Το παγκόσμιο κραχ στα χρηματιστήρια, από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Φρανκφούρτη, την περασμένη «μαύρη Δευτέρα», με μεγάλες μειώσεις των διεθνών δεικτών των μετοχών της τάξης του 7% με 8% (και 15% χαμηλότερα από το μέγιστο που σημείωσαν μέσα στον Φλεβάρη), η δεκαπεντάλεπτη διακοπή των αγοραπωλησιών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πανικός, αλλά και η συνέχιση της κατρακύλας των μετοχών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακήρυξε πανδημία του νέου κοροναϊού, που είχε ως αποτέλεσμα να πέσει ο Dow Jones κατά 20% σε σχέση με τη μέγιστη τιμή του (την οποία σημείωσε τον προηγούμενου μήνα), μας θύμισε άλλες εποχές. Οχι τόσο μακρινές όμως.

Ταυτόχρονα, η ραγδαία μείωση των επιτοκίων του αμερικάνικου δεκαετούς ομολόγου (κάτω από το 0.5%) και του 30ετούς (κάτω από το 0.9%) είναι φαινόμενα που δεν έχουν ξαναεμφανιστεί στην αμερικάνικη Ιστορία!

Ολοι φοβούνται τώρα το ξέσπασμα της νέας παγκόσμιας κρίσης, μετά από την αναιμική «ανάκαμψη» που κράτησε μία δεκαετία. Οι πιο ψύχραιμες φωνές μιλούν για «προσαρμογή» σε μία ήπια ύφεση, όμως ακόμα δεν ξέρει κανείς πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα, αφού η πλήρης αναρχία της παραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό κάνει κάθε ακριβή πρόβλεψη αδύνατη.

Κινέζικη κατρακύλα…


Το σίγουρο είναι ότι η εξάπλωση της επιδημίας του κοροναϊού, που ξεκίνησε από την Κίνα, λειτούργησε ως καταλύτης γι’ αυτή την εξέλιξη. Μπορεί ο νέος κοροναϊός να μην είναι τόσο θανατηφόρος όσο οι προηγούμενοι, όμως η μεγάλη εξάπλωσή του και η μετατροπή του σε πανδημία, σε συνδυασμό με την κατευθυνόμενη υστερία (πρώτα και κύρια από τις ΗΠΑ, που έσπευσαν να κλείσουν τα σύνορά τους χωρίς να το επιβάλλει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), προκάλεσε σοβαρές σεισμικές δονήσεις στην ήδη εύθραυστη παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.



Η Κίνα, που αποτελεί σήμερα την ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού, όντας μια χώρα που έχει δεχτεί τεράστιο όγκο επενδύσεων των διεθνών μονοπωλιακών κολοσσών, ήδη βρισκόταν σε καθοδική οικονομική τροχιά όταν έκανε την εμφάνισή του ο κοροναϊός. Οι συνεχείς αναθεωρήσεις προς τα κάτω του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα σήμερα να εκτιμάται ότι θα πέσει αρκετά κάτω από το τρέχον επίπεδο του 6,1% (στο 5,4% είναι, μέχρι στιγμής, οι προβλέψεις για το 2020), δημιουργούν έναν «οικονομικό κοροναϊό», που μπορεί να εξαπλωθεί πιο γρήγορα από τον κανονικό.

Σύμφωνα με τη «South China Morning Post» (βλ. https://www.scmp.com/economy/china-economy/article/3051400/coronavirus-chinese-banks-face-test-bad-debts-tipped-rise), ο νέος κοροναϊός θα κοστίσει μία με δύο ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ της χώρας το 2020, με το πλήγμα να είναι τεράστιο στο πρώτο τρίμηνο του χρόνου, καθώς το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί λιγότερο από 3%! Το δημοσίευμα -επικαλούμενο διάφορους οικονομικούς αναλυτές- υποστηρίζει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες του κοροναϊού SARS, που είχε εμφανιστεί στην Κίνα και εξαπλώθηκε παγκόσμια το 2002-2003. Σε πρόσφατο «stress test» των κινέζικων τραπεζών διαπιστώθηκε ότι από τις 30 τοπικές τράπεζες της Κίνας οι εννέα ενδεχομένως να φαλιρίσουν, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις κεφαλαιουχικές ανάγκες (δηλαδή θα ξεμείνουν από χρήμα), αν το κινέζικο ΑΕΠ αυξηθεί κατά 5,3% (έναντι 6,1% το 2019). Αν ο ρυθμός αύξησης του κινέζικου ΑΕΠ μειωθεί κι άλλο, στο 4,15%, τότε πάνω από τις μισές κινέζικες τράπεζες θα «βαρέσουν μπιέλα» (17 στις 30)!

