του Γιώργου Μαυρογιώργου*

«Η Ελλάδα είναι ο κακός μαθητής της Ευρώπης. Αυτή είναι όλη η αρετή της. Ευτυχώς που υπάρχουν κακοί μαθητές σαν την Ελλάδα που εκφράζουν την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Που εκφράζουν μια άρνηση απέναντι σε μια ορισμένη κανονικοποίηση, γερμανογαλλική και άλλη. Συνεχίστε λοιπόν να είστε κακοί μαθητές και θα παραμείνουμε καλοί φίλοι…»

                                                                (1992, Φελίξ Γκουαταρί. Αναφέρεται από τον Lazzarato (2014 :185)

1.Εισαγωγικά: Γιατί  μας ενδιαφέρουν οι «ουραγοί»;

Προτάσσουμε τη θεωρητική αφετηριακή παραδοχή, σύμφωνα με την οποία στις ταξικές κοινωνίες η εκπαίδευση είναι κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός που συμβάλλει στη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων, εξουσίας και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η αναπαραγωγική αυτή λειτουργία αναπροσδιορίζεται, ιδίως μετά το ΄80 -΄90, στο πλαίσιο πολιτικών  «διακυβέρνησης» που αναπτύσσουν υπερεθνικοί διακρατικοί οργανισμοί, με ρυθμιστικές  και κανονιστικές παρεμβάσεις «εξ αποστάσεως», με σκοπό την προώθηση και εμπέδωση  κυρίαρχων και αυταρχικών νεοφιλελεύθερων προταγμάτων στην παγκοσμιοποιούμενη καπιταλιστική αγορά. Σε περιόδους σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης (χρεοκοπίας), που διαρκεί πολύ, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα, όπου το χρέος γίνεται και εργαλείο άσκησης πολιτικών «δέους», με τη συνέργεια διεθνών διακρατικών οργανισμών (ΔΝΤ,ΕΕ,ΟΟΣΑ, κ.ά.), οι ασκούμενες πολιτικές στην εκπαίδευση οξύνουν την ένταση των ταξικών διακρίσεων και ανισοτήτων.

Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο κάθε φορά να μελετώνται και να αναδεικνύονται οι τρόποι με τους οποίους θέματα εξουσίας, ιδεολογίας, ελέγχου και διακυβέρνησης ενσωματώνονται σε συγκεκριμένα καίρια πεδία εκπαιδευτικών πολιτικών. Το Project PISA είναι μια μονοπωλιακή -νεοφιλελεύθερης σύλληψης- γενικευμένη εφαρμογή ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης, σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν είναι μικρή υπόθεση που ξεσηκώνει κι εξασφαλίζει τη συμμετοχή 80 χωρών (στα επίσημα κείμενα αναφέρονται ως «οικονομίες»), που αντιπροσωπεύουν το 80% του παγκόσμιου πλούτου, και στο οποίο κάθε φορά συμμετέχουν δέκα χιλιάδες σχολεία, με τους εκπαιδευτικούς τους και μισό εκατομμύριο μαθητών.

Μια τέτοια διερεύνηση μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται να γίνουν πιο αποτελεσματικοί φορείς πολιτιστικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Επιλέξαμε να  σκιαγραφήσουμε το «αφήγημα ΟΟΣΑ/PISA», από την πλευρά αυτών που υφίστανται τη βία των κοινωνικών  ανισοτήτων  και διακρίσεων στην εκπαίδευση και που αντιμετωπίζουν τον διεθνή ανταγωνιστικό διασυρμό τους,  καθώς η χώρα κατατάσσεται σε όλες τις εφαρμογές PISA μιας δεκαπενταετίας (2000-2015) στην τρίτη ομάδα των χωρών της «ουράς». Οι συγκεκριμένοι «ουραγοί», όπως κι οι «άριστοι», είναι κατασκευή του ΟΟΣΑ/PISA, με τις περίτεχνες, αλλά αναξιόπιστες επινοήσεις  συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων, τις μετρήσεις, τις στατιστικές αναλύσεις και τις κατατάξεις (Grek, 2009). Δεν έχει τόση σημασία, ποιος κατατάσσεται σε ποια κατηγορία, όσο το ότι υποστηρίζεται ένας ανταγωνισμός πάνω σε ένα δραματικά αναπροσδιορισμένο περιεχόμενο «εκπαίδευσης διά βίου», με επίκεντρο δεξιότητες και ικανότητες που καλύπτουν τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς.

Έχουμε υπόψη μας πως οι ομάδες  των μαθητών που  κατατάσσονταν, όλα αυτά τα χρόνια, στους «ουραγούς» δεν συγκροτούσαν ενιαία κοινωνική κατηγορία δεκαπεντάχρονων μαθητών, από άποψη υλικών συνθηκών, κοινωνικών προνομίων και πολιτισμικών αναφορών. Στην   ανακοίνωση του ΙΕΠ, που είναι ο Εθνικός Φορέας Διαχείρισης PISA, για τα αποτελέσματα του 2015, διαβάζουμε[1]:

«Έχει ήδη παλαιότερα επισημανθεί, πως τα ελληνικά αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις υψηλές και χαμηλές επιδόσεις με τις τελευταίες να είναι η κύρια πηγή χαμηλότερης  κατάταξης  της  χώρας.  Η  επισήμανση  αυτή  θέτει  εκ  νέου  το  θέμα  της ουσιαστικής εξίσωσης των όρων εκπαίδευσης καθώς και της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων και ευάλωτων ομάδων, που αποτελεί και προτεραιότητα της πολιτείας».

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η  αναφορά στην προτεραιότητα  της «ουσιαστικής εξίσωσης των όρων της εκπαίδευσης» και «της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων και ευάλωτων ομάδων». Το ίδιο, και το σχόλιο για τη σημαντική διαφορά  ανάμεσα στις υψηλές και τις χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών που ευθύνεται για την  κατάταξη  της χώρας στην ομάδα των «ουραγών». Αυτές οι επισημάνσεις, σε συνδυασμό, μας υπενθυμίζουν πώς ανάμεσα στους Έλληνες μαθητές που κατατάσσονται, με βάση τις επιδόσεις PISA, στην κατηγορία των «ουραγών», υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες μαθητών που έχουν υψηλές επιδόσεις και άλλες  με χαμηλές επιδόσεις, μόνο που οι διαφορές τους είναι μεγάλες , έτσι που, κατά κάποιο τρόπο «ακυρώνουν» τις υψηλές. Η μεγάλη, δηλαδή, διαφορά (τυπική απόκλιση από τη μέση επίδοση), ανάμεσά τους, δημιουργεί δύο ευδιάκριτες υπο-ομάδες,  εντός της κατηγορίας των «ουραγών». Κι αυτές οι ομάδες προκύπτουν, κατά τεκμήριο, με όρους κοινωνικής αναφοράς.

Το PISA δεν αναγνωρίζει, με το «δοκίμιο» που συντάσσει, τις υλικές,  τις κοινωνικές και τις πολιτισμικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τους μαθητές στους οποίους απευθύνεται. Το δοκίμιο είναι ένα και κοινό. Αυτό, από μόνο του, εγγράφει κοινωνική και πολιτισμική μεροληψία. Το «αφήγημα» που θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε αναφέρεται στους «ουραγούς» της κατάταξης, χωρίς τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους και διακρίσεις  που έτσι κι αλλιώς είναι παρούσες. Υπάρχουν και «ουραγοί» με υψηλές επιδόσεις. Μας ενδιαφέρει το πολιτικό ζήτημα της υπο-ομάδας των «ουραγών», με τις χαμηλές επιδόσεις,  σε μια διαδικασία που εγκαθιδρύει  μηχανισμούς  διακυβέρνησης της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, σε παγκόσμια κλίμακα.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι η χώρα  είχε αντιμετωπίσει  μια άλλη αντίστοιχη αξιολόγηση  της χρηματοπιστωτικής της ικανότητας και είχε καταταγεί από τους τρεις γνωστούς διεθνείς «οίκους αξιολόγησης» στην  κατηγορία «σκουπίδια»! Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης παρεμβαίνουν συστηματικά και ανακοινώνουν, κατά περίπτωση, ή την απειλή επερχόμενης υποβάθμισης χωρών και πιστωτικών οργανισμών ή την υποβάθμισή τους, με πολλές συνέπειες στη «ζούγκλα» των αγορών. Μετά από εκείνη την αξιολόγηση, οι «εταίροι» (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΤ, ΟΟΣΑ) μάς έβαλαν στην οδυνηρή περιπέτεια των πολιτικών του «χρέους» και του «δέους» των μνημονίων. Τελευταία, επανήλθαν με νέες αξιολογήσεις «δειλής» ανάκαμψης, ενόψει της τρίτης μνημονιακής αξιολόγησης που εκκρεμεί. Το πλαίσιο εμπλουτίζεται, στην περίπτωση της Ελλάδας, με τις πολιτικές «κλέους» του ΟΟΣΑ/PISA.

Στο κείμενο αυτό, μετά από ορισμένες ακόμα διευκρινίσεις, θα αναφερθούμε, με συνοπτικό τρόπο, στις διεργασίες  εμφάνισης των διεθνών διακρατικών οργανισμών και, ακολούθως, στη συγκρότηση του project διακυβέρνησης ΟΟΣΑ/PISA, για να κλείσουμε με τις πολύ επιθετικές πρωτοβουλίες επέκτασης αυτού του project  που έχουν δρομολογηθεί, με απρόβλεπτες τις ανακατατάξεις και τους επαναπροσδιορισμούς που θα ακολουθήσουν[2].

