Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) απασχολούνται με το ζήτημα που αφορά την κρίση και επιλογή των νέων στελεχών που θα διαρθρώσουν τη διοίκηση. Σχεδόν κάθε κυβέρνηση που αναλαμβάνει τα καθήκοντά της, ανεξάρτητα από το πρόσημο με το οποίο παρουσιάζεται, ένα από τα κύρια μελήματά της είναι η διάρθρωση και η στελέχωση του διοικητικού κρατικού μηχανισμού με τέτοιο τρόπο που να βρίσκεται πιο κοντά στην εξυπηρέτηση των πολιτικών επιλογών της. Οι όποιες λοιπόν αλλαγές συντελούνται πάντα σε ένα πλαίσιο που δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα ενισχύει και υποστηρίζει την κυρίαρχη πολιτική, δηλαδή την πολιτική της τάξης εκείνης (αστικής) που έχει την εξουσία. Όλα τα μεγάλα κόμματα που μέχρι τώρα βρέθηκαν στο κυβερνητικό τιμόνι από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ μέχρι το ΣΥΡΙΖΑ και ξανά τώρα τη ΝΔ, αποτέλεσαν τους βασικούς υπηρέτες της αστικής πολιτικής και οι παρεμβάσεις τους στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού ήσαν τέτοιες που να εξυπηρετούν ακριβώς αυτή την γενική πολιτική κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συντελούνται – όχι μόνο σήμερα άλλα διαχρονικά – όλες οι διεργασίες και οι αλλαγές που αφορούν και τα λεγόμενα στελέχη της Διοίκησης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Πρέπει να συγκρατήσουμε αυτή την επισήμανση γιατί πολύ συχνά η άρχουσα τάξη, την οποία δεν πρέπει να υποτιμούμε, έχει τους τρόπους και τους μηχανισμούς για να αποκρύπτει το περιεχόμενο της πολιτικής της και δόλια να εκτρέπει τη συζήτηση σε αποπροσανατολιστικά μονοπάτια. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τη δημόσια συζήτηση στα ΜΜΕ κάθε φορά που ένας υπουργός Παιδείας προωθεί τις (αντιεκπαιδευτικές) μεταρρυθμίσεις του και τα αβασάνιστα ερωτήματα που θέτουν τα δημοσιογραφικά επιτελεία: “γιατί άραγε δεν τα βρίσκουν τα μεγάλα κόμματα και να έχουν μια κοινή εθνική γραμμή στο θέμα της Παιδείας”; Φαντάζει τόσο αθώο και τόσο εύλογο που όμως συσκοτίζει όλη την πολιτική που ασκείται διαχρονικά στην εκπαίδευση. Από τους ν. Αρσένη (2525 & 2640 του ‘98), τις παρεμβάσεις του Ευθυμίου, της Γιαννάκου, της Διαμαντοπούλου μέχρι το ν. Αρβανιτόπουλου και το “νέο Λύκειο” του Γαβρόγλου, η πολιτική όλων των κυβερνητικών κομμάτων ήταν κοινή και ενιαία. Υπαγορεύθηκε εν πολλοίς από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ και είχε κοινό παρονομαστή την ένταση των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση, την υποχρηματοδότηση και την συνολική υποβάθμισή της. Το ίδιο ακριβώς νήμα συνδέει και τις αλλαγές που κατά καιρούς συντελούνται και στο επίπεδο της Διοίκησης της εκπαίδευσης.

