Για τις αντιθέσεις

γράφει ο Γιώργος Σόφης

Η προσφορά του Μάο Τσε Τουγκ στο θεωρητικό οπλοστάσιο είναι τεράστια. Η συμβολή αυτή που τον κατέταξε στους κλασσικούς ηγέτες της επαναστατικής θεωρίας και πράξης αμφισβητήθηκε έντονα απ’ το ρεβιζιονιστικό μπλοκ, κυρίως γιατί με τη διδασκαλία του ξεσκέπαζε τον πραγματικό χαρακτήρα του ρεβιζιονισμού σαν εφεδρεία της αστικής τάξης.

Το παρόν κείμενο επιχειρεί να συστηματοποιήσει τα βασικά σημεία του φιλοσοφικού έργου του που γράφτηκε το 1937, με στόχο τη διόρθωση ορισμένων σοβαρών λαθών δογματικού χαρακτήρα που παρουσιάστηκαν στο ΚΚ Κίνας την περίοδο εκείνη.

Ο νόμος των αντιθέσεων είναι ο θεμελιώδης νόμος της υλιστικής διαλεκτικής. Ο Λένιν αναφέρει ότι: «Στη κυριολεξία η διαλεκτική είναι η μελέτη των αντιθέσεων μέσα σ’ αυτή την ίδια την ουσία των πραγμάτων» και γι’ αυτό ο νόμος αυτός αποτελεί τη βάση, τον πυρήνα της διαλεκτικής. Αν καταφέρουμε να αποσαφηνίσουμε τα ζητήματα αυτά, θα κατανοήσουμε τις βάσεις της υλιστικής διαλεκτικής. Πρόκειται για τα ακόλουθα ζητήματα: Οι δύο αντιλήψεις για τον κόσμο, η καθολικότητα των αντιθέσεων, ο ειδικός χαρακτήρας τους, η κύρια αντίθεση και η πλευρά της κύριας αντίθεσης, η ταυτότητα και η πάλη των αντιθέτων και η θέση του ανταγωνισμού μέσα στη σειρά των αντιθέσεων.

1. Οι δύο αντιλήψεις για τον κόσμο

Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης υπάρχουν δύο αντιλήψεις για τους νόμους της ανάπτυξης του κόσμου. Ο Λένιν λέει: «Δύο θεμελιώδεις αντιλήψεις της εξέλιξης υπάρχουν. Η ανάπτυξη σαν μείωση και αύξηση, σαν επανάληψη και η ανάπτυξη σαν ενότητα των αντιθέτων, διχασμός του ενός σε αντίθετα, που αποκλείονται αμοιβαία και αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ αυτών και των αντιθέτων».

Η μεταφυσική (ή ο αγοραίος εξελικτικισμός), θεωρεί όλα τα πράγματα στον κόσμο σαν απομονωμένα, τα θεωρεί μονόπλευρα. Όλα τα πράγματα, τα φαινόμενα, οι μορφές και οι κατηγορίες, θεωρούνται απ’ τους υποστηρικτές αυτής της κοσμοαντίληψης σαν αιώνια και αναλλοίωτα. Ακόμα και όταν αναγνωρίζουν ότι συντελούνται αλλαγές, τις παραδέχονται μόνο σαν ποσοτικές αλλαγές. Επί πλέον τα αίτια των μεταβολών αυτών δεν βρίσκονται μέσα στα ίδια τα πράγματα ή φαινόμενα, αλλά προέρχονται από τα έξω, δηλαδή απ’ την επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων. Με λίγα λόγια οι μεταφυσικοί υποστηρίζουν ότι ο βασικός χαρακτήρας των πραγμάτων και φαινομένων παραμένει αναλλοίωτος και οι όποιες αλλαγές είναι μόνο ποσοτικές, άρα δεν μπορούν να μεταβληθούν σε κάτι διαφορετικό. Οι ιδεαλιστές παριστάνουν τη φύση και την κοινωνική ζωή σαν ένα χάος φαινομένων και περιστατικών που δεν μπορούν να έχουν μεταξύ τους αιτία και αποτέλεσμα.

