Ραγδαίες, πυκνές, και ιδιαίτερα κρίσιμες είναι οι εξελίξεις μετά την υπογραφή του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης για τον «καθορισμό θαλάσσιων δικαιοδοσιών». Μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για τη χώρα και το λαό μας διαμορφώνεται. Όλα δείχνουν πως διανύουμε μια νέα φάση μεγάλης κλιμάκωσης των τουρκικών προκλήσεων και επιθετικότητας. Η πιθανότητα, μάλιστα, ακόμη και μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής εμπλοκής πλέον δεν αποκλείεται.
Ενισχυμένη μετά την πρόσφατη εισβολή της στη Συρία -όπου είχε την έγκριση των ΗΠΑ και την ανοχή της Ρωσίας- η τουρκική ολιγαρχία στρέφεται και προς δυσμάς, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν αρκείται πλέον σε λεκτικές μόνο απειλές αμφισβήτησης των υφιστάμενων συνόρων και στις επαναλαμβανόμενες εμπρηστικές διακηρύξεις περί αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης. Δεν περιορίζεται στις συνεχείς, εντεινόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου και παραβάσεις του ελληνικού FIR στο «γκριζαρισμένο» Αιγαίο.

Δημιουργεί και «κατοχυρώνει» διαρκώς νέα «τετελεσμένα». Υλοποιεί -βαθμιαία- τον ευρύτερο σχεδιασμό της για τη δημιουργία της «Μεγάλης Τουρκίας», της περιβόητης «Γαλάζιας Πατρίδας».

Έτσι, ενώ ο κυπριακός λαός βιώνει δραματικά -επί 45 χρόνια- την τουρκική εισβολή και κατοχή, τα τουρκικά γεωτρύπανα παραβιάζουν κατάφωρα και καταλύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και το κυπριακό εισέρχεται -εκ νέου- σε κρίσιμη φάση ανοιχτών διχοτομικών «λύσεων» κάτω από απειλές ενός νέου «Αττίλα». «Θα προστατεύσουμε τα δικαιώματα των τουρκοκύπριων  αδελφών μας, όπως κάναμε το 1974» είναι η επαναλαμβανόμενη πολεμική προειδοποίηση.

Τα Ίμια από το καθεστώς «όχι σημαίες, όχι στρατοί», που επιβλήθηκε το 1996, τελούν υπό τουρκική πολιορκία, ως τουρκικό έδαφος. Οι χάρτες που παρουσιάζονται, επίμονα, επεκτείνουν τα σύνορα της Τουρκίας συμπεριλαμβάνοντας την Κύπρο, τη Θράκη, νησιά του Αιγαίου. 152 νησιά, νησίδες, βραχονησίδες και μικρά νησιωτικά συμπλέγματα -μεταξύ αυτών και αρκετά κατοικημένα- του Αιγαίου και του Κρητικού Πελάγους, χαρακτηρίζονται τουρκικά εδάφη και «γκριζάρονται» με συνεχείς παραβιάσεις στη θάλασσα και τον αέρα.

Τώρα, με το τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο, η τουρκική ολιγαρχία σύσσωμη -σε αγαστή σύμπνοια η νέο-οθωμανική της κυβερνητική πτέρυγα υπό τον Ερντογάν και η κεμαλική αντιπολίτευση- εκκινεί τη διαδικασία ανακήρυξης τουρκικής ΑΟΖ, αγνοώντας πλήρως ελληνικά δικαιώματα στη γραμμή Καστελλόριζο-Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη και ετοιμάζεται να στείλει γεωτρύπανο νοτιοανατολικά της Κρήτης.