Συνήθως, οι αναλύσεις που ασχολούνται με το αφήγημα (το «θαύμα») των «αρίστων» επικεντρώνονται στα «μυστικά της επιτυχίας», χωρίς να αμφισβητούν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία του εργαλείου που τους έδωσε τον τίτλο. Πολύ περισσότερο, δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτικό  χαρακτήρα της κατάταξης, γιατί βρίσκονται υπό την επήρεια («χάπι») των επινικίων. Οι «ουραγοί» έχουν πολλούς λόγους να αποκαλύπτουν  τους μηχανισμούς και την ιδεολογία που υποβαστάζει όλη αυτή την τεράστια επιχείρηση της παγκόσμιας συγκριτικής κατάταξης, που συντονίζεται από τον ΟΟΣΑ/PISA. Γι’ αυτό, αντί να ασχολούμαστε με τα «επινίκια» των πρώτων και το «θαύμα της Φινλανδίας» ή τον πανικό της «τελευταίας θέσης», επιλέγουμε να αμφισβητήσουμε πολιτικά τις επιχειρούμενες κατατάξεις, κάτι που συνιστά μια μορφή υπεράσπισης εκείνων οι οποίοι, με περίτεχνες επινοήσεις συγκάλυψης, κατατάσσονται στην «ουρά» της παγκοσμιοποιούμενης  καπιταλιστικής αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Αν κάτι θεωρούμε γενικότερα σημαντικό απ’ αυτή την ανάλυση είναι τούτο: Οι θιασώτες  της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί, γονείς, κ.ά., χρειάζεται να μετατοπιστούν από τον μυωπικό τεχνοκρατικό «παιδαγωγισμό» τους προς μια αφυπνιστική και ανατρεπτική πολιτική παιδαγωγική. Εάν το κάνουν, θα διαπιστώσουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός καπηλεύεται την παιδαγωγική της αξιολόγησης που οι ίδιοι υπερασπίζονται και την μετατρέπει σε ένα περίτεχνο πολιτικό εργαλείο παγκόσμιας διακυβέρνησης, χειραγώγησης και προώθησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών  για τη ριζική ανασκευή της εκπαίδευσης και της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτό που τους διαφεύγει είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός προσεταιρίζεται και ενσωματώνει την παιδαγωγική ρητορική της αξιολόγησης και την κάνει  πολιτικό «όπλο της εργαλειοθήκης» του. Υπάρχει, βέβαια, και μια άλλη κατηγορία πανεπιστημιακών που, αν και ασκούν δριμύτατη κριτική εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και της αξιολόγησης, συμμετέχουν ως πιστοποιημένοι αξιολογητές «μητρώου» στο ανοσιούργημα της ΑΔΙΠ ή της ΑΔΙΠΠΔΕ.

Ίσως, το σημείο αυτό προσφέρεται, για μια εξήγηση που δίνω αναφορικά με τον «θυμωμένο» λόγο που βγαίνει από τον τρόπο της γραφής μου. Έχω επίγνωση ότι στις εισηγήσεις και τα κείμενά μου εκφράζω ένα μη θεμιτό ακαδημαϊκά θυμό. Παρασύρομαι από τη θεμιτή οργή που μου προκαλεί η οδύνη που βιώνουμε όλοι και όλες μας, ανάλογα με την ταξική θέση και τοποθέτησή του ο καθένας. Η κρίση έχει και την ταξική της διάσταση, γι’ αυτό και  το «χρέος» προσφέρεται  ως πολιτικό εργαλείο. Αφήστε, που μπορώ να επικαλεστώ και λόγους αλληλεγγύης. Πολλοί των επιστημών της Αγωγής που εργαζόμαστε στα  πανεπιστήμια έχουμε ένα προνόμιο που δεν το έχουν οι ομόλογοι των άλλων πανεπιστημιακών τμημάτων. Να συνεργαζόμαστε, δηλαδή, συστηματικά με συναδέλφους των άλλων βαθμίδων. Άλλωστε, τα αντικείμενά μας,  μας φέρνουν πολύ κοντά με σχέσεις αλληλεγγύης.

Πώς, άλλωστε, να μην  είναι κανείς οξύς, όταν ξέρουμε ότι η μη κυρίαρχη/κυριαρχούμενη άποψη/κριτική, όταν μάλιστα επιδιώκει να είναι αντίπαλη, αν δεν έχει ένταση και δεν «φωνάξει», δεν υφίσταται. Κυριολεκτικά, χάνεται μπροστά στη γοητεία που ασκεί η κυρίαρχη «εργαλειοθήκη» πολλαπλών χρήσεων και η ιδεολογική ρύπανση που προκαλεί. Η όποια κριτική σε περιόδους πρωτόγνωρης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης δεν μπορεί παρά να είναι οξεία.  Με την ευκαιρία της έναρξης του νέου σχολικού έτους ακούμε για «επιστροφή στην κανονικότητα». Δεν επανέρχεται η «κανονικότητα» στην εκπαίδευση, εάν δεν έχουμε μόνιμους διορισμένους δασκάλους στις αίθουσες διδασκαλίας. Η άσκηση παιδαγωγικής δεν μπορεί να συντελεστεί με μαθητές που χάνονται στα «δίχτυα ευέλικτων εργασιακών σχέσεων» περιπλανώμενων νομάδων και άστεγων δασκάλων (βλ. Σαντορίνη). Η παιδαγωγική τυφλώνεται, όταν πληγώνεται η αξιοπρέπεια του εργαζόμενου δασκάλου. Η εκπαίδευση με άστεγους εργαζόμενους δασκάλους είναι διασυρμός κι η αξιολόγηση δεν  έχει θέση στην εκπαίδευση. Άντε, τώρα, να κοπιάσει, την άνοιξη του 2018,  ο διεθνής PISA 2018, που όλα αυτά τα προσπερνάει, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν,  για να μας βάλει και πάλι στους «ουραγούς». Φοβάμαι πως δεν θα αποφύγω την οξύτητα ούτε στο κείμενο αυτό!

  1. Διεθνείς Οργανισμοί και Εκπαιδευτική πολιτική: Όταν «ανήκεις»… άνευ όρων

Οι επιρροές στην εκπαίδευση των διεθνών διακρατικών οργανισμών είναι ένα ζήτημα αρκετά ενδιαφέρον και βρίσκεται σε διαρκή επικαιρότητα. Έχουμε, από τη μια, οργανισμούς όπως τον ΟΗΕ (ως παγκόσμια ισχυρή δύναμη για την εμπέδωση της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και  την UNESCO (με ατζέντα και διακηρύξεις τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πολιτισμική διαφορά, τη διάκριση των φύλων, τη φτώχεια, κ.ά.). Να αναφέρουμε  και  την περίπτωση του ΝΑΤΟ ως στρατιωτικής υπερδύναμης για τη σφυρηλάτηση και την εμπέδωση της «νέας τάξης» πραγμάτων, που προβάλλεται ως υψίστης σημασίας υπόθεση, και μετά την πτώση των καθεστώτων των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Απ’ την άλλη, έχουμε οργανισμούς που, αν και αρχικά συγκροτήθηκαν, για να παρεμβαίνουν στην οικονομία, πολύ σύντομα, συμπεριέλαβαν και την εκπαίδευση στο πεδίο των πολιτικών τους. Οι οργανισμοί αυτοί είναι η Παγκόσμια Τράπεζα (WB), το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η ΕΕ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ/WTO), κ.ά.. Η Ελλάδα είναι απ’ τα ιδρυτικά μέλη των οργανισμών αυτών.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς τους οργανισμούς (ΔΝΤ,WB, ΟΟΣΑ) συγκροτούνται, την ίδια περίπου περίοδο, μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με αφετηρία τη συμφωνία του Μπρέττον Γουντς 1944[3], κάτω από την πίεση αναγκών για  ανάκαμψη, πάντα με τη συμμετοχή της υπερδύναμης των ΗΠΑ, που προβλήθηκε ως αδιαφιλονίκητος εγγυητής της ασφάλειας και της θετικής προοπτικής. Την εποχή εκείνη,   είχε σημειωθεί ένας μεταπολεμικός συναγερμός κι ανοιχτή πρόσκληση των «συμμάχων» για τη σφυρηλάτηση δεσμών και συμμαχιών, πάνω σε αρχές αμοιβαιότητας, αλληλοκατανόησης και συντονισμού με σκοπό την οικονομική ανάκαμψη και την ανάπτυξη. Συχνά, οι ίδιες οι εθνικές κυβερνήσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιζητούσαν τη συγκρότηση οργανισμών ή προσέφευγαν σε υπερεθνικούς οργανισμούς για συμβουλευτική βοήθεια και υποστήριξη των εκπαιδευτικών τους και άλλων μεταρρυθμίσεων (Morgan, 2007).

Είναι σαφές ότι αυτή καθαυτή η συμμετοχή σε αυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς είχε και έχει τους συμβολικούς της δείκτες υπόληψης και νομιμοποίησης του «ανήκειν», με τα συνακόλουθα υλικά κίνητρα (ανταλλαγή, εξαγορά, εξάρτηση) ή άλλα μέσα ή επιβραβεύσεις ή το νόημα της διεθνούς αναγνώρισης. Όταν το 2012, για πρώτη φορά έγινε δεκτή η συμμετοχή της Κύπρου στο PISA, η συμμετοχή είχε πανηγυρικό χαρακτήρα, γιατί είχαν παρακαμφθεί οι ενστάσεις της Τουρκίας! Η συμμετοχή στο PISA ήταν μεγάλη πολιτική νίκη, κι ας κατατάχτηκε στους «ουραγούς»! Τόσο βαθιά φαίνεται πως έχει χαραχτεί  στις συνειδήσεις, μέσα από την εμπειρία των πολέμων και των ατέλειωτων διαπραγματεύσεων, η εμμονή του «ανήκειν» σε υπερεθνικούς οργανισμούς και φορείς που οποιαδήποτε ιδέα ή πρόταση για έξοδο απ’ αυτούς να κηλιδώνεται πάραυτα ως «εθνικά προδοτική» (Βλ. Grexit).

Οι υπερεθνικοί αυτοί οργανισμοί, ως διακρατικοί, έχουν τις εσωτερικές τους επιρροές και συσχετισμούς που προκύπτουν από τις ασύμμετρες σχέσεις ισχύος των μελών τους, κυρίως με τη συμμετοχή των ΗΠΑ. Δεν είναι, βέβαια, πάντοτε απολύτως ενιαίες και ευθυγραμμισμένες ή συντονισμένες οι παρεμβάσεις των διάφορων οργανισμών, λόγω διαφοροποίησης των εκτιμήσεων ή λόγω άλλων ανταγωνιστικών επιλογών για την κυριαρχία τους. Γενικά, πάντως, παρατηρείται ένα είδος ομοιότροπων πολιτικών, ανάμεσα σε ανεξάρτητους μεταξύ τους υπερεθνικούς οργανισμούς, που αν και δεν συμφωνούν πάντοτε «εφ’ όλης της ύλης», πολύ συχνά συγκροτούν άτυπα δίκτυα «μετώπου» στην προώθηση κοινών πολιτικών, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας  και της εκμετάλλευσης σε μια παγκοσμιοποιούμενη καπιταλιστική αγορά, χωρίς περιορισμούς και όρια. Παραδειγματική είναι η περίπτωση της συνεργασίας οργάνων της ΕΕ, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ στην προσέγγιση πτυχών της «κρίσης» για την αντιμετώπιση των μνημονίων και του χρέους στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια.

