Μετά την κατάρρευση της αρχαίας Ελλάδας

Οι μεγαλοϊδεάτες μας αλαλάζουν στο άκουσμα της αρχαίας Ελλάδας. Πάνε να παραστήσουν πως αυτοί είναι συνεχιστές και άμεσοι κληρονόμοι του πολιτισμού της, ενώ όσοι αντιμάχονται το μεγαλοϊδεατισμό είναι οι απαρνητές του. Μα οι κομμουνιστές που τιμούν τον Παρθενώνα όσο και κάθε πραγματικός φίλος του πολιτισμού, και οι έλληνες κομμουνιστές ιδιαίτερα, αφού ο Παρθενώνας είναι στην καρδιά της πατρίδας τους, και είναι παιδιά του λαού-απογόνου των δημιουργών του, ξέρουν όχι μόνο να τιμούν, αλλά και σωστά ν’ αποτιμούν.

Οι μεγαλοϊδεάτες μας της ηγέτριας ολιγαρχίας, που κόβονται για την αρχαία Ελλάδα σε τι απόδειξαν την εκτίμησή τους και σε τι προώθησαν την αρχαιολογία και τη μελέτη των αρχαίων πολιτισμών της Ελλάδας; Μήπως με τα ετοιμόρροπα τειχιά της Ακρόπολης; Ή μήπως με την αρχαιοκαπηλεία που λεηλάτησε τόσους και τόσους θησαυρούς του τόπου α λα Έλγκιν;

Πόσο προώθησαν την αρχαιολογική μας επιστήμη; Γιατί δε δίνουν τη δυνατότητα στους φιλότιμους αρχαιολόγους μας να σκάψουν και να ερευνήσουν το πάτριο έδαφος, μόνο αφήνονται στη σκαπάνη και στις θεωρίες των αμερικάνικων, αγγλικών και άλλων αποστολών; Δεν είναι αυτό ομολογία της αδυναμίας και αθλιότητάς τους; Γιατί δεν έχουν ακόμα μια πλήρη εκλαϊκευτική έκδοση των αρχαίων συγγραφέων;

Δε θέλουμε να υποτιμήσουμε όσα αληθινά έργα μας προσφέρουν από τη Δύση τίμιοι επιστήμονες και όχι κατάσκοποι. Άκουσαν όμως για τις νέες απόψεις της σοβιετικής αρχαιολογικής επιστήμης, για το πώς συνδέει, με βάση νέα στοιχεία, σε μια διαλεχτική συνάρτηση, τον ελληνικό πολιτισμό της ομηρικής εποχής με το λεγόμενο μινωικό και μυκηναϊκό, χωριστούς πολιτισμούς που είναι ωστόσο προηγούμενοι κρίκοι στον κατοπινό ελληνικό πολιτισμό;

Αλλά πού να τους αφήσει να το ακούσουν το σιδερένιο παραπέτασμα, το βουλοκέρι που έβαλαν στ’ αφτιά τους. Τους φτάνει να βαράνε το ταμπούρλο του μακάριου “τρισχιλιόχρονου έθνους” που ρέβει στην πείνα και την αμορφωσιά.

Και ξεκουφαίνουν τον κόσμο με τη σλαβοφοβία και βουλγαροφοβία που καλλιεργούν τεχνητά, κατασυκοφαντώντας τους γειτονικούς λαούς σαν “βάρβαρους”.

Η ζωή όμως εκδικιέται τους μεγαλοϊδεάτες μας. Κατά μια ειρωνεία της τύχης, εδώ και λίγα χρόνια πρώτος κατάφερε να διαβάσει επιγραφές της κρητομυκηναϊκής γραφής, που για καιρό έμενε μυστήριο, βούλγαρος φιλόλογος, ο ακαδημαϊκός Β. Γκεοργκίεφ. Και παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, σήμερα, με τη βοήθεια της σοβιετικής κριτικής, αποφαίνεται καθαρά πως πρόκειται για γλώσσα ελληνική, πράγμα που αλλάζει, όπως διαπιστώνει, πολλές αντιλήψεις μας και θέσεις για την ιστορία, την αρχαιολογία και την εθνολογία στο χώρο του Αιγαίου, μα και στη γενική ιστορία. (Βλαντίμιρ Γκεοργκίεφ, “Εισαγωγή στην ανάγνωση και ερμηνεία των κρητομυκηναϊκών επιγραφών”, Άρθρο στα “Νέα (Ιζβέστια) της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ”, τμήμα φιλολογίας και γλώσσας, τόμος 14ος, τεύχος 3, Μάης-Ιούνης 1955).

