Πολέμησε Δεκέμβρη

Ο Μίκης κοιμάται κι η καρδιά του χτυπά
στην Αμυγδαλέζα, στη Μόρια
στα πλακόστρωτα των Αθηνών
στους γρανίτες της Μόσχας
μέσα στο Βερολίνο.

Πού πήγανε άραγε οι νέες σημαίες,
σημασίες αυτού του κόσμου;
Πώς πέταξαν τα πουλιά σε ματωμένο Απρίλη;

Τώρα στους τοίχους
στα κάδρα υπάρχει σιωπή
Στα σώματα μέσα θρήνουνε τα άστρα
Οι ποταμοί σωπαίνουν
Κι εκείνος ετοιμάζεται να σηκωθεί
Όπως πάντα ο ίδιος
Φωτιά και αέρας
Όπως πάντα ο ίδιος
Νερό και γη
Άνθρωπος και αιθέρας

Όσα μικρά και να συλλέξω
Δεν σε φτάνω

Μίκη εσύ
Των άστρων φωτιά
Της μάνας τα χέρια
Παιδί της μοναξιάς
Της πορτοκαλιάς τα φύλλα
Φωνή των ζουμπουλιών
Των αδικημένων το πείσμα.

Ξέρω πως ένα πρωινό
κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο
θα βρεθούμε ξανά.
Στα λαγαρά ματιά των παιδιών
και στα τραγούδια μας.
Όπως τα σπαρμένα χωράφια
καρτερούνε τη δικαιοσύνη.
Όπως το ψωμί νικάει
και θριαμβεύβει τη μέρα.
Όπως η ζωή τραβάει πάντα
την ανηφόρα.
Λίγο ψηλότερα.

Νίκος Γαλάνης, εκπαιδευτικός

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το