γράφει η Δήμητρα Κωσταρά

Ο Πετρής ήταν αυτό που λέμε «ο τρελός του χωριού». Κανείς δεν τον φώναζε με το κανονικό του όνομα, το παρατσούκλι είχε ριζώσει για τα καλά, τόσο που μπορεί και ο ίδιος να μη θυμόταν πια πώς τον λένε. Πετρής, λοιπόν, γιατί είχε μια «πετριά», αλλά, επίσης, γιατί του άρεσε να κάθεται με τις ώρες στο ποτάμι του χωριού και να πετάει πέτρες. Εκεί τον έβρισκαν πολλές φορές οι χωριανοί να κοιμάται κατάχαμα, ημιαναίσθητος από το ποτό, «ξύπνα Πετρή, μεσημέριασε, πάνε στο σπίτι σου». Παλιότερα έκανε κάνα μεροκάματο στα χωράφια, τώρα ζούσε από δω και από κει. Πάντως, δεν πεινούσε, όλο και κάποιος του έδινε ένα πιάτο φαγητό. Κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, κινούσε για το καφενείο. Ήξερε ότι θα πετύχει τους άντρες του χωριού, ήδη από τις έξι στο πόδι, να σβήνουν τον κάματο της ημέρας με ένα τσίπουρο και θα είχε και αυτός τα τυχερά του. Καθόταν μόνος, μακριά απ’ όλους και περίμενε καρτερικά μέχρι κάποιος να πει στον καφετζή «άιντε, κέρνα και έναν τον Πετρή». Κάποιες φορές, αν είχαν κέφια, του έλεγαν να τους τραγουδήσει.

Βλέπετε ο Πετρής είχε φωνή αϊδονιού, κάτι που ήξεραν όλοι στο χωριό. Ακόμη και όταν έρχονταν εκδομή οι Αθηναίοι, ανάμεσα στις φωτογραφίες με τα τρακτέρ, με τις μαυροφορεμένες γιαγιάδες και τους ρόζους στα χέρια των αγροτών – «αξιοθέατα» προς επίδειξη στους φίλους της Πρωτεύουσας, ακόμα και αυτοί πετούσαν ένα δίευρο στον Πετρή και του ζητούσαν να τους τραγουδήσει. Και αυτός, γελούσε σαν μικρό παιδί και στη συνέχεια υπάκουος, εξασφαλίζοντας τον κράσο της ημέρας, έπιανε ένα τραγούδι που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του, αφήνοντάς τους όλους σιωπηλούς, να τραβάνε βίντεο, περήφανοι που σε αυτή την κουτσουλιά στο χάρτη της Ελλάδας ανακάλυψαν στο πρόσωπο ενός ξεδοντιάρη, μεθύστακα παρία, ένα πηγαίο ταλέντο. Και κάπως έτσι, ως ατραξιόν, έβγαζε ο Πετρής το μεροκάματο.

Λίγες φορές μόνο τραγουδούσε για τον εαυτό του. Κάποια βράδια του καλοκαιριού, στο ποτάμι, έπιανε ένα βαρύ μοιρολόι, τόσο απόκοσμο και μυσταγωγικό που θαρρείς το νερό του ποταμού πάγωνε, τα κοάσματα των βατράχων σταματούσαν και τα τριζόνια κρατούσαν την ανάσα τους. Οι χωρικοί άκουγαν το θρήνο του Πετρή και τότε θυμούνταν, αυτόν, τον Κωνσταντή, δεκάχρονο αγόρι που είδε τον ίδιο τον πατέρα του, μπροστά στα μάτια του, να σκοτώνει τη μάνα του με μια πέτρα από το ποτάμι.

αντιτετράδια, τ. 133

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το