Μαρτυρίες από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών για τα δεινά των χριστιανών προσφύγων στην Ελλάδα του 1922

Με αφορμή τα γεγονότα στο Ίππειος

Στο Ίππειος, στο χωριό του κάμπου του Ευεργέτουλα στέκουν ακόμα τα δυο παλιά τζαμιά. Που πάει να πει πως κάποτε στο χωριό αυτό κατοικούσε μια ευάριθμη μουσουλμανική κοινότητα (πάνω από 100 οικογένειες αναφέρει η βιβλιογραφία στις αρχές του 20ου αιώνα)  που έφυγαν από το Ipyoz  όπως ονόμαζαν το χωριό τους το 1923 – 1924 σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Στο Ίππειος το λοιπόν σε αντικατάσταση του μουσουλμανικού πληθυσμού εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, Ρωμιοί Μικρασιάτες στεγάζοντας πόνο, πίκρα και θύμησες στα ανταλλαγέντα τουρκόσπιτα και όχι μόνο σε αυτά.

Αλλά και στη δεκαετία του 1990 στον κάμπο του Ευεργέτουλα εγκαταστάθηκαν και δούλεψαν και συνεχίζουν να ζουν εκεί ίσοι μεταξύ ίσων και Αλβανοί εργάτες που έστησαν εκεί τις οικογένειες τους.

Κοινό μυστικό όμως, όσο κι αν θέλουμε να το απωθούμε από τη μνήμη μας και να στρουθοκαμηλίζουμε είναι το τι τράβηξαν όλοι από το ντόπιο στοιχείο. Κι όμως….

Το Ίππειος είναι χωριό με μεγάλο ποσοστό οικογενειών απογόνων προσφύγων  του 1922.

Το Ίππειος είναι χωριό με σημαντικό αριθμό οικογενειών Αλβανών εργατών.

Κι όμως την περασμένη Παρασκευή γονείς και παιδιά ίσως παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα των παραπάνω, απέκλεισαν από τη γνώση οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια κι άλλα τόσα αγόρια που διαμένουν σε διαμερίσματα, γεννημένα μεταξύ 2005 και 2008, γιατί λέει θα…. «ισλαμοποιήσουν» το χωριό τους.

Επειδή όμως το καλύτερο αντίδοτο στο δηλητήριο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του φασισμού, είναι η γνώση, ας καταθέσουμε εμπειρίες προσφύγων της Μικρασίας στην Ελλάδα μετά το 1922. Από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

Απόστολος Μυκονιάτης  (από το χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο)

«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας έπαιρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια…».

Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου (Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει):

 «…Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια και ο ρατσισμός Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!

Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!»   

Ανδρονίκη Καρασούλη Μαστορίδου (Από τη Σπάρτη της Πισιδίας):

«…Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.

Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.

Αλήθεια πόσα ανθρωποφόρα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; γιατί τους βασάνιζαν τους βασανισμένους; τι ήθελαν; δεν έβλεπαν τα χάλια τους; διωγμένοι από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία εκείνα; αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα στην οργή τους; ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους. Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν. Ας όψονται οι υπεύθυνοι…».

Καλλισθένη Καλλίδου (από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

«Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.

Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.

Από τον Αι Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!

Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα:  Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.

Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:

 Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».

Για την αντιγραφή

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ

πηγή: stonisi.gr/

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το