Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» προέκυψε από την αυτοργάνωση και τη δράση ορφανών και φτωχών παιδιών της κατοχής, ως αναγκαίος όρος για την επιβίωση τους, ενώ επέδειξε μια συγκινητική αλληλεγγύη προς την εξαθλιωμένη και πεινασμένη γειτονιά, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε μια από τις πιο αυθόρμητες μορφές αντίστασης απέναντι στους ναζί και τους δοσίλογους, στην κατοχική Θεσσαλονίκη.

Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισαν οι ομιλητές σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης, στην αίθουσα «Αλέξανδρος», με θέμα την συνεισφορά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» στην επιβίωση του λαού της Θεσσαλονίκης και στην αντίσταση απέναντι στους κατακτητές και στους συνεργάτες τους.

Η συγκρότηση, μάλιστα, του «ξυπόλυτου τάγματος» προέκυψε, ως αντίδραση – με κίνητρο την ενστικτώδη ανάγκη για επιβίωση – απέναντι σε μια βάναυση πράξη των ίδιων των κατακτητών, οι οποίοι με την είσοδο τους στην πόλη, τον Απρίλη του 1940, επέταξαν μεγάλα δημόσια κτίρια για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι, μεταξύ αυτών και το «Παπάφειο» Ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης.

Το «Παπάφειο», τότε, στέγαζε εκατόν εξήντα παιδιά, ηλικίας από έξι, μέχρι και είκοσι έξι ετών. Από αυτά τα πεινασμένα ορφανά και από άλλα παιδιά προήλθε το κύριο σώμα, αυτού του ρακένδυτου «τσούρμου», που ονομάστηκε από τον λαό «ξυπόλυτο τάγμα».

Η αντίσταση αυτή υπαγορεύτηκε αφενός από την ενστικτώδη ανάγκη για αυτοσυντήρηση και αφετέρου από την ανάγκη να σιτιστεί και η φτωχή και ανήμπορη γειτονιά, στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Μια από αυτές της γειτονιές ήταν και η Άνω Πόλη, στους χώρος της οποίας έδρασε αυτή η ομάδα παιδιών, όπως δείχνει και η ασπρόμαυρη ταινία «Ξυπόλυτο Τάγμα» γυρισμένη λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, αποσπάσματα της οποίας προβλήθηκαν στην εκδήλωση.

«Όταν ο ΕΛΑΣ μπήκε στην πόλη (30 Οκτωβρίου 1944), στην απελευθέρωση, εμφανίστηκε στο τέλος της παρέλασης, μια ομάδα ξυπόλυτων παιδιών με ένα χαρτόνι στα χέρια που έγραφε: «Ξυπόλυτο Τάγμα». Ήταν μια αναγνώριση, ότι και αυτοί υπήρξαν ένα κομμάτι αυτής της προσπάθειας και αυτής της επιτυχίας».

Η κ. Μητσιάλη τόνισε, ως συμπέρασμα, ότι και σήμερα ο φασισμός «πατάει στα ίδια στηρίγματα» που και τότε εδραζόταν, στον εθνικισμό, στον αντισημιτισμό, στον αντικομουνισμό και στον ρατσισμό.

Συγκινητική, ήταν η αφήγηση του ογδόντα εξάχρονου Θόδωρου Βαλαχά από τον Χορτιάτη, ο οποίος υπήρξε ο νεώτερος κρατούμενος των κατοχικών δυνάμεων στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά», όταν φυλακίστηκε εκεί μαζί με τη μητέρα του, σε ηλικία μόλις δώδεκα χρόνων, επειδή ο πατέρας του ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ.

Ο κ. Βαλαχάς διηγήθηκε διάφορες σκηνές που βίωσε ο ίδιος από την κράτηση του στο στρατόπεδο, με πιο συγκλονιστική την μαζική εκτέλεση, από τους κατακτητές, εκατόν ενός πατριωτών, στις 26 Ιουνίου του 1944, τους οποίους πήραν από το στρατόπεδο «Παύλου Μελά».

