Ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας

Από την κούνια μάθαμε ν’ ακούμε και ν’ αγαπάμε τη μητρική μας γλώσσα. Ανάγκες της καθημερινής βιοπάλης και του πολιτικού αγώνα έκαναν να εκτιμήσουμε πιο βαθιά το αξετίμητο αυτό όπλο που λέγεται γλώσσα του λαού. Και η σοβιετική επιστήμη μάς δίδαξε πώς να βλέπουμε την εξέλιξη της γλώσσας πέρ’ από τη σφαίρα της γλωσσολογίας, όχι μόνο σαν όργανο και όπλο επικοινωνίας των ανθρώπων, παρά και σαν καθρέφτη της εξέλιξης του ίδιου του λαού που είναι ο πλαστουργός της.

“Τη γλώσσα και τους νόμους της εξέλιξής της – γράφει ο Στάλιν – μπορούμε να τους καταλάβουμε μόνο εφόσον τη μελετάμε σε αδιάσπαστη σύνδεση με την ιστορία της κοινωνίας, με την ιστορία του λαού που ανήκει η μελετώμενη γλώσσα και που είναι ο δημιουργός και φορέας αυτής της γλώσσας” (Στάλιν, Ο μαρξισμός και τα ζητήματα της γλωσσολογίας, σ.18(ρωσ.)).

Συμπεραίνουμε απ’ αυτή τη θέση του Στάλιν πως και η ιστορική πορεία ενός λαού μπορεί σε ορισμένο βαθμό να φωτιστεί και να κατανοηθεί με βάση τη μελέτη του γλωσσικού υλικού που έπλασε στο διάβα των αιώνων αυτός ο λαός.

Πρωταρχικής σημασίας μπορεί να θεωρηθεί απ’ αυτή την άποψη ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας με τη μακρόχρονη ιστορική συνέχεια που παρουσίασε, τον άκρο συντηρητισμό που τη χαρακτήριζε μα και τον πλούτο τον πλαστικό που διαθέτει και την κάνει ικανή να γεννά ολοένα και νέες μορφές: να είναι πάντα η ίδια και να μην είναι…

Δε θέλει συζήτηση πως η γλώσσα δεν πρέπει να παίρνεται σαν φαινόμενο αυτοδύναμο ή παντοδύναμο, όπως κάνει ο μεγαλοϊδεατισμός, που εν ονόματι της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας, που δεν ανήκει ούτε στη βάση ούτε στο εποικοδόμημα της κοινωνίας, θέλει να κρύψει τους βαθιούς ανταγωνισμούς και τις μεταλλαγές, που έζησαν οι κοινωνίες της ελληνικής φωνής, τις μεγάλες εθνολογικές και κοινωνικές διαφορές που τη χώρισαν, τα πεσίματα και τις μεταπτώσεις που πάθαινε ο λαός ή οι λαοί απ’ την πολιτική των κάθε φορά εκμεταλλευτριών τάξεων και ομάδων, την αφομοιωτική πολιτική των δουλοχτητών της αρχαιότητας, των φεουδαρχών του Βυζαντίου, των κεφαλαιοκρατών στα νεότερα χρόνια.

Και μήτε και είδε πραγματικά και σωστά τη γλωσσική συνέχεια και εξέλιξη ο μεγαλοϊδεατισμός. Τα κορυφαία του στοιχεία δεν είδαν καν τη χιλιόχρονη εξέλιξη μήτε της γλώσσας, μήτε του λαού. Είδαν όλη την ελληνική ιστορία μεταφυσικά, μια για πάντα από θεό δοσμένη. Και όπως ήταν επόμενο, έφτασαν σε παραλογισμούς.

Σε τι εξωφρενισμό έφτασε ο μεγαλοϊδεατισμός στην εποχή του φουντώματός του μας το δείχνει το παράδειγμα του φιλόλογου-“γλωσσολόγου” Μυστριώτη. Πολεμώντας το γλωσσολόγο Γ. Χατζηδάκι γιατί ανασκάλευε τις ρίζες και την εικόνα της εξέλιξης από την αρχαία ελληνική στη νέα, ο Μυστριώτης έγραφε το 1908: “Νεοελληνική γραμματική δεν υπάρχει, διότι η γλώσσα ημών αφωμοιώθη προς την αρχαίαν και ήθελεν είναι λυπηρόν εις το Ελληνικόν γένος, όπερ εν τη δουλεία αυτού δεν εμόρφωσε ούτε εδίδαξε νεοελληνικήν γραμματικήν, να ποιήση τούτο εν τη ελευθερία, καθ’ ην η δημιουργία τοιούτου βιβλίου είναι αντεθνική. Όταν δημιουργήσωμεν νέαν γραμματικήν δημιουργούμεν νέον έθνος… Ημείς όμως τυγχάνομεν της αγάπης των πολιτισμένων λαών, διότι εσμέν ο αυτός λαός τω αρχαίω Ελληνικώ” (Από Μ. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, μέρος Α, σ.510).

Κοντολογίς: δεν υπάρχει νεοελληνική γλώσσα και γραμματική της. Αγνοείται η προέλευση και εξέλιξή της από την αρχαιοελληνική. Και τούτο για να δειχτεί πως οι νέοι έλληνες είναι ο ίδιος με τους αρχαίους έλληνες, ατόφιος, λαός. Και η γλώσσα, κατά τη μυστριώτικη γλωσσολογία, δημιουργεί το έθνος. Αυτά ήταν τα “επιχειρήματα” του μεγαλοϊδεατισμού στο γλωσσικό μέτωπο. Γι’ αυτό και πολέμησε σαν μανιακός την προσπάθεια των δημοτικιστών για την επικράτηση της λαϊκής γλώσσας στα γράμματα.

Αλλά οι εξωφρενισμοί των μεγαλοϊδεατών δεν είναι λόγος να μη δούμε τη συγκεκριμένη εξέλιξη της γλώσσας σε συνάρτηση με την εξέλιξη του λαού-φορέα της.