Όλες αυτές οι διεργασίες κι οι εξελίξεις, μέσα στον χρόνο, δεν κατάργησαν τον ρόλο των εθνικών κρατών στην άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι βέβαιο, όμως, ότι πρότειναν και προώθησαν, αν δεν εξανάγκασαν σε νέες  προσεγγίσεις, νέες αποφάσεις και νέα μοντέλα διακυβέρνησης, μέσα από διαδικασίες θεσμικού ισομορφισμού, ομογενοποίησης, υποστήριξης, επικουρικότητας, εναρμόνισης, ενσωμάτωσης, δανεισμού και υιοθέτησης καλών πρακτικών, τυποποίησης, διάχυσης, κ.ά, (Dale, 1999). Όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια της κρίσης (2009-2017), στο πολιτικό σύστημα και στο ελληνικό κοινοβούλιο, είναι ενδεικτικά.

Τα έθνη-κράτη, δηλαδή, δεν έχουν μετατραπεί σε απλούς και παθητικούς ιμάντες διαμεσολάβησης διάφορων μέτρων υπερεθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, αν και οι συσχετισμοί πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό των επί μέρους μελών- χωρών των οργανισμών είναι δυνατόν να συντελεί σε τέτοιες διεργασίες. Η σχετική αυτονομία των χωρών-μελών εξηγεί το γεγονός ότι οι κοινές προτάσεις ή αποφάσεις των υπερεθνικών οργανισμών εισάγονται με διαφορετικό τρόπο ή ένταση ή χρόνο στις διάφορες χώρες. Αυτό οφείλεται, εν πολλοίς, στην κοινωνική δυναμική αντιπαράθεσης που αναπτύσσουν τα εκπαιδευτικά κινήματα, στο εσωτερικό κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, κατά την υποδοχή των μέτρων αναδιάρθρωσης και, εν τέλει, στην ενδεχόμενη παραλλαγή ή τροποποίησή τους ή την αναστολή ή την ματαίωσή τους.

Κατά την περίοδο της τελευταίας ελληνικής κρίσης (2009-2017), οι πολιτικές που ασκήθηκαν στην ελληνική εκπαίδευση, με τη συνδρομή, κυρίως,  των  διακρατικών οργανισμών του ΟΟΣΑ  και της ΕΕ, αλλά και του ΔΝΤ είχαν τα χαρακτηριστικά υπερεθνικής «διακυβέρνησης» μέσω εκθέσεων και αξιολογήσεων, συμβουλευτικών προτάσεων προγραμμάτων, επιχειρησιακών προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας,  των μνημονίων και των αντίστοιχων δεσμεύσεων, που έχουν προκύψει κάτω από συνθήκες χρονοβόρων ασύμμετρων διαβουλεύσεων, εκβιασμών, πειθαναγκασμών και, εν τέλει, μιας ιδιότυπης  «εθελοδουλίας» προς  τους λεγόμενους θεσμούς και τον ΟΟΣΑ.

Η υπόθεση εργασίας που κάνουμε είναι ότι  οι πολιτικές που ασκήθηκαν σε καθεστώς μη βιώσιμου χρέους, όσο και το ίδιο το χρέος / μνημόνιο, αλλά και τα  επιχειρησιακά κοινοτικά προγράμματα, ανήκουν πολιτικά στο ίδιο project. Η Ελλάδα άσκησε χρέη προεδρίας στην ΕΕ πέντε φορές. H πέμπτη ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. (πρώτο εξάμηνο 2014) ασκήθηκε εν μέσω της χειρότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  εβδομήντα τρία  χρόνια μετά τη Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς.

Έτσι, αν και «Ανήκομεν εις την Δύσιν» ως ιδρυτικά μέλη των υπερεθνικών διακρατικών οργανισμών ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα «εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος», σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπερεθνικού επιτηρητή, του ΔΝΤ, που έχει εμπλακεί, μέσα από πολλές διαβουλεύσεις, στην υπόθεση του χρέους και των πολιτικών «δέους» των τριών μνημονίων. Είναι αυτό το χρέος που νομιμοποιεί τους εταίρους μας να καταφεύγουν στις πολιτικές  «δέους», με την ειδική συμβολή και του ΟΟΣΑ. Θα μας απασχολήσει, ιδιαίτερα, ο ΟΟΣΑ, κυρίως, σε συνδυασμό με τη συγκρότηση του PISA, ως ενός εργαλείου για  την ενίσχυση της επιρροής του ίδιου του ΟΟΣΑ  στην παγκόσμια  διακυβέρνηση της εκπαίδευσης.

  1. Ο ΟΟΣΑ: Ο ασυναγώνιστος και ακάθεκτος «σύμβουλος»

Ο ΟΟΣΑ που ήταν γνωστός, αρχικά, με την επωνυμία Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕOΣ) είχε ιδρυθεί το 1948, στον απόηχο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με σκοπό τη διαχείριση και την εφαρμογή του αμερικανικού πακέτου χρηματοδότησης, του «Σχεδίου Μάρσαλ» (1948-1952), για την ευρωπαϊκή οικονομική ανοικοδόμηση. Με τη λήξη της αποστολής του, ΟΕOΣ μετεξελίχθηκε σε νέο οργανισμό, το 1961, τον γνωστό ΟΟΣΑ (Morgan, ό.π.), με σαφή στόχο την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και του εμπορίου, με βάση τις αρχές της «ανοικτής οικονομίας της αγοράς» στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που αφαιρέθηκε η περιοριστική αναφορά στο «Ευρωπαϊκό» (European). Αυτό διευκόλυνε τη συμμετοχή των ΗΠΑ και Καναδά. Τα πρώτα ιδρυτικά μέλη που επικύρωσαν το Σύμφωνο του ΟΟΣΑ ήταν δεκαοχτώ ευρωπαϊκές χώρες και δύο μη ευρωπαϊκές (ΗΠΑ και Καναδάς). Η Ελλάδα είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ΟΟΣΑ, που, ας σημειωθεί, συνήθως, αναφέρεται ως ένας οργανισμός των πιο ανεπτυγμένων και πλουσιότερων χωρών του κόσμου!

Μια σύντομη αναζήτηση στις απαρχές εμφάνισης του οργανισμού, οδηγεί στο συμπέρασμα  ότι ο ΟΟΣΑ επινοήθηκε και ιδρύθηκε σε μια συγκεκριμένη μεταπολεμική ψυχροπολεμική συγκυρία ανταγωνιστικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν, δηλαδή, το αποτέλεσμα ευρύτερων σχεδιασμών των ΗΠΑ για μια πολυμερή γεωπολιτική επέκταση και διεύρυνση των συμμαχιών της στην Ευρώπη και στον έλεγχο των εξελίξεων στις χώρες – μέλη. Μετά την αρχική συμφωνία, έγιναν μέλη του ΟΟΣΑ και άλλες δεκαπέντε χώρες, στο πλαίσιο νέων προσανατολισμών που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική αγορά με τις κρίσεις της. Το 2016,η Λετονία είναι το τελευταίο μέλος του ΟΟΣΑ, που ήδη είχε διευρυνθεί και με άλλες μη ευρωπαϊκές χώρες, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία, τη Ν. Κορέα, το Μεξικό, τη Χιλή (ως «αναπτυσσόμενες/ανερχόμενες οικονομίες). Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με έναν αρκετά διευρυμένο υπερεθνικό διακυβερνητικό / διακρατικό οργανισμό, που έχει την έδρα του στο Παρίσι, αλλά με δεδομένη την ισχυρή επιρροή των ΗΠΑ. Αυτό προκύπτει τόσο από τα έργα και τις ημέρες του οργανισμού όσο και από τη στελέχωση των επιμέρους διευθύνσεων του οργανισμού αλλά και από τα ποσοστά συμμετοχής των χωρών στους ετήσιους προϋπολογισμούς του.

Η κεντρική θέση της εκπαίδευσης στο όλο οικοδόμημα  του ΟΟΣΑ συνδέεται με σχετικές αλλαγές και μετατοπίσεις που είχαν σημειωθεί στον Οργανισμό στο πεδίο άσκησης της οικονομικής πολιτικής, από τον «κεϋνσιανισμό»  στην υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού (Morgan, ό.π. και Rubenson, 2008). Επειδή συχνά γίνεται συζήτηση για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ΟΟΣΑ ως Οργανισμό, θα χρειαστεί να διευκρινιστεί ότι υπάρχουν ορισμένοι ερευνητές ή στελέχη του Οργανισμού που ως άτομα δεν υιοθετούν τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα στην άσκηση της οικονομικής ή εκπαιδευτικής πολιτικής. Η επίσημη, ωστόσο, και δημόσια θέση του Οργανισμού δεν εκφράζεται από στελέχη αλλά από τις δημοσιοποιημένες θέσεις του Οργανισμού. Η πορεία του ΟΟΣΑ έχει προσδιοριστεί από μια σειρά εντάσεων και συγκρούσεων ανάμεσα στις σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις, που ήταν αρχικά κυρίαρχες σε ευρωπαϊκές χώρες, με τις νεοφιλελεύθερες που υιοθετήθηκαν στη συνέχεια κάτω από την επιρροή των ΗΠΑ και της Αγγλίας. Μετά τη δεκαετία του ΄90, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η κυρίαρχη τάση στον ΟΟΣΑ. Υιοθετεί  «την υποστήριξη και  προώθηση μιας συγκεκριμένης οικονομίστικης αντίληψης για σύνδεση των εκπαιδευτικών στόχων με τις απαιτήσεις μιας παγκόσμιας οικονομίας της γνώσης και  τη   διακυβέρνηση της εκπαίδευσης που εκφράζεται από τη «Νέα Δημόσια Διοίκηση», (Morgan, ό.π.).

Σήμερα οι προτεραιότητες του ΟΟΣΑ δεν έχουν να κάνουν με την υποστήριξη των κρατών για διεύρυνση της δημόσιας εκπαίδευσης ή την ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση. Οι βασικοί νεοφιλελεύθεροι πολιτικο-ιδεολογικοί του άξονες στην εκπαίδευση κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την προτεραιότητα της αποκέντρωσης, της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και της λεγόμενης εκπαιδευτικής ηγεσίας, την καθιέρωση «ολοκληρωτικών» μορφών αξιολόγησης, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την κατάρτιση ευέλικτης εργατικής δύναμης για τις ανάγκες της ελεύθερης αγοράς, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ιδιωτικοποίηση του κόστους της εκπαίδευσης, την εκχώρηση της εκπαίδευσης στην αγορά, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

O ΟΟΣΑ, πολλές φορές εκφέρεται ως ένα απλό ακρωνύμιο με αρνητικό ή θετικό πολιτικά πρόσημο, χωρίς να είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε εύκολα -λόγω του πληθωρισμού των παρεμβάσεών του- την εξελικτική πορεία εκτόξευσής του και τις συγκεκριμένες, κάθε φορά, επιδράσεις που έχει ασκήσει στην οικονομία ή στην εκπαίδευση. Δεν είναι απλώς ένας  οργανισμός που γεωγραφικά έχει «βάλει πόδι» σε όλες σχεδόν τις ηπείρους του πλανήτη. Είναι μια συγκροτημένη και ενορχηστρωμένη οργανωτική δομή, ένα δίκτυο παραγωγής, διαμόρφωσης και διάχυσης πολιτικών, ένα δίκτυο πολιτικών, ερευνητών και συμβούλων (Lungren, 2011).