…και πετρελαϊκές κόντρες

Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο κοροναϊός. Αυτός, όπως είπαμε, λειτούργησε ως καταλύτης των εξελίξεων. Μία από τις αιτίες του παγκόσμιου χρηματιστηριακού κραχ της περασμένης Δευτέρας είναι οι πετρελαϊκές κόντρες με κύριους ανταγωνιστές τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία σε πρώτο πλάνο. Μετά από τρία χρόνια μεταξύ τους συμφωνίας για περιορισμό της παραγωγής, ώστε να μη βυθιστούν οι τιμές του πετρελαίου εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης, οι δύο μεγαλύτεροι παίκτες στο παγκόσμιο πετρελαϊκό εμπόριο, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία (παράγουν γύρω στα 10 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα η πρώτη και 11,5 εκατ. η δεύτερη, δηλαδή γύρω στο 20% της παγκόσμιας παραγωγής και οι δύο μαζί) απέτυχαν να συμφωνήσουν σε περαιτέρω μείωση της παραγωγής, που τη ζητούσε η Σαουδική Αραβία. Σημειώνουμε ότι οι ΗΠΑ, αν και παραμένουν η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο (με παραγωγή πάνω από 18 εκατ. βαρέλια την ημέρα, η οποία αυξήθηκε κατά 17% την τελευταία διετία), καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου τους, καθώς η ζήτηση υπολείπεται της παραγωγής. Ετσι, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία είναι αυτές που κυριαρχούν στο παγκόσμιο εμπόριο (πέραν των ΗΠΑ).



Η μείωση της παραγωγής ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να μη μειωθούν κι άλλο οι τιμές του πετρελαίου, καθώς η ζήτηση είναι καθοδική τα τελευταία χρόνια. Το ξέσπασμα της επιδημίας του κοροναϊού έδωσε τη «χαριστική βολή», αφού σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Ενέργειας (IEA) η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου χτυπήθηκε άγρια από τις επιπτώσεις της επιδημίας του κοροναϊού και την εκτεταμένη αναστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα. Στην τελευταία έκθεσή της για τις πετρελαϊκές αγορές (βλ. https://www.iea.org/reports/oil-market-report-february-2020), η IEA αναφέρει ότι η ζήτηση αναμένεται να μειωθεί κατά 435 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα το πρώτο τρίμηνο του 2020 (σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του περασμένου χρόνου).

Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια! Η πρόβλεψη της ΙΕΑ για την πετρελαϊκή παραγωγή το 2020 είναι η μικρότερη από το 2011, ενώ ήδη το 2019 η μειωμένη ζήτηση πετρελαίου στις χώρες του ΟΟΣΑ προκάλεσε τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης κατά 885 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 9% της ζήτησης των χωρών του ΟΟΣΑ.

Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχει κι ένας ακόμα παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεση του ΟΠΕΚ για τις πετρελαϊκές αγορές (Monthly Oil Market Report, βλ. https://www.opec.org/opec_web/en/publications/338.htm), που δημοσιεύτηκε στις 17.2.20, το ποσοστό της κινέζικης ζήτησης καυσίμων όλων των τύπων (βενζινών, πετρελαίου, κηροζίνης, LPG) μόνο για τις μετακινήσεις υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε 17 χρόνια, ανεβαίνοντας από το 5% του 2003 στο 12% το 2019. Αρα, η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας (και των μετακινήσεων, φυσικά, λόγω του κοροναϊού) θα έχει αυξημένες επιπτώσεις στην παγκόσμια ζήτηση σε σχέση με αυτές που είχε παλαιότερα.

