Ο Βύρωνας δεν ήταν μια οποιαδήποτε συνοικία της Αθήνας. Ηταν μια προσφυγοσυνοικία 25 περίπου χιλιάδων κατοίκων στα χρόνια της κατοχής που οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Λίγοι ήταν οι ανοργάνωτοι κι ελάχιστοι, δακτυλοδεικτούμενοι, οι προδότες.
Από το χειμώνα του ’44 η συνοικία του Βύρωνα ήταν ελεύθερη. Για την ακρίβεια ελεύθερη – πολιορκημένη. Μέσα στη συνοικία οι ΕΛΑΣίτες, οι ΕΠΟΝίτες, το ΕΑΜ, το ΚΚΕ, ο λαός. Κι απ’ έξω οι προδότες και οι ξένοι κατακτητές.

Ήταν 7 Αυγούστου 1944, όταν για να γίνει το Μπλόκο του Βύρωνα κινητοποιήθηκαν δύο γερμανικοί λόχοι και 800 ταγματασφαλίτες. Όλοι τους ήταν βαριά οπλισμένοι.

Όταν έγινε γνωστό ότι ήταν σε εξέλιξη η επιχείριση, αρκετοί κάτοικοι της περιοχής διέφυγαν σε περιοχές του Υμηττού. Πάντα η τακτική των αντιστασιακών οργανώσεων, ήταν να ειδοποιούν, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι απώλειες.

Οι κατοχικές δυνάμεις συγκέντρωσαν 1.000 άνδρες στην πλατεία του Βύρωνα, εκ των οποίων αρκετοί στάλθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ενώ 10 μέλη του ΕΑΜ που υποδείχτηκαν από κουκουλοφόρους εκτελέστηκαν. Μαζί τους εκτελέστηκε και ο ΕΠΟΝίτης Παναγιώτης Κασιμάτης. Ο 20χρονος επιχείρησε να γλιτώσει τους άλλους λέγοντας ότι αυτός είχε σκοτώσει ένα Γερμανό αξιωματικό στις ένοπλες συμπλοκές που είχαν προηγηθεί με τον ΕΛΑΣ.

Οι 11 εκτελέστηκαν επί της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης, στη γωνία του παιδικού σταθμού “Μοργκεντάου”. Σήμερα υπάρχει μία μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματά τους, ενώ σε μικρή απόσταση υπάρχει το Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης.

Από εκείνη την περίοδο έχει διασωθεί η αναφορά του ΙΘ” Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα, που έγραφε: «Την 7/8/1944 και ώραν 17.40 γερμανικά αυτοκίνητα (2) πλήρη στρατιωτών διερχόμενα εκ της αγοράς Βύρωνος εδέχθησαν ριπή πολυβόλου παρ” Εαμίτου και ετραυματίσθησαν εις Γερμανός αξιωματικός και εις στρατιώτης, μετ΄ολίγον κατέφθασε ισχυρά γερμανική δύναμις ήτις διέταξε τη συγκέντρωση απάντων των ανδρών του συνοικισμού εις την πλατείαν Σμύρνης όπου συνεκεντρώθησαν 1.000 άνδρες. Παρέλαβε 10 αδιακρίτως εκ των συγκεντρωθέντων και τους εξετέλεσαν επιτόπου, άλλους δε 600 άνδρας τους μετέφερον εις Χαϊδάρι και εκείθεν τους μετέφερον εις Γερμανίαν».

Τα ονόματα των εκτελεσθέντων:

Μυλωνάς Λευτέρης – ετών 22
Μαλαμούτης Γιώργος – ετών 22
Μουρίκης Κώστας – ετών 19
Κεσέρογλου Ιορδάνης – ετών 17
Χατζηιωάνου Ιπποκράτης – ετών 23
Μερκουριάδης Ιάκωβος – ετών 18
Κλειδάς Γιώργος – ετών 35
Κασιμάτης Παναγιώτης – ετών 20
Καλίτας Βαγγέλης – ετών 25
Διαμαντόπουλος Γιώργος – ετών 25
Καπιτσικάς Μανώλης – ετών 18

Η Μέλπω Αξιώτη διηγείται[«ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», σελ. 10, έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.]:

«Εκείνη τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά: «Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε! Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2 αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω. Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τρ. Γκοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι.

Ξεχύνονται στους δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια, χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν πεντακόσους πούμειναν, τους συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε, σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να υποδείξουν κι’ άλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει, τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.