Η μαρξιστική θεωρία στην Ελλάδα από καιρό ανέτρεψε τη μεγαλοϊδεάτικη θεωρία του “τρισχιλιόχρονου έθνους”. Και έδειξε αρκετά πλατιά πως η θεωρία αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και με την αληθινή επιστήμη. Κάτω από τη θεωρία του τρισχιλιόχρονου έθνους, η αστική τάξη μας και οι ιδεολόγοι της πήγαν να κρύψουν το προαιώνιο πάλεμα των λαϊκών μαζών αυτού του τόπου ενάντια στους κάθε φορά εκμεταλλευτές και δυνάστες τους, να παρουσιάσουν τον εαυτό τους κληρονόμους του αρχαιοελληνικού και του μεσαιωνικού βυζαντινού πολιτισμού και πότε με το σύνθημα της “πτωχής αλλ’ εντίμου Ελλάδος”, της Ψωροκώσταινας, πότε με το σύνθημα της “Ελλάδος των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων” να ξεπουλάνε την πατρίδα στους ξένους δανειστές, να γονατίζουν το λαό στην αποστράγγιση και την πολιτική κατατυράννηση και να τον ρίχνουν σε τυχοδιωκτικούς πολέμους δήθεν για την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδερφών, στην πραγματικότητα όμως για ξένα και για τα δικά τους ταξικά συμφέροντα.

Αν όμως η κομματική μας άποψη ανασκεύασε τη “Μεγάλη Ιδέα” στις παραποιήσεις της εθνικής ιστορίας μας, παραμένει ως την ώρα ανοιχτή η επεξεργασία της θετικής πλευράς του ζητήματος, δηλαδή, η επεξεργασία, η πλατιά και συγκεκριμένη, με βάση το ιστορικό υλικό, του προβλήματος του πώς γεννήθηκε και πώς διαμορφώθηκε το νεοελληνικό έθνος.

Δεν υπάρχει δυστυχώς ως τα σήμερα στον τόπο μας ένα σύγγραμμα που να δίνει αναλυτικά και συνθετικά μαζί τη μαρξιστική άποψη της πολυδαίδαλης ιστορίας της Ελλάδας γενικά και του ελληνικού έθνους ιδιαίτερα. Ορισμένοι ιστορικοί ή απλώς φιλίστορες που προσπάθησαν να γράψον σχετικές ιστορίες, ή εφάρμοσαν χοντροκομμένα και μηχανικά τη μαρξιστική μέθοδο ή παρερμήνευσαν σχετικές θέσεις του κόμματος, που πολύ δίκαια στρεφόταν και στρέφεται κατά πρώτο λόγο στο ξετίναγμα της σοβινιστικής “Μεγάλης Ιδέας”.

Και αντί να δουν την ουσία της “Μεγάλης Ιδέας” σαν εποικοδόμημα του αντιλαϊκού, αντεθνικού και ξενόδουλου καθεστώτος των αστοκοτζαμπάσηδων, το οποίο, ανάμεσα στ’ άλλα, αντλούσε στοιχεία του και από τις πηγές της ιστορίας που την πλαστογραφούσε, μετέθεσαν την υπόθεση στο λεγόμενο ζήτημα της συνέχειας, στο αν δηλαδή οι νέοι έλληνες είναι ή όχι συνέχεια των αρχαίων ελλήνων, επειδή οι αρχαίοι έλληνες είχαν μεγαλείο που τάχα οι νεότεροι δεν το είχαν. Μετέθεσαν δηλαδή, θέλανε δε θέλανε, όλο το ζήτημα εκεί που σύμφερνε στη “Μεγάλη Ιδέα”. Το αποτέλεσμα, κατά τους ιστορικούς αυτούς, ήταν περίπου ότι: η μεγαλοϊδεάτικη πλουτοκρατία βλέπει τάχα, τιμά το ιστορικό παρελθόν του ελληνικού λαού, ενώ οι κομμουνιστές της Ελλάδας τάχα το αγνοούν, το υποτιμούν και το καταφρονούν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη και όμως, θύματα αυτής της πλάνης, καθώς θα προσπαθήσουμε ν’ αποδείξουμε, υπάρχουν και σήμερα και μάλιστα μέσα στους διανοούμενους που ασχολούνται με την ιστορία.

Μια και μελετάμε λοιπόν την εθνογονία των ελλήνων, ας σημειώσουμε πως το ιδιόμορφό της δε βρίσκεται στο αν έρχονται ή δεν έρχονται από την αρχαία Ελλάδα, στο αν έχουν ή δεν έχουν σχέση μ’ αυτήν. Το ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της Ελλάδας ή τα υπολείμματά τους στάθηκαν η βάση της δημιουργίας της κατοπινής νεοελληνικής εθνότητας ή λαότητας ύστερ’ από ανακατώματα και αλληλοεπιδράσεις με άλλες φυλές ή λαότητες της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών, της Μικρασίας, αλλά και ιδιαίτερα από επιμιξίες και αλληλοεπιδράσεις με τους νότιους σλάβους, δε συζητιέται σήμερα από κάθε επιστήμη άξια του ονόματός της και πριν απ’ όλα από την πιο πρωτοπόρα, τη σοβιετική. Αυτό θα το αναπτύξουμε σε άλλα κεφάλαια. Κάθε νέος λαός προήλθε από κάποιο παλιότερο ανθρώπινο υλικό ή αναμείξεις, επιμιξίες κτλ. και, κατά κάποιο τρόπο, το συνέχισε. Έχει λοιπόν τις ιδιομορφίες του στην εθνογονία του χωρίς να του δημιουργεί τούτο μεγάλα προβλήματα.

