γράφει η Μαρία Δανιήλ

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος μαίνεται κοντά 25 χρόνια. Είναι άνοιξη του 408 π.Χ. και οι Αθηναίοι, καθώς το έργο αρχίζει, παρακολουθούν την Ηλέκτρα έξω από το παλάτι των Ατρειδών στο Άργος να λέει:

Δεν υπάρχει κακό, όπως λέει ο λόγος,
μήτε βάσανο, μήτε δυστυχία θεόσταλτη,
που του ανθρώπου η φύση
να μην μπορεί ν’ αντέξει.
(στ. 1-3)           

Απρόσμενη έναρξη. Όχι τόσο από την κοινοτοπία ότι οι άνθρωποι αντέχουν τα βάσανα και τις συμφορές, όσο από αυτά που ακούγονται στον πρώτο στίχο. Είναι, στ’ αλήθεια, τόσο ελαστική η ανθρώπινη συνείδηση, ώστε να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως οι άνθρωποι αντέχουν – συνεπώς αποδέχονται(;) – οποιοδήποτε κακό συμβαίνει τριγύρω τους;

Για να στηρίξει αυτή τη θέση η Ηλέκτρα μιλά για τον Τάνταλο που πρόδωσε στους ανθρώπους τα μυστικά των θεών. Αυτοί τον τιμώρησαν να ζει στον Άδη με το φόβο ότι ένας βράχος που κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του θα τον πλακώσει. Αργότερα ο Ατρέας (εγγονός του Τάνταλου) σφάζει τα παιδιά του αδελφού του και τον ταΐζει μ’ αυτά. Η Κλυταιμήστρα σκοτώνει τον άντρα της Αγαμέμνονα (γιο του Ατρέα) κι ο Ορέστης σφάζει τη μάνα του. Οι θεατές τέτοιες ιστορίες τις άκουγαν από παιδιά. Σε άλλες συνθήκες δε θα ’νιωθαν καν έκπληξη. Τώρα, όμως… Τόσα εγκλήματα συμπυκνωμένα μέσα στους 30 πρώτους στίχους! Γιατί τόση βία, τόσες εικόνες φόβου και φρίκης και μάλιστα πριν καλά – καλά αρχίσει το έργο;

Το κακό θέλει να πραγματευτεί ο Ευριπίδης, μουρμουρίζουν όσοι ξέρουν πως στον πρόλογο ο ποιητής απλώνει τα νήματα του θέματος και της υπόθεσης του έργου. Προς ποια κατεύθυνση όμως;

Η Ηλέκτρα συνεχίζει το μονόλογό της και οι θεατές πληροφορούνται ότι αυτός που κείτεται ξέπνοος έξω από το παλάτι των Ατρειδών είναι ο Ορέστης. Τον κυνηγούν οι Ερινύες έξι ημέρες μετά το φόνο της μάνας του. Μέχρι τώρα κανείς από τους τρεις τραγικούς δεν είχε ασχοληθεί με το τι συμβαίνει στον Ορέστη, από τότε που σκότωσε τη μάνα του μέχρι την ώρα που πήγε στην Αθήνα να δικαστεί. Πώς θα τον παρουσιάσει άραγε ο Ευριπίδης; Έναν αμετανόητο φονιά ή έναν αξιοθρήνητο γεμάτο τύψεις μητροκτόνο;

Ένα περίεργο μούδιασμα διαχέεται στο θέατρο καθώς η Ηλέκτρα συνεχίζει. Ενώ οι Ερινύες βασανίζουν τον αδελφό της, η ίδια ούτε προβληματίζεται για τη θεία δίκη ούτε νιώθει κάποια ενοχή για την πράξη της. Με φοβερή ηθική αναλγησία δέχεται ότι βοήθησε στο φόνο της μάνας της με όση δύναμη έχει μια γυναίκα(!) και βρίζει τη νεκρή (ανόσια μάνα, στ. 24). Χωρίς κανέναν ενδοιασμό καθιστά τον Απόλλωνα υπεύθυνο για ό,τι έγινε. Για την αιτία, όμως, του φονικού δε θέλει να μιλήσει. Δεν είναι κόσμιο να μιλά για τέτοια πράγματα μια παρθένα(!).

Ο ποιητής σαρκάζει και οι θεατές εύλογα απορούν: αν για κάποια θέματα δεν επιτρέπεται μια παρθένα να μιλά, από πού αντλεί το δικαίωμα να σκοτώνει; Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να σωθεί αυτή κι ο αδελφός της από την οργή των Αργείων που θέλουν να τους θανατώσουν. Για ποιο λόγο, όμως, πρέπει να σωθεί μια μητροκτόνα, όταν όχι μόνο δε δείχνει καμιά μεταμέλεια, αλλά φτάνει στο σημείο να βρίζει τη νεκρή;

Τόσο ακραία αήθεια σε πρόσωπο που παρουσιάζεται στον πρόλογο μιας τραγωδίας είναι πρωτοφανής. Κάποια στιγμή, ωστόσο, αυτή η ζοφερή γυναίκα φαίνεται πως μαλακώνει. Πονά για το κατάντημα του αδελφού της, που ούτε τρώει ούτε πλένεται, αλλά κλαίει και κρύβεται στα σκεπάσματα. Πονά που, όταν τον χτυπά η μανία, πηδά και τρέχει σαν το πουλάρι που ξέφυγε απ’ το ζυγό του. Όμως, παρά το ότι δείχνει να συμπάσχει με τον αδελφό της, πολύ εύκολα το μυαλό της ξεστρατίζει στη θεομίσητη Ελένη που βρίσκεται μέσα στο παλάτι. Κι ενώ θεωρεί ότι ο Μενέλαος είναι ο μόνος προστάτης που έχει απομείνει γι’ αυτήν και τον αδελφό της, ταυτόχρονα ενοχλείται που ο θείος της προσπάθησε να γίνει προστάτης της γυναίκας του και την έστειλε κρυφά τη νύχτα στο παλάτι τους, για να μην τη λιθοβολήσουν οι γονείς των νεκρών της τρωικής εκστρατείας. Ενοχλείται κι από το γεγονός ότι η Ελένη, αν και θρηνεί το χαμό της αδελφής της, χαίρεται που ξαναβλέπει την κόρη της, την Ερμιόνη. Και βέβαια, είναι φυσιολογικό για την Ηλέκτρα να θεωρεί την Ελένη αιτία των συμφορών που χτύπησαν την οικογένειά της και να τη μισεί. Είναι, όμως, αφύσικο για τη μάνα να χαίρεται που ξαναβλέπει μετά από τόσα χρόνια το παιδί της; Ή είναι η συμπεριφορά της Ελένης τόσο αλλοπρόσαλλη, που προξενεί την αποστροφή της Ηλέκτρας;

Η απορία δεν αργεί να λυθεί. Η Ελένη βγαίνει από το παλάτι και προσφωνεί την ανιψιά της.