Διαθέτει 35 τακτικά μέλη-χώρες, πολλές από τις οποίες είναι από τις πλουσιότερες στον κόσμο. Δεν είναι ένας αυθυπόστατος οργανισμός αλλά ένα οργανωμένο δίκτυο με πολλά επίπεδα και κύκλους επιρροής, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται το μόνιμο προσωπικό, οι χώρες μέλη κι οι εκπρόσωποί τους, οι διαμορφωτές πολιτικής, σύμβουλοι, ακαδημαϊκοί, ειδικοί, ερευνητές, συμπράξεις, κ.ά.. Δεν διαθέτει πόρους, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή  το ΔΝΤ, ούτε νομικό πλαίσιο άσκησης πολιτικών ανάλογο με τα όργανα της ΕΕ. Αν και οι παρεμβάσεις του δεν έχουν υποχρεωτικό ή δεσμευτικό χαρακτήρα, ασκεί ισχυρές επιδράσεις στις χώρες – μέλη, μέσω άλλων αποτελεσματικών εργαλείων, μηχανισμών και πρακτικών «απαλής διακυβέρνησης» (συμμετοχή, διαβούλευση, συναίνεση, προσεταιρισμό, σύγκριση, συμβουλευτική, κ. ά.).

Με τη συνδρομή/συνέργεια του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ΕΕ, σιγά-σιγά συνετέλεσε στη δημιουργία μιας «νέας αρένας» και νέων μορφών διακυβέρνησης της εκπαίδευσης, σε παγκόσμια κλίμακα. Με τον όρο «διακυβέρνηση», εννοούμε μια κυβερνητική διαδικασία που δεν  περιορίζεται και δεν διεκπεραιώνεται αποκλειστικά από το έθνος-κράτος και τους θεσμούς του, αλλά που εμπλέκει στην υπόθεση παραγωγής και άσκησης πολιτικής, μια μεγάλη σειρά οργανισμών και δρώντων υποκειμένων σε πολλά επίπεδα, από το τοπικό, στο εθνικό, το περιφερειακό μέχρι το παγκόσμιο.

Στον ΟΟΣΑ, που μας ενδιαφέρει εδώ, η εκπαίδευση εντάσσεται στα πεδία παρέμβασής του, τριάντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1991, όταν θεσπίστηκε ειδική «Διεύθυνση». Είναι μια εξέλιξη που μέσα από σκληρές ανταγωνιστικές διεργασίες, με άλλους παρεμφερείς οργανισμούς στις ΗΠΑ (π.χ. ΙΕΑ) που είχαν συναφείς πρωτοβουλίες (π.χ. TIMSS, PΙRLS, κ.ά.) συνετέλεσαν στην ανάδυση του PISA ως κυρίαρχου και μονοπωλιακού εργαλείου διακυβέρνησης της εκπαίδευσης, που κατάφερε να απορροφήσει ή να εκτοπίσει όλους τους ανταγωνιστές. Ένας Οργανισμός που έχει στον  πυρήνα της ιδεολογίας που προωθεί τον άκρατο ανταγωνισμό σε παγκόσμια κλίμακα δεν θα μπορούσε να χάσει ο ίδιος στον ανταγωνισμό της αγοράς. Το τέλος του μονοπωλίου, που είχε μέχρι τότε άλλος οργανισμός στις ΗΠΑ, ο ΙΕΑ, συνδέεται με τη ρήξη των σχέσεών του με τον ΟΟΣΑ, που ήδη είχε διαμορφώσει τη δική του στρατηγική για τη συγκριτική αξιολόγηση εκπαιδευτικών επιδόσεων, με τον σχεδιασμό του PISA. Σε συνδυασμό με αυτό,  είχε  ανατεθεί η διενέργειας του πρώτου PISA  στον Australian Council for Educational Research (ACER), έναν οίκο που ακόμη και σήμερα ανήκει στον πυρήνα Κοινοπραξίας, με αρμοδιότητα στην όλη υπόθεση ανάπτυξης του δοκιμίου και τη διασφάλιση της ποιότητάς του.

Στο πλαίσιο αυτών των διεργασιών προέκυψε το PISA ως νέος φορέας συγκριτικής αξιολόγησης, που ανανέωσε τη μεθοδολογία και την προηγούμενη τεχνογνωσία που είχε αναπτυχθεί από τον ΙΕΑ αλλά που αντιπροσώπευε και μια νέα τομή στις μέχρι τότε προσεγγίσεις. Η όλη διεργασία είχε ως αποτέλεσμα να προσεταιριστούν/προσλάβουν και σημαίνοντα στελέχη από άλλους φορείς, και κυρίως από τον ΙΕΑ. Είναι ενδεικτικό ότι ο Andreas Schleicher, Διαχειριστής Δεδομένων και στη συνέχεια Διεθνής Συντονιστής του ΙΕΑ,  «πήρε μεταγραφή» κι ανέλαβε, από τότε μέχρι και σήμερα, τη διεύθυνση του ανταγωνιστή PISA. Τον ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Έτσι, κάπως, συντελούνται οι αναδιαρθρώσεις, οι συγχωνεύσεις και οι εξελίξεις, μέσα από ανταγωνιστικές διεργασίες της αγοράς. Τοn δρόμο του ανταγωνισμού τον κάνει παραδειγματικά ο ίδιος ο ΟΟΣΑ/PISA! Κάθε φορά που ένα μονοπώλιο καταρρέει, αναδύεται ένα επόμενο. Έτσι, από την κατάρρευση του ΙΕΑ προέκυψε το PISA, υπό την εποπτεία, τη σύλληψη και το σχεδιασμό του ΟΟΣΑ, γι’ αυτό και αναφερόμαστε στην περίπτωση ως ΟΟΣΑ/PISA.

Τα τελευταία χρόνια η δραστηριότητά του ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση έχει ενταθεί ιδιαίτερα. Έχει καθιερώσει σταθερή και τακτική δημοσίευση  ετήσιων εκδόσεων  με τις επισκοπήσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων των μελών του, τις συγκριτικές ποσοτικές έρευνες της σειράς (Education at a Glance) «Η Εκπαίδευση με μια Ματιά» (Ακριβώς! Όπως λέμε: «Η εκπαίδευση στα γρήγορα!») και τις περιοδικές αναλύσεις εκπαιδευτικής πολιτικής. Φαίνεται πως η «εργαλειοθήκη» των εκπαιδευτικών επιδράσεων και των επιρροών του ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση είναι το PISA, με τις διεθνείς συγκριτικές αξιολογήσεις, τις Εκθέσεις των αποτελεσμάτων και τις θεματικές εκθέσεις «PISA In Focus». Το PISA σχεδιάστηκε για πρώτη φορά το 1997, αξιοποιώντας μια πλούσια παράδοση από την εποχή του Bloom (1958), και ύστερα, με τις γνωστές ταξινομήσεις των διδακτικών στόχων, κι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2000 σε 32 χώρες – «οικονομίες».

  1. Το PISA και η σχέση του με τον Πύργο της Πίζας (Leaning Tower of Pisa)

Με το PISA έχουμε ασχοληθεί διεξοδικά σε ένα πρόσφατο βιβλίο (Μαυρογιώργος, 2015). Δεν πρόκειται να επαναλάβουμε εδώ όλα όσα διαλαμβάνονται σ’ εκείνη την ανάλυση, αν και δεν έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών αναγνωστών. Θα παραθέσω τα «συμπερασματικά» συνοπτικά σχόλια που είχαμε διατυπώσει τότε (σ.112):

«Το PISA είναι μια νεοφιλελεύθερη παιδαγωγική επινόηση ενός μονοπωλιακού παγκόσμιου «εξεταστικού παραδείγματος» για τη «μέτρηση» των επιδόσεων των μαθητών σε συγκεκριμένες ικανότητες και δεξιότητες. Το PISA φετιχοποιεί τις μετρήσεις, τις συγκρίσεις και τις κατατάξεις στο πλαίσιο ενός οικουμενικού ανταγωνιστικού μαραθώνιου επιδόσεων. Το δοκίμιο PISA είναι «ευφυές»: τα βάζει με την «παπαγαλία»! Το PISA έχει μικρά «μυστικά» που αποκρύπτονται επιμελώς. Το PISA δεν αναγνωρίζει τα σχολικά προγράμματα. Το PISA υποβαθμίζει τις γνώσεις σε πληροφορίες Το PISA κατασκευάζει τις καταστάσεις ζωής. Το PISA είναι ένα διεθνές πρόγραμμα «παρακυβέρνησης» της εκπαίδευσης που διαμορφώνει τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο της εκμετάλλευσης, της οδύνης και ανείπωτης και ανομολόγητης βίας. Το PISA έχει σφοδρούς επικριτές. Έχει και θερμούς υποστηρικτές και θιασώτες. ΟΟΣΑ και PISA είναι το «μακρύ χέρι» της αγοράς».

Θα επιχειρήσουμε να εμπλουτίσουμε εκείνη την ανάλυση με κάποια νέα δεδομένα των νέων εξελίξεων αναφορικά με τους «νέους» δρόμους επέκτασης της επιρροής του στην υπόθεση της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το PISA γεννήθηκε, έχοντας πίσω του μια μεγάλη παράδοση συγκριτικής εκπαιδευτικής αξιολόγησης, αλλά η μεγάλη του ανάπτυξη οφείλεται σε μια σειρά από νέα προσδιοριστικά στοιχεία. Αυτά ήταν: 1) η εγγύηση για τη συνέχεια και τη συχνότητα των διαδικασιών, κάθε τρία χρόνια, και η διαχρονική συνοχή, 2) η εστίαση σε ένα περιορισμένο πεδίο μάθησης κι η ευελιξία αναδιαρθρώσεων, 3) η σταθερότητα του δείγματος των υποκειμένων (δεκαπεντάχρονοι μαθητές), 4) η χρήση εξεταστικών δοκιμίων εστιασμένων στις λεγόμενες «δεξιότητες εγγραμματισμού» και όχι στα σχολικά προγράμματα, και 5) η πολιτική χρήση του προγράμματος, ώστε οι χώρες που το χρηματοδοτούν να έχουν εποπτεία στις προτεραιότητες του προγράμματος και στην εφαρμογή του (Carvalho, 2009). Τα περισσότερα από αυτά έχουν προκαλέσει πολλές κριτικές και αμφισβητήσεις και πολλές  αναθεωρήσεις, χωρίς να αλλάζουν οι βασικές αρχές του αρχικού «παραδείγματος» (Michel, 2017 και Pons, 2017).

