Στη σκιά των μαζικών θανάτων, ο Άντριου Κουόμο καλεί τους δισεκατομμυριούχους να οικοδομήσουν μια υψηλής τεχνολογίας δυστοπία

Την περασμένη Τετάρτη [ΣτΜ: 6/5/2020], στη διάρκεια της ενημέρωσης που κάνει καθημερινά για τον κορονοϊό ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Άντριου Κουόμο [1], το βαρύ κλίμα που για εβδομάδες κατέκλυζε τις οθόνες μας παραχώρησε τη θέση του σε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο, για λίγες φευγαλέες στιγμές. «Είμαστε έτοιμοι, είμαστε μέσα με τα χίλια» είπε ο κυβερνήτης, σε τόνο διαχυτικό. «Είμαστε Νεοϋορκέζοι, οπότε το προσεγγίζουμε δυναμικά, το προσεγγίζουμε φιλόδοξα […] Συνειδητοποιούμε ότι η αλλαγή όχι μόνο επίκειται, αλλά και μπορεί να είναι στα αλήθεια φιλική, εφόσον γίνει με τον σωστό τρόπο».

Πηγή έμπνευσης αυτών των απροσδόκητων δόσεων «θετικής ενέργειας» στάθηκε μια επίσκεψη, μέσω βιντεοκλήσης, του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Google Έρικ Σμιντ. Ο Σμιντ συμμετείχε στην ενημέρωση για να ανακοινώσει ότι θα διευθύνει μια ανεξάρτητη επιτροπή, για τον αναπροσδιορισμό [reimagining] της μετα-Covid πραγματικότητας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, με έμφαση στη μόνιμη ενσωμάτωση της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών. «Οι κορυφαίες προτεραιότητες της προσπάθειας που κάνουμε», δήλωσε ο Σμιντ, «επικεντρώνονται στην τηλε-υγεία, στην εξ αποστάσεως μάθηση και στην ευρυζωνικότητα […] Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις που μπορούμε να τις παρουσιάσουμε αυτή τη στιγμή, επιταχύνοντάς τες, και να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα». Για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι επιδιώξεις του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Google ήταν εντελώς καλοπροαίρετες, είχε για φόντο του ένα καδραρισμένο ζευγάρι χρυσά φτερά αγγέλου.

Μόλις μια μέρα νωρίτερα ο Κουόμο είχε ανακοινώσει μια παρεμφερή συνεργασία με το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς για την ανάπτυξη ενός «εξυπνότερου εκπαιδευτικού συστήματος». Αποκαλώντας τον Γκέιτς «οραματιστή», ο Κουόμο είπε ότι η πανδημία έχει δημιουργήσει «μια στιγμή στην ιστορία που μας δίνει πραγματικά τη δυνατότητα να δώσουμε σάρκα και οστά στις ιδέες του [Γκέιτς] και να τις προωθήσουμε […] Τόσα κτήρια, τόσες αίθουσες διδασκαλίας – ποιος ο λόγος, με όλη αυτή την τεχνολογία που έχετε;» ρώτησε, προφανώς ρητορικά.

«Οι άνθρωποι είναι βιο-κίνδυνοι»

Χρειάστηκε κάποιος χρόνος για έρθει το πράγμα και να δέσει, να όμως που αρχίζει να αναδύεται κάτι που μοιάζει με συνεκτικό Δόγμα του Πανδημικού Σοκ. Ας το πούμε «Νιου Ντιλ της Οθόνης». Πολύ πιο υψηλής τεχνολογίας από οτιδήποτε έχουμε δει να αναδύεται μέσα από προηγούμενες καταστροφές, το μέλλον –που σπεύδουν να του δώσουν σάρκα και οστά τη στιγμή που εξακολουθούν να σχηματίζουν σωρούς τα κουφάρια– αντικρίζει τις περασμένες εβδομάδες της φυσικής μας απομόνωσης όχι ως επώδυνη αναγκαιότητα για να σωθούν ζωές, αλλά ως ζωντανό εργαστήριο για την παγίωση ενός –εξαιρετικά κερδοφόρου– ανεπαφικού [no-touch] μέλλοντος.