Αν “η γλώσσα είναι η άμεση πραγματικότητα της σκέψης”(Μαρξ), εύλογο είναι, όταν παρακολουθήσουμε τη μεγάλη εξέλιξη της ελληνικής σ’ όλες τις φάσεις της, να ψάξουμε σε κάθε περίοδό της να βρούμε σε χοντρές γραμμές και το αντικαθρέφτισμα της σκέψης της κάθε φορά κοινωνίας. Και πράγματι, τόσο ο λεξιλογικός θησαυρός, όσο και η γραμματική και το τυπικό της ελληνικής, από μιαν άποψη, καθρεφτίζουν το λογισμό, τη σκέψη των κοινωνιών που τη μίλησαν κατά καιρούς. Και τη μίλησαν φυσικά οι πιο διαφορετικές κοινωνίες. Άλλες απ’ αυτές την έκαναν μόνιμα μητρική τους γλώσσα σαν στοιχείο σταθερής εθνολογικής διάπλασης από τη φάση του φυλετικού βίου ίσαμε τη συσσωμάτωσή τους στο ελληνικό έθνος. Άλλες τη μίλησαν σε ορισμένο χρονικό διάστημα και κυρίως οι άρχουσες ή μορφωμένες τάξεις ορισμένων τόπων – Ανατολή – της ελληνιστικής εποχής και ειδικά στη Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, όπως αργότερα, στην παρακμή του τιμαριωτισμού μιλήθηκε από τις άρχουσες τάξεις της Βαλκανικής, κυρίως της Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Βάση της διάδοσης της ελληνικής, με τη γλωσσική τελειότητα, που διευκόλυνε την επέχτασή της, ήταν η οικονομική, πολιτική και πνευματική επεχτατικότητα των κυρίαρχων τάξεων που την είχαν για όργανό τους. Κάτω απ’ οποιεσδήποτε όμως συνθήκες, νομίζουμε, τούτοι οι παράγοντες έδρασαν σταθερά: α) ουδέποτε έπαψε να μιλιέται συνεχώς η ελληνική γλώσσα στην έδρα που γεννήθηκε, δηλαδή στους πατροπαράδοτους χώρους του ελληνικού πολιτισμού (ηπειρωτική Ελλάδα, νησιά), β) ο λαός (φυλές, λαότητες) που τη μίλησε σ’ αυτούς τους χώρους ήταν, παρά τις μεταπτώσεις και υποχωρήσεις του, ο φορέας και αναδημιουργός της (εδώ είναι σωστό να συμπεριλάβουμε και την Κωνσταντινούπολη, σαν εκπολιτιστικό κέντρο που αναδημιουργούσε κι αυτό την ελληνική γλώσσα) και γ) παρά τις σοβαρές πληθυσμιακές και άλλες αλλαγές που μεσολάβησαν στη μακρόχρονη ιστορία της Ελλάδας, διατηρήθηκαν πάντα πληθυσμιακά και πνευματικά κέντρα ή νησίδες που βοηθούσαν στη διατήρηση της ελληνικής που, συναπαντώμενη με ολοένα και καινούργιες γλώσσες ή διάλεχτες, κατάφερνε να επιζεί και να τις αφομοιώνει ως ορισμένα όμως γεωγραφικά όρια και υπό ορισμένη σχέση πυκνότητας πληθυσμού.

Ούτε συζήτηση πως η γέννηση του χριστιανισμού στον καιρό και στον χώρο που ήταν διαδομένος ο ελληνιστικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής και στην παραπέρα εξέλιξή της. Αρκεί όμως αυτό και μόνο για να εξηγήσει τη ζωτικότητα μιας γλώσσας; Είναι σωστό να συμπεράνουμε, όπως κάνει λ.χ. ο Κορδάτος στηριγμένος στο γλωσσολόγο μας Γ. Χατζηδάκη (“Μόνη η γλώσσα φαίνεται ότι αποτελεί εξαίρεσιν, διασωθείσα εκ του φρικιώδους εθνικού ημών ναυαγίου… Κατ’ αυτόν τον τρόπον υπελήφθη η γλώσσα ο μόνος δεσμός των Γραικορωμαίων, όπως ο αοίδημος Κοραής τούς ονομάζει, προς τους αρχαίους έλληνας (Γ.Χατζηδάκης, περιοδ. “Εβδομάς”, 1884, σ.4)), πως “αν ο χριστιανισμός δεν χρησιμοποιούσε για επίσημή του γλώσσα την ελληνική, ούτε η νεοελληνική θα σωνότανε, ούτε θα γινότανε λόγος για νεοελληνική ιστορία στα χρόνια μας” (Γ.Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, εκδ.1946, σ.11);!

Και δε θυμίζει η θέση αυτή γλώσσα χωρίς λαό “δημιουργό και φορέα” της;

Ο χριστιανισμός, αλήθεια, διαδόθηκε πολύ στην αρχή διαμέσου της ελληνικής στην Ανατολή. Μα πλήθος λαοί, παρά τη δύναμη που έδειξε στον τόπο της η ελληνική, μπόρεσαν ωστόσο να διατηρήσουν την αυτοδύναμη, δική τους γλώσσα και τελικά να εκτοπίσουν την ελληνική, χωρίς να μείνουν αμέτοχοι του χριστιανισμού. Έπειτα, ο χριστιανισμός δεν εμποδίστηκε να διαδοθεί και κει που δεν επικράτησε η ελληνική (λ.χ. Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, Ρωσία, Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη κ.α.). Τέλος, στην καθαυτό Ελλάδα ο χριστιανισμός, μπορούμε να πούμε, προχωρούσε κάπως δυσκολότερα από τις ελληνίζουσες περιοχές της γενέτειράς του. Εδώ, λόγω των αρχαίων ιδεολογικών παραδόσεων υπήρχαν ακόμα, καθώς είδαμε, γερά ειδωλολατρικά επιβιώματα ως τον 6ο και πέρα αιώνα· κι ωστόσο η ελληνική δεν έπαψε να ζει και να αργομεταπλάθεται.

Πώς να εξηγήσουμε αυτά τα φαινόμενα; Μόνο με τον παράγοντα του χριστιανισμού δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε.

Θα υπάρξει ίσως και το επιχείρημα πως έχουμε και γλώσσες που επιβλήθηκαν σε λαούς ή φυλές, που παλιότερα μιλούσαν άλλη γλώσσα ή γλώσσες, ύστερ’ από κατάχτηση, όπως λ.χ. τη διάδοση της ισπανικής και πορτογαλικής στους ινδιάνους της Λατινικής Αμερικής. Μην ξεχνάμε όμως πως η τέτοια διάδοση συμβάδιζε και με φυσική εξόντωση των καταχτημένων φυλών και με επιμιξίες των υπόλοιπων. Και πάντως ο πολιτισμός των εισβολέων-φορέων της νέας γλώσσας κατάφερε να επιβληθεί. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ένας καταχτητής ή επιδρομέας, όπως λ.χ. οι νομάδες πρωτοβούλγαροι ή βόλγαροι της ορδής του Ασπαρούχ στον 7ο αιώνα έδωσαν στη χώρα, που εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν, την ονομασία της – Βουλγαρία – ενώ έχασαν και τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους και αφομοιώθηκαν από τον πιο συμπαγή ντόπιο σλαβικό πληθυσμό. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, όπου κατηφόρισαν και εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι της Βαλκανικής και έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εθνολογική διαμόρφωση του πληθυσμού της, υιοθέτησαν αλλού γρηγορότερα κι αλλού πολύ αργόσυρτα την ελληνική γλώσσα.

Ώστε όταν μιλάμε για το ρόλο της γλώσσας μας σε συνάρτηση με τη γενική εξέλιξη του τόπου, πρέπει να διακρίνουμε το ειδικά τυπικό που ξεχωρίζει κάθε φορά σ’ αυτή την εξέλιξη. Χωρίς να υπερτιμούμε τον παράγοντα της γλώσσας στην ιστορία, δεν είναι σωστό και να τον υποτιμούμε και μάλιστα σε τόσο περίπλοκο φαινόμενο όπως είναι η ιστορία της Ελλάδας.

Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να ξεμπλέξουμε με απλούς αφορισμούς, όπως κάνει ο Χατζής: “το ζήτημα της γλώσσας έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία τόσο γενικά για το ιστορικό πρόβλημα της συνέχειας, όσο και ειδικά… για το ζήτημα… της συνέχειας στην ιστορία της λογοτεχνίας”(σ.15).