4.1 Γιατί ο «εγγραμματισμός» ως κριτήριο αξιολόγησης;

Η εθνική διαχειρίστρια του PISA – Ελλάδα, αναπαράγει, γενικώς, την επίσημη θέση του PISA, σύμφωνα με την οποία ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι η επινόηση της «καινοτόμου έννοιας του “εγγραμματισμού”». Σε άλλη ευκαιρία θα σχολιάσουμε εκτενώς τη «μελέτη περίπτωσης» (Ελλάδα), γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από την άποψη ότι πρόκειται, μάλλον, για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο από έναν εκπρόσωπο του PISA στην Ελλάδα παρά από εθνικό εκπρόσωπο της Ελλάδας στο PISA  (Σοφιανοπούλου, 2011). Εδώ θα περιοριστούμε στον «εγγραμματισμό».

Η κατάταξη  και ο κατακερματισμός των χωρών και των μαθητών που παίρνουν  κάθε φορά μέρος στο PISA, στην κατηγορία των «αρίστων» ή των «μετρίων» του μέσου όρου ή των «ουραγών», γίνεται με την ψυχομετρική αλχημεία και την επινόηση του «εγγραμματισμού». Η χρήση της έννοιας του «εγγραμματισμού»  έχει κατακλύσει τη διεθνή βιβλιογραφία και τα ελληνικά παιδαγωγικά συγγράμματα περισπούδαστων Ελλήνων πανεπιστημιακών. Είναι από εκείνες τις έννοιες που διαθέτουν υψηλό δείκτη πλαστικότητας («λάστιχο»), ώστε να χρησιμοποιούνται σε διαφορετικά πλαίσια αλλά να έχουν και πολλές σταθερές και κοινές αναφορές που να εξασφαλίζουν συναινέσεις και συντονισμό σε διαδικασίες και δίκτυα επικοινωνιών και συνεργασιών, για να ξεπερνούν προβλήματα διαφορετικής πρόσληψης. Όπως είναι αναμενόμενο, ο «εγγραμματισμός» από τη στιγμή που καθιερώθηκε έπρεπε να εξειδικευθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί λεπτομερειακά, ώστε να μη προκύπτουν ασάφειες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το PISA να εκπονήσει μια μεγάλη σειρά τυποποιημένων πακέτων για κάθε πεδίο του εξεταστικού δοκιμίου.  

Μακροπρόθεσμα, η όλη προοπτική κατατείνει στον επαναπροσδιορισμό της γνώσης, της εκπαίδευσης, του σχολείου, του πανεπιστημίου, της διδασκαλίας και της μάθησης, με ναυαρχίδα τη στρατηγική της «διά βίου μάθησης». H Morgan (ό.π.) έχει διερευνήσει εξαντλητικά το σχετικό θέμα για να υποστηρίξει ότι «ο εγγραμματισμός, έτσι όπως έχει επινοηθεί από  τον ΟΟΣΑ/PISA, είναι  παρόμοιος  με την «ευφυΐα». Είναι μια ψυχομετρική κατασκευή που προσφέρεται για να αντικειμενικοποιήσει και να ποσοτικοποιήσει τις δεξιότητες και ικανότητες του καταρτισμένου εργαζόμενου στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Η ποσοτικοποίηση αυτή διαστρεβλώνει και τη διδασκαλία και τη μάθηση, για να  διευκολύνει την εργαλειακή χρήση του σχολείου για τους στόχους  του νεοφιλελεύθερου project που τυποποιεί/υποβιβάζει τη μάθηση, μια δημιουργική και πειραματική διαδικασία, σε μια σειρά από αποπλαισιωμένες και εξατομικευμένες δραστηριότητες» (σ.177).

Πρόκειται για μια διάδοχη κι ανάλογη εκδοχή της παλαιότερης επινόησης της ευφυΐας (για τη μέτρηση του «δείκτη ευφυΐας», τότε). Κατά την άποψη των «ειδικών» του ΟΟΣΑ/PISA, ο «εγγραμματισμός» προσφέρεται ως κοινός δείκτης αναφοράς για μια διεθνή συγκριτική αξιολόγηση. Προσφέρεται για να «εξαφανίζει» ή να «εναρμονίζει» τις εθνικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές και ιδιαιτερότητες, με δήθεν  έγκυρο και αξιόπιστο όργανο μέτρησης. Αν και ψυχομετρική επινόηση, έχει πολιτικό χαρακτήρα: προσφέρεται για τη νομιμοποίηση της κατάργησης των σχολικών προγραμμάτων και των γνωστικών αντικειμένων ή των παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων που έχουν ιστορικά αναδυθεί (Sjoberg, 2017).

 Όπως, ωστόσο, γνωρίζουμε όλοι, όταν επινοούμε διάφορες εννοιολογικές κατηγορίες ταξινόμησης κοινωνικών ή άλλων φαινομένων,  μια από τις βασικές μεθοδολογικές αρχές είναι να μην υπάρχουν επικαλύψεις ανάμεσα στις κατηγορίες, δηλαδή να είναι αλληλοαποκλειόμενες. Στην περίπτωση των τριών κατηγοριών του λεγόμενου «εγγραμματισμού», ο «αναγνωστικός»  ενυπάρχει  και  στον «μαθηματικό» και στον «επιστημονικό». Όπως και ο «επιστημονικός εγγραμματισμός» ενυπάρχει στον «μαθηματικό» και το αντίθετο. Πρόκειται για αυθαίρετες κατασκευές και επινοήσεις που,  με τη χρήση και την προβολή τους, μέσα στο χρόνο, δημιουργούν τετελεσμένα στις ταξινομήσεις μαθητών και χωρών αλλά και στον συνολικό επαναπροσδιορισμό της εκπαίδευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Ταξινομήσεις μαθητών και χωρών σε κατηγορίες, με τεχνικά και μηχανιστικά κριτήρια αναφοράς, που δεν έχουν πραγματολογική βάση. Από το 2000 μέχρι σήμερα (2017), η Ελλάδα κι οι μαθητές κατατάσσονται στους «ουραγούς». Όποιο και να ήταν το δοκίμιο θα δημιουργούσε «πρώτους» και «ουραγούς». Το  βασικό ζητούμενο είναι πώς προστατεύεται και πώς  υποστηρίζεται το πρόταγμα της ολόπλευρης μόρφωσης και παιδείας για όλους.

 4.2 Το «εμπορικό σήμα» (“brand name”) PISA

Στην αγορά, στις πρακτικές προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών έχει, όπως είναι γνωστό, κυριαρχήσει η πρακτική επινόησης και χρήσης ευρηματικών συμβολικών ακρωνυμίων που βοηθάνε στην εμπορικότητα. Πανεπιστημιακοί που υποβάλλουν προτάσεις – ερευνητικά προγράμματα για χρηματοδότηση σε διάφορους διεθνείς φορείς (ΕΕ) είναι, όντως, ευρηματικοί σε αυτό. Οι πρωτεργάτες του ΟΟΣΑ και σχεδιαστές του εγχειρήματος μιας  παγκόσμιας συγκριτικής εκπαιδευτικής αξιολόγησης  δεν θα μπορούσαν να μη δώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό. Εδώ που τα λέμε, προσπάθησαν να αποδώσουν με συμβολικό τρόπο τον σχεδιασμό τους, με υψηλό δείκτη  αντιστοιχίας. Αλλιώς, δεν εξηγείται η επιλογή του ακρωνύμιου PISA. Είχαν υπόψη τους την ιστορία του Πύργου της Πίζας (The Tower of PISA) και προσάρμοσαν τον τίτλο του Προγράμματος που σχεδίαζαν: Programme for International Student Assessment. Έτσι το καθιέρωσαν με το «εμπορικό σήμα» («brand name») PISA, ένα παγκόσμιο σύμβολο πολιτιστικής κληρονομιάς, υπό την αιγίδα ενός άλλου διεθνούς οργανισμού, της ΟΥΝΕΣΚΟ. Με ειδική σημείωση στις δημοσιεύσεις  υπογραμμίζεται το «εμπορικό σήμα» ΟΟΣΑ/PISA.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι βρίσκει κανείς ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες ανάμεσα στα δύο. Για τον Πύργο της Πίζας γνωρίζουμε ότι πρόκειται για ένα «ανεξάρτητο» κωδωνοστάσιο, που ο αρχικός σχεδιασμός αποδείχτηκε ανεπαρκής και γι αυτό χρειάστηκαν πολλές  διορθωτικές παρεμβάσεις, σε μια διαδικασία κατασκευής που κράτησε χρόνια. Υψηλός και ορατός. Γνωστός στον κόσμο ως ένα από τα μεγαλύτερα κεκλιμένα κτίρια στον κόσμο που φλέρταρε με τους νόμους της βαρύτητας. Προκαλεί δέος και σεβασμό, ως κάτι που μοιάζει με «θαύμα» και «μυστήριο».

Σαν να έχουμε περιγράψει τη μέχρι τώρα πορεία  του παγκόσμιου εγχειρήματος ΟΟΣΑ/PISA από το 1997 μέχρι σήμερα και το τι σχεδιάζεται με τις διαρκείς διορθωτικές παρεμβάσεις και τις νέες επεκτάσεις του. Έχουν μιλήσει πολλοί για το «θαύμα της Φινλανδίας» στο PISA αλλά τους ξέφυγε το ολοκληρωτικό και μονοπωλιακό «θαύμα PISA». Σύμφωνα με μια άποψη, το success story του PISA, σε πολλές χώρες, είναι το πρότυπο που ο ΟΟΣΑ υιοθέτησε για να επεκτείνει το πεδίο της διεθνούς συγκριτικής αξιολόγησης της εκπαίδευσης  ως εργαλείο  παγκόσμιας διακυβέρνησης (Sellar, et al., 2014). Είναι αυτό που προσδιορίζει τις τρέχουσες εξελίξεις.

