Μία από τις μεγάλες προσδοκίες του κοινού που στήριξε το νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήταν ότι αυτός θα ακολουθούσε μια διαφορετική, πιο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική. Εκεί που η πολιτική του πρώην πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηριζόταν από αμετροέπεια, οξύνοντας διαρκώς τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη, η προσμονή ήταν ότι η προεδρεία Μπάιντεν θα επαναφέρει το μέτρο, εξασφαλίζοντας τη συνεννόηση σε διεθνές επίπεδο και βάζοντας τέρμα στον εκτροχιασμό της προηγούμενης περιόδου. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Τζο Μπάιντεν, όλες αυτές οι ελπίδες διαψεύδονται ταχύτατα.

Όξυνση των σχέσεων με την Κίνα σε όλα τα επίπεδα

Ένας από τους λόγους που είχε συγκεντρώσει πολλές βολές εναντίον της η διοίκηση Τραμπ, ήταν ο εμπορικός πόλεμος εναντίον της Κίνας που είχε ξεκινήσει με την επιβολή δασμών στα προϊόντα της και κυρώσεων σε μια σειρά από κινέζικους εταιρικούς κολοσσούς, κυρίως προϊόντων τεχνολογίας αιχμής. Είχε προηγηθεί η απόρριψη της εμπορικής συνθήκης TPP, που αφορούσε κυρίως τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας. Οι επικριτές του πρώην προέδρου έκαναν λόγο για ανώφελη και παράλογη αντιπαράθεση, που βλάπτει τα αμερικάνικα οικονομικά συμφέροντα και καλλιεργούσαν την ελπίδα για τερματισμό του εμπορικού πολέμου από τον Μπάιντεν.

Μήνες μετά το ξεκίνημα της νέας διοίκησης, οι κυρώσεις και οι δασμοί είναι ακόμη σε ισχύ, και αν υπάρξει κάποια τροποποίηση αυτή θα είναι προς την ενίσχυσή τους. Άλλωστε, όπως έχει γίνει πλέον γνωστό, ο Μπάιντεν δε διαφώνησε ποτέ με την ουσία της πολιτικής του Τραμπ για την Κίνα, αλλά με τον τρόπο υλοποίησής της, δηλαδή χωρίς πρότερη συνεννόηση με τους παραδοσιακούς συμμάχους.

Από ʼκει και πέρα, η διοίκηση Μπάιντεν δε χάνει στην κυριολεξία ευκαιρία, να επιδεινώσει τις σχέσεις με την Κίνα σε όλα τα μέτωπα. Κάνει έτσι πράξη το δόγμα της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής που είχε επεξεργαστεί η διοίκηση Τραμπ, έχοντας αναγορεύσει την Κίνα σε βασικό ανταγωνιστή.

Από τις πρώτες επίσημες τηλεφωνικές επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, στην πρώτη συνάντηση διπλωματικών αντιπροσωπειών στο Άνκορατζ της Αλάσκα, μέχρι τη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών του ΝΑΤΟ στα τέλη του Μαρτίου, η αμερικάνικη διπλωματία αναδεικνύει μια σειρά ζητήματα, όπως η υποτιθέμενη επιθετικότητα της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Θιβέτ και στο Χονγκ Κονγκ και η καταπίεση μειονοτικών πληθυσμών, όπως οι Ουιγούροι. Όλα αυτά, για να στρώσει το έδαφος της αντιπαράθεσης και να σύρει τους παραδοσιακούς της συμμάχους, Ευρωπαίους και μη, στη συγκρότηση του «μετώπου των δημοκρατιών», προκειμένου να αντιμετωπισθεί η πρόκληση που αντιπροσωπεύει η Κίνα. Όλη αυτή η κλιμάκωση επιστεγάζεται και από την πρόσφατη εμπρηστική δήλωση του Αμερικάνου διοικητή ναύαρχου των αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων σε Ασία και Ειρηνικό, για ενδεχόμενο πόλεμο τα επόμενα χρόνια με την Κίνα, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι αυτή θα εισβάλει στην Ταϊβάν και σε μια σειρά αμερικάνικες βάσεις στον Ειρηνικό. Όλα αυτά συνθέτουν μια ξέφρενη, προκλητική και φιλοπόλεμη πολιτική απέναντι στην Κίνα, που όχι μόνο δεν αποτελεί διαφοροποίηση από αυτήν της περιόδου του Τραμπ, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί την εντεινόμενη συνέχισή της, που συνοψίζεται στην «υπόσχεση» του Μπάιντεν, ότι όσο είναι αυτός στα πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση η Κίνα να γίνει η πιο ισχυρή χώρα στον πλανήτη.

