Νίνα Γεωργιάδου

(Γενάρης 2019. Πάλι χιόνιζε)

Στην αρχή είδε μια μικροσκοπική άσπρη μπάλα. Ένα κομμάτι ξασμένο μπαμπάκι. Πάσχισε να θυμηθεί τη λέξη. Καθώς η ζωή του συρρικνώθηκε σε μια γωνιά, συρρικνώθηκαν κι οι λέξεις. “Αν συνεχίσω να συρρικνώνομαι τόσο γρήγορα, στο τέλος θα χωράω σ’ ένα σπιρτόκουτο. Θα το πάρει ο αέρας ή θα το πατήσει κάποιο πόδι με χοντρή σόλα και θα το κάνει χαλκομανία στην άσφαλτο. Χωρίς παραπάνω ενόχληση απ’ ότι αν πάταγε μια μύγα”.

Μα ποια ήταν αυτή η λέξη; “Έτσι κι αλλιώς δε φαίνομαι. Περνάνε δίπλα μου, σα να περνάνε δίπλα απ’ τον κορμό ενός δέντρου. Μήπως έχω απολιθωθεί σ’ ένα αιώνιο δέντρο ή μήπως έχω γίνει ήδη σπιρτόκουτο; ”Τον τυραννούσε η λέξη. Σίγουρα θύμιζε κάτι λευκό. “Ασπράδα! Υπάρχει τέτοια λέξη; Δεν είναι που ξεχνάω πολλές λέξεις πια, φαντάζομαι κι άλλες που δεν υπάρχουν”. Έβλεπε τα δάχτυλα των χεριών του, μελανιασμένα κι ένοιωσε πως τον κοιτάνε. “Δε φταίω, κακόμοιρα, δεν έχω…Δεν έχω τι;” Προς το βράδυ, θυμήθηκε τη λέξη γάντια και τον έπιασαν τα γέλια. Μια μύγα με γάντια σε σπιρτόκουτο. “Νομίζω πως η λέξη ήταν νύφη. Ναι, σίγουρα, μια νύφη στα άσπρα. Όμως οι νύφες είναι ζεστά, γυμνά κορμιά”.

Του έκανε κακό να σκέφτεται τη γύμνια και τη ζέστη. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αυτή η λέξη.Έπεφταν πια πολλές άσπρες μπάλες και τα πόδια του δεν υπήρχαν.Τα χτύπησε με δύναμη στο χώμα και πάλι δεν τα ένοιωθε.

“Είμαι σαν το Έπος του ’40”, σκέφτηκε. “Πώς μου ‘ρθε τώρα αυτή η φλασιά;” Πριν λίγο σταμάτησε μπροστά του ένα πιτσιρίκι. Τα παιδιά μόνο τον βλέπουν.- Τι θες, ρε μπαγάσα. – Να τα πούμε;- Και δεν τα λέτε;- Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μη ραγίσει. Εκεί, απάνω στην ευχή, το παιδί σταμάτησε κι έβαλε τα κλάματα. – Γιατί κλαις, ρε; Τι σε τρόμαξε, μπαγάσικο;

Έκανε να του δώσει ένα μικρό, σα νύχι, γανωμένο νόμισμα.- Πάρτο! Πες μου όμως πρώτα, πώς τη λένε αυτή τη λέξη. “Νιφάδα”, είπε το παιδί. “Χιονίζει, δεν το βλέπεις;” Κι έφυγε τρέχοντας. Χαλάρωσε κι ένοιωσε ζεστά τα πόδια του. Τον είχε πάρει αγκαλιά η μάνα του. – Δε θα πας αύριο στο σχολείο αν δε φορέσεις τα χοντρά σου τσουράπια. Χιονίζει! Φλεβάρης 2021. Η μισή Αθήνα τουρτουρίζει σε παγωμένα δυάρια. Κάποιοι δίνουν παραγγελιές σε ξεπαγιασμένους ντελιβεράδες που τσακίζονται στο χιόνι.

Οι αόρατοι ανέστιοι εξαφανίζονται, όπως οι βοσκοί στο χιονισμένο Ψηλορείτη. Στον Ελαιώνα, τα αντίσκηνα θάβονται απ’ το χιόνι και στο Καρά Τεπέ οι χιονάνθρωποι είναι από μέσα κατεψυγμένοι άνθρωποι. Ο Χρυσοχοϊδης κλείνει την Εθνική και το μάτι στην κατασκευάστρια εταιρία.

Η κυρία Μπουμπούκου φωτογραφίζεται και αναρτά με αρχαιοπρεπή λεζάντα, «Πίπτει χιών, το κέαρ δε θερμόν!»

Το μόνο ίσως πάναγνο λευκό, Ο Άλλος Άνθρωπος»

ADAM VE KAR, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ Από την ταινία Ο ΔΡΟΜΟΣ, YOL, του Γιλμάζ Γκιουνέι

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το