Αυτός ο τρόπος σκέψης βρήκε στην Ευρώπη την έκφρασή του κατά τον 17ο και 18ο αιώνα στο μηχανιστικό υλισμό και στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου στον αγοραίο εξελικτικισμό. Βασικός υποστηρικτής των απόψεων αυτών ήταν η αστική τάξη με τους εκφραστές της. Έτσι ο Καντ βεβαιώνει ότι η λογική υπαγορεύει τους νόμους της στη φύση, ότι η αιτιότητα είναι μια κατηγορία προγενέστερη απ’ την πείρα, συμφυής με την ανθρώπινη λογική και ανεξάρτητη απ’ την πείρα. Η θεωρεία του Χιουμ βασίζεται στην αρχή ότι μέσα στον αντικειμενικό κόσμο δεν υπάρχει καμία σχέση αιτιότητας μεταξύ των φαινομένων, ότι η αιτιότητα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ροής της συνήθους συνδέσεως των αισθήσεων και των αντιλήψεων.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η άρνηση της αντικειμενικής ύπαρξης της αιτιότητας εκ μέρους της αντιδραστικής φιλοσοφίας αποτελεί ένα απ’ τα κύρια όπλα της στη πάλη κατά της επιστήμης. Οι διάφορες τάσεις της αντιδραστικής αστικής φιλοσοφίας (πραγματιστές, θετικιστές, μαχιστές κλπ) αρνούνται ομόφωνα την αντικειμενικότητα που χαρακτηρίζει τον αιτιώδη σύνδεσμο των φαινομένων. («Δεν υπάρχει στη φύση ούτε αιτία ούτε αποτέλεσμα»).

Αντίθετα από τη μεταφυσική αντίληψη, η υλιστική διαλεκτική απαιτεί κατά τη μελέτη της ανάπτυξης των πραγμάτων και φαινομένων, να ξεκινάμε απ’ το εσωτερικό τους περιεχόμενο, δηλαδή να θεωρούμε την ανάπτυξη των πραγμάτων και φαινομένων σαν τη χαρακτηριστικά γι’ αυτά αναγκαία εσωτερική κίνηση, δηλαδή ότι κάθε πράγμα ή φαινόμενο αλληλοεξαρτάται από άλλα που συνδέεται ή περιβάλλεται απ’ αυτά. Η βασική αιτία της ανάπτυξης δεν βρίσκεται έξω απ’ αυτά, αλλά βρίσκεται μέσα σ’ αυτά, βρίσκεται μέσα στην αντιθετική φύση, που είναι εσωτερικά σύμφυτη με τα ίδια τα πράγματα. Οι εσωτερικές σύμφυτες με τα πράγματα και φαινόμενα αντιθέσεις, αποτελούν τη βασική αιτία της ανάπτυξής τους, ενώ οι αμοιβαίοι δεσμοί, οι αλληλεπιδράσεις δεν αποτελούν παρά συστατικά δευτερεύουσας σημασίας. Έτσι λοιπόν η υλιστική διαλεκτική απέρριψε αποφασιστικά τη μεταφυσική θεωρία των εξωτερικών αιτίων, της από τα έξω ώθησης, που είχε προβληθεί απ’ τους οπαδούς του μηχανιστικού υλισμού και της μεταφυσικής. Η επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατή παρά μόνο όταν φέρνει στο φως τους αιτιώδεις δεσμούς των φαινομένων.

Καταγγέλλοντας τους Μαχιστές ο Λένιν, ζήτησε να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο φιλοσοφικές γραμμές σχετικά με το πρόβλημα της αιτιότητας. «Είναι πραγματικά ολοφάνερο πως σχετικά με το πρόβλημα της αιτιότητας, η υποκειμενική τάση που αποδίδει την προέλευση της τάξης και των νόμων που επικρατούν στη φύση, όχι στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο, αλλά στη συνείδηση, στο πνεύμα, όχι μόνο φέρει αντιμέτωπα το ένα στην άλλη, αλλά παρουσιάζει τη φύση σαν ένα μέρος του πνεύματος, αντί να θεωρήσει το πνεύμα σαν ένα μέρος της φύσης. (Λένιν: Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός)

Η θεωρία της αιτιατότητας που θεμελιώθηκε απ’ το διαλεκτικό υλισμό, ανάγεται στις ακόλουθες αρχές: 1. Δεν υπάρχει στο κόσμο φαινόμενο χωρίς αιτία. 2. Το κάθε φαινόμενο στη φύση και την κοινωνία διέπεται από μια ορισμένη αιτία, είναι η συνέπεια της τάδε ή της δείνα αιτίας. 3. Η αιτία και το αποτέλεσμα βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλεξάρτηση. Η αιτία εγκυμονεί το αποτέλεσμα, αλλά και το αποτέλεσμα δεν είναι παθητικό, αντιδρά πάνω στην αιτία που το έχει γεννήσει. Έτσι με αυτό τον τρόπο μια δεδομένη οικονομική βάση εγκυμονεί το αντίστοιχο κοινωνικό εποικοδόμημα, αλλά και αυτό το τελευταίο δεν είναι μία παθητική συνέπεια.