Επιπρόσθετα μιας όμως και αναφερόμαστε στην εκπαίδευση πρέπει με σαφήνεια να προσδιορίσουμε τους όρους λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος για να έχουμε απόλυτα καθαρή εικόνα για τον ρόλο που παίζουν τα στελέχη της Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση είναι τμήμα του εποικοδομήματος του αστικού κράτους που έχει ένα διπλό στόχο. Πρώτο και κυρίαρχο, να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία μέσα από ένα πολυσύνθετο σύστημα που ξεκινάει απ’ το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των σπουδών, το εξεταστικό σύστημα, τον τρόπο λειτουργίας και αμέτρητους άλλους δεσμούς και θεσμούς που το διαπερνούν. Δεύτερον, να παράγει δυναμικό που να υπηρετεί τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, ανεξάρτητα αν αυτό γίνεται πάντα «σωστά». Αν κάποιος μελετήσει τις συνεχείς αλλαγές που γίνονται σε όλες τις βαθμίδες θα μπορέσει να αντιληφθεί τη σύνδεση αυτή μέσα απ’ το πέρασμα των χρόνων. Επιπρόσθετα αν μελετήσουμε με προσοχή τις διοικητικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι ολόκληρος ο διοικητικός μηχανισμός γίνεται ολοένα και πιο γραφειοκρατικός και ιεραρχικός. Μάλιστα ανεβαίνουμε στην ιεραρχία της διοίκησης τόσο μεγαλώνει και η απόσταση και το χάσμα από το σχολείο και τους δεκάδες χιλιάδες μάχιμους εκπαιδευτικούς της τάξης. Και αυτή η επιλογή μόνο τυχαία δεν είναι, αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα “πλέγμα” προστασίας του διοικητικού μηχανισμού για να μπορεί ανενόχλητα να εφαρμόζει την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική, να μπορεί η εκπαίδευση να επιτελεί το ρόλο της στο σημερινό σύστημα χωρίς τις παραφωνίες και τις “ανορθογραφίες” που προκύπτουν από τους αγώνες του εκπαιδευτικού και του νεολαιίστικου κινήματος.Με δεδομένη λοιπόν τη δομή και τη λειτουργία της εκπαίδευσης πρέπει κάποιος να απαντήσει και στο ερώτημα: Ποιον υπηρετούν οι περιφερειακοί διευθυντές, οι διευθυντές εκπαίδευσης ή ακόμα και οι διευθυντές των σχολείων; Την απροσδιόριστη εκπαίδευση που κάποιοι φαντάζονται και τον καταφρονεμένο εκπαιδευτικό ή την εκπαίδευση του αστικού συστήματος και τις επιλογές του; Αλήθεια ποια όρια μπορεί να αλλάξει ένας διευθυντής εκπαίδευσης ή ένας περιφερειακός διευθυντής ή πολύ περισσότερο ένας διευθυντής σχολείου στο πρόγραμμα σπουδών, στην καθημερινότητα των τραγικών ελλείψεων των σχολείων που αδυνατούν να ικανοποιούσουν πλήρως ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες των μαθητών; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά κανένα!

Στο πλαίσιο αυτό και τραβώντας το νήμα παραπέρα, μέσα σε συνθήκες βαθιάς και εντεινόμενης καπιταλιστικής κρίσης, η πολιτική που υπηρέτησαν όλα τα στελέχη της Διοίκησης την τελευταία δεκαετία, ανεξάρτητα από το κόμμα που βρισκόταν στην κυβερνητική εξουσία, υπηρέτησαν την ίδια και απαράλλακτη πολιτική. Την πολιτική της αδιοριστίας, της γενικευμένης ελαστικής εργασίας, των μαζικών μετακινήσεων των εκπαιδευτικών σε δύο, τρία ή ακόμα και πέντε σχολεία, του αυξημένου ωραρίου, της φτώχειας και της μισθολογικής καθήλωσης, της υποχρηματοδότησης, των συγχωνευμένων πληθωριστικών τμημάτων και των λουκέτων στα σχολεία, του αυταρχισμού και των “εντέλλεσθε”. Με αυτή την πολιτική που επέβαλλαν και υλοποίησαν οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ, ευθυγραμμίστηκαν πλήρως την τελευταία δεκαετία όλα τα στελέχη της Διοίκησης.