Η Ανούτζα Σoνάλκερ, διευθύνουσα σύμβουλος της Steer Tech, εταιρείας που εδρεύει στο Μέριλαντ και πουλάει τεχνολογία συστημάτων αυτόματης στάθμευσης, συνόψισε πρόσφατα το καινούριο σλόγκαν της –λόγω ιού τώρα– εξατομικευμένης προσαρμογής υπηρεσιών στις ανάγκες του χρήστη: «Υπήρξε ένα ξεχωριστό σπάσιμο του πάγου, όσον αφορά την αποδοχή της χωρίς ανθρώπους, ανέπαφης [contactless] τεχνολογίας», είπε. «Οι άνθρωποι είναι βιο-κίνδυνοι, οι μηχανές όχι».

Πρόκειται για ένα μέλλον όπου τα σπίτια μας ποτέ πια δεν θα ξαναείναι αποκλειστικά και μόνο προσωπικοί χώροι, αλλά, μέσω ψηφιακής σύνδεσης υψηλής ταχύτητας, θα είναι και σχολειά μας, γραφεία των γιατρών μας, γυμναστήριά μας και, αν το κράτος το αποφασίσει, φυλακές μας. Βέβαια, για πολλούς από εμάς, τα ίδια αυτά σπίτια είχαν ήδη μετατραπεί σε μόνιμους χώρους εργασίας και βασικούς χώρους ψυχαγωγίας μας πριν από την πανδημία ακόμα, και η εφαρμογή ποινών κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση «στην κοινότητα» βρισκόταν ήδη σε άνθιση. Όλες αυτές οι τάσεις, όμως, ετοιμάζονται να υποστούν, στο υπό εσπευσμένη κατασκευή μέλλον, μιαν ιλιγγιώδη επιτάχυνση.

Πρόκειται για ένα μέλλον όπου, για τους προνομιούχους, σχεδόν τα πάντα παραδίνονται στο σπίτι: είτε ψηφιακά, μέσω τεχνολογίας ροής [streaming] και υπολογιστικού νέφους [cloud], είτε φυσικά, μέσω κάποιου οχήματος χωρίς οδηγό ή κάποιου τηλεσκάφους [drone] και στη συνέχεια με «κοινή χρήση οθόνης» [screen shared] σε μια πλατφόρμα διαμεσολάβησης. Πρόκειται για ένα μέλλον που διαθέτει πολύ λιγότερους εκπαιδευτικούς, γιατρούς και οδηγούς. Δεν δέχεται μετρητά ή πιστωτικές κάρτες (με πρόσχημα την ανάγκη να τεθεί ο ιός υπό έλεγχο), έχει κάποια εντελώς υποτυπώδη μέσα μαζικής μεταφοράς και πολύ λιγότερο ζωντανή τέχνη.

Πρόκειται για ένα μέλλον που ισχυρίζεται ότι θα λειτουργεί με «καύσιμό» του την «τεχνητή νοημοσύνη», μα που στην πραγματικότητα θα μπορεί να υφίσταται ως τέτοιο χάρις σε δεκάδες εκατομμύρια ανώνυμους εργαζόμενους, καταχωνιασμένους σε αποθήκες, σε κέντρα δεδομένων, σε φάμπρικες διαχείρισης περιεχομένου [content moderation], σε εργασιακά κάτεργα ηλεκτρονικής, σε ορυχεία λιθίου, σε εκμεταλλεύσεις βιομηχανικής γεωργίας, σε μονάδες επεξεργασίας κρέατος και σε φυλακές – απροστάτευτους απέναντι στις ασθένειες και την υπερεκμετάλλευση. Πρόκειται για ένα μέλλον όπου η κάθε κίνησή μας, η κάθε λέξη μας, η κάθε σχέση μας είναι ανιχνεύσιμη, εντοπίσιμη και τα δεδομένα της «εξορύξιμα» [data-mineable], δηλαδή προς άντληση και αξιοποίηση από πρωτόγνωρης κλίμακας συνεργασίες κυβερνήσεων και τεχνολογικών κολοσσών.