Δεν είναι λοιπόν η “ιδιομορφία” του ελληνικού λαού το αν και το ότι προήλθε από τους έλληνες της αρχαιότητας. Οι ίδιοι οι αρχαίοι έλληνες διαμορφώθηκαν σε λαότητες από επιμιξίες με λογής-λογής φυλές, βορειοευρωπαϊκές, πελασγικές και μικρασιατικές. Αυτή είναι πολύ σχετική ιδιομορφία, αφού δεν υπάρχουν στον κόσμο “αμιγείς” λαοί. Η βασική ιδιομορφία του δημιουργιέται από κει που οι αρχαίοι έλληνες είναι οι δημιουργοί του υψηλού εκείνου πολιτισμού της δουλοχτητικής κοινωνίας, που σε πολλά του στοιχεία εξακολουθεί να μας θέλγει ως σήμερα, και τον πολιτισμό αυτό θέλησε να τον κληρονομήσει, όπως είπαμε, μια ηγέτρια τάξη της νέας Ελλάδας ανάξια και μεγαλομανής.

Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός – εννοούμε τα πιο γόνιμα, τα προοδευτικά του στοιχεία – χρησίμευσε πλατιά στην ανάπτυξη του νεότερου πολιτισμού και έγινε κατά κάποιο τρόπο κληρονομιά ολάκερης της ανθρωπότητας. Ο Μαρξ εξηγεί το γιατί.

“Ο άντρας – έγραφε ο Μαρξ δεν μπορεί να ξαναγίνει παιδί, αλλιώς γίνεται παιδαριώδης. Μήπως όμως δεν τονε χαροποιεί η αφέλεια του παιδιού… Και γιατί η παιδική ηλικία της ανθρώπινης κοινωνίας εκεί που αναπτύχθηκε πιο λαμπρά από κάθε άλλο τόπο, δεν πρέπει να ’χει για μας την αιώνια γοητεία, σαν βαθμίδα που δεν επαναλαβαίνεται ποτέ; Υπάρχουν κακοαναθρεμμένα παιδιά και παιδιά με γεροντίστικη εξυπνάδα. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Ομαλά παιδιά ήταν οι έλληνες. Η γοητεία που έχει για μας η τέχνη τους δε βρίσκεται σε αντίφαση με την ανεξέλιχτη εκείνη κοινωνική βαθμίδα, πάνω στην οποία είχε φυτρώσει”(Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Έργα, τόμος 12ος, μέρος 1ο, σ.σ.203-204(ρωσ.)).

Αυτόν όμως τον αρχαίο πολιτισμό η άρχουσα τάξη μας πήγε να τον σφετεριστεί και να τον μονοπωλήσει για σκοπούς πισοδρομικούς. Και πλαστογράφησε γι’ αυτό και το νόημά του. Έκρυψε πριν απ’ όλα τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, το πολύ αίμα που στοίχισαν τα έργα του. Κατάτρεξε τα πιο προοδευτικά έργα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, λ.χ. τον υλισμό της. Και παρουσίασε και τους σύγχρονους έλληνες σαν ατόφια συνέχεια των αρχαίων, σαν “διαλεχτό” έθνος. Ανάπτυξε μια ψεύτικη προγονολατρεία, ουσιαστικά προγονοπληξία, που δεν είχε σχέση με την αντιλαϊκή της πολιτική και ιδεολογία.

Ποιος όμως ήταν ο ουσιαστικός δημιουργός των έργων της αρχαίας Ελλάδας;

Δημιουργός τους πρώτ’ απ’ όλα ήταν ο απλός λαός των αρχαίων ελληνικών πόλεων και χωριών με τα χέρια του, με τη δεξιοσύνη του και πριν απ’ όλα οι δούλοι, τα “ανδράποδα”, που ήταν η πιο πολυάριθμη μάζα του πληθυσμού. Τα έργα εκείνα ήταν γέννημα ενός αναπτυγμένου για την εποχή του δουλοχτητικού καθεστώτος και του ιδεολογικού του εποικοδομήματος. Τούτο όμως δεν τα λέει όλα. Συμπέσανε τότε πολλοί παράγοντες και μπόρεσαν οι τεχνίτες και γενικότερα οι πνευματικοί άνθρωποι με τα χέρια και τις πλάτες των δούλων ν’ αποχτήσουν τέτοιες συνθήκες ζωής που να δημιουργήσουν και έργα, τα οποία περιέχουν αλήθειες, ομορφιές και μορφές της ζωής που ξεφεύγουν τα στενά πλαίσια της δουλοχτητικής εποχής και απλώνονται σε διαρκέστερο χρόνο, ν’ αποτελούν, κατά τον Μαρξ, είδος “κανόνα” λ.χ. στην τέχνη. “Χωρίς τη δουλεία δε θα υπήρχε ελληνικό κράτος, ελληνική τέχνη και επιστήμη.”(Κ. Μαρξ & Φρ. Ένγκελς, Έργα, τόμος 14ος, σ.183 (ρωσ.)).