Η Κίνα, με την αλματώδη οικονομική της άνοδο και την αντίστοιχη ενίσχυσή της πολιτικά και στρατιωτικά, αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο στα μάτια των ιθυνόντων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η προοπτική της «εκθρόνισης» των ΗΠΑ από την Κίνα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Κίνα φαίνεται ότι θα είναι η μόνη χώρα που θα καταγράψει οικονομική ανάπτυξη αυτά τα χρόνια και θα καλύψει ακόμη πιο γρήγορα τη διαφορά που τη χωρίζει με τις ΗΠΑ. Η ανάσχεση αυτού του ενδεχόμενου αποτελεί τον πρώτο στόχο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς ριζική διαφοροποίηση από την πολιτική που εγκαινίασε ο Τραμπ απέναντι στην Κίνα.

Όξυνση σε όλα τα μέτωπα και με τη Ρωσία

Αν υπάρχει κάποια ουσιαστική τροποποίηση της εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Τραμπ, αλλά προς την κατεύθυνση πάλι της όξυνσης, είναι αυτή των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Στο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που είχε επεξεργαστεί η κυβέρνηση Τραμπ, τοποθετούσε πράγματι τη Ρωσία στους κορυφαίους ανταγωνιστές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στην πράξη ωστόσο, η διοίκηση Τραμπ, ίσως και επικεντρωμένη στην αντιπαράθεσή της με την Κίνα, ακολούθησε μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στη Ρωσία, αφήνοντάς της μάλιστα πιο ελεύθερο πεδίο παρέμβασης σε διάφορα μέτωπα, όπως αυτό της Συρίας. Αυτή η στάση είχε συγκεντρώσει τα πυρά της αντιπολίτευσης των Δημοκρατικών, ως ένδειξη αδυναμίας, αλλά και εξάρτησης του Τραμπ από τον Ρώσο ομόλογό του για την παραμονή του στην προεδρεία.

Πάλι από τις πρώτες τηλεφωνικές επαφές της διοίκησης Μπάιντεν με τη ρώσικη κυβέρνηση, φάνηκε η διάθεση της πρώτης να οξύνει τις σχέσεις της με τη δεύτερη. Ο Μπάιντεν με το «καλημέρα» επανέλαβε τις γνωστές κατηγορίες των Δημοκρατικών, περί ρώσικης ανάμειξης στις αμερικάνικες εκλογές, προς όφελος του Τραμπ, που υποτίθεται ότι το Κρεμλίνο είχε υπό τον έλεγχό του. Μάλιστα αυτές τις κατηγορίες τις επανέφερε και για τις εκλογές του 2020.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο δίκτυο ABC ο Μπάιντεν έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι ο χαρακτηρισμός «φονιάς» αρμόζει στον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν, χρεώνοντας του δολοφονική στάση απέναντι στην αντιπολίτευση και λέγοντας μάλιστα ότι αυτός θα πληρώσει τίμημα για όλα αυτά, χωρίς να ξεκαθαρίσει τι θα είναι αυτό.

Αλλά και στην πρόσφατη σύνοδο υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, προς ικανοποίηση των αμερικάνικων πιέσεων, η Ρωσία χαρακτηρίσθηκε ως μια επικίνδυνη χώρα, η οποία ολοένα απομακρύνεται από τις ευρωπαϊκές αξίες και γίνεται όλο και πιο απολυταρχική, η οποία θα πρέπει να σταματήσει να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και της οποίας η αντιμετώπιση προϋποθέτει την ενότητα των εταίρων της ΕΕ με αυτούς του ΝΑΤΟ, πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα.

Παράλληλα οι ΗΠΑ ασκούν πιέσεις για να τερματιστεί το εγχείρημα του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που ενώνει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Βλέπουμε ότι και στην περίπτωση της Ρωσίας, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός υπό τη διοίκηση Μπάιντεν, προσπαθεί να ασκήσει πιέσεις στους παραδοσιακούς του συμμάχους, ειδικά τους Ευρωπαίους, ώστε να πάψουν να αλληθωρίζουν προς τη συνεργασία με τη Ρωσία, και να τους στοιχίσει πίσω από τον δικό του σκοπό, που είναι η ανακοπή της ενίσχυσης των «αναθεωρητικών δυνάμεων», όπως χαρακτηρίζει τους ανταγωνιστές του.