Στόχος οι ΗΠΑ

Ετσι, ο ΟΠΕΚ πρότεινε μείωση της τάξης του 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά η Ρωσία αρνήθηκε. Το φαινομενικά παράδοξο της ρωσικής αντίδρασης στη μείωση της παραγωγής πετρελαίου, ώστε να μην κατρακυλήσουν οι τιμές (κάτι που ως καταναλωτές το επιθυμούμε, όχι όμως και τα πετρελαϊκά μονοπώλια), εξηγείται από τους «Financial Times» (βλ. https://www.ft.com/content/c1b899ec-5fe5-11ea-b0ab-339c2307bcd4) με τον ανταγωνισμό της Μόσχας με τους αμερικάνους πετρελαιοπαραγωγούς. Οι τελευταίοι θα καρπώνονταν τα περισσότερα οφέλη από τη συγκράτηση των τιμών, αφού η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου είναι ασύμφορη όταν το πετρέλαιο πωλείται σε χαμηλές τιμές.

Ετσι, η Μόσχα βρήκε την ευκαιρία να κάνει ένα «ντάμπινγκ» στους Αμερικάνους, γνωρίζοντας ότι από τις χαμηλές τιμές θα βγει και αυτή ζημιωμένη, όχι όμως περισσότερο από τους Αμερικάνους! Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια κατρακύλα των τιμών του πετρελαίου, που είχε να σημειωθεί από την εποχή του πρώτου πολέμου του Κόλπου (το 1991), με το Μπρεντ να κατρακυλά στα 32 με 33 δολάρια το βαρέλι την περασμένη «μαύρη Δευτέρα», αφού είχε ήδη πέσει στα 45 την προηγούμενη Παρασκευή!

Οι ανησυχίες για περαιτέρω μείωση (ίσως μέχρι και τα 20 δολάρια το βαρέλι) αυξάνονται. Αυτό κι αν αποτελεί διαστροφή του σύγχρονο καπιταλισμό! Αντί να πανηγυρίζουμε για τη μείωση των τιμών… ανησυχούμε!

Νέος εμπορικός πόλεμος

Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε ένα νέο εμπορικό πόλεμο. Δεν έφτανε ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, με τους δασμούς που επιβλήθηκαν σε πρώτη φάση στο αλουμίνιο και το χάλυβα, για να επεκταθούν και σε άλλα προϊόντα, ήρθε και ο πετρελαϊκός. Η Σαουδική Αραβία, λειτουργώντας ως το μακρύ χέρι των ΗΠΑ, πρότεινε τη μείωση της παραγωγής, την ίδια στιγμή που η παραγωγή στις ΗΠΑ όλο και αυξάνεται! Αυτό ήταν επόμενο να μην το δεχτεί η Μόσχα, αναγκάζοντας τη Σαουδική Αραβία να δηλώνει ότι θα παράγει όσο θέλουν οι πελάτες της.

Ομως, η Σαουδική Αραβία στριμώχνεται από τις χαμηλές τιμές, ενώ η Ρωσία φαίνεται να τις αντέχει. Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, σε άρθρο του με τίτλο: «Σαουδική Αραβία και Ρωσία πέφτουν σε έναν μακρύ και πικρό πετρελαϊκό πόλεμο τιμών» (https://www.bloomberg.com/news/articles/2020-03-09/saudi-arabia-and-russia-dig-in-for-a-long-bitter-oil-price-war), η Ρωσία διαθέτει ένα «μαξιλάρι» 150 δισ. δολαρίων, που της δίνει τη δυνατότητα να καλύψει τη χασούρα από τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, ακόμα κι αν αυτές πέσουν μεταξύ 25 και 30 δολαρίων το βαρέλι, για τα επόμενα έξι με δέκα χρόνια. Αυτό δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας. Φυσικά, σε έναν εμπορικό πόλεμο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στα λεγόμενα της κάθε πλευράς, η οποία έχει κάθε λόγο να εμφανίζεται ισχυρότερη της άλλης.

