Μια συγκλονιστική νέα έκθεση που συντάχθηκε από τον καθηγητή David Vine στο Ινστιτούτο Watson του Πανεπιστημίου Brown εκτιμά ότι 37 εκατομμύρια άνθρωποι, που ισοδυναμούν με ολόκληρο τον πληθυσμό του Καναδά, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους ή έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά από τον σχεδόν εικοσαετή ατελείωτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο των ΗΠΑ.

Η ανάλυση στοχεύει στην ποσοτικοποίηση του αριθμού των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών από τότε που ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους κήρυξε «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» τον Σεπτέμβριο του 2001 μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο.

Ο καθηγητής Vine και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι τα 37 εκατομμύρια των εκτοπισμένων είναι μια «πολύ συντηρητική εκτίμηση», με τον πραγματικό αριθμό «να πλησιάζει τα 48-59 εκατομμύρια». Αριθμός ίδιος ή και μεγαλύτερος από όλα τα εκτοπισμένα άτομα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπώς μεγαλύτερος από οποιοδήποτε άλλο πόλεμο τον περασμένο αιώνα. Είναι δύσκολο να διατυπωθούν τα επίπεδα της δυστυχίας, της φτώχειας, των ταραχών, των συγκρούσεων, του πόνου και του θανάτου που έπληξαν ολόκληρες κοινωνίες και υπέστησαν εκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Υεμένη, η Σομαλία, οι Φιλιππίνες, το Ιράκ, η Λιβύη και η Συρία.

Οι δύο χώρες με τον υψηλότερο αριθμό εκτοπισθέντων ήταν το Ιράκ και η Συρία, των οποίων οι πληθυσμοί υπέφεραν από τις επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της στρατιωτικής κατοχής που ξεκίνησαν τόσο από τους Ρεπουμπλικάνους όσο και από τους Δημοκρατικούς. Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι εκτοπίστηκαν αντίστοιχα 9,2 εκατομμύρια άνθρωποι στο Ιράκ και 7,1 εκατομμύρια στη Συρία, αριθμοί που ανάγονται σε περίπου 37% του προπολεμικού πληθυσμού.

Η Σομαλία, όπου οι αμερικανικές δυνάμεις δρουν από το 2002, έχει το υψηλότερο ποσοστό εκτοπισθέντων με 46%, που αντιστοιχεί σε περίπου 4,2 εκατομμύρια εκτοπισμένους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», εκτιμάται ότι μεταξύ 770.000 και 801.000 πολιτών και μαχητών από όλες τις πλευρές έχουν πεθάνει στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, το Πακιστάν και την Υεμένη. Ο αριθμός των «έμμεσων θανάτων», δηλαδή, εκείνων που δεν σκοτώθηκαν από στρατιωτικά όπλα, αλλά πέθαναν λόγω έλλειψης υγειονομικής περίθαλψης, υποδομών ή τροφής ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ που υιοθετούσαν πρακτικές όπως τα εμπάργκο και οι αποκλεισμοί, μπορεί και να υπερβαίνουν τα 3,1 εκατομμύρια, αν και οι αξιόπιστες εκτιμήσεις κυμαίνονται σε περισσότερα από 12 εκατομμύρια.

Η συντριπτική πλειονότητα αυτών που διαφεύγουν από εξώσεις, απειλές θανάτου και εθνοκάθαρση, που διαπράττονται από τη σεχταριστική βία που τροφοδοτείται από τις ΗΠΑ σε χώρες όπως το Ιράκ, η Συρία και η Σομαλία, δεν είναι στρατιώτες ή «ριζοσπαστικοί τρομοκράτες», αλλά νέοι άνεργοι, ανύπαντρες μητέρες και ασυνόδευτα παιδιά.

Χιλιάδες έχουν πεθάνει προσπαθώντας να εγκαταλείψουν τις πολεμικές ζώνες καθώς οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη και την Αμερική διεξάγουν πολέμους σε ολόκληρη την Αφρική και την Ασία, προκειμένου να διασφαλίσουν αγορές και πόρους για εκμετάλλευση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μια πολιτική μαζικών δολοφονιών, αρνούμενη να δεχτεί πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη Λιβύη και τη Συρία κατά μήκος της Μεσογείου, με αποτέλεσμα περισσότερους από 20.000 θανάτους από πνιγμό μεταξύ 2014-2020, σύμφωνα με το statista.com.

Από την πτώση της ΕΣΣΔ το 1990-1991, η κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει μια ατελείωτη προσπάθεια να αντιστρέψει με στρατιωτικά μέσα την παρατεταμένη διάβρωση της κυρίαρχης παγκόσμιας οικονομικής της θέσης και να αποτρέψει τυχόν προκλήσεις για την αμερικανική ηγεμονία στην Ευρασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό.

Η κυβέρνηση Τράμπ συνέχισε τις επιθετικές επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος που ξεκίνησαν από την κυβέρνηση Ομπάμα-Μπάιντεν, στη Λιβύη και τη Συρία, και επιτάχυνε εκστρατείες βομβαρδισμού στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία.

Από τότε που ανέλαβε την προεδρία, ο Τραμπ έχει επανειλημμένα καυχηθεί ότι «έχει ανανεώσει» τον «εξαντλημένο» στρατό των ΗΠΑ υπό την εποπτεία του. Με τη βοήθεια των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, ο Τραμπ αυξάνει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ κάθε χρόνο που βρίσκεται στην εξουσία, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής ενός τερατώδους προϋπολογισμού 738 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το οικονομικό έτος 2020, αύξηση 5,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης εκτιμά ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις για τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες που επωφελούνται από τους πολέμους των ΗΠΑ, της Lockheed Martin, της Boeing, της Raytheon, της Northrop Grumman και της General Dynamics, αυξήθηκαν κατά 30% μεταξύ 2015 και 2019.

Μια Δημοκρατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρώην αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν δεν θα αντιστρέψει αυτές τις τρομερές τάσεις. Όπως επανέλαβαν πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα καθ’ όλη τη διάρκεια του συνεδρίου των Δημοκρατικών τον περασμένο μήνα — όπου συμμετείχαν μια σειρά από συντηρητικούς εγκληματίες πολέμου υπεύθυνους για την καταστροφή του Ιράκ και την κατοχή σχεδόν δύο δεκαετιών στο Αφγανιστάν — μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα αύξανε την στρατιωτική επιθετικότητα των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα εκατομμύρια ακόμη νεκρούς και εκτοπισμένους.

Ενώ το ανθρώπινο κόστος του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» είναι ασύγκριτο, το υλικό κόστος για τον πληθυσμό των ΗΠΑ είναι αστρονομικό, με το Πανεπιστήμιο του Μπράουν να εκτιμά ότι το κόστος των πολέμων ξεπερνά τα 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια έως τον Νοέμβριο του 2019. Χάριν συγκρίσεως, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ξόδεψε 260 δισ. δολάρια για να παρέχει 13 εβδομάδες ενισχυμένου επιδόματος ανεργίας σε 30 εκατ. ανθρώπους κατά τη διάρκεια της καραντίνας της CoViD-19. Τα 6,4 τρισ. θα ισούνταν με περίπου 6 χρόνια αντίστοιχων επιδομάτων των 600 δολαρίων.

με πληροφορίες από: infowar.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το