Ο Στάλιν λέει πως η γλώσσα είναι ξεχωριστό κοινωνικό φαινόμενο που δεν υπάγεται στο εποικοδόμημα της κοινωνίας, διαφέρει από τη βάση και το εποικοδόμημα, η λειτουργία της επεχτείνεται σ’ όλες τις σφαίρες της ζωής, υπάρχει σ’ όλες τις κοινωνίες, ανήκει σ’ όλο το λαό άσχετ’ από τάξεις, είναι μαζί όπλο πάλης και ανάπτυξης της κοινωνίας και πως “ο μαρξισμός λέει πως η κοινότητα γλώσσας είναι ένα από τα σπουδαιότερα γνωρίσματα του έθνους”(Ι.Στάλιν, Ο μαρξισμός και τα ζητήματα της γλωσσσολογίας, σ.12(ελλην.)).

Δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτε σχετικά με την παραπάνω θέση του Χατζή, αν δεν έδειχνε γενικότερη υποτίμηση της γλώσσας σαν βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση του έθνους και κριτήριο στην ιστορική εξέλιξη του λαού.

Ανοίγουμε ένα σοβιετικό βοήθημα και διαβάζουμε πως “η γλώσσα συνδέεται αδιάσπαστα με τον πολιτισμό, αποτελεί μορφή και όπλο ανάπτυξης του πολιτισμού”. Και παρακάτω: “Εθνική μορφή πολιτισμού είναι ένα σύνολο ιδιαίτερων μέσων και τρόπων έκφρασης του πολιτισμού ενός δοσμένου έθνους. Είναι πριν απ’ όλα η εθνική γλώσσα” (Ιστορικός Υλισμός, επιμ. καθηγητή Κωνσταντίνοφ, έκδ.2η, σ.135 και 277 (ρωσ.)).

Και για κατακλείδα. Ο σοβιετικός ιστορικός Λεφτσένκο, που το έργο του “Ιστορία του Βυζαντίου” εκδόθηκε τούτα τα χρόνια στα ελληνικά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ξενιτιά, γράφει: “Κανένας φιλόλογος-ελληνιστής, που ασχολείται με την ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί σήμερα να αγνοεί τη σταλινική θέση του ζητήματος της παλλαϊκής γλώσσας στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της” Μ.Β.Λεφτσένκο, Η σημασία των έργων του Ι.Β.Στάλιν σχετικά με τα ζητήματα της γλωσσολογίας, Βιζαντίισκι Βρέμενικ, IV-1951, σ.7(ρωσ.)).

Έτσι κοιταγμένη η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας μάς βοηθάει να λύσουμε αρκετές απορίες σχετικά με την εξέλιξη του λαού της Ελλάδας και των φυλών ή λαών που τη μίλησαν στη δουλχτητική αρχαιότητα, τη σχετική συγχώνεψη των αρχαίων διαλέχτων της σε μια “κοινή” ελληνική γλώσσα στην εποχή των μακεδόνων και στην παρακμή της δουλοχτητικής κοινωνίας, στην εποχή της βαθμιαίας γένεσης της βυζαντινής φεουδαρχίας, της μεγάλης μετανάστευσης των λαών, να βρούμε τι χάθηκε και τι απόμεινε μετά τις κοινωνικές και πληθυσμιακές-εθνολογικές αλλοιώσεις του 2ου αιώνα παλ.χρον.ως τον 6ο-7ο αιώνα της νέας χρονολογίας· πώς διαλύθηκαν οι παλιές, φυλετικές και λαοτικές ενώσεις, σε ποια νέα λαοτική ή φυλετική βάση άρχισαν να διαμορφώονται οι νεοελληνικές διάλεχτες στο πρώιμο Βυζάντιο. Πώς αρχίζουμε από τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου και σιγά-σιγά, ανεπαίσθητα, χωρίς “εκρήξεις”, να περνάμε σε νέα μορφή της ελληνικής, που θα γίνει τελικά η νεοελληνική γλώσσα. Τι ρόλο έπαιξαν αρχαίες διάλεχτες ή ιδιώματα που διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας, όπως λ.χ. τα τσακώνικα, πώς διαπλάστηκε κι εξελίχτηκε το ποντιακό, το κυπριακό ιδίωμα κ.ά., πώς και στη διάρκεια του Βυζαντίου, μα και μετά τις σταυροφορίες των δυτικών, μα και στην τουρκοκρατία έχουμε μια συνεχή ζύμωση ένωσης και διάσπασης και επανένωσης νεοελληνικών διαλέχτων ανάλογα με την εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων, όπως έχουμε και επηρεασμό τους από τα σλαβικά, αρβανίτικα, τούρκικα, βενετσιάνικα κ.ά.· πώς, τέλος, τα διάφορα ρυάκια της εθνολογικής ζύμωσης των ρωμιών συγκλίνουν στο ποτάμι που ονομάστηκε “γένος των ρωμαίων”, δηλαδή στη λαότητα του βυζαντινού μεσαίωνα που μιλάει και συνεννοείται σε ελληνικές διάλεχτες μιας γλωσσικής ριζομάνας – της ελληνικής – για να καταλήξει αργότερα στην κοινή εθνική ελληνική γλώσσα.

Ο γλωσσολόγος Μ. Τριανταφυλλίδης, παρ’ όλο που ξεκινάει από την αβάσιμη θέση της ανέκαθε ύπαρξης ελληνικού έθνους, γράφοντας “σε όλη τη μεταχριστιανική εποχή δεν κατόρθωσε το ελληνικό έθνος να καθιερώσει γλώσσα κοινή, γραπτή και προφορική, θεμελιωμένη στη ζωντανή λαλιά”, δίνει πάντως χρήσιμα στοιχεία για την εξέλιξη των νεοελληνικών διαλέκτων (Μ. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική γραμματική, Ιστορική εισαγωγή, τόμ. Α’, σ.80).

Το ζήτημα των αλλαγών που έπαθε η ελληνική γλώσσα για να φτάσει στη νεοελληνική μορφή της αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα και σε σχέση με τις επιδράσεις των μεγάλων λαϊκών μετακινήσεων του 4ου-7ου αιώνων, χωρίς και να τις υπερβάλουμε, επειδή στοιχεία σοβαρά των αλλαγών της, που βρίσκουμε στη σημερινή νεοελληνική, υπάρχουν κιόλας πολύ πριν από τις μεταναστεύσεις και τα μεγάλα ανακατώματα των λαών. Όπως σημειώνει ο Μ. Τριανταφυλλίδης, μερικά στοιχεία των αρχαιοελληνικών διαλέκτων, που συμβάλανε στη διαμόρφωση της “κοινής” πέρασαν και στις κατοπινές νεοελληνικές. Αναφέρει λόγουχάρη τους τύπους είδοσαν, κερί, άχερο, την κατάληξη – ξαν αντί σα, την τροπή του θέματος σθ σε στ, του φθόγγου b σε β, του d σε δ κ.ά. (Μ.Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γρμματική, Ιστορική εισαγωγή, τόμ. Α’., σ.537).