Ηλέκτρα, κόρη εσύ της Κλυταιμήστρας
και του Αγαμέμνονα, τόσον καιρό παρθένα,
δύστυχη, πώς περνάς εσύ κι αυτός ο δόλιος
Ορέστης ο αδελφός σου, ο μητροκτόνος;
(στ. 71 – 3)

Άναυδοι οι θεατές. Μετά απ’ όσα έχουν συμβεί, έξι μόνο μέρες μετά τη δολοφονία της αδελφής της, αυτό που την απασχολεί είναι η παρθενιά της Ηλέκτρας; Και πώς μπορεί να εκφράζει συμπάθεια για τ’ ανίψια της που σκότωσαν την αδελφή της, κι αμέσως μετά να θρηνεί τη νεκρή; Τα συναισθήματά της είναι τόσο κραυγαλέα ανειλικρινή, που επιτείνουν την αποστροφή της Ηλέκτρας γι’ αυτήν. Απαξιώνει να δώσει σαφείς απαντήσεις στις ερωτήσεις που κάνει η θεία της για να ενημερωθεί –υποτίθεται– για την κατάσταση: Πώς τα περνάς; Πόσο καιρό βασανίζεται ο Ορέστης; Πώς χάθηκε η Κλυταιμήστρα;

Κι όταν η Ελένη τής ζητά να πάει στον τάφο της Κλυταιμήστρας για να προσφέρει νεκρικές τιμές εκ μέρους της, γιατί η ίδια φοβάται τους Αργείους, η Ηλέκτρα αρνείται και της προτείνει να στείλει την κόρη της. Η Ελένη στέλνει την Ερμιόνη στον τάφο της αδελφής της και μπαίνει στο παλάτι. Η Ηλέκτρα μένει μόνη. Δε δεσμεύεται πλέον από την τυπική ευγένεια που επέβαλε η παρουσία της θείας της και αφήνει όλο το μίσος της να ξεσπάσει.

Είδατε πώς την άκρη απ’ τα μαλλιά της
έκοψε μόνο, για να μη χαλάσει
την ομορφιά της; Μένει όπως και πρώτα
γυναίκα! Οι θεοί να σε μισήσουν
που μας αφάνισες εμέ και τούτον
και την Ελλάδα ολάκερη.
(στ. 127 – 30)

Ο πρόλογος του έργου έχει ολοκληρωθεί και η αμηχανία των θεατών είναι πολύ μεγάλη. Για πρώτη φορά σε τραγωδία, κανένα από τα πρόσωπα του προλόγου δεν πατά σε βάσεις ηθικές. Η Ηλέκτρα πρόσωπο σκαιό. Η Ελένη νοιάζεται μόνο για την προσωπική της ασφάλεια και την ομορφιά της. Δυο πλάσματα ερμητικά κλεισμένα στον εαυτό τους, αφυδατωμένα από κάθε γνήσιο συναίσθημα συμπάθειας για τους γύρω τους, περιχαρακωμένα από το προσωπικό τους δίκιο που τα αποκλείει από τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Ο κλονισμός, όμως, που υφίστανται οι θεατές από την αήθεια των δύο προσώπων του προλόγου γίνεται ακόμη εντονότερος με την πάροδο του χορού. Οι γυναίκες απ’ το Άργος συμπάσχουν με την Ηλέκτρα και φροντίζουν να μην ταράξουν τον Ορέστη. Γιατί άραγε δείχνουν συμπάθεια στους δυο μητροκτόνους, όταν όλη η πόλη είναι οργισμένη μαζί τους; Για πρώτη φορά ο χορός εκφράζει θέση αντίθετη μ’ αυτήν που εν δυνάμει θα εξέφραζε το κοινωνικό σύνολο. Κι οι θεατές, που γνωρίζουν ότι στον Ευριπίδη ο χορός εκφράζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου, αναρωτιούνται τι άλλες ανατροπές θα κάνει ο ποιητής στο έργο, όταν φτάνει στο σημείο να ανατρέψει το ρόλο που κατά κανόνα δίνει στο χορό.

Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι το βασικό θέμα της παρόδου είναι η σιγή. Οι γυναίκες πρέπει να περπατούν απαλά και να μιλούν σιγανόφωνα για να μην ξυπνήσει ο Ορέστης. Η αναγκαιότητα της σιγής διαπερνά τόσο έντονα τη συζήτηση της Ηλέκτρας με το χορό, που το θέατρο σιωπά.

ΧΟ: Σιγά, σιγά μ’ ανάλαφρον ελάτε βήμα, 
δίχως κανένα χτύπο……

ΗΛ: Α, α, καλή μου, να μιλάς ψιθυριστά σαν τον αχό
της λεπτοκάμωτης φλογέρας.

ΧΟ: Να, σαν αλαφρή πνοή κάτω από στέγη ψιθυρίζω.
ΗΛ:  Ναι, έτσι· αχνή, πνιχτή να ’ναι η φωνή σου,
ζύγωνε απαλά…..

ΗΛ:  Κάθε ήχο πάψτε· σιγανά, καλή μου,
σιγά δε θα μιλήσεις, για ν’ απλώσει
στο στρώμα του ήσυχος ο ύπνος;
(στ. 140 – 184)

Μέσα σε μιαν απόλυτη σιγή και στο κοίλον του θεάτρου και στη σκηνή, τόσο απόλυτη που ο χορός φοβάται μήπως ο Ορέστης έχει πεθάνει, ο Ορέστης ξυπνά. Δεν ξέρει πώς βρέθηκε να κοιμάται έξω από το παλάτι. Έχει, όμως, απολαύσει το βύθισμά του στον ύπνο γιατί τον έκανε να ξεχάσει.

Ω! Λήθη σεβάσμια, λησμονιά των κακών,
τόσο σοφή θεά στους δύστυχους κι ελπίδα!
(στ. 213 – 4)

Είναι άραγε ο ύπνος του Ορέστη και η σιγή του χορού ένα πικρό σχόλιο του ποιητή για το πόσο εύκολα μπαίνουν οι άνθρωποι στη διαδικασία να ξεχάσουν τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει; Για το ότι η σιωπή των πολλών –όπως εδώ των γυναικών του χορού– δικαιώνει τελικά το έγκλημα του ενός; Οι θεατές δε θα μπορέσουν να απαντήσουν παρά μόνο μετά το τέλος της παράστασης.

Ο Ορέστης προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και ζητά απ’ την Ηλέκτρα να τον βοηθήσει να νιώσει το κορμί του ζωντανό. Αυτή, τότε, τον ενημερώνει για την άφιξη του Μενέλαου και της Ελένης και, εντελώς άστοχα αναφέρεται στις δύο άτιμες θυγατέρες του Τυνδάρεω. Ακόμη και η έμμεση αναφορά στη μάνα του είναι αρκετή για να τον καταρρακώσει. Το έγκλημα προβάλλει ολοζώντανο μπροστά του και οι Ερινύες τού επιτίθενται. Η Ηλέκτρα προσπαθεί τρυφερά να τον ηρεμήσει.

