Ο πατέρας, του Φλοριάν Ζελέρ

Μ. Βρετανία – Γαλλία (2020)

Ο Άντονι, ευκατάστατος Βρετανός που διανύει το 80ό έτος της ζωής του, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξαιρετικά δυσάρεστη πραγματικότητα, καθώς όλες οι σταθερές του βίου του δείχνουν να κλονίζονται ανεξήγητα – η μία μετά την άλλη.
Η μεγάλη κόρη του δηλώνει αποφασισμένη να μετεγκατασταθεί στο Παρίσι, η κυριότητα του διαμερίσματός του τίθεται σε αμφισβήτηση, ο σύζυγος της κόρης του γίνεται αδικαιολόγητα προσβλητικός, γυναίκες των οποίων η παρουσία τού είναι από ενοχλητική έως αφόρητη εισβάλλουν χωρίς τη συναίνεσή του στην καθημερινότητά του για να τον “προσέχουν”, κι η πολυαγαπημένη μικρότερη κόρη έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο.
Η επόμενη μέρα φαντάζει ακόμα πιο απειλητική.

«Τα γηρατειά δεν είναι μάχη, είναι σφαγή», αποφαινόταν ο Φίλιπ Ροθ στο “Καθένας”, ένα από τα τελευταία μυθιστορήματά του. Και ο βραβευμένος Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Φλοριάν Ζελέρ, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη, επεξεργάζεται με ευφάνταστα αφηγηματικά μέσα τον καθοριστικό παράγοντα ο οποίος επαληθεύει αυτή τη γενίκευση, και που δεν είναι άλλος από την απώλεια της μνήμης. “Είμαστε η μνήμη μας”, σημείωνε αντίστοιχα ο σπουδαίος Λουίς Μπουνιουέλ στο αυτοβιογραφικό του πόνημα “Τελευταία πνοή”, ενώ διένυε την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Κι αυτό που εν τέλει ξεδιπλώνει ο Ζελέρ στον υποβλητικό “Πατέρα”, είναι ακριβώς η σχέση ύπαρξης και μνήμης. Πόσο εύθραυστη κι ανυπεράσπιστη γίνεται η πρώτη, όταν υποχωρεί η δεύτερη.
Στήνοντας ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι εντυπώσεων, όπου ο θεατής αναρωτιέται διαρκώς για το τι είναι πραγματικό και τι όχι, με το ψιλοδουλεμένο μοντάζ του δικού μας Γιώργου Λαμπρινού (γιου του γνωστού σκηνοθέτη της ταινίας “Το δίλημμα”, Φώτου Λαμπρινού) να έχει σημαίνοντα ρόλο, ο Ζελέρ καταφέρνει ν’ αποδώσει απτά την ανισότητα της μάχης με το χρόνο, δένοντάς την άρρηκτα με τον κατακερματισμό του εαυτού που προκαλεί μοιραία η άνοια. Γιατί η απώλεια της μνήμης, σημαίνει και απώλεια ταυτότητας. Ο Άντονι αδυνατεί ν’ αυτοκαθοριστεί και να υπάρξει, ευθέως ανάλογα με τ’ ότι αδυνατεί να θυμηθεί, άρα και να συγκροτήσει ένα σύμπαν κάποιων ελάχιστων έστω βεβαιοτήτων στη συνείδησή του. Τα πάντα τίθενται εν αμφιβόλω: οικεία πρόσωπα, σχέσεις, παρελθόν, ακόμα και το σήμερα του υποκειμένου. Όσο για το αύριο, χάνεται μέσα σε μια τρομαχτική ομίχλη αβεβαιότητας.
Μιλώντας για την συμμετοχή του στη δημιουργία της ταινίας σε ελληνικό ιντερνετικό περιοδικό, ο Γιώργος Λαμπρινός καταθέτει: «[…] Ποτέ δεν ξέρεις τι πορεία μπορεί να έχει μια ταινία. Αυτό που ήξερα σίγουρα για τη συγκεκριμένη ταινία ήταν η δυνατή συναισθηματική επιρροή που είχε στους θεατές από τις πολύ πρώτες προβολές που κάναμε κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Κι η μεγαλύτερη πρόκληση, ήταν το να κρατηθεί ένα τεντωμένο νήμα στο να βάλουμε τον θεατή στο κεφάλι του Αντονι Χόπκινς, ο οποίος πάσχει από άνοια και να είναι το ίδιο μπερδεμένος με αυτόν χωρίς όμως να τον μπερδέψουμε τόσο πολύ ώστε να τον χάσουμε».

Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα λεγόμενα του Φλοριάν Ζελέρ και της Ολίβια Κόλμαν (΄Αννα), σε σχετική συνέντευξη που παραχώρησαν σε αγγλικό περιοδικό. Ζελέρ: «Είναι αλήθεια ότι θέλησα να βάλω το κοινό σε μια μοναδική θέση, ως εάν να είχε το ίδιο την εμπειρία του τι σημαίνει να χάνεις τον προσανατολισμό σου. Ήθελα οι θεατές να βρεθούν σε μια ενεργητική κατάσταση, να μπουν μέσα σ’ ένα λαβύρινθο, και ν’ αναρωτηθούν για όλα εκείνα στα οποία γίνονται μάρτυρες. Παίξαμε αρκετά με το χώρο, έτσι ώστε να παίξουμε αντίστοιχα και με το αίσθημα του αποπροσανατολισμού. Ήταν τόσο συναρπαστικό όσο και πρόκληση για μας να βρούμε εκείνη την εύθραυστη ισορροπία, να παράξουμε αυτό το συναίσθημα χωρίς να γίνεται πολύ φανερό το τι ακριβώς επιδιώκαμε». Κόλμαν: «Είναι υπέροχο να παίζεις απέναντι σε κάποιον σαν τον Τόνι (Χόπκινς), κι έτσι αντί να είναι κάτι δύσκολο, ήταν κυρίως απόλαυση. Η μία και μόνη σκηνή όπου ένιωσα ευτυχής που δεν συμμετείχα, ήταν αυτή με την Ολίβια Γουίλιαμς, στην οποία (ο Χόπκινς) λέει: “Θέλω τη μαμά μου”. Είμαι τόσο ανακουφισμένη που δεν βρισκόμουν εκεί κοντά, γιατί πιστεύω ότι δεν θα σταματούσα να κλαίω για μέρες». Ζελέρ: «Όμως κλαίγαμε όλοι• ήταν μια πολύ φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή. Και το παράδοξο είναι, ότι την ίδια στιγμή ήταν και κάτι ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Όταν νιώθεις ότι έχεις επιτύχει κάτι αληθοφανές, ειλικρινές, κι όταν φτάνεις εκεί ακριβώς όπου στόχευες, ακόμα κι αν πρόκειται για κάτι θλιβερό, υπάρχει και κάτι ευχάριστο ταυτόχρονα. […]».

Ένας θηριώδης Άντονυ Χόπκινς, σε μια πρωτότυπη ταινία αξιώσεων που παρά το καταθλιπτικό θέμα της, συναρπάζει και καθηλώνει.
Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου και διασκευασμένου σεναρίου, όπως και BAFTA Α΄ ανδρικού ρόλου και διασκευασμένου σεναρίου.

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το