2. Η καθολικότητα των αντιθέσεων

Το πρόβλημα του ειδικού ή του απόλυτου χαρακτήρα των αντιθέσεων παρουσιάζει δύο όψεις: Κατ’ αρχάς οι αντιθέσεις υπάρχουν μέσα στην εξέλιξη της ανάπτυξης όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων. Δεύτερον, μέσα στη διαδικασία της ανάπτυξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου, η κίνηση των αντιθέσεων υπάρχει απ’ την αρχή ως το τέλος. Ο Ένγκελς λέει ότι η ίδια η κίνηση είναι μία αντίθεση. Ο ορισμός του Λένιν για το νόμο της ενότητας των αντιθέσεων λέει πως είναι « η αναγνώριση των αντιτιθέμενων, αντιφατικών, αλληλοαποκλειόμενων τάσεων, που υπάρχουν μέσα σε όλα τα φαινόμενα και τα προτσές της φύσης». Οι θέσεις αυτές είναι ορθές; Μάλιστα είναι ορθές. Η αλληλεξάρτηση και η πάλη των αντιθέτων που είναι σύμφυτα με κάθε πράγμα, με κάθε φαινόμενο, προσδιορίζουν τη ζωή όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων, ωθούνε στην ανάπτυξη όλα τα πράγματα και όλα τα φαινόμενα. Δεν υπάρχει πράγμα που να μην κλείνει μέσα του αντιθέσεις. Χωρίς αντιθέσεις δεν υπάρχει σύμπαν. Οι αντιθέσεις αποτελούν τη βάση των απλών μορφών κίνησης και πολύ περισσότερο των σύνθετων μορφών της κίνησης.

Ο Ένγκελς εξήγησε με τον εξής τρόπο την καθολικότητα των αντιθέσεων:

«Αν η ίδια η απλή μηχανική αλλαγή της θέσης περιέχει κιόλας μια αντίθεση, πολύ περισσότερο οι ανώτερες μορφές κίνησης της ύλης και εντελώς ιδιαίτερα η οργανική ζωή και η ανάπτυξή της συνίσταται πρώτα απ’ όλα ακριβώς στο ότι ένα ον είναι σε κάθε στιγμή το ίδιο και ωστόσο διαφορετικό. Ώστε η ζωή είναι επίσης μία αντίθεση που παρούσα στα ίδια τα πράγματα και το προτσές, τίθεται και επιλύεται συνεχώς. Και μόλις σταματήσει η αντίθεση, σταματά και η ζωή και επέρχεται ο θάνατος».

Και ο Λένιν κατά τον ίδιο τρόπο εξήγησε τη καθολικότητα των αντιθέσεων:

–Στα μαθηματικά, το + και – διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός.

–Στη Μηχανική, δράση και αντίδραση.

–Στη Φυσική, θετικός και αρνητικός ηλεκτρισμός.

–Στη Χημεία, η ένωση και η διάσπαση των ατόμων.

–Στις κοινωνικές επιστήμες, η ταξική πάλη

Στον πόλεμο, η επίθεση και η άμυνα, η προέλαση και η υποχώρηση, η νίκη και η ήττα, είναι φαινόμενα αμοιβαία και αντιφατικά. Η μία όψη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Η πάλη και η αμοιβαία σύνθεση των δύο αυτών όψεων συγκροτούν την ολική ενότητα του πολέμου, προωθούν την ανάπτυξη του πολέμου και επιτρέπουν τη λύση των πολεμικών προβλημάτων. Κάθε διάσταση στις ιδέες των ανθρώπων πρέπει να τη θεωρούμε σαν αντανάκλαση αντικειμενικών αντιθέσεων. Οι αντικειμενικές αντιθέσεις αντανακλώμενες στην υποκειμενική σκέψη, σχηματίζουν την αντιφατική κίνηση των ιδεών, κεντρίζουν την ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης, λύνουν τα προβλήματα που συνεχώς τίθενται στην ανθρώπινη σκέψη.

Η αντίθεση και η πάλη ανάμεσα στις διάφορες αντιλήψεις γεννιούνται διαρκώς στους κόλπους του κόμματος και αυτό αποτελεί αντανάκλαση, μέσα στο κόμμα, των ταξικών αντιθέσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και των αντιθέσεων ανάμεσα στο καινούρια και το παλιό. Αν μέσα στο κόμμα δεν υπήρχαν αντιθέσεις και πάλη ιδεών που να λύνει αυτές τις αντιθέσεις, η ζωή του κόμματος θα είχε πάρει τέλος.