Κάποτε η δουλοχτησία άρχισε να εξαντλείται, να περνά κρίση. Αυτό για την Ελλάδα άρχισε μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι δουλοχτήτες δεν μπορούσαν να σπρώξουν πιο πέρα τις παραγωγικές δυνάμεις και τον πολιτισμό. Οι δούλοι και δεν μπορούσαν και δε θέλανε. Δυσανασχετούσαν, βαρυγκωμούσαν, εξεγείρονταν. Δυνάμωσε και η έχθρα ανάμεσα στις πόλεις-κράτη. Ώσπου ήρθε η κατάχτηση των μακεδόνων και η μακεδονική υποδούλωση.

Η μακεδονική κυριαρχία στην Ελλάδα και η λεγόμενη ελληνιστική περίοδος στην ιστορία έκαμε να ζωογονήσει την παρακμασμένη αρχαιοελληνική δουλοχτησία επεχτείνοντάς την σε νέες περιοχές. Μα δεν έφερε νέο κοινωνικό σύστημα. Ένωσε όμως τον τότε γνωστό κόσμο ή το μεγαλύτερό του μέρος κάτω από το σκήπτρο του Αλεξάνδρου. Στην αρχή συνένωσε τις σκόρπιες δουλοχτητικές κοινωνίες σε μια ευρύτερη οικονομική, παραγωγική και εμπορική ενότητα, ενότητα όμως πολύ σχετική, δημιούργησε πρώτη φορά μεγάλο δουλοχτητικό κράτος παγκόσμιας τάξης, πλάτυνε τις συναλλαγές και την έννοια του κόσμου, διέδωσε τα φώτα της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ήταν βέβαια παρδαλό από άποψη φυλετική-εθνολογική εκείνο το κράτος. Και γρήγορα κομματιάστηκε. Αποτέλεσε πάντως η μακεδόνικη περίοδος σταθμό ξεχωριστό στην προχωρητική πορεία της ανθρωπότητας, σταθμό ή φάση που περιλαβαίνεται στην έννοια της ελληνιστικής περιόδου (οι ξένοι τη λεν “ελληνισμό”, για μας είναι άλλη κυρίως η έννοια του ελληνισμού, γι’ αυτό μιλάμε χωριστά). Αλλά δεν έφερε ριζικά καινούργιο κοινωνικό σύστημα.

Οι αντιθέσεις που υπήρχαν στην αρχαιοελληνική κοινωνία, και πρώτ’ απ’ όλα η βασική αντίθεση δούλων και δουλοχτητών, εξακολουθούν να υπάρχουν και κάθε τόσο να είναι αισθητές και να δυναμώνουν. Από τα μεγαλύτερα τεκμήρια γι’ αυτή την εποχή είναι η επανάσταση του Νάβη στη Σπάρτη, του Ήλιου στη Μικρασία και άλλες, όπως για το δυτικό μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αργότερα η επανάσταση του Σπάρτακου.

Στους τρεις περίπου αιώνες που έζησαν τα μακεδονικά κράτη έδωσαν ό,τι μπορούσαν, ώσπου έπεσαν κάτω από τα χτυπήματα των σκλάβων, από μέσα, και της Ρώμης, απ’ έξω. Ούτε η Ρώμη μπόρεσε να δώσει ζωή σε κανένα καινούργιο οικονομικό κοινωνικό καθεστώς. Η δουλοχτησία παρέμεινε η βάση του. Η πορεία της δουλοχτησίας συνεχίζεται σε υψηλότερο ή μάλλον σε πλατύτερο επίπεδο, με πιο σύνθετες και αυστηρές κρατικές μορφές που επέτρεψαν και στη Ρώμη να παρατείνει σημαντικά τη ζωή της αρχαίας κοινωνίας που έφθινε. Αλλά εδώ στην Ανατολή, από άποψη εποικοδομήματος της κοινωνίας, Ρώμη αναγκάστηκε σε αρκετό βαθμό να υιοθετήσει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό που είχε υπεροχή σε πολλούς τομείς και δεν μπόρεσε να διαδώσει τη λατινική γλώσσα, όσο στη Δυτική Ευρώπη. Και παρόλο που μετέβαλε την Ελλάδα σε επαρχία της (με το όνομα Αχαΐα), όπου έφθινε η οικονομική ζωή, επειδή εδώ η δουλοχτησία και νωρίτερα άνθισε και νωρίτερα εξαντλήθηκε, ωστόσο συνάντησε όχι μόνο στέρεα ριζωμένες ορισμένες μορφές της οικονομικής και πολιτικής ζωής, που αναγκάστηκε να τις υπολογίσει· όχι μόνο ανώτερο επίπεδο στα γράμματα ή την τέχνη, αλλά και σε αρκετό βαθμό την τέτοια ή τέτοια πατριωτική αντίσταση των μαζών, και τελικά υπόκυψε στην αντιστασιακή δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Τη ρίζα όλων αυτών των φαινομένων, που αφήνουν σε μακριά χρονική περίοδο τα ίχνη τους, πρέπει να την αναζητήσουμε στη σχετική βιωσιμότητα που είχαν για κείνη την εποχή οι αυτόχθονες τρόποι του ζειν, του πολιτεύεσθαι και του σκέπτεσθαι των ελλήνων (Βλ. Ο. Β. Κουντριάφτσεφ, “Οι ελληνικές επαρχίες της Βαλκανικής στο 2ο αιώνα της χρονολογίας μας, 1954 (ρωσ.)). Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, δεν θα καταλάβει μια από τις ιστορικές πηγές της αντίθεσης του ελληνικού προς το ρωμαϊκό, όπως και της κατοπινής εναντίωσής του προς τον παπισμό και τη φράγκικη φεουδαρχία, στοιχεία, που κατά κάποιο τρόπο, σαν μακρινός απόηχος στην ψυχή του λαού, ήρθαν να προστεθούν στην αντίθεσή του προς τους σημερινούς “φράγκους”, τους ιμπεριαλιστές της Δύσης.