Έτσι είτε αλλιώς, κατά το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τις αρχές της τουρκοκρατίας έχουμε πλήθος ελληνικές διάλεκτες και ιδιώματα, που έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, πράγμα που εκφράζει και την ξεχωριστή πορεία στη διαμόρφωση ορισμένων ελληνιών ομάδων-λαοτήτων λόγω των ξεχωριστών ιστορικών συνθηκών που έζησαν κάτω από διάφορους κυρίαρχους. Όλες ωστόσο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, νεοελληνικό, που στο 15ο αιώνα επιτρέπει στο Ζυγομαλά να γράφει στο γερμανό λόγιο Κρούσιο: “Αλλόκοτα αλλ’ όμως συνεννοούνται οι έλληνες”.

Η τέτοια αργόσυρτη διάπλαση περιφερειακών κοινών διαλέκτων και αργότερα μιας νέας κοινής ελληνικής ήταν συνακόλουθο της αύξησης των επικοινωνιών ανάμεσα στους ρωμιούς, παράγοντας και όρος βασικός της πορείας προς το σχηματισμό τους σε έθνος. Στις παραμονές της επανάστασης, η κοινή αυτή νεοελληνική, η λεγόμενη δημοτική, αρχίζει να μελετιέται πιο συστηματικά και να γράφεται κάπως κανονισμένη γραμματικά. Πρώτος κλασικός της χειριστής είναι ο εθνικός ποιητής μας. Δ. Σολωμός. Δεν επεχτεινόμαστε εδώ στον άγριο κοινωνικό αγώνα που άρχισε για την επιβολή της, για τη λεγόμενη διγλωσσία και την πάλη καθαρευουσιανισμού και δημοτικισμού, που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Η αντίδρασή ήξερε τι έκανε στην υπερεκατόχρονοη προσπάθειά της “να πνίξει τη δημοτική και ν’ αφαιρέσει από το λαό ένα από τα πιο γερά όπλα του – δίχως καμιά υπερβολή θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε το πιο γερό όπλο του – τη ζωντανή γλώσσα του” (Ν.Ζαχαριάδη, Συλλογή έργων, σ..52. Περισσότερα για τους αγώνες γύρω από το γλωσσικό βλ. στο δοκίμιο: Πέτρου Ρούσου, Η διδασκαλία του σ. Στάλιν και η ελληνική γλώσσα”, έκδ.Νέα Ελλάδα, 1951).

Ο παράγοντας του πληθυσμού. Οι μεταναστεύσεις των λαών & η επίδραση των Σλάβων στη διαμόρφωση των νέων Ελλήνων

Συχνά, όταν μιλάμε για ιστορικές εποχές και κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα στη μια και την άλλη, δεν έχουμε μπροστά μας τη συγκεκριμένη εικόνα ενός παράγοντα, που στέκει από τους πρώτους φυσικούς όρους ύπαρξης μιας ανθρώπινης κοινωνίας: του παράγοντα του πληθυσμού, ειδικά της πυκνότητάς του. Η αστική μεγαλοϊδεάτικη άποψη παρατόνισε και παραποίησε ρατσιστικά την υπόθεση του πληθυσμού στην ελληνική ιστορία. Ο μαρξισμός δεν θεωρεί την πυκνότητα του πληθυσμού αποφασιστικό παράγοντα τη διαμόρφωση της ιστορίας. Τούτο όμως δε σημαίνει πως και τον αγνοεί ή και πως ο παράγοντας του πληθυσμού δεν παίζει το ρόλο του στην τέτοια ή τέτοια διαμόρφωση της κοινωνίας.

Για να σχηματιστεί λοιπόν μια κοινωνία χρειάζεται ορισμένος πληθυσμός, ορισμένη πυκνότητά του. Δεν είναι βέβαια η πυκνότητα του πληθυσμού που καθορίζει το κοινωνικό καθεστώς. Αντίθετα, όλη η ιστορία δείχνει πως το είδος του κοινωνικού καθεστώτος καθορίζει την πυκνότητα του πληθυσμού. Αυτό είναι θεμελιακό στο μαρξισμό. Αλλά κι αυτό πρέπει να το δούμε συγκεκριμένα για κάθε κοινωνία και για κάθε συγκεκριμένο στάδιο της ανάπτυξής της.

Αξιοπρόσεχτη είναι μια παρατήρηση του Μαρξ σχετικά με τις αρχαίες κοινωνίες και τον πληθυσμό τους. “Όλο το σύστημα αυτών των κρατών στηριζόταν σε ορισμένο περιορισμό του όγκου του πληθυσμού, που δεν μπορούσε να ξεπεραστεί χωρίς να κινδυνέψει η ίδια η ύπαρξη του αρχαίου πολιτισμού” (Κ.Μαρξ – Φ.Ένγκελς, Έργα, τ.ΙΧ, σ.278(ρωσ.)).

Ανάλογα λοιπόν με τη βαθμίδα της κοινωνικής εξέλιξης, η επίδραση του καθεστώτος στην πυκνότητα του πληθυσμού και γενικότερα σ’ αυτό που, ίσως όχι πετυχημένα, λέγεται σήμερα δημογραφία, είναι διαφορετική. Λόγου χάρη, στην αρχαιότητα, που ήταν και σχετικά πιο αραιοκατοικημένοι οι τόποι (παραβλέπουμε μερικές περιπτώσεις που θα είχαν και μεγαλύτερη πυκνότητα απ’ ό,τι σήμερα), οι θεομηνίες, οι πόλεμοι και οι εισβολές μπορούσαν να ‘χουν πιο αισθητή επίδραση στον παράγοντα του πληθυσμού εξαιτίας της σχετικά χαμηλής στάθμης του κοινωνικού καθεστώτος και των παραγωγικών δυνάμεών του.