Δεν επιδιώκει, με όλα αυτά, μόνο να οικειοποιηθεί πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Επιχειρεί επέκταση της κρατικής κυριαρχίας της, δραστική διεύρυνση των περιοχών ελέγχου της και των γεωστρατηγικών της συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Στόχος της είναι να καταστεί ισχυρή περιφερειακή δύναμη, προβάλλοντας τη γεωπολιτική της ισχύ και εκτόπισμα -μεγάλης σημασίας και για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία-, και εκμεταλλευόμενη τη ρευστότητα και αστάθεια που επικρατεί και τη μεγάλη κινητικότητα που χαρακτηρίζει τα στρατόπεδα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαγκωνίζονται για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, όπου συνεχείς ανατροπές και νέες ισορροπίες αναδιατάσσουν το γεωπολιτικό περιβάλλον, με κύριο χαρακτηριστικό την εξασθένιση των θέσεων των ΗΠΑ και τη δυναμική επανάκαμψη της Ρωσίας.

Έτσι, η τουρκική ολιγαρχία οικοδομεί μια πολεμική μηχανή μεγάλης ισχύος, σε αέρα και θάλασσα, υπογραμμίζοντας και δρομολογώντας τη νέα -πιο επιθετική- φάση του τουρκικού επεκτατισμού. Έχει, επίσης, στρατιωτικές βάσεις στο Σουδάν και το Κατάρ, έχει στείλει στην Αιθιοπία αξιωματικούς και εκπαιδεύουν τον τοπικό στρατό και, βεβαίως, τώρα έχει στρατεύματα κατοχής, εκτός από την κατεχόμενη Κύπρο, και στη Βόρεια Συρία. Παράλληλα, «δραστηριοποιείται» ποικιλοτρόπως στα Βαλκάνια και σχεδιάζει να εγκαταστήσει στρατιωτική βάση στη Λιβύη, στην καταρρέουσα κυβέρνηση της οποίας έχει -ήδη- στείλει πυραύλους και drones για στρατιωτική χρήση. Μετατρέπει, ταυτόχρονα, το ογκούμενο προσφυγικό ρεύμα σε όχημα ποικίλων εκβιασμών. Πρόκειται για μια Τουρκία σε εθνικιστικό παροξυσμό, απρόβλεπτη, επιθετική και τυχοδιωκτική, που διεξάγει πόλεμο στη Συρία, επιδεικνύει τη στρατιωτική της ισχύ και διατυμπανίζει προκλητικά το δόγμα «των 2,5 πολέμων».

Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν
Η ελληνική ολιγαρχία και οι κυβερνήσεις της, διαχρονικά, από την κρίση στα Ίμια και την παραδοχή των «γκρίζων ζωνών», την άτακτη φυγάδευση των S-300 στην Κρήτη, τη συμφωνία της Μαδρίτης και την αναγνώριση των τουρκικών «ζωτικών συμφερόντων», τη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι και την ανάληψη της υποχρέωσης να διευθετηθούν οι «συνοριακές και άλλες συναφείς διαφορές», μέχρι σήμερα, ακολούθησαν μια πολιτική κατευνασμού και συνεχούς υποχωρητικότητας στη στρατηγική κλιμάκωσης των επεκτατικών διεκδικήσεων της τουρκικής ολιγαρχίας απέναντι στην Ελλάδα, ισχυροποιώντας τις αξιώσεις της και βάζοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων «αδιαπραγμάτευτα» -μέχρι πρότινος- ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Τα τελευταία χρόνια, με αμερικανική υπόδειξη, μαζί με την κυπριακή κυβέρνηση συγκρότησαν άξονα με το σιωνιστικό καθεστώς του Ισραήλ και το φασιστικό της Αιγύπτου, σαν αντίβαρο -υποτίθεται- στον τουρκικό επεκτατισμό, επιχειρώντας αναβάθμιση της θέσης τους, κομπάζοντας και ποζάροντας σαν παράγοντας «σταθερότητας» και «ασφάλειας» στην ευρύτερη περιοχή. Και βεβαίως προσδέθηκαν όλο και πιο ασφυκτικά στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πριν και ΝΔ τώρα, αναμασώντας μωρολογίες περί «στρατηγικής επένδυσης» στη σχέση με τις ΗΠΑ, έχουν διευρύνει -όσο ποτέ- την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη χώρα μας, μετατρέποντάς την σε αμερικανικό πολεμικό ορμητήριο στην ευρύτερη περιοχή. Όπως υπογραμμίζει, με κάθε ευκαιρία, ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ, «για την απόκρουση των κακοποιών παραγόντων, όπως η Ρωσία και η Κίνα»… Έχουν επιλέξει το ρόλο του πειθήνιου διεκπεραιωτή των αμερικανονατοϊκών συμφερόντων και εμπλέκουν την Ελλάδα στους επιθετικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, βάζοντας σε διαρκή κίνδυνο το λαό μας.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν εγκλωβίσει και εναποθέσει τη «διευθέτηση» της ελληνοτουρκικής κρίσης στην «υψηλή εποπτεία» των αμερικανονατοϊκών «συμμάχων». Στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ προστρέχουν, εμφανίζοντάς τους εγγυητές των συμφερόντων τους. Τους εκλιπαρούν, περιδεείς, επιζητώντας βοήθεια και στήριξη, σαν «αναγνώριση» των πολύτιμων «υπηρεσιών» τους. Και εισπράττουν -μονίμως- αμφίσημες δηλώσεις και υπεκφυγές, άντε και κάποιες ανέξοδες υποσχέσεις και δηλώσεις «συμπαράστασης», συστάσεις για «ψυχραιμία», και «ευχές» για «επίλυση των διαφορών».

Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ τηρούν, στην πραγματικότητα, στάση «ίσων αποστάσεων», αν δεν ενθαρρύνουν κατά καιρούς τον τουρκικό επεκτατισμό, και δεν διακινδυνεύουν τις σχέσεις τους με την «κρίσιμης» γεωπολιτικής σημασίας Τουρκία. Οι όποιες διαφοροποιήσεις στη σταθερή αυτή πολιτική έχουν να κάνουν με το «συνετισμό» της Τουρκίας, μετά τις κινήσεις αντιπαράθεσης και σχετικής αυτονόμησής της από τη «δυτική συμμαχία», και τη διαφύλαξη κάποιων ισορροπιών.
Οι τελευταίες εξελίξεις, μετά την υπογραφή του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, έχουν καταρρακώσει τη διαχρονική πολιτική της ελληνικής ολιγαρχίας και όλων των κυβερνήσεών της. Πανικόβλητοι, τώρα, βλέπουν τα αδιέξοδα. Αμήχανοι, αντιλαμβάνονται πως καταρρέουν όλα σε όσα είχαν «επενδύσει». Διαπιστώνουν πως η περίφημη αναβάθμισή τους είναι μύθευμα και ψευδαίσθηση, πως είναι μόνοι τους χωρίς προστάτες. Είναι, εξ άλλου, πολύ νωπά τα όσα διαδραματίστηκαν στη Συρία. Όπου αποκαλύφθηκε -με τον πιο κραυγαλέο τρόπο- η «αξία» της ιμπεριαλιστικής «προστασίας». Και προετοιμάζουν το κλίμα, κατά τα φαινόμενα, για τον «επώδυνο συμβιβασμό»…

Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα κάτω από την ιμπεριαλιστική ομπρέλα. Μόνο καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, διαρκής απειλή πολέμου και καταστροφής. Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν. Δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από την ένταση και τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων τάξεων. Η ελληνοτουρκική φιλία, όμως, δεν οικοδομείται με την υποχωρητικότητα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και, πολύ περισσότερο, με την πειθήνια υπακοή στα ιμπεριαλιστικά προστάγματα. Μόνο η συνεπής αντιιμπεριαλιστική πάλη, ενάντια στην πολιτική της υποτέλειας και της υποταγής, η κοινή πάλη του ελληνικού και τούρκικου λαού ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων και τον εθνικισμό, και η αποφασιστική καταγγελία επεκτατικών βλέψεων και αλλαγής συνόρων, μπορεί να αποτρέψει επικίνδυνες εξελίξεις.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το