3. Ο ειδικός χαρακτήρας των αντιθέσεων

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιθέσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι οι αντιθέσεις εκδηλώνονται στη διαδικασία της ανάπτυξης όλων των πραγμάτων, όλων των φαινομένων και διαπερνούν όλο το προτσές της ανάπτυξης κάθε πράγματος, κάθε φαινομένου, από την αρχή ως το τέλος. Θα αναλύσουμε τώρα ότι ειδικό υπάρχει στις αντιθέσεις. Το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί από πολλές πλευρές.

Πρώτα απ’ όλα οι αντιθέσεις όλων των μορφών κίνησης της ύλης παίρνουν πάντα ένα ειδικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος γνωρίζει την ύλη, γνωρίζοντας τις διάφορες μορφές κινήσεις της ύλης, αφού είναι δεδομένο ότι στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά η ύλη σε κίνηση. Η κίνηση της ύλης εξάλλου παίρνει πάντα καθορισμένη μορφή. Όταν εξετάζουμε μια μορφή κίνησης ξεχωριστά, πρέπει να δούμε τι το κοινό έχει με τις άλλες μορφές κίνησης. Αλλά εκείνο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία είναι να λάβουμε υπ’ όψη αυτό που είναι εντελώς ειδικό σε κάθε μία από τις μορφές κίνησης. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε το ένα πράγμα από το άλλο. Κάθε μορφή κίνησης κλείνει μέσα της τις χαρακτηριστικές ειδικές αντιθέσεις, που αποτελεί την ειδική ουσία κάθε πράγματος, η οποία το κάνει να διαφέρει απ’ όλα τα άλλα. Τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε μορφής κίνησης της ύλης καθορίζεται απ’ τις ειδικές αντιθέσεις, που είναι σύμφυτή μ’ αυτή. Η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει μόνο στην ύλη, αλλά και στα κοινωνικά και ιδεολογικά φαινόμενα. Κάθε μορφή κοινωνικής συνείδησης κλείνει μέσα της τις χαρακτηριστικές ειδικές αντιθέσεις και έχει τα ειδικά της χαρακτηριστικά.

Αν εξετάσουμε την προοδευτική κίνηση της ανθρώπινης γνώσης, βλέπουμε ότι αυτή επεκτείνεται βαθμιαία από τη γνώση του ειδικού στη γνώση του γενικού. Οι άνθρωποι πάντα αρχίζουν απ’ τη γνώση των ειδικών χαρακτηριστικών πολυάριθμων διαφορετικών φαινομένων και μόνο ύστερα απ’ αυτό μπορούν να περάσουν στη γενίκευση, μπορούν να γνωρίσουν τα κοινά στοιχεία των φαινομένων. Στη συνέχεια και αφού κατανοήσουν τα κοινά αυτά στοιχεία και καθοδηγούμενοι απ’ την κοινή γνώση, μελετώντας στη συνέχεια τα διάφορα συγκεκριμένα πράγματα που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα, ή έχουν μελετηθεί ανεπαρκώς και ανακαλύπτοντας τα ειδικά τους χαρακτηριστικά μπορούν να συμπληρώσουν και να πλουτίσουν τη γνώση των κοινών στοιχείων, ώστε αυτά να μην μετατραπούν σε ένα απονεκρωμένο στοιχείο. Αυτά είναι τα δύο στάδια της εξέλιξης της γνώσης: το πρώτο απ’ το ειδικό στο γενικό και το δεύτερο απ’ το γενικό στο ειδικό.

Οι αντιθέσεις που είναι ποιοτικά διαφορετικές, δεν μπορούν να λυθούν με τις ίδιες μεθόδους. Έτσι η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δεν μπορεί παρά να λυθεί με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η αντίθεση ανάμεσα στις αποικίες και τον ιμπεριαλισμό, με τη μέθοδο του εθνικού πολέμου. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά στη σοσιαλιστική κοινωνία λύνεται με την εκβιομηχάνιση και την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας. Οι αντιθέσεις στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος λύνονται με την κριτική και αυτοκριτική. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση λύνονται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η εξέλιξη μεταβάλλεται και οι παλιές αντιθέσεις εξαφανίζονται και νέες αντιθέσεις δημιουργούνται.