«Είχαν γίνει και προηγουμένως εκτελέσεις και άλλες μετά. Δύο, τρεις τη φορά… Για αντίποινα. Δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο» είπε ο κ. Βαλαχάς και συνέχισε:

«Αρχικά, νομίζαμε, ότι θα τους πήγαιναν για καταναγκαστικά έργα, το συνήθιζαν. Αλλά, εκείνο που μας ξάφνιασε ήταν ότι τους είπαν να μην πάρουν τα πράγματα τους. Όταν τους έπαιρναν για έργα, τους έλεγαν να πάρουν μαζί και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Αυτή τη φορά, αυτό ήταν μια ένδειξη, τους είπαν, να τα αφήσουν, να μην πάρουν τίποτε μαζί τους…».

Ο ίδιος διηγήθηκε ότι τέσσερις, πέντε μήνες μετά την απελευθέρωση φασίστες έκαψαν το ξύλινο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης που έστησε ο ΕΛΑΣ, στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Ο ίδιος, παιδί ακόμη, πήγαινε καθημερινά για συσσίτιο στην περιοχή του Πειραματικού Σχολείου στην οδό Αγίας Σοφίας, όπου μια μέρα είδε σε έναν τοίχο μια επιγραφή: «Φασίστες έκαψαν το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης. Θα το ξαναφτιάξουμε μαρμάρινο για να μη μπορούν να το κάψουν ξανά. ΕΠΟΝ»

«Από τότε, σκεφτόμουν, ότι κάποτε θα το φτιάξουμε αυτό το μνημείο για να κάνουμε πράξη αυτή την υπόσχεση. Πέρασαν εβδομήντα και πλέον χρόνια, δε το φτιάξαμε… το αφήνω, σαν παρακαταθήκη, σε εσάς».

Μια αναδρομή για την εμφάνιση της ακροδεξιάς στη χώρα μας, από τους «επίστρατους» των Νοεμβριανών του 1916 και την οργάνωση «3Ε, Αντικομουνιστική Σταυροφορία, κ.α.» στο μεσοπόλεμο, μέχρι σήμερα, έκανε ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς.

Ο κ. Δορδανάς υπογράμμισε ότι με τη λήξη του Β’ΠΠ και «ενώ ο ναζισμός και ο φασισμός συνετρίβη σε όλη την Ευρώπη, δεν έγινε το ίδιο και στην Ελλάδα», καθώς στο όνομα του “κομμουνιστικού κινδύνου”, πρώην συνεργάτες και δοσίλογοι, αντί να τιμωρηθούν «ξεπλύθηκαν στην κολυμπήθρα» των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου και συνέχισαν μετεμφυλιακά τη δράση τους, ως «εθνικόφρονες» και «πατριώτες».

Ο κ. Δορδανάς υπογράμμισε ότι το μετεμφυλιακό κράτος «αποδέχθηκε» και «συγχρωτίστηκε», αλλά και χρηματοδότησε» την ύπαρξη τέτοιων παρακρατικών οργανώσεων, ενθαρρύνοντας και την πρακτική των πολιτικών «αντισυγκεντρώσεων», μιας εκ των οποίων, έπεσε θύμα τον Μάιο του 1963 και ο αγωνιστής της Αριστεράς Γρηγόρης Λαμπράκης. Πρόσθεσε, ότι η συγκλονιστική αποκάλυψη για το πολιτικό σύστημα, ανάγκασε το κράτος να αρχίσει «να ξηλώνει σιγά – σιγά το πουλόβερ αυτών των παρακρατικών οργανώσεων», όμως, «τότε ήρθε η δικτατορία του 1967 και «πήγαμε πάλι χρόνια πίσω» για να οδηγηθούμε από την ΕΠΕΝ, κατά τη μεταπολίτευση, στη σημερινή Χ.Α. Σημείωσε, ότι ταυτόχρονα στην Ευρώπη αναβιώνουν και άλλες αντίστοιχου χαρακτήρα οργανώσεις, επισημαίνοντας τους κινδύνους.

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το