Ήσυχος μείνε, δύσμοιρε, στο στρώμα·
τίποτα δεν κοιτάς, κι ας το λογιάζεις…
Δε θα σ’ αφήσω· θα σε σφίξω απάνω μου,
να μην χοροπηδάς ξεφρενιασμένος.
(στ. 258 – 63)

Αυτός, παραλογισμένος, ζητά το τόξο που του ’χει δώσει ο Απόλλωνας, για να χτυπήσει τις άγριες θεές. Μετά τη μητροκτονία είναι έτοιμος να διαπράξει θεοφονία!. Όμως, μόλις συνέρχεται, βλέπει την αδελφή του που έκλαιγε, ντρέπεται που της έχει φορτώσει τόσους πόνους, προσπαθεί να την απενοχοποιήσει και αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το έγκλημα. Κατηγορεί τον Απόλλωνα που τον έσυρε σε μια τόσο ανόσια πράξη, ωστόσο,

Το γονιό μου
κατάματα αν τον έβλεπα, ρωτώντας
αν πρέπει να σκοτώσω τη μητέρα,
νομίζω πως πολλές φορές το χέρι
θα μου άπλωνε στα γένια με ικεσία
να μη βυθίσω το σπαθί στη μάνα·
γιατί έτσι μήτε αυτός θα ξαναρχόταν στο φως,
κι εγώ θα φορτωνόμουν τέτοιο κακό.
(στ. 288 – 93)

Η εικόνα του νεκρού πατέρα που ικετεύει το γιο να μη σκοτώσει τη μάνα του είναι μοναδική. Με την εκπληκτική αυτή επινόηση ο ποιητής βάλλει ενάντια στις κατεστημένες «αξίες», που δικαιολογούν φόνους για εκδίκηση και διατρανώνει την πεποίθησή του ότι κανένα έγκλημα δεν είναι δίκαιο.

Με το φοβερό χτύπημα των Ερινύων και τη μεταμέλεια που δείχνει ο Ορέστης, ο ποιητής έχει προκαλέσει συναισθήματα συμπάθειας για τον ήρωα. Μπορούν, τάχα, να ελπίζουν οι θεατές ότι ο Ορέστης θα παίξει το ρόλο τού αντίβαρου στην αήθεια της Ηλέκτρας και της Ελένης; Ή μήπως συναισθάνεται το βάρος της πράξης του μόνο επειδή, με το χτύπημα που δέχτηκε, έφτασε στα όρια του πόνου και της φυσικής εξάντλησης; Ο χορός συμπάσχει με τον Ορέστη και εκλιπαρεί τις Ερινύες να πάψουν να τον βασανίζουν. Αυτό φαντάζει ως φυσικό επακόλουθο μετά το ανθρώπινο πρόσωπο που έδειξε ο ήρωας. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο τελειώνει το χορικό προξενεί μεγάλη αμηχανία. Απροσδόκητα και χωρίς καμιά λογική αλληλουχία, ο χορός διατυμπανίζει το σεβασμό του στη γενιά του Τάνταλου. Στην αρχή του έργου, ωστόσο, ο ποιητής προκάλεσε στους θεατές δυσάρεστα συναισθήματα για τα εγκλήματα αυτής της γενιάς. Τα συναισθήματα του χορού, λοιπόν, κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν των θεατών. Και σα να μην έφτανε αυτό, μόλις έρχεται ο Μενέλαος, οι γυναίκες τον χαιρετίζουν που ξεσήκωσε το στρατό για εκστρατεία στην Ασία. Τώρα πλέον είναι βέβαιο ότι υπάρχει πλήρης διάσταση ανάμεσα στο χορό και τους πολίτες του Άργους, που θέλουν να λιθοβολήσουν την Ελένη γι’ αυτόν τον πόλεμο. Γιατί άραγε απομονώνει ο ποιητής το χορό και από τους θεατές και από τους πολίτες του Άργους; Μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε αρκετά για να λυθεί κι αυτή κι όσες άλλες απορίες έχουν προκληθεί.

Ο Μενέλαος είναι ο τρίτος –μετά την Ηλέκτρα και την Ελένη– αήθης χαρακτήρας του έργου. Τον πήραν, λέει, ποτάμι τα δάκρυα μόλις έμαθε ότι ο αδελφός του δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του. Κι ερχόταν στο Άργος πιστεύοντας πως θα σφίξει στην αγκαλιά του ευτυχισμένους τον Ορέστη και την Κλυταιμήστρα! Τι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν τόσο ανερμάτιστο άνθρωπο, που τη μια στιγμή θρηνεί το δολοφονημένο αδελφό του και την άλλη θέλει να αγκαλιάσει τη φόνισσά του; Ο Ορέστης τον ικετεύει να τον σώσει. Οι θεατές, όμως, είναι βέβαιοι ότι όποιο ενδιαφέρον δείξει ο Μενέλαος θα είναι επιφανειακό και τα συναισθήματά του ανύπαρκτα. Και όντως. Όποτε ο Ορέστης αναφέρεται σε θέματα που βασανίζουν την ψυχή του, όπως είναι ο φόνος της μάνας του ή η τρέλα του, αυτός είτε του ζητά να μη μιλήσει, είτε αλλάζει θέμα. Κι όταν μαθαίνει ότι οι Αργείοι θέλουν να σκοτώσουν τον ανιψιό του, το μόνο που βρίσκει να του προτείνει είναι να φύγει από τη χώρα.

Δυο φράσεις, ωστόσο, από το διάλογο Μενέλαου – Ορέστη θα καρφωθούν στο μυαλό των θεατών.

Όταν ο Μενέλαος ρωτά τον Ορέστη ποια αρρώστια τον αφανίζει, αυτός απαντά

Είναι η συνείδηση(!),
να ξέρω τι έχω πράξει. (στ. 396)

Ο Ευριπίδης «φέρνει την τραγωδία στον ανθρώπινο πυρήνα της»1, ερμηνεύοντας αυτό που οι άνθρωποι από φόβο είχαν θεοποιήσει. Οι Ερινύες δεν είναι κάποιες θεότητες – τιμωροί. Είναι οι τύψεις της ένοχης συνείδησης! Όταν στη συνέχεια ο Ορέστης λέει ότι ο Απόλλωνας τον πρόσταξε να σκοτώσει τη μάνα του, ο Μενέλαος αντιλέει

Λοιπόν σωστό και δίκιο δεν το ξέρει. (στ. 417)

Ο ποιητής πολλές φορές έχει ασκήσει κριτική στις κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις. Πρώτη φορά, όμως, προβάλλει την προσωπική του θρησκευτική θέση από το στόμα ενός αχρείου, όπως είναι εδώ ο Μενέλαος. Τι υποδηλώνει άραγε μ’ αυτή του τη στάση; Η εμφάνιση του Τυνδάρεω παραπέμπει στο μέλλον την επίλυση κι αυτής της απορίας.

