Γιώργης-Βύρων Δάβος

Τα πολιτικά κόμματα στην Ιταλία απέδειξαν, τόσο στη διάρκεια του κορονοϊού, αλλά και στη σημερινή κατάσταση πως είναι κατώτερα των ιστορικών περιστάσεων

Η εβδομάδα που διανύουμε είναι καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, καθώς με τον προϋπολογισμό να βρίσκεται μία ανάσα από την ψήφισή του, εργατικά συνδικάτα κλιμακώνουν τις αντιδράσεις τους με πενθήμερες κινητοποιήσεις, που θα κορυφωθούν στις μεγάλες συγκεντρώσεις στη Ρώμη, το Μιλάνο και τις άλλες μεγάλες πόλεις στις 16 του μηνός.

Οι κινητοποιήσεις των εργατικών συνδικάτων αποτελούν ένα ποιοτικό άλμα στις προσπάθειες για ένα ανάχωμα της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στην πολιτική της νεοφασιστικής κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι. Τη στιγμή που ο προϋπολογισμός είναι (με μικρές διαφορές) ουσιαστικά εκείνος που συνέταξε ο δοτός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι η αντιπολίτευση, με προεξάρχον το Σοσιαλκεντρώο Δημοκρατικό Κόμμα (PD) που τον στήριξε μέχρις εσχάτων, δεν είναι σε θέση να τον αντικρούσει. Εκτός (και τούτο εν μέρει και με επιφυλάξεις για τα πραγματικά κίνητρα του Κινήματος 5 Αστέρων) ουσιαστικά προτείνει υποτυπώδεις τροποποιήσεις και δεν αντιτάσσεται στα μεγάλα και φλέγοντα ζητήματα, που θα συνεχίσουν να ροκανίζουν το εισόδημα των εργαζομένων και να δημιουργούν προβλήματα στην κοινωνία, το σύστημα Υγείας και την Παιδεία.

Με τον προϋπολογισμό η κυβέρνηση επιχειρεί έναν οικονομικό ελιγμό, που δεν είναι μόνον λανθασμένος ως προς την ουσία και τη μέθοδο για τους εργαζομένους, αλλά χρησιμοποιεί και μαυλιστική σημειολογία ή ακόμη και αποπροσανατολιστικά μέτρα, όπως για την προστασία από την ακρίβεια στην ενέργεια, για να υποκρύψει τις σκοπιμότητές του. Διαβάζοντας υπό τας γραμμάς τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, είναι ξεκάθαρο ποιος ευνοείται από τις επιλογές στον προϋπολογισμό. Ασφαλώς και δεν ευνοούν τους εργαζομένους μέτρα όπως ο «ενιαίος φόρος» (μειώσεις μόνον σε ελεύθερους επαγγελματίες και όχι χαμηλόμισθους), οι προβλέψεις για την επέκταση της μερικής εργασίας (που καταστρατηγεί τις συμβάσεις), η ρητορεία «μην εμποδίσουμε όσους παράγουν», που ευνοεί την απορρύθμιση όλων των σχέσεων από τους εργοδότες.

Επίσης, το αποπροσανατολιστικό Ταμείο για τη Φτώχεια, όταν σχεδιάζεται η αναπροσαρμογή των συντάξεων, η επαναφορά του ολέθριου Νόμου Φορνέρο για αύξηση των ηλικιακών ορίων και όταν στα μέτρα για τα Pos αναστέλλεται για μία φορά ακόμη η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Εάν σε όλα αυτά προστεθεί η σχετική κατάργηση του κατώτατου εγγυημένου κοινωνικού επιδόματος (με την πρόφαση πως το λάμβαναν και μαφιόζοι, αλλά που στην ουσία εξυπηρετεί την εκ νέου εισαγωγή σε  «προτεινόμενες» κακοπληρωμένες, ανασφάλιστες, προς όφελος των εργοδοτών), τότε γίνεται φανερή η πλήρης θεσμοποίηση της φτώχειας! Από τη στιγμή δε, που η Μελόνι υιοθέτησε πλήρως το Εθνικό Σχέδιο για την Ανάκαμψη & Αποκατάσταση (Pnrr) του Ντράγκι και δηλώνει έτοιμη να το τρέξει πάση θυσία ακόμη πιο γρήγορα, η αντιπολίτευση μένει άσφαιρη. Ιδίως μάλιστα το PD, που μπαίνει σε μία φάση εσωστρέφειας, γυρεύοντας να εκλέξει τον νέο γραμματέα, που θα του αλλάξει όνομα και φυσιογνωμία, ανάμεσα στον «νεοφιλελεύθερο» Στέφανο Μπονατσίνι και τη «σοσιαλίζουσα», Έλι Σλάιν.