Η κρίση του ρωμαϊκού συστήματος άγγιζε βαθύτατα τον υπόδουλο ελληνικό κόσμο, τον εξαντλούμενο ήδη από καιρό. Ο αναβρασμός της εποχής του Αυγούστου και οι εξεγέρσεις των δούλων παρουσιάζονται και στην Ελλάδα, όπως θ’ απλώσει και κει την ακτινοβολία της η νέα ιδεολογία του χριστιανισμού, που υποσχόταν τη σωτηρία στους ταπεινούς και δυναστεμένους. Πάντως, στην Ελλάδα, η αρχαία ελληνική θρησκεία είχε παλιές ρίζες και τα σημάδια της θα τα συναντήσουμε στο Βυζάντιο ως τον 4ο αιώνα (Ιουλιανός), και πιο πέρα στον 6ο (επί Ιουστινιανού), ίσως και στον 9ο-10ο (το αναφέρνει ο Κ. Πορφυρογέννητος). Βέβαια, οι φορείς των ιδεολογικών εκείνων επιβιωμάτων, όπως η αρχαία ειδωλολατρία σε καιρό που είχε επικρατήσει ολοκληρωτικά σχεδόν ο χριστιανισμός, εκείνοι που τα μετέφερναν στα μυαλά τους από γενιά σε γενιά, δε μπορούσε να’ ναι άλλοι από τους έλληνες κατοίκους που ενσωματώθηκαν στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και εξελίχθηκαν αργότερα όπως εξελίχθηκαν.

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που ξεχωρίζουν την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τη Δυτική είναι πως εκεί στη Δυτική η δουλεία είχε πιο σκληρές μορφές, ενώ εδώ στην Ανατολή άρχισε να περιορίζεται σε βάθος, αλλ’ απλώθηκε χρονικά σε μάκρος. Το πέρασμα από τη δουλεία στη φεουδαρχία δεν ήταν τόσο χτυπητό. Εδώ διατηρήθηκε περισσότερο ένα στρώμα ελεύθερων παραγωγών-αγροτών και βιοτεχνών, περισσότερες και ζωηρότερες πόλεις με εμπορική κίνηση, πράμα που ευνοούσε τις επικοινωνίες και τη διατήρηση ορισμένης πολιτιστικής παράδοσης με την καλλιέργεια των γραμμάτων στην ελληνική γλώσσα. Η καλλιέργεια αυτή ήταν αντιφατική, το καινούργιο αντιπάλευε το παλιό, ο χριστιανισμός μαχόταν την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, η επιστημονική και φιλοσοφική έρευνα ξεστράτισε συχνά σε ηθικοθρησκευτικές δογματολογίες, μα και πάλι οι λόγιοι δεν είναι σπάνιο να προσπαθούν να μιμηθούν έτσι είτε αλλιώς τους κλασικούς της ελληνικής αρχαιότητας, φυσικά στη μορφή. Γιατί η νέα ιδεολογία αποσπούσε τον άνθρωπο από τη διερεύνηση και διακρίβωση των μυστηρίων του τριγύρω κόσμου και τον έστρεφε στην ενδοσκόπηση και στην προσδοκία της μετά θάνατον ζωής. Ο χριστιανισμός ήρθε ν’ αντικαταστήσει τις τοπικές θρησκείες με μια πιο γενική, παγκόσμια, που ν’ ανταποκρίνεται στην παγκοσμιότητα της Ρώμης. Από κίνημα διαμαρτυρίας και καταφύγιο των φτωχών που πρωτοξεκίνησε, υιοθετήθηκε στο μεταξύ από τις κυρίαρχες τάξεις των δουλοχτητών και κατόπι των φεουδαρχών, κι έγινε η επίσημη θρησκεία των κοινωνιών τους. Και στην Ελλάδα απόχτησε με τον καιρό βαθύτατες ρίζες.

Προτάσσουμε αναγκαστικά την εξέταση του ρόλου του χριστιανισμού, δηλαδή ενός φαινομένου που υπάγεται στο εποικοδόμημα κι όχι στην οικονομική βάση της κοινωνίας, μόνο για το λόγο πως χρονικά εμφανίστηκε προτού διαμορφωθεί η βυζαντινή φεουδαρχική αυτοκρατορία, όπου κυρίως θ’ αρχίσει η νέα εξέλιξη των ελλήνων.

