Το σημείωμα που ακολουθεί αναφέρεται στον τελευταίο αγωνιστή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας –ΔΣΕ, Φώτη Παλλιόπουλο, που έβαλε τέλος στη ζωή του για να μην πέσει στα χέρια των μοναρχοφασιστών διωκτών του. Τα αποσπάσματα που δημοσιεύονται είναι απ’ το βιβλίο “Αντάρτες στ’ Άγραφα (1946- 1950) – Αναμνήσεις ενός αντάρτη” του Τάκη Ψημμένου.

Μέχρι τον Αύγουστο του 1950, όλοι σχεδόν οι αγωνιστές που αποτελούσαν το αντάρτικο Συγκρότημα Αγράφων έχουν πια εξαφανιστεί από τα γνώριμα βουνά τους, τα δάση και τα τσουγκάρια, όπου τόσα χρόνια η ζωή τους είχε συνδεθεί μ’ αυτά. Άλλοι κείτονται νεκροί, άταφοι, βορά των αγρίων θηρίων, σαν νεότεροι Πολυνείκες κι άλλοι δεσμώτες… Μια ομάδα, με τον Φώτη ΠΑΛΛΙΟΠΟΥΛΟ (Σκορδάρα) και 3-4 ακόμα συντρόφους του -της παλιάς ομάδας του ΔΣΕ του Βάλτου- εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει. Τα καταφέρνει να ξεφεύγει απ’ τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, πότε ελισσόμενη στον κάμπο, τον Βάλτο της Καρδίτσας και πότε στα ριζά. Τελικά θα μείνει ένας απ’ τη ομάδα, ο Φώτης Παλλιόπουλος, που θα δώσει και αυτός τη ζωή του μέσα σε τραγικές συνθήκες, θα σφραγίσει με το νεολαιίστικο αίμα του το αντάρτικο στ’ Άγραφα. Το ’χε ορκιστεί από το 1947 ακόμα ότι ζωντανός δεν πρόκειται να πέσει στα χέρια των διωκτών του. Τότε, στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, είχε πιαστεί στο χωριό του και βασανίστηκε πολλές φορές, σερνόμενος από φυλακή σε φυλακή και από κρατητήριο σε κρατητήριο. Μια μέρα αποφάσισε να φύγει απ’ την κόλαση της φυλακής και με την πρώτη ευκαιρία δραπέτευσε και κατατάχτηκε στο ΔΣΕ.

«Ζωντανός δεν πρόκειται να πέσω στα χέρια του μοναρχοφασισμού», έλεγε. «Πάντα κρατώ εφεδρικές σφαίρες για τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να ξαναϋποστώ τα ίδια».

Και να τώρα, τριγυρνά από δάσος σε δάσος, από καλύβι σε καλύβι σαν το ξεμοναχιασμένο αγρίμι, μα απτόητος, ανυπόταχτος. Έρχεται ο βαρύς χειμώνας του 1951-52. Η βαρυχειμωνιά είναι μια πρόσθετη δυσκολία στις κινήσεις του. Τα καταφέρνει όμως να είναι αθέατος. Στο χωριό του το Φανάρι, όπου σώζεται ακόμα το παλιό φρούριο, μέσα στα παλιά ερειπωμένα και γεμάτα μούχλα και υγρασία υπόγεια, βρίσκει καταφύγιο. Εκεί μένει τη μέρα, τη νύχτα βγαίνει έξω για να ξεμουδιάσει και να εξασφαλίσει τροφή. Συγγενείς και παλιοί συναγωνιστές του, με μεγάλη αγωνία και κίνδυνο για την τύχη του, του δίνουν τρόφιμα κάθε φορά που τους επισκέπτεται. Έγινε πια νυχτοβάτης. Ακόμα και τη μέρα του την περνάει στο σκοτάδι.