Η κυβέρνηση της ΝΔ ανέλαβε ξανά την διακυβέρνηση τον περασμένο Ιούλη. Στις χειραποσκευές της μεταφέρει όλη τη σκληρή και ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της οποίας τα αντιλαϊκά χτυπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ήρθε ανεμίζοντας τη σημαία της “αριστείας”, της “αξιολόγησης” και της “αυτονομίας”. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωση του Κ. Χατζηδάκη πως πρέπει “να γίνει αξιολόγηση σχολικών μονάδων κι από εκεί θα ξεκινήσουμε. Θα υπάρχει ιστοσελίδα στο Υπουργείο που θα είναι οργανωμένη και στην πρώτη φάση η αξιολόγηση θα γίνεται από τους ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους γονείς. Η αξιολόγηση δεν είναι μπαμπούλας.”. Ενώ ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβρη έλεγε πως “Η Παιδεία μας έχει ανάγκη από πιο αυτόνομα και δημιουργικά σχολεία. Με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση, τη διαχείριση πόρων, την επιλογή διδακτικού προσωπικού, την κατάρτιση προγράμματος σπουδών. Να ξεφύγουμε επιτέλους από την τυραννία του ωρολόγιου προγράμματος. Με αξιολόγηση παντού(…)”. Το αφήγημα της ΝΔ για επιβολή της αξιολόγησης των πάντων και της αυτονομίας των σχολείων είναι ο κύριος στόχος της κυβερνητικής πολιτικής και δεν είναι καινούργιο. Θα το συναντήσουμε σε όλες τις οδηγίες και τα σκονάκια της ΕΕ και του ΟΟΣΑ των τελευταίων δεκαετιών.

Η αναδιάρθρωση λοιπόν της Διοίκησης της εκπαίδευσης, με όποιο τρόπο κι αν γίνει, όποια κριτήρια κι αν θεσπίσει η κυβέρνηση για την επιλογή των στελεχών της θα αποτελέσει την επόμενη ημέρα το όχημα για την επιβολή της κυβερνητικής – αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που θα διαιωνίζει όλα τα προηγούμενα και υπάρχοντα οξυμένα προβλήματα των σχολείων και των εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα θα μετακυλίσει την ευθύνη για τη λειτουργία των σχολείων και την εύρεση πόρων από το “κεντρικό κράτος” στις σχολικές μονάδες και θα επιχειρήσει να χρεώσει τις ανεπάρκειες και τα αδιέξοδα στους εκπαιδευτικούς. Όπως όλα δείχνουν η κυβέρνηση της ΝΔ για να επιβάλλει την πολιτική της χρησιμοποιεί ενισχυτικά τον αυταρχισμό ακόμα και την καταστολή (καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, αστυνομική βία κλπ). Δεν είναι λοιπόν καθόλου εκτός της ημερήσιας διάταξης της εκπαίδευσης, αντίθετα ξαναμπαίνει στην ατζέντα με ένταση ο αυταρχισμός και ο επιθεωρητισμός, η επιτήρηση και ο ασφυκτικός έλεγχος των σχολικών μονάδων και των συλλόγων, με τη μορφή της αξιολόγησης.

Τις επόμενες ημέρες ή και εβδομάδες θα δούμε τα τελικά σχέδια της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας. Είναι βέβαιο όμως πως όποια φόρμα κι αν έχουν οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί, όποια κι αν είναι η τελική διάρθρωση και στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού, στο τέλος θα κληθεί να υλοποιήσει την από καιρό προεξοφλημένη πολιτική που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και πολύ περισσότερο τα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς. Έχουμε πλέον μια πολύτιμη θετική και αρνητική εμπειρία αρκετών δεκαετιών στο εκπαιδευτικό κίνημα. Η υπεράσπιση του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου, των εργασιακών κατακτήσεων των εκπαιδευτικών, των μορφωτικών δικαιωμάτων των παιδιών μας δεν πρόκειται να γίνει στη βάση της διοικητικής μεταρρύθμισης και στελέχωσης αλλά στο οργανωμένο εκπαιδευτικό κίνημα και τους αγώνες του.

Χρίστος Σόφης, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το