6.Χριστιανισμός, Ορθοδοξία και “Γένος των Ρωμαίων”

Ένας λοιπόν από τους παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνισμού ήταν η χριστιανική θρησκεία. Ο χριστιανισμός, από ορισμένη περίοδο και πέρα, έγινε και στους έλληνες η επικρατούσε θρησκεία και σημάδεψε το τέρμα των τόσο διαδομένων αρχαιοελληνικών θρησκειών, δογμάτων και λατρειών. Από τον 4ο περίπου αιώνα, στο μέγιστο μέρος της Ελλάδας, οι θεοί του Ολύμπου παραχώρησαν οριστικά τη θέση τους στο Χριστό.

Ο χριστιανισμός, σαν ιδεολογικό υπεροικοδόμημα που γεννήθηκε με την κατάρρευση του αρχαίου δουλοχτητικού κόσμου, έπαιξε, με τη σειρά του, σημαντικό ρόλο στη στερέωση των βάσεων της νέας, της φεουδαρχικής κοινωνίας και στην Ανατολή και στη Δύση. Σε κάθε τόπο, αυτή η πορεία είχε τις ιδιομορφίες της. Στους έλληνες το ίδιο (Για το πώς γινόταν το πέρασμα από την ειδωλολατρία στο χριστιανισμό και η αντίστοιχη “μετεμψύχωση” των αρχαίων συμβόλων λατρείας στα νεότερα, τα χριστιανικά, είναι αξιοσημείωτα τα ακόλουθα. Ως το τέλος του 3ου αιώνα ν. χρ., ακόμα οι έλληνες στη Θεσσαλονίκη, λατρεύοντας τους αρχαίους θεούς, είχαν για πολιούχο τους το θεό-πολεμιστή Κάβειρο. Όταν εγκατέλειψαν την ειδωλολατρία και πέρασαν στον χριστιανισμό, χρειάστηκε να συμπληρώσουν και την κενή θέση του πολιούχου. Ένας από τους μάρτυρες του χριστιανισμού, ο άγιος Δημήτριος, αναδείχτηκε κατά το 306 στη θέση του πολιούχου, προστάτη-πολεμιστή στους πολέμους με αλλόφυλους. Βλ. Ο Ταφραλί, “Η Θεσσαλονίκη στο 14ο αιώνα”, σ.132(γαλλ.)). Δεν ήταν μόνο των ελλήνων θρησκεία ο χριστιανισμός. Δεν πρωτογεννήθηκε καν στην Ελλάδα. Βέβαια, παντού, εσωτερικά ήταν τα αίτια της γέννησης ή της διάδοσής του. Ξεκίνησε σαν κίνημα διαμαρτυρίας των απελπισμένων σκλάβων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, για να υιοθετηθεί τελικά από τις κυρίαρχες τάξεις της αυτοκρατορίας.

Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, ο χριστιανισμός κατατρωγόταν από εσωτερικές αντιθέσεις, που έτσι είτε αλλιώς εκφράζανε τις αντιθέσεις των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που τον είχαν εγκολπωθεί. Το ρεύμα που επικρατούσε κάθε φορά, κήρυττε τα άλλα ρεύματα αιρετικά. Ο χωρισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική είχε για συνακόλουθό του το χωρισμό των εκκλησιών σε ανατολική-ελληνορθόδοξη και δυτική-ρωμαιοκαθολική, που επισφραγίστηκε τελικά στον 11ο αιώνα. Στη βάση του χωρισμού των εκκλησιών έστεκαν οι διαφορές των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών όρων εξέλιξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των χωρών της Δυτικής Ευρώπης.

Οι κυρίαρχες τάξεις της Ανατολής εκμεταλλεύτηκαν και το μίσος των λαών της Ανατολής ενάντια σε καθετί που θύμιζε την παλιά ρωμαϊκή κυριαρχία. Και μόλο που η αυτοκρατορία της Ανατολής παρουσιαζόταν σαν ο συνεχιστής της Ρώμης, είχε ωστόσο αρκετά στοιχεία οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά που την έκαναν να διαφέρει από τη Δυτική και της εξασφάλιζαν και μεγαλύτερη βιωσιμότητα. Η Δυτική κατέρρευσε στον 4ο αιώνα, ενώ η Ανατολική κατάφερε να μείνει και ν’ αναπτυχθεί στηριγμένη σε δική της φεουδαρχική κοινωνική βάση. Η ορθοδοξία έγινε το θρησκευτικό εποικοδόμημά της.

Αποτελώντας κράμα αρχαιοελληνικών πλατωνικών δοξασιών και ανατολικού μυστικισμού (Ένγκελς), διαδομένος μέσω της ελληνικής γλώσσας, ο χριστιανισμός στάθηκε παράγοντας ορισμένης συντήρησης του ελληνικού στοιχείου και έτσι είτε αλλιώς βοήθησε να προωθηθεί τούτο στα πράγματα της ανατολικής αυτοκρατορίας, του γεννώμενου φεουδαρχικού Βυζαντίου. Η εκκλησία του Χριστού στην Ανατολή, δηλαδή η κορυφή της, με ορισμένες διακυμάνσεις και εξαιρέσεις, περνά σιγά-σιγά στα χέρια ελλήνων κληρικών, κυρίως εξελληνισμένων της Ανατολής. Δεν έχει εδώ αποφασιστική σημασία πως δεν υπάρχει έλληνας πατριάρχης στους πρώτους αιώνες της ορθοδοξίας, ούτε πως η εκκλησία της Ελλάδας ως τον 8ο αιώνα είχε υπαχθεί στον Πάπα.