Η βασική αντίθεση στην εξέλιξη της ανάπτυξης ενός φαινομένου και η ουσία της εξέλιξης που προσδιορίζεται απ’ τη βασική αυτή αντίθεση, δεν εξαφανίζονται πριν απ’ την ολοκλήρωση της εξέλιξης. Ωστόσο, η κατάσταση στα διάφορα στάδια της μακρόχρονης εξέλιξης ενός φαινομένου συχνά μεταβάλλεται. Αυτό γίνεται γιατί –αν και ο χαρακτήρας της βασικής αντίθεσης μέσα στην εξέλιξη της ανάπτυξης ενός φαινομένου και η ουσία της εξέλιξης αυτής δεν μεταβάλλονται– η βασική αντίθεση, στα διάφορα στάδια τής μακρόχρονης εξέλιξης, παίρνει όλο και οξύτερες μορφές.

Όταν λόγου χάριν ο καπιταλισμός της εποχής του ελεύθερου συναγωνισμού μετασχηματίστηκε στον ιμπεριαλισμό, η φύση των δύο ανταγωνιζόμενων τάξεων, του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, όπως και η καπιταλιστική ουσία της κοινωνίας αυτής, δεν άλλαξαν σε τίποτα, όμως οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις έγιναν οξύτερες, εμφανίστηκαν οι αντιθέσεις ανάμεσα στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το μη μονοπωλιακό, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μητροπόλεις και τις αποικίες έγιναν οξύτερες και τέλος οξύτερες έγιναν και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ίδιες τις καπιταλιστικές χώρες, δηλαδή οι αντιθέσεις που παράγονται απ’ την ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών αυτών. Έτσι εμφανίστηκε ένα ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού, το στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο λενινισμός έγινε ο μαρξισμός της εποχής του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης, ακριβώς γιατί ο Λένιν και ο Στάλιν έδωσαν ορθή ερμηνεία στις αντιθέσεις αυτές και επεξεργάστηκαν τη θεωρία και τη σωστή τακτική της προλεταριακής επανάστασης, που καλείται να λύσει τις αντιθέσεις αυτές. Χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την ιδιομορφία των όποιων αντιθέσεων. Οφείλουμε να θυμόμαστε πάντα τα λόγια του Λένιν «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».

Οι Μαρξ και Ένγκελς υπήρξαν οι πρώτοι που έδωσαν εξαιρετικά παραδείγματα τέτοιου είδους συγκεκριμένης ανάλυσης. Όταν οι Μαρξ και Ένγκελς χρησιμοποίησαν το νόμο των σύμφυτων με τα πράγματα και τα φαινόμενα αντιθέσεων στη μελέτη της εξέλιξης της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, διαπίστωσαν την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, την αντίθεση ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και την τάξη των εκμεταλλευομένων, όπως και την αντίθεση που γεννιέται ανάμεσα στην οικονομική βάση και το πολιτικό- ιδεολογικό εποικοδόμημα και είδαν πως αυτές οι αντιθέσεις προκαλούν κοινωνικές επαναστάσεις διαφόρων χαρακτήρων.

Όταν ο Μαρξ χρησιμοποίησε το νόμο αυτό στη μελέτη της οικονομικής διάρθρωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, είδε πως η βασική αντίθεση της κοινωνίας αυτής είναι η αντίθεση ανάμεσα στο κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική μορφή ιδιοποίησής της. Η αντίθεση αυτή εκδηλώνεται με την αντίθεση ανάμεσα στο οργανωμένο χαρακτήρα της παραγωγής στις ξεχωριστές επιχειρήσεις και τον ανοργάνωτο χαρακτήρα της παραγωγής στην κλίμακα ολόκληρης της κοινωνίας. Στη σχέση πάλι ανάμεσα στις τάξεις, η αντίθεση αυτή εκδηλώνεται με την αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο.

4. Η κύρια αντίθεση και η κύρια πλευρά της αντίθεσης

Σε κάθε πολύπλοκο προτσές ανάπτυξης των φαινομένων, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από αντιθέσεις, ανάμεσα στις οποίες μία είναι η κύρια αντίθεση. Η ύπαρξή της και η ανάπτυξής της καθορίζουν την ύπαρξη και την ανάπτυξη των άλλων αντιθέσεων και επενεργούν πάνω σ’ αυτές. Για παράδειγμα στην καπιταλιστική κοινωνία οι δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις, το προλεταριάτο και η αστική τάξη, αποτελούν την κύρια αντίθεση. Οι άλλες αντιθέσεις, όπως η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και τα υπολείμματα της φεουδαρχίας, η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και τους αγρότες μικροκτηματίες, η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους μικροκτηματίες αγρότες, η αντίθεση ανάμεσα στη μονοπωλιακή αστική τάξη και τη μη μονοπωλιακή, η αντίθεση ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες, οι αντιθέσεις ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τις αποικίες, όλες αυτές καθορίζονται απ’ την κύρια αντίθεση και επηρεάζεται απ’ αυτήν.

