Χρήστος Κάτσικας

            Ποιες είναι οι πηγές της δυσαρέσκειας της ελληνικής οικογένειας από το σχολείο; Η πλειονότητα των γονέων θεωρούν ότι η εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ τους στοιχίζει πολύ ακριβά, δεν είναι ικανή να τα προετοιμάσει για την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

            Ουσιαστικά οι γονείς μέμφονται το σχολείο για αναποτελεσματικότητα η οποία, σύμφωνα με την άποψή τους, εκφράζεται μ’ έναν διπλό τρόπο: από τη μια αναγκάζονται να ξοδεύουν πολλά χρήματα για την εκπαίδευση των παιδιών τους έξω από το σχολείο και από την άλλη οι τίτλοι που παρέχονται δεν προοιωνίζονται επαγγελματική κατοχύρωση και αποκατάσταση.

            Από τη μια ο «αγώνας δρόμου» για την κατάκτηση μιας θέσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση κοστίζει πάρα πολύ ακριβά στην ελληνική οικογένεια και από την άλλη η «τιμή» του πτυχίου στην αγορά εργασίας μειώνεται συνεχώς. Αλλά ας δούμε και τις δύο αυτές παραμέτρους αναλυτικά.

Ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες

            Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων μαθητών φοιτούν σε δημόσια εκπαιδευτήρια. Η ιδιότητά τους όμως αυτή (η μαθητική) βαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό με σημαντικές δαπάνες.

            Αυτή την περίοδο, επίσης, η ελληνική οικογένεια «κλείνει» τα «συμβόλαια» των εξωσχολικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων των γόνων της, «λειτουργία» που τόσο η καθημερινή εμπειρία όσο και η έρευνα αναδεικνύουν ότι έχει ανελαστικό χαρακτήρα.

            Αναφερόμαστε, βεβαίως, κατ’ αρχήν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, στα οποία «συνωστίζεται» αναγκαστικά η συντριπτική πλειονότητα του μαθητικού πληθυσμού. Το ετήσιο κόστος παρακολούθησης φροντιστηρίου ξένων γλωσσών μαζί με την αγορά των βιβλίων και την εγγραφή αρχίζει κατά μέσο όρο και ανάλογα με τη βαθμίδα από 350 και ξεπερνάει τα 700 ευρώ αν ο μαθητής βρίσκεται στη φάση των εξετάσεων για τα διπλώματα (π.χ. Lower, Proficiency).

            Στη «σειριακή σειρά» σχολείο – φροντιστήριο ξένων γλωσσών προστίθενται, κυρίως στις ηλικίες των μαθητών του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι γνωστές «εξωσχολικές δραστηριότητες» των μαθητών και οι δαπάνες που τις συνοδεύουν: ωδεία (μουσικά όργανα), σχολές χορού (μπαλέτο), γυμναστήρια, κολυμβητήρια, «καράτε», καθώς και τα «νεοφώτιστα» φροντιστήρια computer ή τα καλυμμένα φροντιστήρια «απασχόλησης» για παιδιά του Δημοτικού θα «ροκανίσουν» και φέτος τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, απαιτώντας κατά μέσο όρο 1.000-1.500 ευρώ ετησίως, πέρα από τις δαπάνες για τα «αξεσουάρ» (κιθάρες, στολές κ.λπ.) που ο τιμοκατάλογός τους δεν έχει αρχή και τέλος!

            Η δαπάνη, όμως, που «ξαφρίζει την κρέμα» του «σχολικού προϋπολογισμού» της ελληνικής οικογένειας είναι τα φροντιστήρια γενικών μαθημάτων και τα ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία όσο περισσότερο εντείνεται το παιχνίδι του ανταγωνισμού περιλαμβάνουν στο «πελατολόγιό τους» ολοένα και μικρότερες ηλικίες.

Επένδυση και απόδοση

            Εδώ, βέβαια, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε τα εξής: Η κοινωνικο-οικονομική θέση της οικογένειας προσδίδει μια διαφορετική σημασία στο «κόστος» και στο «όφελος» που αφορούν την πρόσβαση σε ένα δεδομένο επίπεδο σπουδών.

            Η αναφορά που κάνουμε αφορά κυρίως τα μικροαστικά και ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που σε μια προηγούμενη περίοδο είχαν τη δυνατότητα και επένδυαν στην εκπαίδευση των παιδιών τους, με στόχο την επαγγελματική και κοινωνική άνοδό τους.