Ο περασμένος Φεβρουάριος έχει πια γίνει αρχαίο παρελθόν…

Ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο (επάνω) και ο πρώην CEO της Google Έρικ Σμιντ (κάτω) σχεδιάζουν μια δυστοπική μετα-Covid πραγματικότητα.

Αν όλα αυτά ακούγονται οικεία, είναι επειδή στην προ-Covid εποχή αυτό ακριβώς το μέλλον, το βασισμένο σε εφαρμογές και γιγαμπάιτ, μάς το πλάσαραν στο όνομα της ευκολίας, του απαρεμπόδιστου και της εξατομικευμένης προσαρμογής στις ανάγκες μας. Πολλοί από εμάς, όμως, εκφράζαμε ανησυχίες. Ανησυχίες για τα ζητήματα ασφάλειας, ποιότητας και μεροληπτικότητας στην τηλε-υγεία και στις διαδικτυακές αίθουσες διδασκαλίας. Για τον κίνδυνο που υπάρχει αυτοκίνητα χωρίς οδηγό να χτυπούν πεζούς, και τηλεσκάφη να τσακίζουν δέματα (και ανθρώπους). Για τις υπηρεσίες παρακολούθησης τοποθεσίας [location tracking] και για το εμπόριο χωρίς μετρητά, που εξαλείφουν το προσωπικό μας απόρρητο και παγιώνουν φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις. Για τις αχαλίνωτες και αδίστακτες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που δηλητηριάζουν την οικολογία της πληροφορίας μας [information ecology] και την ψυχική υγεία των παιδιών μας. Για τις «έξυπνες πόλεις», τις κατακλυσμένες από αισθητήρες, που υποκαθιστούν την τοπική αυτοδιοίκηση. Για τις σχετικά καλές δουλειές, που οι τεχνολογίες αυτές αφάνισαν. Για τις άθλιες δουλειές, που παρήγαγαν μαζικά.

Και, πάνω απ’ όλα, εκφράζαμε ανησυχίες για την απειλή στη δημοκρατία που συνιστά η συσσώρευση πλούτου και δύναμης στα χέρια μιας χούφτας εταιρειών τεχνολογίας, που είναι μετρ της αποποίησης – αποφεύγοντας να αναλάβουν την παραμικρή ευθύνη για τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους στους τομείς όπου τώρα κυριαρχούν, είτε πρόκειται για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είτε για το λιανεμπόριο ή για τις μεταφορές.

Αυτά αποτελούν, πια, αρχαίο παρελθόν, που το όνομά του είναι Φεβρουάριος. Σήμερα, πολλές από τις βάσιμες αυτές ανησυχίες τις σαρώνει ένα παλιρροϊκό κύμα πανικού και η ξαναζεσταμένη αυτή δυστοπία υπόκειται σε επανασχεδίαση ταυτότητας προϊόντος [2], με όρους προχειροδουλειάς. Τώρα, στο βαριά οδυνηρό φόντο των μαζικών θανάτων, η δυστοπία μάς πλασάρεται τυλιγμένη στην αμφίβολη υπόσχεση ότι οι τεχνολογίες αυτές είναι ο μόνος δυνατός τρόπος να θωρακίσουμε τη ζωή μας από την πανδημία, ότι είναι τα αναγκαία στοιχεία-κλειδιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας και τους αγαπημένους μας ασφαλείς. Χάρις στον Κουόμο και στις ποικίλες συμπράξεις του με δισεκατομμυριούχους (συμπεριλαμβανομένης αυτής με τον Μάικλ Μπλούμπεργκ [3], που αφορά τη διεξαγωγή τεστ και την ανίχνευση κρουσμάτων), η πολιτεία της Νέας Υόρκης αναλαμβάνει ρόλο εκθαμβωτικού εκθεσιακού χώρου, με έκθεμα το δυσοίωνο αυτό μέλλον – αλλά με τις βλέψεις να εκτείνονται πολύ πιο πέρα ​​από τα σύνορα οποιασδήποτε πολιτείας ή χώρας.