Συνεπώς, ο ρόλος του αντίβαρου στον κυκεώνα από αντιλαϊκά μέτρα που προβλέπεται να ισχύσουν με την εφαρμογή του προϋπολογισμού, εναπόκειται πλέον μόνο στα συνδικάτα και τα διάφορα άλλα υποκείμενα της κοινωνίας των πολιτών. Οι κινητοποιήσεις μοιάζουν η μόνη λύση από τη στιγμή που η Μελόνι στη συνάντησή της με τα συνδικάτα  διεμήνυσε πως η κυβέρνηση δεν έχει άλλα λεφτά να τους δώσει, ενώ ετοιμάζεται να φουσκώσει ακόμη περισσότερο τις τσέπες των πλουσίων. Την ίδια στιγμή, οι νεκροί στους χώρους εργασίας τον Νοέμβριο έφτασαν τους 1.003 και στις 12/12 απεργία νέκρωσε όλες τις εγκαταστάσεις στα μεγάλα ναυπηγεία της Finicantieri, έπειτα από τον «αχρείαστο» θάνατο ενός εργάτη στο Παλέρμο. Αλλά και πέρα από τους θανάτους, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν καθημερινά την επισφάλεια, με μύριους όσους τρόπους. Αυτούς που επιτρέπουν οι νέες σχέσεις απασχόλησης για την εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας από τους εργαζομένους και την εκμετάλλευσή τους στον χώρο της εργασίας, που όλο και περισσότερο γίνεται κοινωνική και εντατικοποιείται. Από τα voucher για την απασχόληση, αντί για συμβόλαια και ασφάλιση έως τους διάφορους εκβιασμούς και τις ανατροπές εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά και αθέμιτες απολύσεις.

Όπως για παράδειγμα στο Πράτο, όπου η εταιρεία Iron&logistics, απέλυσε 22 εργαζομένους, χωρίς αποζημιώσεις παρά τη συμφωνία που είχε υπογράψει με την Περιφέρεια της Τοσκάνης για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας -απονομιμοποιώντας έτσι και την Πολιτεία από τον ρόλο του μεσολαβητή. Έπειτα από 60 ημέρες αποκλεισμού του εργοστασίου από συνδικαλιστές της οργάνωσης βάσης Si Cobas, κατά τη διάρκεια του οποίου εγκάθετοι της εταιρείας επιτέθηκαν και τραυμάτισαν τους απεργούς για να επιτρέψουν στα φορτηγά να ξεφορτώσουν, ανακλήθηκαν εννέα απολύσεις, θα καταβληθούν οι αποζημιώσεις των άλλων απολυθέντων και των απλήρωτων ωρών, ενώ -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- έγινε δεκτό το δικαίωμα στην απεργία και στην εγγραφή σε συνδικάτα! Όπερ σημαίνει πως στον 21ο αιώνα, ακόμη δίνονται αγώνες για αυτονόητα δικαιώματα των εργατών και ακόμη τούτη η πάλη σε μεγάλο βαθμό ποινικοποιείται.

Αλλά εκείνο το μέτρο που πραγματικά εξοργίζει τα συνδικάτα είναι η άρνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να ταχθεί υπέρ του κατώτατου μισθού και εισάγοντας αντίθετα προβλέψεις που ουσιαστικά τον αποκλείουν. Με τα κυβερνητικά αυτά μέτρα καταστρατηγείται η θεμελιώδης έννοια των κρατικών συμβάσεων και παγιώνεται η κατάσταση φτώχειας για τους εργαζομένους.

Απεναντίας η κυβέρνηση αυξάνει τις στρατιωτικές δαπάνες για χάρη του ΝΑΤΟ και δείχνει αμέριστη και στεντόρεια προθυμία να εμπλακεί με κάθε τρόπο στον πόλεμο στην Ουκρανία, την ώρα που τα νοσοκομεία (ιδίως στον ξεχασμένο Νότο) και η δημόσια υγεία καταρρέουν και η δημόσια Παιδεία βρίσκεται σε κρίση, χωρίς προσωπικό, υποδομές και κυρίως με χαμηλούς μισθούς. Η Μελόνι, με την έγκριση του προϋπολογισμού και του ESM, τη ΝΑΤΟϊκή πολιτική της, επιδιώκει σαφώς να πετύχει την ανοχή του υπερεθνικού διευθυντηρίου χάρις στα πολιτικά μέσα, ώστε να εξασφαλίσει την ελευθερία κινήσεων σε ό,τι οπισθοδρομικό, εθνικιστικό, κατασταλτικό και ανελεύθερο έχει σκοπό να εφαρμόσει.

Τα πολιτικά κόμματα στην Ιταλία απέδειξαν, τόσο στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, αλλά και στη σημερινή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργεί το μίγμα πληθωρισμού, ενέργειας και Ουκρανικού και της ανόδου του νεοφασισμού, πως είναι κατώτερα των ιστορικών περιστάσεων. Επέλεξαν σαφώς το μέρος του Κεφαλαίου και των ξένων συμφερόντων, αντί του καθημερινού ανθρώπου της δουλειάς και της απαξίωσης του κοινωνικού και του καθημερινού του βίου. Είναι πλέον καιρός, η κοινωνία των πολιτών να αντιταχθεί στο «εξορθολογισμένο» Κράτος, δηλ. της κυρίαρχης λογικής που «σαν τη γλαύκα της Αθηνάς πετά τη νύκτα».

Στη νύκτα της λογικής της εκμετάλλευσης και του ατομικού κέρδους, θα μπορέσουν άραγε τα συνδικάτα να επανασυστήσουν και να εμπνεύσουν ξανά το πνεύμα του συλλογικού αγώνα; 53 χρόνια μετά το «Θερμό Φθινόπωρο» των απεργιών, των κινητοποιήσεων του 1969 που τόσο άδοξα έληξε με τη φονική βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους (που ειρήσθω εν παρόδω κανένα μέλος της κυβέρνησης Μελόνι δεν παρέστη στη φετινή εκδήλωση μνήμης για τα 17 θύματα). Το ερώτημα είναι θα μπορέσει το επόμενο έτος ο κόσμος της εργασίας να ξαναφέρει την πάλη μέσα στους χώρους δουλειάς και στον δρόμο, ώστε να ανατρέψει τη θεσμοποιημένη λιτότητα και πολύ περισσότερο ένα αυταρχικό καθεστώς.

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το