Η κρίση του καθεστώτος των πόλεων της αρχαίας Ελλάδας σαν σταδίου της κρίσης του δουλοχτητικού καθεστώτος γενικότερα, που φανερώθηκε με οξύτητα στο δεύτερο μισό της περιόδου της μακεδονικής κυριαρχίας, ήταν η πρώτη και βασική αιτία που άρχισε να φθίνει και ν’ αραιώνει ο πληθυσμός της αρχαίας Ελλάδας. Και όχι το αντίστροφο, όπως υποστηρίζουν οι ιδεαλιστές ή οι ψευτοϋλιστές ιστορικοί. Η κρίση αυτή κράτησε σε μάκρος για αιώνες. Την αραίωση του πληθυσμού τη δυνάμωσαν έντονα οι πόλεμοι και οι επιδρομές των ρωμαίων. Αργότερα, ιδίως στη ρωμαϊκή περίοδο που γενικεύτηκε η κρίση του δουλοχτητικού καθεστώτος στο σύνολό του, η “ολιγανθρωπία” της Ελλάδας μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ. Έξι σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν σ’ ένα διάστημα δυο-τριών αιώνων, ο Πολύβιος (στα μέσα του 2ου αιώνα της π.χρ.), ο Σέρβιος Σουλπίκιος, ο Στράβων, ο Πλούταρχος, ο Δίων ο Χρυσόστομος και ο Παυσανίας (στο μεταίχμιο του 1ου αιώνα π.χρ.και 1ου αιώνα ν.χρ.) δίνουν στα έργα τους ζωηρή εικόνα της ερήμωσης του πληθυσμού των ελληνικών χωρών. Ο Πολύβιος μιλάει για ατεκνία και ολιγανδρία που βρήκε την Ελλάδα. Ο Στράβων σημειώνει την ερήμωση της Λακωνίας και της Αρκαδίας και άλλων τόπων και αναφέρνει σαν λόγο τους αδιάκοπους πολέμους. Ο Πλούταρχος στο έργο του περί εξαφανίσεως των μαντείων σημειώνει την “κοινήν ολιγανδρίαν” της Ελλάδας εξαιτίας των στάσεων και των πολέμων. Και προσθέτει, ίσως υπερβολικά κατά τους τωρινούς ιστορικούς, πως όλη η Ελλάδα μπορούσε στα χρόνια του να παρατάξει τρεις χιλιάδες οπλίτες, όσους είχε παρατάξει μόνη η πόλη των Μεγαρέων στη μάχη των Πλαταιών (Τα όσα αναφέρονται σε Πολύβιο, Στράβωνα και Πλούταρχο είναι παρμένα από το βιβλίο του Ο.Β. Κουντριάφτσεφ, “Οι Ελληνικές επαρχίες της Βαλκανικής στο δεύτερο αιώνα της χρονολογίας μας”, Μόσχα, 1954 (ρωσ.)).

Η ερήμωση όμως της Ελλάδας δεν ήταν ισόμετρη και γενική σ’ όλα τα μέρη της. Σε μια χώρα σχετικά μικρή όπως η Ελλάδα, που στον καιρό των ρωμαίων λεγόταν, καθώς ξέρουμε, Αχαΐα, αριθμούνταν πάνω από εκατό πόλεις (στο ίδιο, σ.67), που αλήθεια, φυτοζωούσαν. Η ύπαιθρος και η γεωργία στηριγμένη στην εκτατική καλλιέργεια με τα χέρια δούλων είχε εξαντληθεί και ερημωθεί και αυτές οι πόλεις με τον εξαθλιωμένο πληθυσμό έδιναν σε μεγάλο μέτρο τον τόνο στη γενική φυσιογνωμία της Ελλάδας στα χρόνια της παρακμής (στο ίδιο, σ.105).

Ένας από τους υπολογισμούς, που δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν, υπολογίζει για τον 2ο αιώνα τον πληθυσμό της Μακεδονίας, της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Εύβοιας και των άλλων νησιών σε 3 εκατομμύρια και της Κρήτης σε 700 χιλιάδες ψυχές (Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ.4, μέρ. Α’, σ.294).

Ποια πληθυσμιακή-φυλετική κατάσταση κληρονόμησε από τους ρωμαίους η νέα αυτοκρατορία του Βυζαντίου και πώς εξελίχτηκε αυτή;

Αστοί ιστορικοί δεν αρνιένται πως η βυζαντινή αυτοκρατορία, που μπορούμε να θεωρούμε σαν αρχή της τον 4ο-5ο αιώνα, αποτελέστηκε από πλήθος λαούς και φυλές, όχι μόνο ελληνικές, αλλά περισσότερο από ελληνίζουσες ή μη ελληνικές – θράκες, ιλλυριοί, καπαδόκες, λυκάονες, κατάονες, λύκιοι αρμένιοι, σύριοι, αιγύπτιοι και άλλοι – μόνο που αποδίδουν, όπως λ.χ. ο Παπαρρηγόπουλος εξαρχής πρωτεύοντα ρόλο στους έλληνες. Στηρίζονται σε μαρτυρίες, όπως λ.χ. του Ιωάννη του Λυδού, που γράφοντας στον 6ο αιώνα για τους κατοίκους των πόλεων στις ευρωπαϊκές επαρχίες του κράτους, τους λέει: “Έλληνας εκ του πλείονος όντας”(στο ίδιο, τ.3, μέρ. Α’, σ.2).

Τι όμως πρέπει εδώ να εννοούμε “έλληνες”; Στις κυρίως ελλαδικές χώρες ο πληθυσμός, όπως είδαμε, είχε αραιώσει. Στις άλλες επαρχίες υπήρχαν βέβαια έλληνες και πολύ περισσότερο εξελληνισμένοι αλλόφυλοι: μυσοί, λέλεγες, ίσαυροι, βιθυνοί, φρύγες, παφλαγόνες, γαλάτες και άλλοι. Από το 2ο αιώνα της νέας χρονολογίας τα ευαγγέλια διαδίδονται σ’ αυτούς στην ελληνική γλώσσα, που δεν τους ήταν άγνωστη από τον καιρό των μακεδόνων. Αργότερα τη διαδίδει και το εμπόριο και ο διοικητικός μηχανισμός. Ο Στράβων μιλάει για “ελληνογαλάτες” της Μικρασίας. Ο Θεοφάνης αργότερα για “γοτθογραικούς” (στο ίδιο, τ.4, μέρ. Α’, σ.300).

Δεν μπορούμε να πούμε πως οι φυλές αυτές “εξελληνίστηκαν” συνολικά. Για μια όμως αρκετή περίοδο, το ελληνικό στοιχείο κατορθώνει να επιβληθεί σ’ αυτές τις φυλές, ώστε ν’ αποτελέσουν μαζί με τους έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους έλληνες και ελληνίζοντες της Αιγύπτου, Συρίας κλπ. το κύριο ανθρώπινο υλικό στην αρχική επικράτηση του ελληνικού στοιχείου απέναντι στο λατινικό στο Βυζάντιο. Όπως και στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έτσι και στη Βυζαντινή της πρώτης περιόδου, οι περιοχές της Ελλάδας δεν παίζουν ηγετικό ρόλο.

Εκείνο όμως που είχε μεγάλη επίδραση στην πληθυσμιακή κατάσταση του Βυζαντίου και ιδιαίτερα της Ελλάδας ήταν οι μεγάλες μεταναστεύσεις και επιδρομές νέων φυλών και λαοτήτων που άρχισαν από τον 3ο και 4ο αιώνα.

Ο τρίτος-τέταρτος αιώνας στην Ευρώπη ονομάστηκε αιώνας των μεγάλων μεταναστεύσεων των λαών. Οι μεταναστεύσεις εκείνες άλλαζαν τη συγκρότηση και το πρόσωπο του ρωμαϊκού κόσμου. Αλλά πολύ πριν το αλλάξουν είχε φαγωθεί από μέσα με την κρίση της δουλοχτησίας και τις εξεγέρσεις των δούλων. Τούτο ήταν η πρώτη και γενική αιτία της αλλαγής. Όταν προχώρησε αρκετά το φαινόμενο, εισέβαλαν οι άλλες φυλές, οι “βάρβαροι”, που ζούσαν έξω από την περίμετρο της αυτοκρατορίας και “γκρέμισαν με πάταγο τη Ρώμη” (Στάλιν, Άπαντα, τ.13, σ.327, ελλην.έκδ.). Αρχίζει η νέα εποχή και, όπως σημειώνουμε αλλού, η μετάπλαση των λαών της Δ. Ευρώπης.