Αναζωπύρωση των μετώπων της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής

Αν τα παραπάνω αποτελούν μέχρι στιγμής επιθέσεις απέναντι στη Ρωσία σε φραστικό και διπλωματικό επίπεδο, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, όσο και απόφαση του Μπάιντεν για αναθέρμανση της αμερικάνικης εμπλοκής στο μέτωπο της Συρίας είναι μια εξέλιξη με πολύ μεγαλύτερο βάρος.

Ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ μαζί με τους ομολόγους του από τη Γερμανία και τη Γαλλία καλούν τη Ρωσία να σταματήσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία. Στηρίζοντας την ουκρανική κυβέρνηση που είναι υποχείριό τους, κατηγορούν τη Ρωσία για αναζωπύρωση της κατάστασης, η οποία απαντάει ότι θα υπερασπιστεί αν χρειαστεί τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας, οι οποίοι έχουν καταφέρει ενός είδους αυτονομίας από το αμερικανόφιλο καθεστώς της Ουκρανίας. Παράλληλα αφήνεται να εννοηθεί ότι έχουν ξεκινήσει διαβουλεύσεις μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ για μια ενδεχόμενη ΝΑΤΟϊκή απάντηση στις κινήσεις της Ρωσίας με απρόβλεπτες συνέπειες.

Από τις πρώτες αποφάσεις του Μπάιντεν ήταν η είσοδος εκ νέου αμερικάνικων δυνάμεων στο έδαφος της Συρίας, μέσω του Ιράκ, κυρίως προς τις περιοχές που υπάρχει έντονη κουρδική παρουσία, ενεργοποιώντας και πάλι και τη συνεργασία μεταξύ Αμερικανών και Κούρδων, που ο Τραμπ είχε εγκαταλείψει. Όπως ήταν αναμενόμενο, η εξέλιξη αυτή, από απότομη αύξηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων όλων των πλευρών που παρεμβαίνουν στη Συρία, σε μια προσπάθεια εξασφάλισης καλύτερων θέσεων, τώρα που «οι ΗΠΑ είναι και θα είναι παρούσες στη Συρία». Όλα αυτά, κάνουν ακόμη πιο περίπλοκη και εύθραυστη στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί με τις υποτιθέμενες «εγγυήτριες δυνάμεις» της Συρίας, δηλαδή τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πλήρως παραδομένη στις επιδιώξεις των Αμερικανών ιμπεριαλιστών

Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια αποτελεί μήλον της Έριδος για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ίδια έχει ισχυροποιηθεί τα τελευταία χρόνια σε περιφερειακή δύναμη της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αποκτώντας δυνατότητες παρέμβασης σε μια σειρά χώρες (Συρία, Ιράκ, Ουκρανία, Λιβύη, Κύπρος), διαπραγμάτευσης με πολλές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ταυτόχρονα (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα) και ακόμη και διαμόρφωσης ευρύτερης πολιτικής όπως δείχνει η πρωτοβουλία για αναθεώρηση της συνθήκης του Μοντρέ.

Αν και παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα βρίσκονται σε χειρότερο σημείο από παλιότερα. Για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η διασφάλιση ότι η Τουρκία θα επανέλθει πλήρως και θα παραμείνει στο άρμα της Δύσης, αποτελεί κορυφαίο στοίχημα, που σχετίζεται με την ανακοπή της ισχυροποίησης των μεγάλων της ανταγωνιστών.

Φαίνεται πως η διοίκηση Μπάιντεν έχει επιλέξει μια πιο αυστηρή στάση για την ώρα απέναντι στην κυβέρνηση του Ερντογάν προκειμένου να πετύχει αυτό το στόχο. Παράλληλα εμπλέκει όλο και περισσότερο και τη χώρα μας, όχι μόνο προς εξυπηρέτηση αυτού του στόχου, αλλά και των γενικότερων στόχων της στην περιοχή.