4.3 PISA και Οικονομία:  Marketing και κίβδηλες υποσχέσεις

Μετά τη δημοσίευση των πρώτων αποτελεσμάτων (2000), το PISΑ έχει συμπληρώσει έξι κύκλους (2000, 2003, 2006, 2009, 2012 και 2015). Ετοιμάζουν την εφαρμογή του PISΑ 2018, την άνοιξη. Κάθε τρεις κύκλοι συγκροτούν το πλαίσιο κάλυψης και των τριών πεδίων εγγραμματισμού (Ανάγνωση, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες). Έτσι, έχουμε δεδομένα από μια διαχρονική «ανακύκλωση» δύο ολοκληρωμένων «επεισοδίων» εξαετούς διάρκειας. Είναι αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι σε τακτά και προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα κύκλοι που «βραχυκυκλώνουν» τους μετέχοντες σε διαδικασίες εμπέδωσης της αντίληψης ότι η  αξιολόγηση στην εκπαίδευση, γενικά, και η συγκριτική αξιολόγηση είναι μοχλός εκπαιδευτικών αλλαγών «ποιότητας» που μπορεί να αξιοποιείται για την «αναμόχλευση» και ριζική αναδιάρθρωση και επαναπροσδιορισμό της εκπαίδευσης, με νέους ορισμούς. Αν και η σημασία του PISΑ και των αποτελεσμάτων του διαφέρει από χώρα σε χώρα, πολύ συχνά, αξιοποιούνται στους «διαλόγους» για την εκπαίδευση. Σε πολλές χώρες εξαγγέλλονται ή εφαρμόζονται πολιτικές εναρμονισμένες προς τις υποδείξεις PISΑ! Ανάμεσα σε άλλα, έχουν προωθηθεί κάποιοι ιδιαιτέρως προβοκατόρικοι ισχυρισμοί και προτάσεις για άσκηση πολιτικής, όπως, π.χ. οι δαπάνες εκπαίδευσης  ή το μέγεθος των τάξεων δεν σχετίζονται με τις επιδόσεις PISΑ!

Είναι προφανές ότι το όλο εγχείρημα PISΑ συνδέεται ασφυκτικά στενά με τους πολιτικούς προσανατολισμούς και σκοπούς του ΟΟΣΑ, και των χωρών που ασκούν επιρροή ισχύος, στην προώθηση μιας ελεύθερης παγκόσμιας ανταγωνιστικής οικονομίας. Το PISΑ εξασφαλίζει τη συμμετοχή των 35 μελών του ΟΟΣΑ και άλλων 45 χωρών – «οικονομιών», εκτός ΟΟΣΑ, και συγκεντρώνει χώρες που εκπροσωπούν το 80% του παγκόσμιου πλούτου. Αυτά είναι δεδομένα που τα επικαλείται επισήμως ο ΟΟΣΑ/PISΑ. Από μόνα τους υπογραμμίζουν τον πολιτικο-ιδεολογικό πυρήνα του PISΑ που εστιάζει στην οικονομία. Την εκπαίδευση την αλλοιώνει για να την υποβιβάσει σε εργαλείο της οικονομίας και της αγοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 2012 έχουν, προαιρετικά, εμπλουτίσει τα πεδία του «εγγραμματισμού», με τον οικονομικό (financial) και τον ψηφιακό (digital)  «εγγραμματισμό». Από το “PISA In Focus# 72” μαθαίνουμε «τι πράγματι γνωρίζουν οι δεκαπεντάρηδες για τα χρήματα (money)». Ακριβώς!

Σε μια άλλη ανάλυση για τη σχέση των επιδόσεων των χωρών στο PISA και την οικονομία τους, γίνεται αναφορά στην περίπτωση της Κύπρου. Όπως υποστηρίζεται «Όλα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της Κύπρου… Εκτιμάται (ότι) το όφελος στην περίπτωση που η Κύπρος ανεβεί κατά 25 μονάδες στην PISA: τότε, η επόμενη γενιά θα έχει στη ζωή της συνολικά 49 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερο. Πρόκειται για έναν πολύ συντηρητικό στόχο, καθώς η Κύπρος έχει τις προϋποθέσεις να τον πετύχει χωρίς πολλές προσπάθειες μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια» (Τσιάκαλος, 2011)! Παρουσιάστηκαν και άλλα  τρία πιο απαιτητικά και προκλητικά για στοίχημα σενάρια. Η συμμετοχή στο PISA, με στόχο την «αριστεία» ως επένδυση στην οικονομία, χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο, για να  πάρουν σοβαρά την υπόθεση, όπως και την υπόθεση των Αναλυτικών Προγραμμάτων. Παρά την εθνική υπερηφάνεια της πρώτης φοράς, παρά την πολιτική νίκη έναντι των Τούρκων, η πρόβλεψη των οικονομολόγων δεν μπήκε σε δοκιμασία, γιατί οι Κύπριοι κατατάχτηκαν στην ίδια ομάδα με τους Έλληνες. Έτσι, το «δόλωμα» της οικονομικής ευημερίας σε αριθμούς δεν έπιασε. Το ίδιο έχει συμβεί και με τα McKinsey Reports. Δε βελτιώνουν τις επιδόσεις των σχολείων.

Η Ελλάδα δε συμμετέχει, ακόμη, σε προγράμματα οικονομικού εγγραμματισμού ούτε σε έρευνες για το «χρήμα». Ως αντιστάθμισμα στον οικονομισμό, χορηγείται από τον PISA ερωτηματολόγιο «ευζωίας» των εφήβων (well being). Ήδη, έχουν σημειωθεί και νέα ανοίγματα. Κεφαλαιοποιούν την εμπιστοσύνη πουν έχουν ήδη κερδίσει με τη μεγάλη διείσδυση. Σε επίπεδο συμμετοχής χωρών, έτσι κι αλλιώς η διείσδυση κι επέκταση του ΟΟΣΑ/PISΑ είναι πολύ μεγάλη: από τις 32 χώρες- μέλη του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν την πρώτη φορά του 2000, σήμερα συμμετέχουν με το ανάλογο κόστος συμμετοχής, 35 χώρες ΟΟΣΑ και 45 χώρες – μη μέλη! Οι εκτιμήσεις που γίνονται αναφέρουν ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός PISΑ ανέρχεται σε 80 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζεται το ετήσιο κόστος συμμετοχής των 80 χωρών! Έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ καλά χρηματοδοτούμενο μηχανισμό τεχνοεπιστημονικής παρέμβασης που καλύπτει περίτεχνα τις πολιτικές του επιδιώξεις (Sjoberg, ό.π.). O Σουηδός ερευνητής-παιδαγωγός, Lundgren (ό.π.) με εμπειρία στον οργανισμό, το χαρακτηρίζει ως «Πολιτικό Εργαλείο».

4.4  Ένα  PISA για όλα: από την ηλικία των 5 μέχρι τα 65

Το PISA μπαίνει ακάθεκτο στην αγορά. Έχει αναπτύξει πολύ στενή συνεργασία με τον ανερχόμενο κολοσσό, Pearson Inc., στην αγορά εκπαιδευτικής αξιολόγησης και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, με 40 χιλ. υπαλλήλους σε περισσότερες από 80 χώρες. Τα έσοδα της εταιρίας, κατά 80%, προέρχονται από την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και προϊόντων. Είναι ο ιδιοκτήτης των Financial Times, Economist, Penguin Group, κ.ά.  Αυτή η συνεργασία, προφανώς είναι αμοιβαία, αν και με διαφορετικούς στόχους. Ο ΟΟΣΑ/ PISA έχει ως κύριο πολιτικό στόχο την επέκταση του δικτύου παγκόσμιας διακυβέρνησης της εκπαίδευσης με προσανατολισμό την προώθησή της στην αγορά. Η εταιρία Pearson Inc. έχει ως στόχο  την επέκταση της επιρροής της και την επέκταση της αγοράς της. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς προέκυψε και ο πρόσφατος εμπλουτισμός των θεματικών πεδίων, με τον «οικονομικό εγγραμματισμό».

Από ό,τι διαβάζουμε στις επίσημες σελίδες του ΟΟΣΑ και Pearson Inc., πανηγυρίζεται  ανοιχτά το γεγονός ότι από το PISA 2018 κ.ε. η εταιρία Pearson Inc. αναλαμβάνει καίριο ρόλο στο όλο εγχείρημα. Όχι πως το προσωπικό της θα κάνει τη δουλειά. Θα οργανώνουν και θα συντονίζουν το έργο. Ακριβώς! Ένας υπερεθνικός διακρατικός οργανισμός που είναι υπέρ της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς έχει παραδοθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Πρόκειται για «διακρατικό οργανισμό». Ευτυχώς, που ο Andreas Schleicher, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ, που είναι και ο διευθυντής του PISA, θα είναι μέλος του Συμβουλευτικού Οργάνου της Pearson Inc.!  Είναι ο ίδιος που συντονίζει την πρωτοβουλία της Pearson Inc. The Learning Curve, ένα εργαλείο που παρουσιάζει συνδυαστικές αναλύσεις δεδομένων από γνωστά προγράμματα συγκριτικής αξιολόγησης (PISA, TIMSS, PIRLS, PIAAC, κ.ά.). Δεν υφίσταται κανένα θέμα αρχής για σύγκρουση καθηκόντων στα υψηλά κλιμάκια του ΟΟΣΑ/ PISA. Τώρα, μετά από όσα συμβαίνουν με τους αναδυόμενους «οίκους αξιολόγησης» που ψάχνουν αγορές, κατανοούμε την εισαγόμενη υστερία  αποθέωσης της αξιολόγησης και τη νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο.  Κατασκευάζουν ανάγκες, μητρώα αξιολογητών, πακέτα, κ.ά.

Προφανώς, το άνοιγμα και ο εναγκαλισμός ΟΟΣΑ/ PISA/ Pearson Inc. εξηγείται, αν αναφερθούμε στο πεδίο κάποιων σοβαρών σχεδιασμών και εξελίξεων. Με τις παρακάτω πρωτοβουλίες που έχει αναπτύξει το PISA, προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της συγκριτικής αξιολόγησης, ουσιαστικά καλύπτει ολοκληρωτικά τα πεδία της νέας  στρατηγικής για ανάπτυξη πολιτικών «μάθησης διά βίου». Δεν πρόκειται για  την παλαιά γνώριμη κι αθώα «Διά βίου Εκπαίδευση» ή την «Εκπαίδευση Ενηλίκων».