Το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ τα παραπάνω είναι ότι σε κάθε προτσές υπάρχουν πολλές αντιθέσεις, ωστόσο όμως υπάρχει μία που είναι η κύρια αντίθεση που παίζει και καθοριστικό ρόλο ενώ οι άλλες έχουν δευτερεύουσα σημασία. Επομένως, όταν εξετάζουμε ένα φαινόμενο, οφείλουμε να προσδιορίζουμε τη κύρια αντίθεση. Αν προσδιορίσουμε τη κύρια αυτή αντίθεση τότε είναι εύκολο να λύσουμε όλα τα προβλήματα. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο τρόπο τις αντιθέσεις που υπάρχουν σε κάθε προτσές. Οι πλευρές οποιασδήποτε αντίθεσης αναπτύσσονται άνισα. Απ’ τις δύο πλευρές μιας αντίθεσης, η μία είναι αναπόφευκτα η κύρια και η άλλη η δευτερεύουσα. Κύρια είναι εκείνη που παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην αντίθεση. Ο χαρακτήρας των πραγμάτων και φαινομένων καθορίζεται κατά βάθος απ’ την κύρια πλευρά της αντίθεσης αυτή που κατέχει τον πρωτεύοντα ρόλο. Όμως η θέση αυτή των πλευρών της αντίθεσης δεν είναι αναλλοίωτη. Η κύρια και δευτερεύουσα πλευρά της αντίθεσης μετατρέπονται η μία στην άλλη και επομένως μεταβάλλεται και ο χαρακτήρας των φαινομένων. Έτσι σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξης της αντίθεσης, αυτή που είναι η κύρια πλευρά της αντίθεσης σε ένα άλλο στάδιο μετατρέπεται σε δευτερεύουσα, ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στις δύο πλευρές της αντίθεσης, κύριας και δευτερεύουσας.

Μερικοί πιστεύουν πως υπάρχουν αντιθέσεις όπου η θέση αυτή δεν εφαρμόζεται. Συγκεκριμένα, αν στην αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις την κύρια πλευρά αποτελούν οι παραγωγικές δυνάμεις, στην αντίθεση ανάμεσα στη θεωρία κα την πράξη την κύρια πλευρά την αποτελεί η πράξη, στην αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα την κύρια πλευρά αντιπροσωπεύει η οικονομικό βάση, η αντίστοιχη θέση των πλευρών δεν επιφέρει δήθεν καμία μεταβολή. Αυτή είναι μία μηχανιστική αντίληψη και όχι διαλεκτική. Εννοείται ότι οι παραγωγικές δυνάμεις, η πράξη και οικονομική βάση παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο και όποιος το αρνείται αυτό δεν είναι υλιστής. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε πως μέσα σε καθορισμένες συνθήκες, ο παραγωγικές σχέσεις, όπως και η θεωρία ή το εποικοδόμημα μπορούν με τη σειρά τους να παίξουν αποφασιστικό ρόλο, τον κύριο ρόλο. Όταν χωρίς την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν πλέον, τότε η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων παίζει τον κύριο, τον αποφασιστικό ρόλο.

Εφόσον χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, η δημιουργία και η διάδοση της επαναστατικής θεωρίας παίζουν τον κύριο τον αποφασιστικό ρόλο. Όταν το πολιτιστικό, πολιτικό εποικοδόμημα, εμποδίζει την ανάπτυξη της οικονομικής βάσης, τότε οι πολιτικοί- πολιτιστικοί μετασχηματισμοί αποκτούν ουσιαστική σημασία. Μήπως αυτές ο θέσεις έρχονται σε αντίθεση με τον υλισμό; Όχι γιατί ενώ παραδεχόμαστε πως στη γενική πορεία της ιστορικής ανάπτυξης, το υλικό καθορίζει το πνευματικό, το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση, ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε την αντίστροφη επενέργεια του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση.