Τι έγινε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος;

Εδώ, όπως δείχνουν οι σύγχρονες μελέτες, η πορεία ήταν κάπως βραδύτερη, ιδιόμορφη και η ανατολική αυτοκρατορία παρουσίασε σχετικά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Βασικά όμως, και δω οι επιδρομές και οι μεταναστεύσεις των “βαρβάρων” έφεραν ουσιώδεις αλλαγές. Το ρόλο που έπαιξαν οι γερμανοί στο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, τον έπαιξαν εδώ οι σλάβοι και κατά δεύτερο λόγο οι άραβες. Οι επιδρομές από βορρά είχαν αρχίσει ακόμα από τον καιρό των ρωμαίων. Λ.χ. το 170 της ν. χρ. έγινε η κάθοδος της φυλής των κωστομπόκων, άγνωστης εθνολογικής προέλευσης, πιθανολογιέται θρακική ή σλαβική. Έφτασε ως την Ελάτεια και αποκρούστηκε. Την αναφέρει ο Παυσανίας και άλλες πηγές (Τ. Δ. Ζλατκόφσκαγια “Η Μοισία στον 1ο-2ο αιώνα της χρονολογίας μας”, 1951, σ.128-132(ρωσ.). Επίσης, Ο. Β. Κουντριάφτσεφ, ό.π., σ.245 και συνέχεια (ρωσ.).

Στον 3ο αιώνα έχουμε τις επιδρομές των γερμανικών φυλών των γότθων που βάστηξαν πάνω από έναν αιώνα και ρήμαξαν αρκετά και την Ελλάδα. Το Βυζάντιο αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί τους και να τους αφήσει να εγκατασταθούν στα όριά του. Στον 5ο αιώνα εισβάλλουν τα ασιατικά φύλα των ούνων, που χάλασαν επίσης πολλά στοιχεία της παλιάς ζωής και μεγάλο μέρος των πληθυσμών της Ελλάδας. Έχουμε και την επιδρομή των αβάρων. Κατόπι έχουμε τις καθόδους των σλάβων, που έγιναν πιο συστηματικές από τον 6ο-7ο αιώνα και άφησαν σημαντικότερα ίχνη στη ζωή της Ελλάδας.

Στον 7ο αιώνα έχουμε τις επιδρομές των αράβων (ανατολικές επαρχίες, Κρήτη και αλλού). Άγνωστο είναι ακριβώς πώς και από πότε παρουσιάστηκαν οι βλάχοι στην Ελλάδα (πρωτοαναφέρονται σε γραφτά από τον 11ο αιώνα). Από τον 14ο αιώνα παρουσιάζονται μαζικές μεταναστεύσεις αλβανών στην Ελλάδα. Βλάχοι και αλβανοί υπάρχουν και σήμερα στη χώρα μας. Πολλοί απ’ αυτούς ενσωματώθηκαν στην εθνότητα και στο έθνος μας. Δε μιλάμε εδώ για την επίδραση των “φράγκων” και των τούρκων καθώς και για μικρότερες φυλές και ομάδες.

Δε θα επεκταθούμε σε στοιχεία, για την επίδραση όλων εκείνων των φυλών στη διαμόρφωση του πληθυσμού της Ελλάδας, ούτε κι όλα έχουν μελετηθεί, έχουμε όμως αναμφισβήτητα τεκμήρια για τηις επιδράσεις των σλάβων και αλβανών.

Πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στις επιδράσεις των σλάβων γιατί και αποφασιστικό ρόλο παίξανε στην εθνολογική διαμόρφωση της Βαλκανικής και της Ελλάδας και παραποιήθηκε ιδιαίτερα ο ρόλος τους από τη μεγαλοϊδεάτικη ιστοριογραφία μας.

Αν αφήσουμε κατά μέρος τις πληροφορίες ή εικασίες για τις πρώτες επιδρομές σλάβων στα Βαλκάνια, οι βασικές πληροφορίες των πηγών συμφωνούν πως πιο μαζικές κάθοδες των σλάβων σημειώνονται στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και περισσότερο από τον 7ο αιώνα. Οι πιο “νηφάλιοι” εθνικιστές ιστορικοί μας δεν μπορούν ν’ αρνηθούν ο γεγονός των καθόδων, συζητάνε μόνο για το πότε κατηγόρησαν οι σλάβοι και αν ήταν λίγοι ή πολλοί και ποια η επίδρασή τους στη ζωή του Βυζαντίου και ειδικά της Ελλάδας. Για την επιστήμη όμως, εκτός από την αριθμητική τους δύναμη, έχει σημασία τι έφεραν, τι έδωσα και τι πήραν εκεί που ήρθαν οι σλάβοι, που εγκαταστάθηκαν στις ελλαδικές χώρες. Εδώ κυρίως θα φανεί η αλληλοεπίδραση του σλαβικού και ελληνικού στοιχείου, αλληλοεπίδραση που στάθηκε αναμφισβήτητο φαινόμενο στην εθνογονία των νέων ελλήνων και θ’ αξιολογηθεί και η εθνολογική αλλαγή που έφεραν στη σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας.

Πλήθος ιστορικές πηγές μαρτυρούν τις επιδρομές των σλάβων στο Βυζάντιο ως τις νοτιότερες άκρες του Μωριά. Οι περισσότεροι τούς ονομάζουν σκλαβηνούς και τον τόπο που κατοίκησαν ή τις κοινότητές τους – Σκλαβηνία, Σκλαβινίες. Μένανδρος, Προκόπιος, Ευάγριος, που έγραψαν στον 6ο αιώνα, το Οδοιπορικό του οσίου Βιλιβάλδου στον 8ο αιώνα, ο αυτοκράτορας και συγγραφέας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο 10ο αιώνα, ο Πατριάρχης Νικόλαος στον 11ο αιώνα και άλλες πηγές, λ.χ. χρονικά (όπως το “περί κτήσεως Μονεμβασίας” στο 16ο αιώνα), αναφέρονται στις επιδρομές και εγκαταστάσεις σλάβων στην Ελλάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σλάβοι ακολουθούνταν από άβαρες, φυλές τουρανικής καταγωγής. Απ’ αυτές τις πηγές αξίζει ν’ αναφέρουμε δυο: του Ευάγριου, που είναι σαν είδος πρωτοπηγής, από την οποία άντλησαν και άλλοι, και του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.

Γράφει λοιπόν ο Ευάγριος για τις επιδρομές των αβάρων: “Οι άβαρες δις μέχρι του καλούμενου μακρού τείχους ελάσαντες. Συγγιδόνα, Αγχίαλον τε και την Ελλάδα πάσαν και ετέρας πόλεις τε και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο” (Βλ. Άρθρο Κ. Αμάντου στη “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια”, τ. “Ελλάς”, σ.435).

Την περίπτωση αυτή ορισμένοι ιστορικοί την ερμηνεύουν σαν κάθοδο των σλάβων σε συνεργασία με τους άβαρες.

Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στο έργο του “Περί θεμάτων”, μιλώντας για την Πελοπόννησο του 8ου αιώνα, γράφει: “εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην” (Βλ. άρθρο Αδ. Αδαμαντίου, στο ίδιο, σ.49).

Η εγκατάσταση σημαντικών όγκων σλαβικού πληθυσμού στις αραιοκατοικημένες περιοχές της Ελλάδας κατά τον 6ο-8ο αιώνα είναι ιστορικό γεγονός. άβαρες και άλλες φυλές δεν άφησαν ίχνη εγκατάστασής τους. Οι σλάβοι όμως, που ήρθαν περιοδικά και κατά ομάδες, οργανώθηκαν σε κοινότητες τσομπάνηδων και γεωργών. Από την άλλη, αρκετές πηγές μαρτυρούν πως ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός περιορίστηκε κυρίως στα ορεινά και στις πόλεις ή τα λιμάνια και τα νησιά. Πλήθος λέξεις τοπωνυμικές και άλλες που μπήκαν στη γλώσσα μας μαρτυρούν τη μόνιμη και μακρόχρονη εγκατάσταση και επίδραση των σλάβων στη ζωή της μεσαιωνικής Ελλάδας.

Λέξεις όπως η Γκορίτσα, Ντόμπραινα, Αγόριανη, Ζαγορά, Ζαγόρια, Σέλιανη, Σελινίτσα, Πολιάνα, Τύρναβος, Χλεμποτσάρι, Ζαπάντι, Κλεισόβα, Βαράσοβα, Μωριάς και πλήθος άλλες είναι σλαβικές ή σλαβικής προέλευσης. Τα σλαβικά τοπωνύμια τα συναντά κανείς από τη Μακεδονία ίσαμε τις νοτιότερες άκρες του Μωριά.

Στο αγροτικό και κτηνοτροφικό νοικοκυριό έμειναν οι σλαβικές λέξεις (στάνη (όχι και ο τσομπάνος, όπως γράφτηκε, που είναι τουρανικής καταγωγής), η βεδούρα, η κορίτα, τα μπέλα, ο οβορός (ντβορ), η σβάρνα και άλλες. Οι λέξεις πέστροφα, βερβερίτσα, η γουστέρα (σαύρα) που ακούεται σε μερικά μέρη της Ελλάδας, είναι σλαβικές.

Μπήκαν στη γλώσσα μας ακόμα και σλαβικές λέξεις για αφηρημένες έννοιες, όπως το ζακόνι.

Και στη γραμματική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας οι σλάβοι είναι πιθανό πως άσκησαν κάποια επίδραση. Τουλάχιστο αυτό δείχνουν τύποι της γλώσσας μας, όπως Κεράσοβο, Δολιανά κ.ά.

Το ντύσιμο των αγροτών μας έχει σλαβικές επιδράσεις, πού και πού είναι πανομοιότυπο, και η ίδια η λέξη ρούχο είναι σλαβικής προέλευσης. Ορισμένα τραγούδια του ελληνικού λαού έχουν ομοιότητα με τα σλαβικά. Το ίδιο και μερικές δοξασίες, όπως για τους βρυκόλακες, που είναι λέξη σλαβικής προέλευσης.

Οι σλάβοι λοιπόν έμπασαν στοιχεία του πολιτισμού τους στην κοινωνία της βυζαντινής Ελλάδας που είχε περάσει σε ολόπλευρη κρίση και βρισκόταν στην κυοφόρηση του νέου, του φεουδαρχικού καθεστώτος. Ήρθαν οι επιμιξίες με τον ντόπιο πληθυσμό και συμβάλανε στην ανανέωσή του. Αυτό δεν το αρνούνται ούτε αστοί ιστορικοί, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ούτε ο Π.Καρολίδης (Βλ.Π.Καρολίδη, Ιστορία του ΙΘ’ αιώνος, τ. Β’, σ. 72).

Βέβαια, οι επιμιξίες παίξανε πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του νέου πληθυσμού της Ελλάδας. Μα εδώ δεν πρόκειται απλώς για επιμιξίες. Ατόφιες μάζες φυλετικά διαφορετικού – σλαβικού και άλλου – πληθυσμού μπήκαν σ’ αυτή τη διαμόρφωση, που έδωσε ακόμα και ανθρωπολογικά καινούργιο τύπο.

Ωστόσο, μόνες οι επιμιξίες δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα: πώς διαμορφώθηκε νεοελληνική και όχι άλλη λαότητα στην Ελλάδα. Η ιστορική εξέλιξη απόδειξε πως ο ντόπιος πληθυσμός της Ελλάδας από τη Μακεδονία και κάτω, όση κι αν ήταν η αριθμητική δύναμή του, μπόρεσε να επικρατήσει με τα στοιχεία του πολιτισμού του στο αναχώνεμα σλάβων και ελλήνων που έγινε εκείνη την εποχή. Οι σλάβοι υιοθέτησαν και αφομοίωσαν βασικούς ντόπιους τρόπους της παραγωγής, ειδικά της καλλιέργειας της γης, δέχτηκαν στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και με τον καιρό δέχτηκαν και την ελληνική γλώσσα. Δεν πρέπει όμως με τούτο να υποτιμηθεί η συμβολή τους στην εθνική διαμόρφωση των ελλήνων, όπως κάνει η σοβινιστική αντίδραση, που τους θεωρεί “κατώτερη” ράτσα, επειδή κάποτε έτσι εκφράστηκαν βυζαντινοί συγγραφείς, απολογητές της δουλοχτησίας και της φεουδαρχίας.

Μιλώντας λοιπόν συνοπτικά για την πολλαπλή συμβολή των σλάβων στην ιστορία μας (και την ιστορία του Βυζαντίου), μπορούμε να πούμε τούτα: Πρώτ’ απ’ όλα, ζωογόνησαν με τις επιμιξίες και τον όγκο τους τον πληθυσμό που χανόταν και βοήθησαν να διαμορφωθούν οι νέοι έλληνες σε λαότητα. Με τους αγώνες τους ενάντια στη βυζαντινή γραφειοκρατία, βοήθησαν να καταλυθεί οριστικά η αναχρονιστική δουλοχτησία και να περάσει η κοινωνία στο φεουδαρχικό, πιο αποδοτικό και προοδευτικό καθεστώς για την εποχή του. Επέχτειναν και ζωογόνησαν την αγροτική κοινότητα, το θεσμό των ελεύθερων αγροτών και υποβοήθησαν την αποκατάσταση της ελεύθερης μετακίνησης των αγροτών. “Η κοινότητα, αποτελώντας το μεσότοιχο ανάμεσα στο αγροτικό νοικοκυριό και το μεγάλο ιδιοχτήτη της γης που το εκμεταλλευόταν, διευκόλυνε την αγροτική παραγωγή και έτσι εξασφάλιζε περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης της μικρής ατομικής γεωργίας”(Μ. Β. Λεφτσένκο, Ιστορία του Βυζαντίου, σ.130, ελλ.έκδ.1952). Επηρέασαν το ντύσιμο του πληθυσμού της Ελλάδας. Επηρέασαν τον πνευματικό πολιτισμό του λαού (χοροί, μουσική, τραγούδια, παροιμίες, έθιμα, όπως λ. χ. του αδελφοποιτού). Και μαζί με τους παλιούς αγρότες και κολίγους ή τους απογόνους τους, αγωνίστηκαν συχνά από κοινού ενάντια στο ζυγό του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού κράτους, ενάντια στους Δυνατούς. Φτάνει να θυμίσουμε εδώ το ενεργό συναγώνισμα “ρωμαίων” και σλάβων δουλοπάροικων στη μεγάλη λαϊκή εξέγερση κάτω από την ηγεσία του Θωμά του Σλάβου στα 821-823. Αργότερα αγωνίστηκαν μαζί και ενάντια σε ξένους καταχτητές, φράγκους, τούρκους και άλλους.

