετων διδακτικών στόχων, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται η κριτική σκέψη και η συνθετική και δημιουργική ικανότητα των μαθητών».

            Παράλληλα στο νέο ν. 4823/2021 προβλέπεται ότι κάθε σχολικό έτος θα διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών. Σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι η εξαγωγή πορισμάτων, σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας.    

            Σε αυτού του τύπου τις νέες εξετάσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως «ελληνική Pisa», θα έχουμε αποκλειστικά εφαρμογή της τυποποιημένης αξιολόγησης.

Οι στόχοι της τυποποιημένης αξιολόγησης: Η εμπειρία

            Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Όπως σωστά επισημαίνει η εκπαιδευτικός Γιώτα Ιωαννίδου, είναι ο δρόμος που  το ΥΠΑΙΘ για να νομιμοποιούν στην κοινή γνώμη ότι για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός κι όχι η ταξικότητα του σχολείου, τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα και ο δημοσιονομικός κόφτης της καπιταλιστικής κρίσης.

            Πριν από κάμποσα χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Έκθεση με τίτλο «Οι τυποποιημένες αξιολογήσεις των μαθητών στην Ευρώπη: σκοποί, οργάνωση και χρήση των αποτελεσμάτων» σημειώνεται ότι «οι εθνικοί διαγωνισμοί έχουν πολλούς στόχους: σήμερα, χρησιμεύουν συχνότερα είτε για να πιστοποιούν το επίπεδο των μαθητών, είτε για να επιτρέπουν τον έλεγχο των σχολικών μονάδων ή του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του».

            Ουσιαστικά η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετούν τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν  έμφαση

            α. στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους,

            β. στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων, γ. στην ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.

            Τα μοντέλα της τυπικής αξιολόγησης είναι κυρίως δύο κατηγοριών: της σκληρής λογοδοσίας με υψηλού διακυβεύματος τεστ (Αμερική, Αγγλία) και της ήπιας λογοδοσίας (ηπειρωτική Ευρώπη)

            Σε όλες τις περιπτώσεις το περιεχόμενο της διδασκαλίας των μαθημάτων αντικαταστάθηκε από τη διδασκαλία «πώς να πετύχεις στο τεστ»

Το «τι» το «πως» και το «γιατί» της τυποποιημένης αξιολόγησης

            Ποιες είναι, όμως, αυτές οι νέες τεχνικές αξιολόγησης που προβάλλονται ως θεραπευτική αγωγή στον ιό της αποστήθισης και της παπαγαλίας;

            Ας δώσουμε, κατ’ αρχάς, ένα παράδειγμα των «αντικειμενικών τεστ γνώσεων», που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της καινοτομίας των νέων τεχνικών αξιολόγησης: Η διατύπωση ενός τεστ πολλαπλής επιλογής για κάθε μάθημα έχει την ακόλουθη γενική μορφή: Αναφέρεται ένα σύνολο δεδομένων και διατυπώνεται ένα ερώτημα, στο οποίο η απάντηση είναι και το ζητούμενο του προβλήματος. Δίνεται ταυτόχρονα ένα πλήθος πιθανών απαντήσεων, από τις οποίες ο εξεταζόμενος καλείται να επιλέξει τη σωστή.

            Οι πιθανές απαντήσεις είναι κατά γενικό κανόνα σύντομες, ένα αριθμητικό αποτέλεσμα είτε ένα κείμενο 1-3 σειρών το πολύ.

            Με λίγα λόγια ο παραδοσιακός τρόπος διατύπωσης ενός προβλήματος που ζητεί από το μαθητή να βρει τη σωστή απάντηση στο τάδε ερώτημα τροποποιείται στα τεστ πολλαπλής επιλογής και γίνεται: Με τα τάδε δεδομένα, να επιλέξετε τη σωστή απάντηση στο τάδε ερώτημα, μεταξύ των επόμενων πιθανών απαντήσεων. Τι αλήθεια μπορεί να προκύψει για την αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή, αν επιτύχει να κυκλώσει σωστά το τάδε γράμμα ή να βάλει ένα σταυρό στη θέση του «σωστού» ή του «λάθους»; Τι σχέση έχει με κριτική επεξεργασία μια άσκηση όπου ο μαθητής καλείται να συμπληρώσει τα κενά ορισμένης φράσεως με τις κατάλληλες λέξεις;

            Μήπως η αντιστοίχιση των ονομάτων των συγγραφέων μιας στήλης με τους τίτλους των έργων της απέναντι πιστοποιεί κριτική οξύνοια;

            Όπως σημείωνε με αγωνία παλιότερα ο Νάσος Βαγενάς «η μηχανιστική λογική είναι παρούσα» σε τέτοιο σημείο, ώστε να απαιτείται «σε μάθημα λογοτεχνίας μονολεκτική απάντηση σε τετραγωνίδια (σωστό – λάθος), μετατρέποντας έτσι, ως ένα βαθμό, την αξιολόγηση σ’ ένα είδος τηλεοπτικού παιχνιδιού ερωτήσεων, στο οποίο σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, μπορεί να αριστεύσει και ο παντελώς αδαής».

            Μέσα στην τάξη, εκπαιδευτικοί και μαθητές θα σπρωχτούν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να ενστερνιστούν τις προκατασκευασμένες απαντήσεις στο πλαίσιο μιας λογικής που υποτάσσει τη διδασκαλία και την επικοινωνία μέσα στην τάξη στο νέο «θεό»: στο μέτρημα με «αντικειμενικό και έγκυρο τρόπο» του τελικού αποτελέσματος μιας τυποποιημένης και μηχανιστικής μαθησιακής διαδικασίας που θα λαμβάνει χώρα με τον ίδιο τρόπο από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.

            Σύμφωνα με το μαθηματικό Θ.Ν. Καζαντζή, στα προβλήματα των μαθηματικών στον «παραδοσιακό τρόπο» εξέτασης, η ορθότητα της επίλυσης ελέγχεται όχι από κάποιο αποτέλεσμα, αλλά από ολόκληρη αλυσίδα βημάτων, ολόκληρη τη συλλογιστική  – αποδεικτική διαδικασία. Η σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος, από τον εξεταζόμενο, απαιτεί όχι απλά και μόνο, την ανακάλυψη της ορθής απάντησης με οποιονδήποτε τρόπο και αν βρεθεί, αλλά και την αποδεικτική διαδικασία με την οποία βεβαιώνεται ότι η ορθή απάντηση είναι ακριβώς αυτή που βρέθηκε. Αντίθετα, με τα τεστ πολλαπλής επιλογής η ικανότητα του εξεταζόμενου στην αποδεικτική διαδικασία είναι εκτός ελέγχου.

            Τι αξιολογείται σε ένα πρόβλημα που διατυπώνεται με τον παραδοσιακό τρόπο και τι όταν διατυπώνεται ως τεστ πολλαπλής επιλογής;

            Από τον εξεταζόμενο απαιτείται στο μεν παραδοσιακό τρόπο η ανακάλυψη της (ορθής) απάντησης και η αποδεικτική (υπολογιστική) πορεία επιβεβαίωσής της, ενώ στο τεστ πολλαπλής επιλογής ελέγχεται μόνο η επιλογή της ορθής  απάντησης μεταξύ διαφόρων απαντήσεων.

            Στο όνομα της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης, περιορίζεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλονται κατά κύριο λόγο φορμαλιστικές τεχνικές αξιολόγησης του διδακτικού έργου.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το