5. Η ταυτότητα και η πάλη των αντιθέτων

Η κάθε μία από τις δύο πλευρές οποιασδήποτε αντίθεσης μέσα στην εξέλιξη των κοινωνικών φαινομένων, προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης αντίθετης πλευράς και οι δύο τους συνυπάρχουν στην ενότητα. Η κάθε μία απ’ τις δύο αντίθετες πλευρές κάτω από καθορισμένες συνθήκες μετασχηματίζεται στο αντίθετό της. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις καθορίζουν τα χαρακτηριστικά όλων των φαινομένων. Τα αντίθετα στην εξέλιξη ενός φαινόμενου, πάντα βρίσκονται σε πάλη το ένα ενάντια στο άλλο. Στο προτσές ανάπτυξης των φαινομένων, αλλά και στην ανθρώπινη νόηση, υπάρχουν αντιθετικές πλευρές αυτού του είδους. Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα αντίθετα είναι εξαιρετικά ανόμοια, απέχουν πολύ από το να είναι ένα. Πως λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για την ενότητα των αντιθέτων;

Αυτό γίνεται γιατί δεν μπορούν να υπάρξουν οι αντιθετικές πλευρές μεμονωμένα η μία χωρίς την άλλη. Αν μία απ’ τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές εξαφανιστεί τότε παύει και η άλλη. Μερικά απλά παραδείγματα επιβεβαιώνουν τη πραγματικότητα αυτή. Χωρίς ζωή δεν υπάρχει θάνατος. Αλλά και χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ζωή. Χωρίς υψηλό δεν υπάρχει χαμηλό, αλλά και αντίθετα. Χωρίς δυστυχία δεν υπάρχει ευτυχία, αλλά και χωρίς ευτυχία δεν υπάρχει δυστυχία. Χωρίς γαιοκτήμονα δεν υπάρχει φτωχοαγροτιά και αντίστροφα. Χωρίς αστική τάξη δεν υπάρχει προλεταριάτο, αλλά και χωρίς προλεταριάτο δεν υπάρχει αστική τάξη. Χωρίς ιμπεριαλιστική εθνική καταπίεση δεν υπάρχουν αποικίες, αλλά και χωρίς αποικίες δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική εξάρτηση.

Έτσι συμβαίνει με όλα τα αντίθετα. Σε καθορισμένες συνθήκες από το ένα μέρος αντιτίθενται αμοιβαία και από το άλλο συνδέονται αμοιβαία, διεισδύουν το ένα στο άλλο, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Δεν αρκεί όμως να πούμε ότι η ύπαρξη των δύο πλευρών της αντίθεσης προσδιορίζεται αμοιβαία. Ένα γεγονός ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα αντίθετα μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι πως η κάθε μία απ’ τις αντιθετικές πλευρές, που είναι σύμφυτες με ένα φαινόμενο, μετασχηματίζεται κάτω από ορισμένες συνθήκες στην αντίθετή της και παίρνει τη θέση που κατέχει η αντίθετη πλευρά. Αυτή είναι η δεύτερη σημασία της έννοιας της ταυτότητας των αντιθέτων. Με την επανάσταση το προλεταριάτο από τάξη κάτω απ’ τη κυριαρχία της αστικής τάξης, μετατρέπεται σε κυρίαρχη τάξη και η αστική τάξη κυριαρχείται. Αυτό μας διδάσκει η πείρα της επανάστασης στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και η καπιταλιστική παλινόρθωση στη χώρα αυτή.

Αναφέραμε προηγούμενα, ότι υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στα αντίθετα και γι’ αυτό μπορούν να υπάρχουν σε μια ενότητα και να μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο. Αυτό συμβαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες και χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρχει αυτός ο μετασχηματισμός. Όμως η πάλη των αντιθέτων υπάρχει παντού, χωρίς καμία εξαίρεση και γι’ αυτό είναι απροσδιόριστη και απόλυτη.

6. Η θέση του ανταγωνισμού μέσα στις αντιθέσεις

Όταν εξετάζουμε το ζήτημα της πάλης των αντιθέτων προκύπτει η ανάγκη να ορίσουμε τι είναι ο ανταγωνισμός. Στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι η εξής: Ο ανταγωνισμός είναι μία απ’ τις μορφές πάλης των αντιθέτων και όχι η καθολική της μορφή. Στην ιστορία της ανθρωπότητας ο ανταγωνισμός των τάξεων αντιστοιχεί σε μια ειδική εκδήλωση της πάλης των αντιθέτων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ανταγωνίστριες τάξεις συνυπάρχουν μέσα στην ίδια την κοινωνία. Παλεύουν μεταξύ τους, αλλά μόνο όταν η ανάπτυξη της αντίθεσης φτάσει σ ένα ορισμένο επίπεδο, η πάλη παίρνει τη μορφή του ανοιχτού ανταγωνισμού, που μέσα στην εξέλιξη μετασχηματίζεται σε επανάσταση.

