Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σήμανε τον επανασχεδιασμό των στρατιωτικών σχεδίων σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική με μια σειρά από χώρες να δρομολογούν αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς. Οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των χωρών μελών της ΕΕ στις Βρυξέλλες, εξέτασαν μάλιστα «τη στρατηγική πυξίδα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαμόρφωση μιας νέας, συνεκτικής στρατηγικής άμυνας και ασφάλειας. Ενώ μέχρι τώρα, η προοπτική ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού παρέμενε πολύ μακρινή, σήμερα φαίνεται να μπαίνει ξανά στη συζήτηση. Είναι η πρώτη φορά που οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές φαίνεται να ασχολούνται τόσο σοβαρά με το ζήτημα της «κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας» και μια τέτοια εξέλιξη δεν αφορά μόνο την αντιμετώπιση της Μόσχα, αλλά προοπτικά και της Ουάσιγκτον.

Η Γερμανία επανεξοπλίζεται με τη δημιουργία ενός ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ και επενδύοντας στο εξής στην άμυνα πάνω από το 2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, από το 1,53% που είναι σήμερα. Ανακοινώθηκε δε, ότι το τεράστιο αυτό στρατιωτικό πρόγραμμα εξοπλισμού θα αποτελέσει μέρος ενός κοινού αμυντικού προγράμματος με τη Γαλλία, έτσι ώστε η επόμενη γενιά μαχητικών αεροσκαφών και τανκς να φτιαχτεί στην Ευρώπη από κοινού με τη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, με αυτόν τον τρόπο, προαναγγέλθηκε ότι θα προχωρήσει μια στρατηγική στρατιωτικής αυτονομίας της ΕΕ, με το γαλλογερμανικό άξονα να ηγείται της άμυνας και της ασφάλειας της ΕΕ.

Το προηγούμενο διάστημα, οι κυβερνήσεις της Σουηδίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου είχαν ήδη προγραμματίσει αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες, ενώ τις τελευταίες ημέρες επιβεβαίωσαν εκ νέου τις δεσμεύσεις τους.

Η κυβέρνηση της Σουηδίας, συγκεκριμένα, ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά περίπου 3 δισεκατομμύρια σουηδικές κορόνες (289 εκατ. ευρώ) φέτος, ανεβάζοντας έτσι τον στρατιωτικό της προϋπολογισμό στο 2% του ΑΕΠ, προκειμένου να επιταχύνει τον επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσης την αύξηση του αριθμού των νέων που θα πρέπει να κάνουν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Η Σουηδία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά έχει ενισχύσει τη συνεργασία της με αυτό, ενώ το ενδεχόμενο ένταξής της στο ΝΑΤΟ προκάλεσε πρόσφατα την αντίδραση της Ρωσίας.

Στη Φινλανδία όλα τα πολιτικά κόμματα υποστήριξαν τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας Άντι Καϊκόνεν, η Φινλανδία επιταχύνει τις προσπάθειες για τη βελτίωση της αντιαεροπορικής της άμυνας αγοράζοντας συστήματα πυραύλων εδάφους-αέρος, ενώ τα πραγματικά ποσά των δαπανών θα αποφασιστούν μέσα στην άνοιξη.

Στη Δανία, η σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Μέτε Φρέντρικσεν ανακοίνωσε ότι για πρώτη φορά οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν στο 2% του ΑΕΠ, όπως είναι ο στόχος του ΝΑΤΟ. Το κόστος των αυξημένων εξοπλισμών αναμένεται να είναι τόσο βαρύ που τα πέντε κόμματα συμφώνησαν να τροποποιήσουν τον νόμο για τον προϋπολογισμό, ώστε να επιτρέπονται μεγαλύτερα ελλείμματα!

Η Ρουμανία, μια χώρα που ήδη δαπανά σήμερα το 2,4% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες παρά το γεγονός ότι είναι πολύ φτωχή, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να υπερβεί το όριο του 2,5%.

Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση, βασιλικότερη του βασιλέως, όπως πάντα, δεν παρέλειψε να ευθυγραμμιστεί. Παρότι συμφωνία μεταξύ των χωρών – μελών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου προσδιορίζει ως επιθυμητό επίπεδο δαπανών το 2% του ΑΕΠ, οι δαπάνες εξοπλισμών στην Ελλάδα έφτασαν το 2021 το 3,82% του ΑΕΠ (δηλαδή 8 δισ. δολάρια ή 7,1 δισ. ευρώ). Και πιθανότατα να κινηθούν υψηλότερα φέτος και τα επόμενα χρόνια λόγω των παραγγελιών των γαλλικών φρεγατών και των μαχητικών αεροσκαφών Rafale. Πρόκειται για ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη μεταξύ των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ και μάλιστα πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που το 2021 -σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΝΑΤΟ- δαπάνησαν για εξοπλισμούς το 3,52% του ΑΕΠ. Η πρώτη πεντάδα συμπληρώνεται με την Κροατία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Εσθονία, με δαπάνες όμως κάτω από το 3% του ΑΕΠ τους.

Η Κίνα θα αυξήσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της κατά 7,1% φέτος. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από τον ρυθμό αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της περασμένης χρονιάς (+6,8%). Θα αποκτήσει, έτσι, με αυτές τις δαπάνες των 1,45 τρισεκ. γιούαν (230 δισεκ. δολαρίων) τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ (740 δισεκ. δολάρια το 2022).

Οι παγκόσμιοι κολοσσοί της παραγωγής εξοπλισμών φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκαν καθόλου ούτε από την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία, καθώς το 2020 οι 100 μεγαλύτερες εταιρίες έφτασαν τα 531 δισ. τζίρο. Αυτό σημαίνει μία αύξηση 1,3% σε πραγματικές συνθήκες σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, όταν μάλιστα η παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε κατά περίπου 3%. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα δεδομένα της έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) και απ’ ό.τι φαίνεται η πολεμική βιομηχανία αναμένεται να γνωρίσει περαιτέρω «άνθηση»…

Οι συνέπειες από αυτή τη νέα πορεία που διαφαίνεται στην ΕΕ και όχι μόνο, δεν θα σημάνουν μόνο μια στυγνότερη οικονομική αφαίμαξη των λαών για να χρηματοδοτηθούν οι γιγαντιαίοι εξοπλισμοί και, μάλιστα, με ταχείς ρυθμούς. Θα σημάνουν και παραπέρα ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων και των πολεμικών κινδύνων που εγκυμονούν. Και αναμφίβολα ενίσχυση των πολεμοκάπηλων χαρακτηριστικών της ΕΕ, όπως, ήδη, κυνικά το διακήρυξε ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικών και Ασφάλειας Ζ. Μπορέλ, λέγοντας, πως δεν υπάρχει πλέον το ταμπού η ΕΕ να είναι μία δύναμη του πολέμου!

Όταν οι ιμπεριαλιστές ζεσταίνουν τις πολεμικές μηχανές τους… όταν «το τέρας του πολέμου» βρυχάται… μοναδικό ανάχωμα μπορεί να αποτελέσει η ανάπτυξη ενός ισχυρού αντιπολεμικού κινήματος ικανού να σκοτώσει το «τέρας» και να ανατρέψει τα δεινά που επιφυλάσσουν για τους λαούς.

Σοφία Σ.

αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το