Ήδη από την εποχή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, του «Στρατηγικού Διαλόγου» μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ και του οράματος της Ελλάδας ως «γεωπολιτικού μεντεσέ» του εν Ελλάδι Αμερικάνου πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ, η χώρα μας μετατρέπεται όσο πότε σε στρατιωτικό προγεφύρωμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, με τη δημιουργία νέων στρατιωτικών βάσεων, την επέκταση παλιών και την αγορά  νέων εξοπλισμών. Φυσικά η κυβέρνηση της ΝΔ του Μητσοτάκη, ο πιο παραδοσιακός εκπρόσωπος της αμερικανοδουλείας στη χώρας μας, δε θα μπορούσε να κινηθεί σε διαφορετική κατεύθυνση.

Ήδη από την εποχή Τραμπ εκλιπαρούσε με εξευτελιστικό τρόπο τους Αμερικανούς αφέντες της για στήριξη έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων και προκλήσεων, αλλά παρακαλάει και τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ χωρίς επιτυχία για την επιβολή των λεγόμενων κυρώσεων. Η κυβέρνηση και το καθεστώς της εξάρτησης γενικότερα, που εξουσιάσει τη χώρα μας, δίνει ως συνήθως γη και ύδωρ στους Αμερικάνους, προβάλλοντας ότι έτσι εξασφαλίζει την υψηλή προστασία τους. Παραδέχεται έτσι την πλήρη αδυναμία της να υπερασπίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας και εθίζει τον ελληνικό λαό στην ιδέα της εξάρτησης.

Ειδικά το τελευταίο διάστημα, κάθε σήκωμα των τόνων εναντίον της Τουρκίας από παράγοντες της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, παρουσιάζεται εγχώρια ως θρίαμβος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και κάθε ανέξοδη και εύκολη φιλοφρόνηση προς την ελληνική πλευρά, τάχα ως επιβεβαίωση της συμμαχίας μας, στην πραγματικότητα της πολιτικής της πλήρους υποταγής της χώρας στους Αμερικάνους που υποτίθεται ότι είναι με το μέρος μας.

Έτσι, τα συμπεράσματα που θα έπρεπε να βγουν μέσα από δεκαετίες διαδρομής των δύο χωρών, για το πώς η μία έχει ισχυροποιηθεί, ενώ η άλλη έχει ξεδοντιαστεί, αντικαθίστανται από τυμπανοκρουσίες για την κάθε αρνητική δήλωση του κάθε παράγοντα για την Τουρκία ή την κάθε είδηση ότι η Τουρκία δέχεται πιέσεις, πέφτει το νόμισμά της κλπ.

Αυτή η πολιτική στάση εκφράστηκε τελευταία με προκλητικό τρόπο την παραμονή του εορτασμού της επετείου της ελληνικής επανάστασης του 1821, με την επίσκεψη του Μητσοτάκη στο αμερικάνικο αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ στη Σούδα. Εκεί, διάλεξε την παραμονή της επετείου του Αγώνα, για να δηλώσει πάλι πόσο ισχυροί και βαθιοί είναι οι δεσμοί της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα πόσο υποταγμένο είναι το καθεστώς της εξάρτησης στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Αυτό που έχει δηλωθεί ακόμη και από παράγοντες του δικού μας υπουργείου Εξωτερικών, είναι ότι η Τουρκία αποτελεί αναντικατάστατο σύμμαχο για τις ΗΠΑ, λόγω του μεγέθους της, της ισχύος της και της θέσης της. Διαχρονικά, οι εκπρόσωποι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, δε χάνουν ευκαιρία να κάνουν λόγο για «διαφιλονικούμενες περιοχές» στο Αιγαίο, για γκρίζες ζώνες κλπ., ενισχύοντας στην πραγματικότητα την πλευρά με την οποία θέλουν και έχουν ανάγκη να διαπραγματευτούν. Αντιθέτως, η πλευρά με την οποία δεν έχουν ανάγκη να διαπραγματευτούν, είναι αυτή με την οποία δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, στο βαθμό που ασκούν πάνω της βαθύ έλεγχο, όπως δηλαδή η χώρα μας.

Η ολοένα και ισχυρότερη πρόσδεση της χώρας μας στο αμερικάνικο άρμα και η βαθύτερη εμπλοκή της στα σχέδια των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, εξασφαλίζει μονάχα νέες εθνικές περιπέτειες που συνήθως καταλήγουν σε ιστορικές εθνικές ήττες.

Σπύρος Κ.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το