Ο γέροντας πατέρας της Κλυταιμήστρας και της Ελένης οργίζεται με τον Μενέλαο που μιλά με το μητροκτόνο. Κι όταν εκείνος του αντιτείνει πως ο πατέρας του Ορέστη ήταν αγαπημένος του, ο Τυνδάρεως τον κατηγορεί ότι ζώντας χρόνια με τους βαρβάρους έγινε όμοιος μ’ αυτούς, αφού βάζει τον εαυτό του πάνω από τους νόμους. Καταδεικνύει την ενοχή του Ορέστη, ο οποίος έπρεπε να σεβαστεί το δίκιο και το νόμο των Ελλήνων και να διώξει τη μάνα του από το σπίτι. Όχι να τη σκοτώσει. Τώρα το σφάλμα του είναι βαρύτερο από αυτό της μάνας του. Γιατί,

αν η γυναίκα του σκοτώσει ετούτον
 κι ο γιος του πάλι σφάξει τη μητέρα,
κι εκείνου ο γιος το φόνο με άλλο φόνο
θα ξεπληρώσει, πότε θα τελειώσουν
οι συμφορές;
(στ. 508 – 11)

Αυτά οι πρόγονοί τους τα απαγόρευαν και τιμωρούσαν το φονιά με εξορία, όχι με θάνατο

γιατί αλλιώς θα ’μενε πάντα κάποιος
έτοιμος να σκοτώσει και του φόνου
το μίασμα το στερνό θα φορτωνόταν.
(στ. 516 – 7)

Ο Τυνδάρεως καταδικάζει την αυτοδικία και αντιτίθεται στη θανατική ποινή. Ξαφνικά, όμως, οργίζεται πολύ. Έχει φέρει στο νου του τις κόρες του. Η μια έσφαξε τον άντρα της κι η άλλη έγινε η αιτία για τον πόλεμο στην Τροία. Αμέσως μετά, η εικόνα του εγγονού του, που σφάζει τη μάνα του την ώρα που εκείνη ξεγυμνώνει μπροστά του το στήθος της, προκαλεί τέτοια σύγχυση στο γέροντα, που ανατρέπει μεμιάς όσα έλεγε προηγουμένως και απαιτεί απ’ το Μενέλαο να αφήσει τους πολίτες να λιθοβολήσουν τον Ορέστη.

Τα εγκλήματα των απογόνων του έχουν παγώσει τόσο πολύ την καρδιά του γέροντα, που δεν καταφέρνει να μείνει σταθερός στις αρχές του. Αν, όμως, ο εγγονός δείξει πως έχει μετανιώσει, ίσως μπορέσει να τον μαλακώσει. Αντί γι’ αυτό, ο Ορέστης υπερασπίζεται με πάθος την πράξη του και δηλώνει πως ό,τι έπραξε το έπραξε συνειδητά. Γιατί,

Μ’ έχει ο γονιός φυτέψει
κι η κόρη σου με γέννησε, το σπέρμα
καθώς η γη παίρνοντας από κάποιον·
χωρίς πατέρα τέκνο δε γεννιέται.
Εσκέφτηκα λοιπόν πως είχα χρέος
στον αρχηγό της ρίζας μου που μ’ έχει
κάνει, παρά σ’ αυτή που μ’ έχει θρέψει.
(στ. 552 – 6)

Σ’ ένα λόγο που εκτείνεται σε 60 στίχους προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του. Θεωρώντας, μάλιστα, τον εαυτό του προστάτη του ανδρικού γένους, δηλώνει

Άμα οι γυναίκες
φτάσουν σε τόσο θράσος να σκοτώνουν
τους άντρες τους κι ύστερα στα παιδιά τους
να καταφεύγουν με γυμνά τα στήθη
για να τα συγκινήσουν, τότε θα ‘ναι
για κείνες ένα τίποτα να σφάζουν
τους άντρες μ’ όποια αιτία κι αν βρίσκουν.
Μα κάνοντας εγώ τη φριχτή πράξη,
καθώς την ονομάζεις, έχω βάλει
τέρμα στο νόμο αυτόν.
(στ. 566 – 71)

Τι απίστευτη γενίκευση είναι αυτή! Ποιος είναι αυτός ο νόμος και πόσες γυναίκες ξέρει ο Ορέστης που ’χουν σφάξει τους άντρες τους;

Το γεγονός ότι ο ποιητής σχολιάζει το πέρασμα απ’ τη μητριαρχία στην πατριαρχία ενδέχεται να το σκεφτούν οι θεατές πολύ αργότερα. Προς το παρόν, ακούνε εμβρόντητοι τον Ορέστη να κραυγάζει

Με δίκαιο μίσος
τη μάνα μου έσφαξα που ’χει προδώσει
τον άντρα της φευγάτο απ’ το παλάτι,
τον πρώτο στρατηγό όλης της Ελλάδας,
κι ατίμασε την κλίνη του.
(στ. 572 – 5)

Η ανατροπή είναι τεράστια, καθώς τον ακούνε να δηλώνει ότι σκότωσε τη μάνα του επειδή ατίμασε την κλίνη του πατέρα του και όχι τόσο για να εκδικηθεί το φόνο του (όπως περίμεναν)! Στ’ αλήθεια, αυτός είναι ο ίδιος Ορέστης μ’ εκείνον που πριν από λίγο φανταζόταν τον πατέρα του να τον ικετεύει να μην κάνει το έγκλημα; Οι θεατές τα ’χουν χαμένα. Ο Ορέστης, όμως, δεν έχει τελειώσει. Με κυνισμό που ξεπερνά κάθε φαντασία, βάλλει εναντίον των πάντων. Όχι. Δεν φταίει αυτός για την πράξη του. Ο Τυνδάρεως φταίει, που γέννησε κόρη κακιά. Το θράσος της μάνας του φταίει. Κι ο Απόλλωνας, που του ’δωσε την εντολή. Αν θέλουν κάποιον να σκοτώσουν, ας σκοτώσουν τον Απόλλωνα!

Τέτοια στάση δεν την περίμενε κανείς. Ούτε κι ο Τυνδάρεως. Η οργή του γέροντα ξεσπά βίαια στο θρασύτατο εγγονό. Όχι μόνο δε θα σωπάσει, αλλά θα πάει στη συνέλευση και θα ξεσηκώσει τους πολίτες, θέλουν δε θέλουν, να τον λιθοβολήσουν. Κι αυτόν και την αδελφή του. Κι ο Μενέλαος να μην τολμήσει να τον βοηθήσει. Αλλιώς, να μην ξαναπατήσει στη Σπάρτη.