Στεκόμαστε λοιπόν ιδιαίτερα στον παράγοντα του χριστιανισμού, όχι τόσο για το γενικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία των λαών, παρά για το λόγο πως, καθώς νομίζουμε, έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στη γενική εξέλιξη του “γένους των ρωμαίων”, όσο και γιατί σε διαφορετικές εποχές και τόπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας συγκεντρώθηκαν κάτω από τη σκέπη της ορθοδοξίας μεγάλοι λαϊκοί όγκοι της πιο διαφορετικής φυλετικής-εθνολογικής προέλευσης. Στο εθνολογικό μωσαϊκό του Βυζαντίου, ο χριστιανισμός προσπαθούσε (και το κατόρθωνε για ορισμένες περιόδους) να δημιουργήσει την ενότητα των φυλών και λαοτήτων της κάτω από τη σκέπη της ορθοδοξίας, και το θρησκευτικό γνώρισμα ήταν το βασικό που ίσχυε ιδεολογικά-πολιτικά στη διάκριση των κατοίκων. Άλλες λαϊκές ομάδες ξεχώριζαν με το να υιοθετήσουν αντίθετα ή παράπλευρα ορθόδοξα δόγματα.

Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η ίδια η εκκλησία, με τον καιρό, μέσω της αύξησης των χτημάτων που αφιερώνονταν σ’ αυτήν, μέσω των δωρεών και αρπαγών, της διάδοσης του μοναστικού βίου κλπ., έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς γαιοχτήμονες-φεουδάρχες στην επικράτεια. Αλλά και γενικότερα στο μεσαίωνα η θρησκεία στάθηκε το κύριο ιδεολογικό επιστέγασμα της κοινωνίας, μονοπωλητής της σκέψης των ανθρώπων. Συνεπώς, και όλες οι διανοητικές αναζητήσεις της κοινωνίας ντύνονταν το θεολογικό ντύμα. Και τούτο επειδή η εκκλησία έγινε “η πιο καθολική σύνθεση και κύρωση του υπάρχοντος φεουδαρχικού καθεστώτος” (Φ. Ένγκελς, “Ο πόλεμος των αγροτών στη Γερμανία”, σ.57, γερμ.έκδ.,1951). Ο Μαρξ τόνιζε τον έντονο θεοκρατικό χαραχτήρα της βυζαντινής φεουδαρχίας. Και τα αντίπαλα ρεύματα και κινήματα της κάθε μεσαιωνικής περιόδου περιβάλλονταν το ντύμα της θρησκείας. Οι εξεγέρσεις του δήμου ενάντια στον Ιουστινιανό στην Κωνσταντινούπολη του 6ου αιώνα είχαν για σήμα τους το σταυρό (“Εν τούτω νίκα”). Η δυσαρέσκεια των λαών των ανατολικών επαρχιών ενάντια στην κεντρική εξουσία του Βυζαντίου ξεσπούσε σαν θρησκευτική “αίρεση” του νεστοριανισμού ή του μονοφυσιτισμού. Θρησκευτική μορφή παίρνει και ο λαϊκός αναβρασμός που εκμεταλλεύονται οι αντίμαχες μερίδες της φεουδαρχίας – εικονομάχοι και εικονολάτρες στον 8ο αιώνα. Τα κινήματα των μανιχαίων, των παυλικιάνων, των μπογκομίλων, που παρουσιάστηκαν σαν “αιρέσεις” ενάντια στην επίσημη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και άλλων τόπων, εκφράζανε την πιο βαθιά δυσφορία και εξέγερση των δουλοπάροικων και άλλων αγροτών και γενικά του απλού λαού διαφόρων φυλών ενάντια στην κεντρική εξουσία και τους Δυνατούς (φεουδάρχες).

Σιγά-σιγά, η Βυζαντινή αυτοκρατορία μπόρεσε να εκχριστιανίσει όλους σχεδόν τους λαούς της, όσους δεν κατάχτησε ο μωαμεθανισμός και δεν ξέπεσαν από τη δύναμή της. Κάτι περισσότερο. Με όπλο ή προπομπό τη θρησκεία, που ήταν τότε η βασική ιδεολογική μορφή της κοινωνίας, το Βυζάντιο εφάρμοζε την πολιτική της εδαφικής επέκτασης και της υποδούλωσης άλλων λαών, την πολιτική της επέκτασης της επιρροής του στους γειτονικούς λαούς. Τον 9ο αιώνα οι βούλγαροι ασπάζονται τον χριστιανισμό. Τον 10ο αιώνα ο ρώσος ηγεμόνας Σβιατοσλάβ βαφτίζεται από βυζαντινούς δεσποτάδες και καθιερώνει το χριστιανισμό σαν επίσημη θρησκεία. Οι παλιές ειδωλολατρικές θρησκείες δεν μπορούσαν πια να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της αναπτυσσόμενης φεουδαρχίας και να ικανοποιήσουν πνευματικά τις ανάγκες των διαμορφούμενων λαοτήτων που απαρτίζονταν από την ένωση και συγχώνεψη διαφόρων φυλών. Εδώ όμως δεν επεχτεινόμαστε στο ρόλο που έπαιξε η διάδοση του χριστιανισμού στους τριγύρω λαούς.