Ορισμένα απ’ όσα λέμε για την επίδραση των σλάβων στην εθνολογική διαμόρφωση της Ελλάδας ισχύουν και για τους αλβανούς, τις ικανοπόλεμες φυλές τους, που άρχισαν να εγκατασταίνονται στη χώρα μας από τον 14ο αιώνα. Και ο Παπαρρηγόπουλος και ο Καρολίδης και ο Άμαντος αναγνωρίζουν πως οι αλβανοί τόνωσαν βιολογικά-εθνολογικά το λαό μας. Μέχρι σήμερα ακόμα υπάρχουν τα σημάδια τους έξω από την Αθήνα, στην Ύδρα και αλλού, και ο εθνικός μας χορός, τσάμικος, λέει πολλά απ’ αυτή την άποψη.

Στη διαμόρφωση του λαού της μεσαιωνικής Ελλάδας μπήκαν, όπως είπαμε, και οι λατινόφωνοι βλάχοι.

Δεν έχει λοιπόν θεμέλιο η γνώμη αστών ιστορικών μας, που ισχυρίζονται ότι “οι κατελθόντες εις Ελλάδα ειρηνικώς και κατ’ αραιά διαστήματα Σλάβοι, ποιμένες κατά το πλείστον, εξελληνίσθησαν ευκόλως και δεν ήσκησαν καμμίαν εθνολογικήν επίδρασιν”(Κ.Άμαντου, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Α’, σ.16).

Πολύ περισσότερο πρέπει να καταπολεμηθεί η σοβινιστική προπαγάνδα που θέλει να τους παραστήσει για “βαρβάρους”.

Στο πείσμα του μεγαλοϊδεατισμού και παρά τις έχθρητες που καλλιέργησαν οι εκμεταλλεύτριες τάξεις της προπολεμικής Βαλκανικής και σήμερα εξακολουθούν να καλλιεργούν οι σοβινιστικές ολιγαρχίες της Ελλάδας και Τουρκίας, οι βαλκανικοί λαοί, με την εθνική ιδιοτυπία του ο καθένας, είναι λαοί συγγενικοί, που τους ενώνουν κοινά στοιχεία προέλευσης και κοινοί αγώνες για τη λευτεριά και τη ζωή τους αιώνες. Η “σλαβοφαγία”, η “αλβανοφαγία” και άλλα σοβινιστικά αισθήματα που θέλει να καλλιεργήσει ο αμερικανόδουλος μεγαλοϊδεατισμός, ο βίαιος εξελληνισμός ή διωγμός των σλαβομακεδόνων κλπ.είναι μακριά από τα δεδομένα της ιστορίας και ξένα προς το εθνικό συμφέρο του ελληνικού λαού.

Ύστερα απ’ όσα είπαμε, μπορούμε να δώσουμε μια σχηματική εικόνα της εθνολογικής (Το συμβατικό όρο εθνολογικός τον χρησιμοποιούμε σαν καταλληλότερο για την απόδοση των εννοιών που σχετίζονται με τα ζητήματα της προέλευσης και τις επιμιξίες των φυλών, λαοτήτων κλπ.) εξέλιξης του ελληνικού σε διάφορα στάδια. Κατά το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου και το πέρασμα τη βυζαντινή εποχή ζουν ακόμα τα κατάλοιπα του ελληνισμού, δηλαδή του εξελληνισμένου κόσμου, που είχε διαμορφώσει η μακεδονική κυριαρχία από την κυρίως Ελλάδα ίσαμε τη Μέση Ανατολή (Ευφράτης). Οι πληθυσμοί είναι πολύ αραιωμένοι στην Ελλάδα, υπάρχει μεγαλύτερη πληθυσμιακή βάση στη Μικρασία και άλλα κέντρα της Ανατολής και φυσικά πυκνώνει ο πληθυσμός και γύρω στην Κωνσταντινούπολη. Μεσολαβούν οι επιδρομές των “βαρβάρων” τόσο στις ευρωπαϊκές, όσο και στις ασιατικές και αφρικανικές επαρχίες. Ορισμένοι “βάρβαροι” εξελληνίζονται (λ.χ. οι γοτθογραικοί). Οι αφρικανικές και το μεγαλύτερο μέρος των ασιατικών επαρχιών, μια-μια αποσπούνται κατόπι από το Βυζάντιο. Ένα μέρος των πληθυσμών του μετατοπίζεται δυτικότερα, άλλο “αφελληνίζεται” (όπως λ.χ. οι λυκάονες που τουρκεύουν κατά το 1075) κι ένα άλλο εμμένει στα πάτρια, διατηρεί δηλαδή την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό χαρακτήρα του ως τον αιώνα μας (Μικρασιατική καταστροφή). Στην Ευρώπη ξέπεσαν από το Βυζάντιο οι ελληνικοί πληθυσμοί της νότιας Ιταλίας, έτσι που ως τις αρχές του αιώνα μας είχαν απομείνει μόνο μερικές νησίδες ελλήνων εξιταλισμένων, που μιλάνε σε τοπικό ελληνικό ιδίωμα. Η Βαλκανική ως τις άκρες του Μωριά κατακλύστκηε από σλάβους, που άφησαν ζωηρή τη σφραγίδα τους στην πληθυσμιακή-εθνολογική εξέλιξή της. Η σταθερή επικράτησή τους σημειώθηκε στη Βουλγαρία και τις χώρες της σημερινής Γιουγκοσλαβίας, ενώ το ελληνικό στοιχείο, που, αν και αραιωμένο, κρατήθηκε περισσότερο στις πόλεις, στα παραθαλάσσια, στα νησιά και σε ορεινά του Βαλκανικού νότου, μπόρεσε με το πολιτιστικό του επίπεδο και τη γλώσσα του ν’ απορροφήσει τις διάφορες νέες λαότητες και ν’ αναπλαστεί ή μάλλον ν’ αναπλάθεται το ίδιο σε νέο ελληνικό λαό. Ήταν πορεία μακρόχρονη, ανισόμετρη, με πλήθος και άλλες κατοπινές εναλλαγές.

Πάρθηκε από το βιβλίο του Πέτρου Ρούσου, Ζητήματα της Ιστορίας μας – Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Δεκέμβρης 1955, σ.σ.57-75. Δημοσιεύεται με κάποιες διορθώσεις στην ορθογραφία και τα σημεία στίξης από parapoda. 

Πηγή: parapoda.wordpress.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το