Ήδη, εφαρμόζονται, σε χώρες που επιθυμούν να συμμετέχουν, τα ακόλουθα προγράμματα PISA. Μη ξεχάσετε τα ακρωνύμια. Θα τα βρούμε μπροστά μας. Δεν θα τα μεταφράσω στα ελληνικά γιατί θέλω να αποφύγω την πρώτη απόδοσή τους στα ελληνικά:

  • Τhe International Early Learning Study (IELS). Πρόκειται για μια συγκριτική διεθνή αξιολόγηση, τύπου PISA των αποτελεσμάτων (ακριβώς!) προσχολικής μάθησης “involving the testing of five-yearς old” από τις συμμετέχουσες χώρες. Προφανώς, αξιοποιούν, με πολλή καθυστέρηση, τη μεγάλη συζήτηση που προκλήθηκε με «High/Scope Perry Preschool Project: Επένδυση στο νηπιαγωγείο». Ας μην μνημονεύεται καν στο σχετικό ψηφιακό κείμενο που αναγγέλλει το νέο πρόγραμμα. Τεστ ανθεκτικότητας στα τεστ απ’ το νηπιαγωγείο!
  • PISA-based Test for Schools. Πρόκειται για «προϊόν» – εργαλείο που προσφέρεται σε κάθε σχολείο ή περιφέρειες σχολείων, ώστε να μπορεί να οργανώνει αξιολογήσεις  για αναλύσεις και δεδομένα για τις επιδόσεις τους,  με βάση τα αποτελέσματα σε δοκιμασίες τύπου PISA.  Έχει την ίδια δομή. Προφανώς, είναι κάτι που ανοίγει το πεδίο των ανταγωνισμών και της κατάταξης των σχολείων ως προς τις επιδόσεις που έχουν, τα κουπόνια (μέχρι να καταργηθούν κι αυτά, με πλήρη κατάργηση της δημόσια δαπάνης για εκπαίδευση), την ελεύθερη επιλογή σχολείου, κ.ά.
  • ASSESSMENT OF HIGHER EDUCATION LEARNING OUTCOMES (AHELO). Για Αχελώο το έχω! Πρόκειται για ένα αντίστοιχο PISA που εφαρμόζεται για τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων μάθησης των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μόλις ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Η όλη δομή είναι ίδια. Μόνο που υπάρχουν πολλά θεματικά πεδία,  ανάλογα με τις σχολές. Προφανώς, έρχεται να καλύψει τα κενά που έχουν αφήσει οι άλλες Αρχές που επωμίζονται την αξιολόγηση στα πανεπιστήμια (βλ. ΑΔΙΠ). Κι εδώ αναμένεται ανταγωνιστική κατάταξη των πανεπιστημίων με κριτήριο αναφοράς τις επιδόσεις των φοιτητών τους, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην αγορά που όλο κι ανοίγει.
  • PISA for Adults. Για τη συγκριτική αξιολόγηση των δεξιοτήτων των ενηλίκων, μετά 15 χρόνια, μέχρι τα 65! Έχει συγκροτηθεί project PISA «ολοκληρωτικής συγκριτικής αξιολόγησης» παγκόσμιας κλίμακας. Ακριβώς!
  • PISA for Development. Σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα, προσφέρεται για υποστήριξη και συμβουλευτική σε χώρες στη βάση εργαλείων επισκόπησης, σε συνδυασμό με το βασικό πρόγραμμα PISA.

Προφανώς, υπάρχουν και άλλα. Δε χρειαζόμαστε περισσότερες ενδείξεις για αυτά που έρχονται να διαδραματιστούν στο πεδίο της «μάθησης διά βίου» και στα τεστ ανθεκτικότητας στα τεστ, τις δοκιμασίες  στην κρίση, και στα τεστ της «μάθησης»  διά βίου.

  1. Η νέα νεοφιλελεύθερη ναυαρχίδα: «ισόβια μάθηση» ή ισόβια κάθειρξη;

Στο EUROPE 2020 Strategy διαβάζουμε ότι πρώτος στόχος είναι «Να γίνει πραγματικότητα η διά βίου μάθηση και κινητικότητα». Γίνεται λόγος για στρατηγικές, αναφορικά με την ανάπτυξη εθνικών πλαισίων προσόντων συμβατών με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων, για πιο ευέλικτες μεθόδους μάθησης (εξ αποστάσεως),  κινητικότητα, τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Ποιότητας κ.τ.ό. Η Εθνική Διαχειρίστρια και Εθνική Εκπρόσωπος στο PISA – Ελλάδα, με πολύ θετικό μεταρρυθμιστικό πρόσημο υπογραμμίζει  ότι ένα από τα βασικά προσδιοριστικά στοιχεία της λογικής του σχεδιασμού και της εφαρμογής του PISA, αν και απευθύνεται σε δεκαπεντάρηδες,  είναι «η συνάφεια (του) με τη διά βίου μάθηση», διευκρινίζοντας ότι είναι αυτή που «δεν περιορίζει το PISA στην αξιολόγηση»! (Σοφιανοπούλου, ό.π.). Για να δούμε τι σημαίνει αυτή η στρατηγική της «συνάφειας».

Η πολύχρονη υποστήριξη και προώθηση των αρχών της «διά βίου εκπαίδευσης» θα μετεξελιχθεί σε  βασικό όχημα μιας «ολοκληρωτικής» ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής. Τη θεωρούμε «ναυαρχίδα», γιατί επηρεάζει όλο το δίκτυο εκπαίδευσης μιας χώρας και συμπεριλαμβάνει όλες τις βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο αλλά και στη μετέπειτα συνέχεια του βίου. Η «μάθηση δίχως τέλος» γίνεται θεμελιακή αρχή για τους εργαζόμενους. Από τη μια, θα έχουμε τη διάσταση της έκτασης σε όλη την πορεία της ζωής («διά βίου»). Από την άλλη, θα έχουμε την κατάργηση των διακρίσεων τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης και την ενσωμάτωση στο εκπαιδευτικό σύστημα και των τριών αυτών μορφών εκπαίδευσης με όρους «συμπληρωματικότητας» και «ισοτιμίας» (Tuscling, 2017).  Αυτό εκφράζουν οι διάφορες  εφαρμογές πιστοποίησης και αναγνώρισης πιστωτικών μονάδων!

Δεν είναι συμπτωματικό που στο ΥΠΠΕΘ στεγάζεται Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς, με Διεύθυνση «Διά Βίου Μάθησης». Έχει δραστηριοποιηθεί και «Εθνικό Δίκτυο Διά Βίου Μάθησης». Πολλά χρόνια τώρα, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, στις χώρες της ΕΕ, θεμελιώνονταν με σαφή αναφορά στην ένταξή της σε ένα σχεδιασμό «διά βίου»,  που να συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο, ανοίγει διάπλατα το πεδίο της εκπαίδευσης στην αγορά. Οι εργοδότες κι οι επιχειρήσεις θα ασκούν τον έλεγχο στο περιεχόμενο και στη μεθοδολογία των προγραμμάτων σπουδών. Οι «πρακτικές ασκήσεις» κι η «μαθητεία» είναι σαφείς ενδείξεις νεοφιλελεύθερης διείσδυσης.

Είναι, ήδη, γνωστές οι ρυθμίσεις για την καθιέρωση πιστωτικών μονάδων (ECTS) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, της πιστοποίησης, της μεταφοράς και αναγνώρισης μονάδων σπουδών, κ.ά. Το ζητούμενο είναι η προετοιμασία εμπορεύσιμου ευέλικτου εργατικού δυναμικού που καταφέρνει, παρά τα διαδοχικά  επεισόδια υποβάθμισης της εργασίας (απαξίωσης και αποειδίκευσης- επανειδίκευσης, ανεργίας) και επανακατάρτισης, να βρίσκεται εντός της αγοράς, με προσωπικές στρατηγικές αυτοπροσδιορισμού. Τα τυπικά εκπαιδευτικά συστήματα θεωρούνται ανεπαρκή για την εκπαίδευση των εργαζομένων, μπροστά στις δομικές αβεβαιότητες της αγοράς. Έτσι, η «διά βίου εκπαίδευση» από το πεδίο της «εκπαίδευσης ενηλίκων», με την κεκτημένη κοινωνική υπόληψη που είχε αποκτήσει, αξιοποιείται ως μια επινόηση «μάθησης διά βίου» που αποκτάει νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Σχεδιάζεται, ώστε να καλύπτει τις αλλαγές που σημειώνονται στον χρόνο εργασίας ή στον ελεύθερο χρόνο ή την ανεργία, τις ευέλικτες μορφές εργασίας ή στις διαδικασίες αμοιβαίας  διείσδυσης διάφορων μορφών μάθησης. Αυτό διευρύνει τα όρια της επιδιωκόμενης ευελιξίας και αυτορρύθμισης στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Η ευελιξία της «διά βίου μάθησης» συμπληρώνει έτσι, αντίστοιχα, την ευελιξία της εργασίας. Είναι η «διά βίου μάθηση» εκείνη που ως μια αρχή «ισόβιας», αν και κατακερματισμένης, μάθησης, παρακινεί τα υποκείμενα να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκπαίδευσης και της απασχόλησής τους (Tuscling, ό.π.).  

Στις σχεδιαζόμενες πολιτικές «διά βίου μάθησης», το υποκείμενο θα γίνεται ο «επιχειρηματίας του εαυτού του» που οφείλει να εξασφαλίζει μόνος του την κατάρτιση, την ανέλιξή του, τη συσσώρευση, τη βελτίωσή του και την αξιοποίηση του κεφαλαίου του. Έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες εξατομίκευσης όπου ο ατομικός εαυτός θα αποκτά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και θα αναλαμβάνει το κόστος και τα ρίσκα των οικονομικών συνθηκών που δημιουργούνται με τις νέες εργασιακές σχέσεις και τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας (Lazzarato, ό.π.). Σκέφτομαι τους εκπαιδευτικούς που συγκεντρώνουν τίτλους σπουδών, βεβαιώσεις, δημοσιεύσεις, βεβαιώσεις επιμόρφωσης. Είναι επιχειρηματίες του εαυτού τους. Δεν είναι ανάγκη, βέβαια, να φτιάξει κανείς τη δική του μικρή ατομική επιχείρηση για να γίνει επιχειρηματίας του εαυτού του. Είναι αρκετό να συμπεριφέρεται ως εάν να ήταν τέτοιος, να υιοθετεί τη λογική της αγοράς, τις διαθέσεις του, τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με τον κόσμο, τον εαυτό του και τους άλλους. Σε όλο αυτό το πλέγμα στρατηγικών και εξελίξεων, το project ΟΟΣΑ/PISA αποτελεί σημαντικό μοχλό, καθώς ενεργοποιεί τη συγκριτική ανταγωνιστική αξιολόγηση, την πιστοποίηση των δεξιοτήτων σε όλες τις εκδοχές εκπαίδευσης, την άσκηση στην ανθεκτικότητα μιας διά βίου ευελιξίας και αβεβαιότητας και την εμπέδωση διακυβέρνησης της εκπαίδευσης στην παγκοσμιοποιούμενη  καπιταλιστική αγορά. Και όποιος αντέξει…

  1. Πού είμαστε σήμερα: Βήματα πίσω;

Όταν το 2015, υποδεχτήκαμε το PISΑ, με την Αριστερά, πρώτη φορά στην Κυβέρνηση της χώρας, είχαμε δημοσιεύσει ένα «θυμωμένο βιβλίο» για το PISA, στο οποίο αναφερθήκαμε. Είχαμε επισπεύσει τη δημοσίευσή του για να κυκλοφορήσει, πριν από την εφαρμογή του. Το βιβλίο δεν «περπάτησε» και δε σημείωσε επιδόσεις στον «αναγνωστικό εγγραμματισμό», παρά την επικαιρότητα (10.2.2015). Είναι ένα βιβλίο της «ουράς», όπως και οι επιδόσεις των μαθητών στο PISA. Το αφιέρωμα του «Σελιδοδείκτη», ενός περιοδικού αφυπνιστικού και κινηματικού στην εκπαίδευση, έρχεται πριν από την επερχόμενη εαρινή έφοδο PISA 2018. Ίσως, αποδειχθεί ένα πολύ χρήσιμο όπλο στα χέρια μας!

