Οι φίλοι μου

Έχω ένα τετράδιο με σκοτωμένους φίλους

κατάσαρκα κουβάλαγα απ’ τα δεκαεφτά

οι ονειροπόλοι χτύπαγαν στη Σαραγόσα μύλους

μ’ αυτοί σιγοτραγούδαγαν του κόσμου το σεβντά.

 

Πώς να φτερώσουν πάσχιζαν του κόσμου τις παρέες

της ιστορίας βάζουν μπρος πάλι τον κινητή

ταγκό χορεύουνε μαζί με λεύτερες ιδέες

και τραγουδούσανε θαρρώ των όπλων την κλαγγή.

 

Πετούν στα φρύδια των βουνών, στων αητών τη ράχη

πατέρας τους ένας ληστής, πολλά κυνηγηθείς

κι η μάνα τους αντάρτισσα σε μια χαμένη μάχη

που τους φασίστες έφτυσε ολόρθια, παρευθύς.

 

Στις ζούγκλες τ’ Αμαζόνιου, στου Γράμμου τα λημέρια

στον ποταμό τον Κίτρινο, στις όχθες του Γιαγκτσέ

ο Καύκασος τους έκρυψε με χιονισμένα χέρια

της Όστιας οι φυλακές χαιρέτισαν τον Τσε.

 

Ένα καρβέλι στα οχτώ κι ο ουρανός στα δύο

αρνήθηκαν δοσίματα και του θεού τη χάρη

με το χιονιά αμπέχωνο και προσκεφάλι κρύο

τους κράζουνε Βελεστινλή και Σπάρτακο και Άρη.

 

Κάνουν τυφώνα αμείλικτο το ταπεινό αγέρι

στη δημοσιά ανάποδα πορεία αλαργινή

και μόνοι και μετά πολλών πιασμένοι χέρι-χέρι.

Έτσι βαφτίστηκε η ζωή σε μια λαμπρή θανή.

 

Νικηφόρος Ζερβός

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το