Φύγανε τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’ έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο, ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών κλαίγανε τους χαμένους τους.

Πέρα απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης Αυγούστου του 1944.

Έτσι έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του κόσμου».

Ο Ορέστης Μακρής στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας» περιγράφει συγκλονιστικά το Μπλόκο:

“Απ’ τα ξημερώματα δύο γερμανικοί λόχοι πλαισιωμένοι από 800 γερμανοτσολιάδες μπλοκάρουν αιφνιδιαστικά μόνο ένα τμήμα του συνοικισμού Βύρωνα , συγκεντρώνοντας εκεί όλες τους τις δυνάμεις.

Δεν επανέλαβαν το λάθος της διασποράς των δυνάμεών τους της προηγούμενης μάχης.

Ξεκινούν την επίθεση από τη Λ. Υμηττού σε σχήμα λαβίδας. Αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή της επίθεσης βρίσκονται δύο γερμανικοί λόχοι και ακολουθούν οι γερμανοπροδότες.

Οι ελαφρές δυνάμεις του λόχου του Βύρωνα που είχαν επιστρέψει πριν ελάχιστες ώρες από το μπλόκο των ανατολικών συνοικιών, υποχρεώνονται σε υποχώρηση. Μερικές ομάδες εγκλωβίζονται στο μπλόκο .

Ο εχθρός σχηματίζει κλοιό και με τη φοβερή δύναμη πυρός που διαθέτει κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τις υπόλοιπες δυνάμεις του λόχου μας. Διαθέτουν πολυβόλα, όλμους, μπαζούκας.

Η διοίκηση του 2ου Συντάγματος κινητοποιεί αμέσως το ΙΙΙ τάγμα Καισαριανής και τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΙΙ τάγματος και διατάσσει συγχρονισμένη επίθεση για τη διάσπαση του μπλόκου από δύο σημεία και την απελευθέρωση των πολιτών που έχουν συγκεντρώσει στην πλατεία του Βύρωνα .

Το ΙΙΙ τάγμα της Καισαριανής εξορμάει απ’ το Σκοπευτήριο και τη Ζωοδόχο Πηγή, με κατεύθυνση την πλατεία του Βύρωνα .

Την ίδια ώρα το ΙΙ τάγμα εξαπολύει αντεπίθεση από το Ρέμα της “Γριάς” στα σύνορα Νέας Ελβετίας – Βύρωνα .

Η μάχη ξεσπάει σαν θύελλα. Είναι σκληρή και άνιση. Τώρα αντιμετωπίζουμε Γερμανούς έμπειρους πολεμιστές, οπλισμένους μέχρι τα δόντια.

Οι απώλειες και των δύο πλευρών είναι βαριές. Ο εχθρός έχει αρκετούς τραυματίες και ένα νεκρό Γερμανό αξιωματικό. Αλλά κι εμείς έχουμε 2 νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες.

Τελικά οι οχυρωμένοι Γερμανοί κατορθώνουν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις μας, ξερνώντας φωτιά και σίδερο με τους άφθονους όλμους και τα πολυβόλα τους. Τέσσερις ώρες κρατάει η μάχη ανάμεσα στο σιδερόφραχτο εχθρό και στις αδάμαστες ψυχές των ΕΛΑΣιτών.

Τόσο τους χρειάζονταν για να πραγματοποιήσουν το εγκληματικό τους έργο στην πλατεία.

Στην πλατεία οι μασκοφόροι υπέδειξαν 10 άοπλους ΕΛΑΣίτες και αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα τους έστησαν στον τοίχο.

Πλησιάζει ο Γερμανός διοικητής και τους ζητάει να μαρτυρήσουν τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος και ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Γερμανού αξιωματικού. Τους υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα να τους χαρίσει τη ζωή. Δεν πήρε καμιά απάντηση! Και τότε πετάγεται από το πλήθος ένας νεολαίος, ο Παναγιώτης Κασιμάτης, η απόλυτη έκφραση της επαναστατικής έξαρσης του γίγαντα λαού μας την εποχή εκείνη. Προχωρεί περήφανα, στέκεται μπροστά στον Γερμανό διοικητή και του λέει: “…Εγώ χτύπησα τον Γερμανό, εμένα να σκοτώσετε. Αυτοί είναι αθώοι. Αφήστε τους”. Ο Γερμανός φρύαξε και έξαλλος δίνει εντολή και εκτελούν αμέσως και τα έντεκα παλικάρια”.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το