Το PISA δεν είναι θέμα ατζέντας στην ελληνική εκπαίδευση. Σε άλλες χώρες είναι. Αν λάβουμε υπόψη, ωστόσο, τις τεράστιες διεργασίες που δρομολογούνται με την αδιάλειπτη και δαιμονιώδη δραστηριοποίηση του ΟΟΣΑ ,ώστε το PISA να επεκταθεί ολοκληρωτικά σε κάθε έκφανση εκπαίδευσης και κατάρτισης, αναπόφευκτα, θα δοκιμάσουμε το shock του αιφνιδιασμού. Η επέλαση του PISA δεν αναχαιτίζεται χωρίς εμπεριστατωμένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τον ολοκληρωτισμό της αρχιτεκτονικής του. Το αφιέρωμα του «Σελιδοδείκτη»  θα χρειαστεί να  «σηκώσει» το «θέμα PISA» ως τον πυρήνα των υπαρκτών αλλά και των επερχόμενων δεινών στην εκπαίδευση, με την επέλαση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.

Πριν από την προηγούμενη έφοδο του PISA, την άνοιξη του 2015, ανάμεσα σε άλλα, γράφαμε (σ. 112) :

Η ιστορική πολιτική ανατροπή που έχουμε στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς στην εξουσία, οι νεοφιλελεύθεροι «οίκοι αξιολόγησης» και τα προγράμματά τους δεν έχουν ούτε προτεραιότητα ούτε θέση στην ελληνική εκπαίδευση. Οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΠΟΣΔΕΠ, ΟΣΕΠ-ΤΕΙ) με τις κινητοποιήσεις τους ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρά τις διαφοροποιήσεις στην ένταση της αντίστασής τους, περιόρισαν τη διείσδυση των αγοραίων κριτηρίων στην εκπαίδευση αν και δεν κατάφεραν να την εμποδίσουν. Αυτό σημαίνει ότι ο αγώνας έχει πολύ δρόμο ακόμη. Η πολιτική ανατροπή που έχει συντελεστεί σηματοδοτεί την απαρχή ριζοσπαστικών προοδευτικών παρεμβάσεων και στην εκπαίδευση, κι αυτό υπαγορεύει εγρήγορση για την ανατροπή των πολιτικών έντασης του ελέγχου και της αγοραίας εκμετάλλευσης στην εκπαίδευση. Χρειάζεται πάλη για την καθιέρωση αρχών ουσιαστικής βελτίωσης των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών και των όρων μάθησης των μαθητών, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Οι γόνιμες ή οι εποικοδομητικές αντιπαραθέσεις, είναι βέβαιο, δεν αρκούν. Πολύ περισσότερο οι κίβδηλες υποσχέσεις και οι αντίλογοι των «ανυπόστατων ισχυρισμών». Αυτά είναι σύντομα ανέκδοτα του νεοφιλελευθερισμού».

Από τότε μέχρι σήμερα, σε σύντομο πολιτικό  χρόνο, έχουν συμβεί πολλά στην Ελλάδα. Φοβάμαι πως έχουν γίνει «απροσδόκητα βήματα πίσω». Οπότε, τίθεται το ερώτημα: «Και, τώρα, τι κάνουμε;». Είναι εκείνο το ερώτημα, που σε καιρό ακήρυκτου «κοινωνικού πολέμου» και έκτακτων κοινωνικών αναγκών, μας καλεί «να σκεφτόμαστε τα πάντα», με όρους «μετώπου αντίστασης» και πλήρους στράτευσης. Οι γόνιμες ή οι εποικοδομητικές αντιπαραθέσεις, είναι βέβαιο, δεν αρκούν. Πολύ περισσότερο οι κίβδηλες υποσχέσεις και οι αντίλογοι των «ανυπόστατων ισχυρισμών». Αυτά είναι σύντομα ανέκδοτα του νεοφιλελευθερισμού».

Συνάδελφος δάσκαλος μού υπενθύμισε πως το 2017 έχει την ξεχωριστή του σημασία όχι από την άποψη των επετείων όσο από την άποψη της σημασίας τους, για να ξανασκεφτεί η Αριστερά τόσο τους αγώνες της, τις νίκες και τις ήττες, όσο και τι μπορεί να γίνει σήμερα. Αναφέρθηκε στην έκδοση του Πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, τη Ρωσική Επανάσταση και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917. Αυτά τα τρία σημαντικά γεγονότα είχαν προηγηθεί, όταν το 1944, στο Μπρέττον Γουντς, έγινε η συμφωνία – «μήτρα» της ίδρυσης των ποικιλώνυμων διακρατικών οργανισμών που μας διαφεντεύουν, 73 χρόνια μετά την ίδρυσή τους, κι έχουμε μπει στα δίκτυα κατασκευής ενός «μη βιώσιμου  χρέους». Είκοσι οχτώ χρόνια, μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο νεοφιλελευθερισμός του πιο αρπακτικού καπιταλισμού «θριαμβεύει», μέσα στην κρίση του, και οι ζωές των λαών  βρίσκονται σε καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αφαίμαξης, γιατί υπάρχουν κάποιοι διακρατικοί οργανισμοί που δεν έχουν καμιά σχέση με τις ιδρυματικές καταστατικές τους αρχές, μιας άλλης εποχής, και επιδίδονται στο project αυτής της ληστρικής καπιταλιστικής επίθεσης, με τις «ελεύθερες αγορές». Ο ΟΟΣΑ/PISA, το ΔΝΤ και  η ΕΕ είναι τμήματα  του γιγαντιαίου αυτού μηχανισμού υποστήριξης του project. Οπότε…`

Ο Μαρξ το έλεγε: να ψάχνουμε τα πάντα και «να αφουγκραζόμαστε ακόμα και το χόρτο που φυτρώνει». Η ιστορία είναι γεμάτη από αφηγήματα κρίσης, καταπίεσης,  οδύνης και ήττας. Είναι, όμως, γεμάτη από κινήματα αντίστασης, απελευθερωτικές και δημοκρατικές επαναστάσεις και ανατροπές. Θα την κάνουμε; O OOSA/PISA και τα μνημόνια, με τις πολιτικές «χρέους», «δέους» και «κλέους»  μάς προκαλούν…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Carvalho, L., (2009) Production of OECD’s “Programme for International Student Assessment” (PISA), KNOWandPOLL, Orientation 3, WP11, Portuguese Team, Project n° 0288848-2 co-funded by the European Commission within the Sixth Framework.

Dale R. (1999). “Sfecifying globalisation effects on national policy: a focus on the mechanisms”. Journal of Education Policy, 14(1): 1-17.

Grek, S.  (2009). “Governing by Numbers”: The PISA Effect in Europe, Journal of Education Policy, 24, 1, 23-37.

Lazzarato, M., (2014), Η Κατασκευή του Χρεωμένου Ανθρώπου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.

Lundgren, U., P.(2011) “PISA as a Political Instrument” in Pereyra, M., et al. (2011) (eds.), PISA Under Examination Ghanging Knowledge, changing tests, and changing schools, Rotterdam, Sense Publishers, pp. 17-30.

Μαυρογιώργος, Γ. (2015), Οίκοι Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση και το «Αόρατο Χέρι» της Αγοράς, Οσελότος, Γιάννενα.

Michel Alain (2017) “The contribution of PISA to the convergence of education policies in Europe”, Eur J Educ., 52: 206–216.

Morgan, C. (2007), OECD: Programme for International Student Assessment: Unraveling a Knowledge Network, PhD Thesis, Carleton University, Ottawa, Ontario.

Pons Xavier(2017) «Fifteen years of research on PISA effects on education governance: A critical review» Eur J Educ., 52: 131–144.

Rubenson, K. (2008). “OECD education policy and world hegemony”. In R. Mahon & S. McBride (eds.), The OECD and Transnational Governance. University of Washington Press.

Sellar,S. & Lingard,B.(2014) “The OECD and the Expansion of PISA: New global modes of governance in education”, British Educational  Research Journal, 40, 1, pp. 917-936

Sioberg,S.(2017) “PISA as Challenge for Science Education: Inherent Problems and Problematic Results from a Global Assessment Regime, RBPEC, 17 (1), 327-363.

Σοφιανοπούλου, Χρ. (2011), Ανάλυση της Εκπαιδευτικής Επίδοσης: Το Διεθνές Πρόγραμμα για την αξιολόγηση των μαθητών PISA 2006, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Tσιάκαλος, Γ.  (2011), «Εκπαίδευση και Οικονομία: Οι Προοπτικές της Κύπρου», Παιδεία και Πολιτισμός, Ενηρωτικό Δελτίο του ΥΠΠΟ, τ. 51, σ. 4-5.

Tuschling, A. (2017,) «Διά βίου Μάθηση» στο Τέσσερις έννοιες του Παρόντος, TWOPLY, Αθήνα, σ.σ. 21-33.

[1] http://iep.edu.gr/pisa/files/reports/06-12-2016_anakoinwsi_proedros_iep.pdf

[2] Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης επεξεργασίας και ανάλυσης. Αυτή θα είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του περιοδικού. Στο δεύτερο μέρος θα καταπιαστούμε με την πρόσληψη και την υποδοχή του PISA στην Ελλάδα και θα μιλήσουμε πολιτικά από την μεριά αυτών που κατατάσσονται στους «ουραγούς», με τις χαμηλότερες επιδόσεις.

[3] Το γενέθλιο έτος μου είναι  φορτωμένο με πολλά δεινά.

*Ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2017.

Η εικόνα εξωφύλλου είναι από το Dreamstime.com.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το