Η ένταση έχει κορυφωθεί. Ο Τυνδάρεως φεύγει αγριεμένος κι ο Ορέστης πρέπει να πείσει το Μενέλαο, που στριφογυρνά δίβουλος, να τον βοηθήσει. Μετά από το εκρηκτικό του παραλήρημα μπροστά στον Τυνδάρεω, τώρα, δεν ορρωδεί πλέον μπροστά σε τίποτα. Παραδέχεται ότι αδίκησε και απαιτεί από το Μενέλαο να κάνει κι αυτός μια αδικία (!) και να του δώσει ό,τι πήρε από τον Αγαμέμνονα. Τη ζωή του. Τον θεωρεί υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του κι όμως του ζητά βοήθεια. Τα «επιχειρήματά» του.. . ατράνταχτα. Ο Αγαμέμνονας, λέει, διακινδύνευσε κι έκανε την εκστρατεία στην Τροία για να ξεπλύνει την αδικία της Ελένης και για το χατίρι του αδελφού του. Τώρα πρέπει κι αυτός να ανταποδώσει τη χάρη. Και δεν του ζητά παρά να κοπιάσει μια μόνο μέρα. Όχι δέκα χρόνια που έκανε ο πατέρας του. Όσο για την αδελφή του, που σφάχτηκε στην Αυλίδα, του τη χαρίζει! Αυτός ας μη σκοτώσει την κόρη του, την Ερμιόνη!

Αδίστακτος δολοφόνος, παρανοϊκός ή και τα δυο μαζί είναι, λοιπόν, ο Ορέστης; Σκοτώνει τη μάνα του γιατί πρωτίστως –όπως ο ίδιος λέει– απάτησε τον πρώτο στρατάρχη της Ελλάδας· όχι τόσο για να εκδικηθεί το θάνατο τού πατέρα του – όπως όλοι νόμιζαν. Τώρα, ζητάει βοήθεια από το Μενέλαο, παρότι ισχυρίζεται ότι αυτός πήρε τη ζωή του Αγαμέμνονα. Και τελικά, για να πετύχει το σκοπό του, έχει περάσει απ’ το μυαλό του μέχρι και ο θάνατος της Ερμιόνης. Θα αντιδράσει, τουλάχιστον, ο Μενέλαος στο διεφθαρμένο ανιψιό;

Ο Μενέλαος όχι μόνο δεν αντιδρά, αλλά ούτε καν σχολιάζει την κατηγορία για το θάνατο του αδελφού του και τον υπαινιγμό για τη ζωή της κόρης του! Αντίθετα, λέει ότι θέλει να βοηθήσει τον Ορέστη, αλλά δεν μπορεί χωρίς συμμάχους να εναντιωθεί σ’ όλο το λαό. Θα πάει, ωστόσο, στη συνέλευση μήπως μπορέσει να πετύχει κάτι! Ανθρωπάριο σωστό.

Ο Μενέλαος αποχωρεί κι ο Ορέστης ξεσπά σε βρισιές για τον ανίκανο θείο του, που δεν ξέρει να πολεμά παρά μόνο για μια γυναίκα. Τώρα, όμως, τι θα γίνει; Μόνος του θα αντιμετωπίσει την οργή των Αργείων; Όχι, βέβαια. Οι φαύλοι πάντα βρίσκουνε συμμάχους. Σα σανίδα σωτηρίας εμφανίζεται ο φίλος του, ο Πυλάδης. Ο Ορέστης παίρνει κουράγιο από την παρουσία του φίλου του κι αποφασίζει να πάει στη συνέλευση, για να υποστηρίξει το έγκλημά του. Ο Πυλάδης του υπόσχεται ότι θα ’ναι δίπλα του να τον βοηθά κι οι δυο φίλοι φεύγουν.

Το επεισόδιο τελειώνει. Η κυριαρχία του κακού είναι τόσο απόλυτη, που οι θεατές έχουν αποσβολωθεί. Αδυνατούν να καταλάβουν γιατί ο Ευριπίδης παρουσιάζει τόσους φαύλους μέσα στο έργο. Κι έτσι καθώς η σκηνή έχει αδειάσει, ακούνε τις γυναίκες του χορού να τραγουδούν. Κάτι για τους Ατρείδες λένε. Και ξαφνικά,

Τέτοιο καλό, καλό δεν είναι,
στης μάνας σου να μπήξεις το κορμί
σπαθί βαμμένο στη φωτιά
και μαύρο να το δείξεις απ’ το αίμα
στο φως του ήλιου∙ ο φόνος
ετούτος είναι ασέβεια, μανία
κακούργων· απ’ το φόβο του θανάτου
φώναξε η δόλια Τυνδαρίδα. «Ανόσιο,
παιδί μου, έργο τολμάς σκοτώνοντας
τη μάνα σου· έτσι το γονιό σου
δεν τον τιμάς, μα σε προσμένει
παντοτινή ατιμία».
(στ. 819 – 30)

 Επιτέλους! Ο χορός διαφωνεί με το έγκλημα! Γιατί, λοιπόν, προηγουμένως συμπαραστεκόταν στον Ορέστη; Χρειαζόταν, άραγε, να μείνουν εντελώς μόνες οι γυναίκες στην ορχήστρα, χωρίς να υπάρχει κανείς στη σκηνή, για να εκφράσουν αυτό που πραγματικά πιστεύουν; Μουδιασμένοι οι θεατές παίρνουν την άκρη του νήματος που τους δίνει ο ποιητής και αρχίζουν να ξεδιαλύνουν τις απορίες τους. Γιατί στη στάση του χορού αναγνωρίζουν τη δική τους στάση. Πόσες φορές, αλήθεια, στη διάρκεια του πολέμου που μαίνεται πάνω από είκοσι χρόνια, έχουν συμφωνήσει δημόσια με τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί; Κι όμως. Όταν βρίσκονται κατά μόνας, διαφωνούν!