Η αφομοίωση της θέσης αυτής έχει εξαιρετική σημασία. Μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι στην ταξική κοινωνία, οι επαναστάσεις και οι επαναστατικοί πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι, ότι χωρίς αυτή δεν μπορεί να συντελεστεί άλμα στην ανάπτυξη της κοινωνίας, ούτε ανατροπή της αντιδραστικής κυρίαρχης τάξης ώστε να καταλάβει ο λαός την εξουσία. Οφείλουμε όμως να μελετούμε συγκεκριμένα όλες τις εκδηλώσεις της πάλης των αντιθέτων. Οι αντιθέσεις και η πάλη είναι καθολικές, απόλυτες, αλλά οι μέθοδοι για τη λύση των αντιθέσεων, δηλαδή οι μορφές πάλης, διαφέρουν ανάλογα με το διαφορετικό χαρακτήρα των αντιθέσεων. Ορισμένες αντιθέσεις παίρνουν το χαρακτήρα του ανοιχτού ανταγωνισμού, άλλες όχι. Ανάλογα με την εξέλιξη των φαινομένων κάποια αντίθεση που αρχικά δεν ήταν ανταγωνιστική μετατρέπεται σε ανταγωνιστική και αντίστροφα. Οι οικονομικές αντιθέσεις ανάμεσα στην πόλη και το χωριό στη καπιταλιστική κοινωνία και πολύ περισσότερο στις εξαρτημένες χώρες, είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία μια τέτοια αντίθεση τείνει να πάψει να είναι ανταγωνιστική και στον κομμουνισμό θα έχει εξαλειφθεί πλήρως.

Κεφαλαιώδους σημασίας για την κατανόηση των εξελίξεων στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα αποτελεί ακριβώς η θέση του ανταγωνισμού στις αντιθέσεις. Στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ορθές και λαθεμένες απόψεις στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος αποτελούν αντανάκλαση των ταξικών αντιθέσεων της κοινωνίας. Στην αρχική περίοδο οι αντιθέσεις αυτές μπορεί να μην έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Όμως με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές. Η ιστορία του ΚΚΣΕ απέδειξε ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα στις σωστές θέσεις των Λένιν- Στάλιν και τις λανθασμένες απόψεις των Τρότσκυ- Μπουχάριν και άλλων, αρχικά δεν ήταν ανταγωνιστικές. Στη πορεία όμως μετασχηματίστηκαν σε ανταγωνιστικές σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης.

Η επικράτηση της ρεβιζιονιστικής πολιτικής στο ΚΚΣΕ με το 20ο Συνέδριο ήταν το αποτέλεσμα της όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα στην επαναστατική γραμμή των κομμουνιστών και των ρεβιζιονιστών μέσα στο κόμμα, σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης ανάμεσα στη νέα αστική τάξη που γεννιόταν και το προλεταριάτο μέσα στη Σοβιετική κοινωνία. Μόνο με αυτό το κριτήριο μπορεί να κατανοηθεί η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω πρέπει να καταλήξουμε στα εξής: Πρώτον, ο νόμος των αντιθέσεων είναι ο θεμελιώδης νόμος της φύσης και της κοινωνίας, επομένως και της νόησης. Δεύτερον, οι αντιθέσεις διαπερνούν όλες τις εξελίξεις και σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται ο καθολικός και απόλυτος χαρακτήρας των αντιθέσεων. Τρίτον, τα αντιθετικά φαινόμενα έχουν τις ιδιομορφίες τους και σ’ αυτό οφείλεται ο ειδικός χαρακτήρας των αντιθέσεων. Τέταρτον, σε καθορισμένες συνθήκες η ταυτότητα των αντιθέτων μπορεί να υπάρξει, καθώς και ο μετασχηματισμός τους στο αντίθετο. Ωστόσο η πάλη των αντιθέτων είναι απόλυτη και καθολική. Τέλος, η μετατροπή μιας αντίθεσης από μη ανταγωνιστική σε ανταγωνιστική αποτελεί τον κρίκο που καθορίζεται απ’ το επίπεδο της ανάπτυξης της ταξικής πάλης και καθορίζει την επαναστατική διαδικασία της ανατροπής και της επανάστασης, αλλά και της αντεπανάστασης, όπως κατέδειξε η εμπειρία

πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

Διαβάστε όλο το βιβλίο του Μάο Τσε Τουγκ “Για τις αντιθέσεις” εδώ

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το