Δεν είναι σωστό να παραγνωρίσουμε το ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση και στερέωση της ορθοδοξίας οι διάφορες λαότητες και φυλές της Ανατολής, στο πρώτο στάδιο, και του Βορρά κατοπινότερα.

Αν όμως η ορθοδοξία διαδόθηκε σε αρμένηδες, νότιους σλάβους, ρώσους, γεωργιανούς κλπ., δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, για τους λόγους που είπαμε, η υπόσταση και εξέλιξή της στην παραπέρα πορεία, έτσι είτε αλλιώς, συνδέθηκε ιδιόμορφα με το “γένος των ρωμαίων”, που οι ξένοι εξακολουθούσαν να τους λένε γκρεκ, δηλαδή έλληνες, γραικούς, ρωμιούς. Αυτό έγινε ιδιαίτερα από τον 7ο αιώνα και πέρα, όταν καταχτήθηκαν από τους άραβες οι ανατολικές επαρχίες με τα πατριαρχεία τους (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) και ανυψώθηκε η δύναμη του Οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Δεν είναι ο λόγος πως λ.χ.το Οικουμενικό Πατριαρχείο εφάρμοζε συνειδητά πολιτική λαοτική (εθνοτική) ή είχε συνείδηση της λαοτικής πορείας των ρωμαίων-γραικών. Η εθνοτική-λαοτική, όπως αργότερα και η εθνική διαμόρφωση ήταν πορεία αντικειμενική, αυθόρμητη και μόνο σαν ωρίμαζαν ορισμένες προϋποθέσεις και όροι της έγινε πιο ενσύνειδη. Περισσότερο τούτο ισχύει για την πορεία της διαμόρφωσης του κατοπινού έθνους, λιγότερο για την εθνότητα ή λαότητα των μέσων χρόνων. Στους χρόνους του φεουδαρχικού βυζαντινού μεσαίωνα, εκείνο που δεσπόζει στη συνείδηση των ανθρώπων για το χαρακτηρισμό της συμβιωτικής τους κοινότητας είναι περισσότερο η πίστη στον ίδιο θεό – λέγανε λ.χ. χριστιανός και μη χριστιανός ή άπιστος, αλλόθρησκος –, κατά δεύτερο λόγο ρωμαίος και εννοούσαν στην αρχή τον (χριστιανό) “πολίτη” της αυτοκρατορίας και κατά τρίτο λόγο οι άνθρωποι ξεχώριζαν τον εαυτό τους ανάλογα με τη φυλή ή λαότητα που ανήκαν: κατωτικοί ή Ελλαδικοί – αργότερα μωραΐτες, νησιώτες, ρουμελιώτες, ηπειρώτες, βιδινιώτες, βλάχοι, μακεδόνες, πόντιοι ή λαζοί, κτλ.κτλ.

Το θρησκευτικό αίσθημα στο μεσαιωνικό Βυζάντιο και συνεπώς και στην Ελλάδα, που το καλλιεργούσε η άρχουσα τάξη σε συνδυασμό με τον αντιορθολογισμό και αντιρεαλισμό της, με τη συσκότιση του λαού, ήταν πολύ ισχυρό. Ιδιαίτερα ισχυρός στάθηκε ο θρησκευτικός φανατισμός των ορθόδοξων κατά του Πάπα. Ο φανατισμός αυτός είχε βάσιμους λόγους. Αποτέλεσε, κατά τον Μαρξ, το “μοναδικό σύνδεσμο των ορθόδοξων” σε ορισμένη εποχή. Παρά την αντίθεση της εκκλησίας στην πρόοδο και την επιστήμη, αντικειμενικά η ορθοδοξία στάθηκε στην εποχή της φραγκοκρατίας και τουρκοκρατίας, πνευματικό καταφύγιο των υπόδουλων για μια μεγάλη περίοδο. Τα ίχνη της επιρροής της έμειναν αρκετά έντονα στην Ανατολή. Ακόμα εδώ κι εκατό χρόνια ο Μαρξ, γράφοντας για το “ανατολικό ζήτημα” μιλάει για ανακάτωμα από “ράτσες” και “θρησκευτικά δόγματα” που επικρατούσαν στην Ανατολή.

Από το βιβλίο του Πέτρου Ρούσου “Ζητήματα της Ιστορίας μας – Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Δεκέμβρης 1955, σ.σ.43-55.

Δημοσιεύεται με κάποιες διορθώσεις στην ορθογραφία και τα σημεία στίξης από parapoda.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το