Σε λίγο ένας αγγελιαφόρος πληροφορεί την Ηλέκτρα για όσα συνέβησαν στη συνέλευση. Ο Ταλθύβιος, ο παλιός κήρυκας του Αγαμέμνονα, τα είπε μπερδεμένα, αλλά κοίταζε φιλικά τους φίλους του Αίγισθου. Γιατί,

είναι τέτοια
του κήρυκα η συνήθεια, να πηγαίνει
δίπλα στους δυνατούς· αν έχει κάποιος
αξίωμα στην πόλη κι εξουσία,
μ’ αυτόν ο κήρυκας θα γίνει φίλος.
(στ. 895 – 7)

Ο Διομήδης πρότεινε να μη θανατώσουν αλλά να εξορίσουν τα δυο αδέλφια. Τρίτος, κάποιος θρασύτατος, όχι γνήσιος Αργείος2, ζήτησε να τους καταδικάσουν σε θάνατο με λιθοβολισμό. Ένας αγρότης, μετά, όχι ωραίος μα μυαλωμένος κι άξιος –αυτοί μόνο σώζουν τη χώρα– πρότεινε να στεφανώσουν τον Ορέστη, που εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας γυναίκα κακιά. Ειδάλλως,

όπλα δε θα ’θελε κανείς να πάρει
μήτε ποτέ να φύγει σ’ εκστρατείες,
αφήνοντας το σπίτι του, αν εκείνοι
που ’χανε μείνει πίσω να φυλάγουν
τα σπιτικά τους, θα τα καταστρέφαν
με το να ξεμυαλίζουν τις γυναίκες.
(στ. 926 – 9)

Ο Ορέστης, τέλος, υπερασπίστηκε τον εαυτό του, λέγοντας ότι με το φόνο της μάνας του προστάτεψε τους Αργείους, γιατί

αν ο φόνος των αντρών θα γίνει
πράξη θεάρεστη για τις γυναίκες,
τότε γοργά κι εσάς θα σας σκοτώσουν
ή πρέπει να γενείτε σ’ αυτές σκλάβοι
κι έτσι θα κάνετε ό,τι δεν αρμόζει.
(στ. 935 – 8)

Δεν έπεισε, όμως, τους πολίτες. Το μόνο που κατάφερε ήταν να επιτρέψουν σ’ αυτόν και την αδελφή του να δώσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους.

Οι ειδήσεις χτυπούν την Ηλέκτρα σαν κεραυνός. Βουβή και με το πρόσωπο στη γη παρακολούθησε τον αγγελιαφόρο. Το ίδιο βουβοί μα και αμήχανοι τον παρακολούθησαν και οι θεατές. Είναι τόσο πολλοί οι υπαινιγμοί του ποιητή για την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα, που η εικόνα τής πόλης προβάλλει ανάγλυφη μπροστά τους. Ρήτορες αγύρτες, χωρίς ήθος, με μόνη έγνοια το προσωπικό τους όφελος απ’ αυτόν που κάθε φορά παρουσιάζεται ως ισχυρός. Πολιτικοί τυχάρπαστοι που παρασύρουν τον όχλο. Ποιος να μιλήσει πια για πολιτικές θέσεις, για επιχειρήματα, για τους αγώνες λόγου που παρακολουθούσαν παλιά οι πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου; Τι είναι δίκιο και τι άδικο; Ακόμη κι αν θελήσει κάποιος να μιλήσει γι’ αυτά, η φωνή του πνίγεται στη βουή του όχλου…

Πώς θα μπορούσε να εκτονωθεί, άραγε, αυτή η δυσθυμία που καλύπτει το θέατρο; Μ’ έναν στεναγμό, ίσως; Μ’ ένα θρήνο; Με πόνο σωματικό, για να ισοζυγιαστεί ο πόνος ο ψυχικός; Με όλα αυτά, λέει ο ποιητής. Και παρουσιάζει την Ηλέκτρα να στενάζει και να θρηνεί για τα δεινά της γενιάς της, χτυπώντας το κεφάλι της και μπήγοντας τα νύχια στο πρόσωπό της. Ο παρατεταμένος θρήνος της προκαλεί σύγκρυο το κοινό. Σα θρήνος για την παλιά δόξα της Αθήνας τούς ακούγεται.

Χάθηκε, χάθηκε, αφανίστη
του Πέλοπα το γένος απ’ τη ρίζα
που μια φορά καλοτυχίζαν
τα ευτυχισμένα του παλάτια∙
τα ρήμαξεν ο φθόνος των θεών
κι η εχθρική απόφαση της πόλης
που αίμα στάζει. Ώω! ώω, γενιές
πολύπαθες των πολυδάκρυτων θνητών,
κοιτάχτε πώς η μοίρα βγαίνει
πάντοτες έξω απ’ τις ελπίδες σας.
Αλλιώτικα πληρώνει τον καθένα,
καθώς περνά ο καιρός, με δυστυχίες
κι η τύχη των ανθρώπων πάντα απρόβλεφτη.
(στ. 971 – 81)

Για πρώτη φορά, οι θεατές συμμερίζονται τα συναισθήματα της Ηλέκτρας. Τι φοβερό κλονισμό παθαίνουν, όμως, με την επάνοδο του Ορέστη! «Δε θα βγάλεις το σκασμό;», φωνάζει στην αδελφή του που θρηνεί, «και δε θα παρατήσεις τους γυναίκειους θρήνους;». «Έλεος!», μουρμουρίζουν οι θεατές προς τον ποιητή. «Πόσες ακόμη ανατροπές θα κάνεις;». Γιατί, όσο κι αν ο Ορέστης παρουσιάστηκε ανήθικος, όσο κι αν υποστήριξε με χυδαίο τρόπο το έγκλημά του, έχει δείξει, ωστόσο, ότι την αδελφή του τη νοιάζεται και την αγαπά. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα γνήσια ανθρώπινο συναίσθημα που να συνέχει αυτό το πλάσμα;

Την κατάσταση, ευτυχώς, σώζει η Ηλέκτρα που υπερασπίζεται αυθεντικά το συναίσθημά της.

Πώς να σωπάσω; Αυτό το φως του ήλιου
δε θα το δούμε πια οι δυστυχισμένοι.
(στ. 1025 – 6)

Τη νιότη σου θρηνώ, δύστυχε Ορέστη,
και του άγουρου θανάτου σου τη μοίρα.
(στ. 1029 – 30)

 Ο Ορέστης γλυκαίνει. Τα δυο αδέλφια αγκαλιάζονται. Ο σκληρός αδελφός χαλαρώνει και βρίσκει στον κόρφο της αδελφής του το υποκατάστατο της αγκαλιάς των παιδιών και της γυναίκας που δεν απόκτησε!

Θέλω κι εγώ
τα χάδια σου ν’ ανταποδώσω. Γιατί
να ντρέπομαι ακόμη ο δύστυχος;
Κόρφε της αδελφής μου, αγαπημένο
αγκάλιασμα, τούτο είναι πια για μένα
παιδιά και γάμος. Μόνο αυτά τα λόγια
στους άμοιρους μας έχουν απομείνει.
(στ. 1047 – 51)

Η «θέα» του θανάτου ανθρωποποιεί τους δυο μητροκτόνους. Στεναγμός ανακούφισης στο θέατρο. Πολύ τους παίδεψε ο Ευριπίδης τους θεατές. Αλλά τώρα φαίνεται πως μεθοδεύει την υπόθεση έτσι ώστε το κοινό να οδηγηθεί στην κάθαρση3. Η ηθική τάξη αποκαθίσταται. Το φοβερό έγκλημα δε θα μείνει ατιμώρητο!