Είναι 7 του Μάρτη 1952. Τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν στα βουνά. Έρχεται η ποθητή Άνοιξη, θ’ ανοίξει το κλαρί, θα ζεστάνει. Κι ο Φώτης τρέφει την κρυφή ελπίδα να γλυτώσει σε λίγο απ’ τη μούχλα του υπογείου, θα ξεμουδιάσουν τα πόδια του, θα βγάλουν φτερά. Ανυπομονεί όπως πάντα να βγει απ’ τη κρυψώνα στον καθαρό αέρα. Δεν περιμένει όμως να ’ρθει το βαθύ σκοτάδι. Σουρουπώνοντας, αρχίζει να μετακινεί τις πέτρες που βρίσκονται μπροστά στο στόμιο της κρύπτης του, για να βγει απ’ τα ερείπια. Αυτός ο θόρυβος που προκαλείται θα του στοιχίσει πολύ… Ακριβώς εκείνη τη στιγμή τον αντιλήφτηκε κάποιος και τρέχει στη χωροφυλακή, που δεν απέχει και πολύ απ’ το φρούριο. Πριν ακόμα προλάβει να βγει βρίσκεται κυκλωμένος από χωροφύλακες που με προτεταμένα τα όπλα τον καλούν να παραδοθεί. Και ενώ οι πολιορκητές του περιμένουν από στιγμή σε στιγμή να τον πιάσουν στα χέρια, ο Παλλιόπουλος κατορθώνει να βγει απ’ το φρούριο από μια εφεδρική έξοδο.

Τον αντιλαμβάνονται, όμως, οι αντίπαλοί του κι αρχίζει η καταδίωξή του στις ραχούλες προς το χωριό Χάρμαινα. Τα πόδια του είναι μουδιασμένα και δεν το βοηθούν να τρέξει. Ρίχνουν πάνω με τα όπλα συνέχεια. Κοντοστέκεται, παίρνει ανάσα, τους απαντά ρίχνοντας μερικές ριπές με το αυτόματο του και τρέχει ύστερα προς το κάμπο. Στο μεταξύ, έχουν κινητοποιηθεί και οι ΜΑΥδες απ’ το Φανάρι και τη Χάρμαινα. Τραυματίζεται. Με μεγάλη δυσκολία σέρνεται σ’ ένα χαντάκι, πίσω από μια ξερή βατομουριά. Οι αντίπαλοι του όλο και πλησιάζουν, ρίχνοντας πάνω του με όλα τα όπλα. Ο Παλλιόπουλος τους καθηλώνει με το αυτόματό του. Έχουν περάσει τρεις ώρες από τότε που άρχισε το κυνηγητό και η συμπλοκή. Το άλικο αίμα του ρέει συνέχεια και δεν θ’ αργήσει να ’ρθει η στιγμή που θα χάσει τις αισθήσεις του. Οι πάνοπλοι αντίπαλοί του τον έχουν κυκλώσει από παντού. Οι σφαίρες του λαβωμένου παλληκαριού λιγοστεύουν πια. Μένουν μόνο αυτές που έχει για τον εαυτό του. Οι διώκτες γύρω-γύρω, από στιγμή σε στιγμή περιμένουν να παραδοθεί. Κάπου-κάπου ρίχνουν προς τη βατομουριά και του φωνάζουν να παραδοθεί. Μάταια προσπαθούν. Ο φλογερός εικοσιτριάχρονος ΕΠΟΝίτης Φώτης Παλλιόπουλος (Σκορδάρας), βγάζει με δυσκολία απ’ τη τσέπη του τις τρεις σφαίρες, τις τοποθετεί στην ταινία, βάζει την ταινία στο όπλο του και ξαναζωντανεύοντας το θρύλο των «Τριών του Υμηττού» και χιλιάδων άλλων ηρώων αγωνιστών, ακουμπάει το τόμυγκαν στο στήθος του, πατάει τη σκανδάλη και γέρνει νεκρός πια στο βάτο, ενώ το στερνό βλέμμα του αγκαλιάζει στο θάμπος της νύχτας τις αδούλωτες βουνοκορφές των Αγράφων, που τόσα χρόνια τον φιλοξένησαν και τον γαλούχησαν με τα αθάνατα ιδανικά της λευτεριάς και της δημοκρατίας.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το