            Εδώ η εκπαίδευση, εκ των πραγμάτων, αντιμετωπίζεται ως καταναλώσιμο αγαθό και βέβαια, έτσι, είναι αδύνατο να διαχωριστεί από το «επενδυτικό στοιχείο» που παραπέμπει στη μελλοντική «εισοδηματική απόδοση».

            Και όσο η ανεργία απειλούσε και έθιγε μόνο τους μη εκπαιδευμένους νέους που στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονταν από τις πιο φτωχές οικογένειες, η κριτική κατά του σχολείου παρέμενε εντός κάποιων ορίων, καθώς το ίδιο θεωρούνταν «ανεύθυνο».

            Από τη στιγμή, όμως, που η επαγγελματική ανασφάλεια άρχισε να «σαρώνει» και τα διαπιστευτήρια του σχολείου, τα απολυτήρια και τα πτυχία, οι επικρίσεις εναντίον του διευρύνονται, αφού η μείωση της κοινωνικής απόδοσης των τίτλων στην αγορά εργασίας, το εύρος της ετεροαπασχόλησης και της ανεργίας των νέων πτυχιούχων βιώνονται, πλέον, ως ανικανότητα του ίδιου του σχολείου, που φαίνεται αναποτελεσματικό σε σχέση με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.

Η αντιστροφή της πραγματικότητας

            Με λίγα λόγια, το σχολείο δέχεται τα πυρά καθώς προβάλλεται ως υπεύθυνο για το ότι το επενδυόμενο κεφάλαιο για σπουδές (φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.λπ.) δεν έχει πια την ποθητή «αποδοτικότητα».

            Οταν, λοιπόν, η φοίτηση στην κατ’ επίφαση ονομαζόμενη δωρεάν εκπαίδευση συνοδεύεται από υψηλές ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες, ενώ την ίδια στιγμή το σύστημα απασχόλησης απαξιώνει το εκπαιδευτικό της «προϊόν», τον απολυτηριούχο του Λυκείου ή τον πτυχιούχο των ΑΕΙ, όταν η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο κοστίζει στην ελληνική οικογένεια πολλούς μισθούς ετησίως για κάθε παιδί και η έξοδος από αυτό δεν εξασφαλίζει βέβαιες επαγγελματικές και κοινωνικές προοπτικές, είναι φυσικό η ελληνική οικογένεια με παιδιά σχολικής ηλικίας να βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας, τόσο περισσότερο όσο ασθενέστερη οικονομικά είναι.

            Και εδώ αρχίζουν όλα.

            Ο υπεύθυνος για τις αυξημένες ιδιωτικές δαπάνες των μαθητών που φοιτούν στην δημόσια εκπαίδευση και για την κατάσταση στην αγορά εργασίας, που δεν είναι άλλος από την κυρίαρχη πολιτική, έρχεται μεταμφιεσμένος και προσφέρει στα θύματά του ως «δώρα» αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα που αφενός βαθαίνουν το «σώμα» της ιδιωτικοποίησης του δημοσίου σχολείου αφετέρου διευρύνουν το έδαφος της ταξικής εκπαίδευσης, της απόρριψης και του εξοστρακισμού των αδυνάτων.

            Ας θυμηθούμε με ποια «νανουρίσματα» η Υπουργός Παιδείας με αφορμή τον αποκλεισμό 40.000 υποψηφίων, προσπάθησε να «διαμορφώσει» την κοινή γνώμη. Για μια μεταρρύθμιση που προσφέρει οφέλη σε όλους, και κυρίως τους υποψήφιους και τις οικογένειές τους, έκανε λόγο η Νίκη Κεραμέως τονίζοντας πως για πρώτη φορά «οι νέοι μας δεν εγκλωβίζονται πλέον στα πανεπιστήμια. Οι σπουδές τους έχουν πλέον αντίκρισμα, έχουν διέξοδο και προοπτική. Οι σπουδές τους θα τους δώσουν αυτά που θέλουν και θα τους βοηθήσουν να αποκατασταθούν επαγγελματικά»!

            Δεν είναι αθώες οι λέξεις, λέμε εμείς! Και είναι γνωστή η προσπάθεια των επιτελών του ΥΠΑΙΘ να διαστρέψουν το νόημα των λέξεων ώστε να προκαλούν κοινωνική σύγχυση.

            Με τον «απεγκλωβισμό» από τα Πανεπιστήμια, την ιδιωτικοποίηση και τις περικοπές, τη στροφή στη φθηνή κατάρτιση ή στα ακριβά κολέγια, η κυρίαρχη πολιτική επιδιώκει να προσαρμοστούν η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», με άλλα λόγια, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κ.λπ., ώστε να διαμορφώσουν τον σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα!

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το