Καθώς, όμως, τα δυο αδέλφια ψάχνουν να βρουν τον τρόπο με τον οποίο θα θέσουν τέρμα στη ζωή τους, επεμβαίνει ο Πυλάδης και τα πάντα ανατρέπονται. Όχι! Δεν πρέπει να πεθάνουν χωρίς να πληρώσει ο Μενέλαος. Προτείνει, λοιπόν, να σκοτώσουν την Ελένη. Αν κάνουν κάτι τέτοιο, τότε ο κόσμος δε θα κατηγορεί τον Ορέστη ως μητροκτόνο! Θα αποκτήσει φήμη ως ο φονιάς της γυναίκας που τόσο κόσμο οδήγησε στο θάνατο! Οι συνωμότες αγαλλιάζουν. Μα η Ηλέκτρα επινοεί ένα ακόμη καλύτερο σχέδιο που μπορεί να τους σώσει τη ζωή. Αφού σκοτώσουν την Ελένη, θα πιάσουν όμηρο την Ερμιόνη και θα απειλήσουν το Μενέλαο ότι, αν δεν τους σώσει, θα σφάξουν το μόνο αγαπημένο πλάσμα που θα του έχει απομείνει. Την κόρη του!

Οι τρεις συνεργοί οργανώνουν το σχέδιό τους σε μια εκπληκτική στιχομυθία με αντιλαβές ανάμεσα στα τρία πρόσωπα, μοναδική στο είδος της4.

ΗΛ.: Έλα, λοιπόν, πατέρα, αν μέσα από τη γη ακούς
τα παιδιά που σε καλούν και χάνονται για σένα.

ΠΥ.: Είσαι συγγενής μου, Αγαμέμνονα. Τις προσευχές μου
άκουσε και σώσε τα παιδιά σου.

ΟΡ.: Σκότωσα τη μητέρα….
ΗΛ.: Κι εγώ το ξίφος κράτησα.
ΠΥ.: Κι εγώ σε παρακίνησα και σου ’διωξα το φόβο.
ΟΡ.: Εσέ, πατέρα μου, εκδικώντας.
ΗΛ.: Ούτε κι εγώ σε πρόδωσα.
ΠΥ.: Δε θα γλιτώσεις τα παιδιά σου από τούτες τις ντροπές;
ΟΡ.: Σπονδές για σε τα δάκρυά μου.
ΗΛ.: Και τα δικά μου μοιρολόγια.
ΠΥ.: Σωπάστε κι ας βιαστούμε για το έργο.  (στ. 1231 – 40)

Το θέατρο μουδιάζει. Οι τρεις δολοφόνοι επικαλούνται το πρώτο τους έγκλημα, για να ζητήσουν από το νεκρό Αγαμέμνονα να τους βοηθήσει να επιτελέσουν άλλα δύο, με μόνο σκοπό να σώσουν το τομάρι τους! Κι έτσι όπως ο ρυθμός του κειμένου γίνεται ξέφρενος με τις αντιλαβές, οι θεατές νιώθουν το κακό να στροβιλίζεται ανάμεσα στους τρεις φονιάδες και να εξακοντίζεται από τη σκηνή στο κοίλον του θεάτρου. Ο ποιητής τούς ραπίζει. «Το ένα έγκλημα φέρνει κι άλλα», τους φωνάζει. Πόσα, αλήθεια, έχουν διαπράξει σ’ αυτόν τον πόλεμο που συνεχίζεται;

Ο Ορέστης με τον Πυλάδη μπαίνουν στο παλάτι για να σκοτώσουν την Ελένη. Μέσα απ’ το παλάτι ακούγονται φωνές. Η Ελένη καλεί το Μενέλαο σε βοήθεια. Εμφανίζεται, όμως, μόνο η Ερμιόνη, που επιστρέφει από τον τάφο της Κλυταιμήστρας. Η Ηλέκτρα εκμεταλλεύεται την αθωότητα της κοπέλας και την οδηγεί στο παλάτι ζητώντας της –στο όνομα της Κλυταιμήστρας!– να παρακαλέσει τη μάνα της να σώσει αυτήν και τον αδελφό της. Η χυδαιότητά της, πλέον, ξεπερνά κάθε ανεκτό όριο.

Λυπήσου μας εσύ κι απ’ τα δεινά μας
λευτέρωσέ μας, η δική μου μάνα
σ’ ανάθρεψε.
(στ. 1340 – 1)

Από τις φωνές της Ερμιόνης, ο χορός κι οι θεατές καταλαβαίνουν ότι την συνέλαβαν. Με την Ελένη, όμως, τι έχει συμβεί; Ένας Φρύγας, δούλος της Ελένης, ορμά έντρομος απ’ το παλάτι. Μετά από ακατάσχετη φλυαρία για τα σανδάλια του, για τα πατώματα, για την πατρίδα του που χάθηκε, για τον Πάρη που κοιμήθηκε με την Ελένη, για τους δούλους που της κουνούσανε βεντάλιες, για τις κλωστές που πέφταν απ’ τ’ αδράχτι της, για τα χρυσά της πέδιλα –απίστευτο! μάς ειρωνεύεται ο Ευριπίδης;– καταφέρνει να ανακοινώσει ότι στο παλάτι έχει γίνει μακελειό. Ο Ορέστης κι ο Πυλάδης πιάσανε την Ελένη, σκοτώσανε καμπόσους δούλους που τους επιτέθηκαν, συλλάβανε την Ερμιόνη και, όταν όρμησαν στην Ελένη να τη σφάξουν, αυτή εξαφανίστηκε απ’ τα μάτια τους.

Κι ο δούλος καταλήγει.

Ανώφελα
τράβηξε τόσα βάσανα ο Μενέλαος
και τόσους μόχθους για να φέρει
πάλι απ’ την Τροία την Ελένη.
(στ. 1500 – 02)

Ώστε ο πόλεμος έγινε για το τίποτα. «Για μια νεφέλη», είχε πει ο ποιητής σε προηγούμενο έργο του, την “Ελένη”. Εδώ, την αλήθεια τη λέει ένας δούλος και μάλιστα ξένος. «Τι απολίτιστος που είναι», θα ’λεγαν οι Αθηναίοι όταν τον πρωτοείδαν στη σκηνή. Θα γέλαγαν με το φόβο του, θα ειρωνεύονταν τον εντυπωσιασμό του απ’ τον πολιτισμό τους. «Άνθρωπος που δεν ξέρει να μιλά. Βάρβαρος». Κι όμως. Αυτός ο βάρβαρος είναι ο μόνος που νιώθει την ουσία των πραγμάτων. Ο μόνος χαρακτήρας του έργου τον οποίο προστατεύει ο ποιητής και τελικά τον διασώζει στη συνείδηση των θεατών.