Ωστόσο, η Ρωσία είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα με πολύ μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη από τη Σαουδική Αραβία. Η τελευταία φαίνεται να ζορίζεται περισσότερο, αφού -σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα- το Ριάντ σκοπεύει να μεγιστοποιήσει την πετρελαϊκή του παραγωγή για να αντισταθμίσει τις χαμηλές τιμές, φτάνοντας τα 12-13 εκατ. βαρέλια την ημέρα (από περίπου 10 εκατ. πού είναι σήμερα), όπως ανακοίνωσε η σαουδαραβική Aramco την περασμένη Τετάρτη. Ομως, ακόμα και μία αύξηση κατά 20% της παραγωγής δεν πρόκειται να τη σώσει, αφού οι τιμές του πετρελαίου είναι οι μισές από αυτές που χρειάζεται η Σαουδική Αραβία για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.

Προεόρτια;

Αν και κανείς δε μπορεί να προεξοφλήσει «πού θα κάτσει η μπίλια», είναι γεγονός ότι αυτά που βλέπουμε είναι τα προεόρτια μίας νέας κρίσης, τα πρώτα της βήματα. Αυτό πλέον αρχίζει να συνειδητοποιείται από τις «διεθνείς αγορές», δηλαδή από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Μετά από δέκα χρόνια αναιμικής ανάκαμψης, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έκρηξης των κρατικών χρεών και βαθέματος των αντιδραστικών αλλαγών στον εργασιακό τομέα, πλησιάζει η ώρα για μια νέα «βουτιά» προς τα κάτω, χωρίς κανείς ακόμα να γνωρίζει πόσο βαθιά θα είναι.

Το ότι θα υπάρξει αυτή η «βουτιά» είναι βέβαιο, από τη στιγμή που ο παγκόσμιος καπιταλισμός λειτουργεί άναρχα, ανισόμετρα και με γνώμονα το μέγιστο κέρδος και όχι τις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτό γεννά μια τεράστια αντίθεση. Την αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και του κεφαλαίου, που γίνεται ολοένα και πιο άπληστο και επιθετικό, με στόχο να μειώσει το «εργατικό κόστος» (δηλαδή τα χρήματα που οι καπιταλιστές… καταδέχονται να δώσουν στους μοναδικούς παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου) στο ελάχιστο δυνατό, προκειμένου να επικρατήσει επί των ανταγωνιστών του σε μια παγκόσμια αγορά που όλο και στενεύει.

Αυτό όμως είναι που στενεύει τον αδιέξοδο κύκλο. Γιατί η μείωση των εργατικών εισοδημάτων, σε συνδυασμό με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών των κρατών (που βλέπουμε να γίνεται και στα πιο προηγμένα δυτικά κράτη), οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης. Από την άλλη, η τεράστια εξαθλίωση στις χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», οι πόλεμοι και τα μεταναστευτικά ρεύματα δεν οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης άλλων εμπορευμάτων πέραν των όπλων (το εμπόριο των οποίων ανθεί, με τις ΗΠΑ να το έχουν αυξήσει κατά 23% μέσα σε πέντε χρόνια, βλ. https://www.msn.com/en-us/news/world/us-has-increased-major-arms-exports-by-23-percent-in-five-years-watchdog/ar-BB10V1ov). Αυτό είναι που κάνει τους πολέμους μια πολύ επικερδή υπόθεση και δεν οδηγεί στην περιβόητη «ανάπτυξη» αλλά στην πιο εκτεταμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων.

Αν ένα πράγμα εξακολουθεί να λείπει, είναι η ταξική επαναστατική απάντηση που θα δώσει τη χαριστική βολή σε ένα σύστημα που καταστρέφει τη σημαντικότερη παραγωγική δύναμη, τον ίδιο τον άνθρωπο, αντικαθιστώντας το με ένα σύστημα που στις σημαίες του δε θα έχει το σλόγκαν «όλο και λιγότερα στον εργάτη, όλο και περισσότερα στον καπιταλιστή», αλλά την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς και την αντικατάστασή του με ένα σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής θα είναι κοινωνική ιδιοκτησία με στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Ουτοπία θα μας πουν, όμως αυτή η «ουτοπία» έγινε πράξη τον περασμένο αιώνα, έστω κι αν αυτή η πράξη έμεινε ανολοκλήρωτη, με την καπιταλιστική παλινόρθωση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 να συκοφαντεί την κομμουνιστική ιδεολογία. Η οποία, ωστόσο, παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ.

Πηγή: eksegersi.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το