Ο Μενέλαος καταφτάνει, ειδοποιημένος για όσα έγιναν, και προσπαθεί να μπει στο παλάτι. Στη στέγη, όμως, εμφανίζεται ο Ορέστης. Κρατά την Ερμιόνη και, με το σπαθί του στο λαιμό της, απειλεί ότι θα τη σφάξει, αν ο Μενέλαος δεν τον σώσει και δεν τον κάνει βασιλιά στο Άργος. Οι δυο άντρες «κονταροχτυπιούνται» με τα λόγια. Φονιάς αμετανόητος ο ένας, δηλώνει απροκάλυπτα ότι δε θα σταματήσει να σκοτώνει άτιμες γυναίκες(!) – είναι η Ερμιόνη άτιμη; Μικρός, πολύ μικρός για άλλη μια φορά ο άλλος, λέει το απίστευτο

Σφάξ΄ την· κατόπι θα μου το πληρώσεις. (στ. 1597)

Ο Ορέστης δίνει εντολή στον Πυλάδη και την Ηλέκτρα να κάψουν το παλάτι. Κι ενώ ο Μενέλαος καλεί σε βοήθεια τους πολίτες, γιατί

ετούτος, για να ζήσει, όλη την πόλη
βιάζει, ο ανόσιος μητροκτόνος
(στ. 1623 – 4)

εμφανίζεται ο Απόλλωνας ως από μηχανής θεός και δίνει λύση. Η Ελένη, λέει, που την άρπαξε ο ίδιος με εντολή του Δία, θα ’ναι αθάνατη θεά και σωτήρας των ναυτικών. Ο Μενέλαος να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Ο Ορέστης να πάει στην Αθήνα να δικαστεί. Κι αφού αθωωθεί να παντρευτεί την Ερμιόνη. Αυτήν που ακόμη την κρατά με το ξίφος του στο λαιμό της! Κι ο Πυλάδης να παντρευτεί την Ηλέκτρα.

Ο θεός τα «τακτοποιεί» όλα και το έργο τελειώνει. Με την αιτία του πολέμου αποθεωμένη! Τον αχρείο Μενέλαο βολεμένο. Και τους τρεις δολοφόνους ικανοποιημένους και δικαιωμένους! «Κι όλη αυτή την ανηθικότητα πρέπει να την αποδεχθούμε;», αναρωτιούνται κάποιοι θεατές ενοχλημένοι. «Την έχουμε ήδη αποδεχθεί», συνειδητοποιούν κάποιοι άλλοι μουδιασμένοι. «Τον πόλεμο τον κάναμε θεό μας και τον συνεχίζουμε για εικοστή τέταρτη χρονιά. Οι πολεμοκάπηλοι κι οι δολοφόνοι κρατούν τα ηνία της πόλης. Οι φαύλοι κυριαρχούν. Συνειδήσεις σαπισμένες, κίβδηλες. Το ήθος των προγόνων χάθηκε κι εμείς δε βγάζουμε μιλιά. Ήταν ανάγκη, όμως, να μας ραπίσει ο Ευριπίδης τόσο ηχηρά; Δεν μπορούσε τα ίδια πράγματα να μας τα πει πιο ήπια;».

Απ’ ό,τι φαίνεται δεν μπορούσε. Χρόνια πάλευε να δείξει στους συμπολίτες του τις συμφορές που προκαλούν με τον πόλεμο. Αυτοί ούτε την Εκάβη άκουσαν, ούτε τις Ικέτιδες ή τις Τρωάδες, την Ιφιγένεια, την Ελένη, τις Φοίνισσες. Χρόνια πάλευε να τους μιλήσει για την ηθική και για το δίκιο. Μόνο τη χλεύη τους έπαιρνε, κι έβλεπε κάτι αχρείους – σαν τον Μενέλαο – να παίρνουν τις θέσεις του και τα γνωμικά του και να τα κάνουν τσιτάτα στην αγορά. Το μόνο που του απέμεινε ήταν να μιλήσει σκληρά και να φύγει.

Μετά τη διδασκαλία του Ορέστη, ο ποιητής αποχαιρέτησε μια για πάντα την πόλη που τόσο αγάπησε και εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία. Εκεί κοντά στους «βάρβαρους», στους «απολίτιστους» ήλπιζε φαίνεται να ξαναβρεί τη χαμένη αθωότητα της πόλης του.

Ο Ορέστης είναι από τις λιγότερο γνωστές τραγωδίες του Ευριπίδη. Μπορεί οι πολύ μεγάλες αντιστοιχίες ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα να σοκάρουν, με αποτέλεσμα να τοποθετείται το έργο στο ημίφως.

Έχουμε την υποψία, πάντως, ότι αν ζούσε σήμερα ο Ευριπίδης δεν θα ’φευγε. Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του τελευταίου αιώνα άνοιξαν στους ανθρώπους το δρόμο για τον ουρανό. Παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα και τις υποχωρήσεις, πιστεύουμε ότι ο ποιητής θα ’βρισκε χέρια να πιαστεί για να μη νιώθει μόνος, να τα σφίξει για να πάρει δύναμη, να καταγγείλει την αδικία και τους άδικους, αλλά και να παλέψει για το καλό και το δίκιο των καταφρονεμένων του κόσμου.


Σημειώσεις

  1. Στ. Δρομάζος, Το Αρχαίο Δράμα, 1985, σ. 368.
  2. Για τους θεατές είναι νωπά ακόμη τα γεγονότα του 410 π.Χ., όταν τις προτάσεις των Σπαρτιατών για ειρήνη, μετά την ήττα τους στην Κύζικο, τις απέκρουσε ο δημαγωγός Κλεοφών, όχι γνήσιος Αθηναίος, αλλά Θράκας στην καταγωγή.
  3. Η λύτρωση που νιώθει ο θεατής, όταν εκτονώνεται η έντονη συναισθηματική του φόρτιση από τις συγκρούσεις που είδε να διαδραματίζονται μπροστά του και όταν η ηθική τάξη αποκαθίσταται.
  4. Στιχομυθία είναι ο διάλογος στίχο με στίχο και διεξάγεται συνήθως ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Από τις τραγωδίες που έχουν διασωθεί, στιχομυθία ανάμεσα σε τρία πρόσωπα υπάρχει μόνο στον Ορέστη και στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη (στ. 668 – 83). Οι σκηνές, μάλιστα, είναι απολύτως ανάλογες. Στην Ηλέκτρα, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και ο παιδαγωγός προσεύχονται να πετύχει το σχέδιό τους να σκοτώσουν τον Αίγισθο και την Κλυταιμήστρα. Η αντίστοιχη, όμως, στιχομυθία στον Ορέστη γίνεται με αντιλαβές. Δηλαδή, με σπασμένους, ανολοκλήρωτους στίχους, που δίνουν στο διάλογο ένα φοβερό σε ένταση ρυθμό.

Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου είναι του Τ. Ρούσσου

πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ.123

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το