Και ακριβώς στο κέντρο όλων αυτών βρίσκεται ο Έρικ Σμιντ. Πολύ πριν συνειδητοποιήσουν οι Αμερικανοί την απειλή του Covid-19, ο Σμιντ εξαπέλυε μια επιθετική εκστρατεία άσκησης πολιτικής πίεσης και δημοσίων σχέσεων, προωθώντας κατά γράμμα το όραμα για μια κοινωνία τύπου «Μαύρου Καθρέφτη» [4], την οποία ο Κουόμο τον εξουσιοδότησε, μόλις, να οικοδομήσει. Στην καρδιά του οράματος αυτού βρίσκεται η χωρίς προσκόμματα ενοποίηση κυβέρνησης και μιας χούφτας κολοσσών της Σίλικον  Βάλεϊ – με τα δημόσια σχολεία, τα νοσοκομεία, τα ιατρεία, την αστυνομία και τον στρατό να προχωρούν σύσσωμα σε (υψηλού κόστους) εξωτερικές αναθέσεις πολλών από τις βασικές τους λειτουργίες σε ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας. Πρόκειται για ένα όραμα που ο Σμιντ εδώ και καιρό ξεδιπλώνει, βήμα-βήμα, από τους ρόλους του ως πρόεδρος του Συμβουλίου Αμυντικής Καινοτομίας, το οποίο συμβουλεύει το Υπουργείο Άμυνας σε ζητήματα σχετικά με την αυξημένη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στον στρατό, και ως πρόεδρος της πανίσχυρης Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη (NSCAI), η οποία συμβουλεύει το Κογκρέσο σε ζητήματα σχετικά με «τις προόδους στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, τις σχετικές εξελίξεις στον τομέα της μηχανικής μάθησης [5] και στις συναφείς τεχνολογίες» με στόχο την αντιμετώπιση των «αναγκών εθνικής και οικονομικής ασφάλειας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών κινδύνων». Και οι δύο επιτροπές είναι γεμάτες από πανίσχυρους διευθύνοντες συμβούλους της Σίλικον  Βάλεϊ και από κορυφαία στελέχη εταιρειών όπως η Oracle, η Amazon, η Microsoft, η Facebook – και, φυσικά, από τους συνεργάτες του Σμιντ στην Google.

Τώρα, στο βαριά οδυνηρό φόντο των μαζικών θανάτων, η δυστοπία μάς πλασάρεται τυλιγμένη στην αμφίβολη υπόσχεση ότι οι τεχνολογίες αυτές είναι ο μόνος δυνατός τρόπος να θωρακίσουμε τη ζωή μας από την πανδημία

Η κερδοφόρα τεχνητή νοημοσύνη και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας

Ως πρόεδρος των επιτροπών αυτών, ο Σμιντ (που εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του μετοχές της Alphabet, μητρικής εταιρείας της Google, αξίας μεγαλύτερης των 5,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και μεγάλες επενδύσεις σε άλλες εταιρείες τεχνολογίας) ουσιαστικά διευθύνει, με έδρα την Ουάσινγκτον, μια δοκιμαστική φάση αναδιάρθρωσης [6]  για λογαριασμό της Σίλικον  Βάλεϊ. Κύρια έγνοια των δύο επιτροπών είναι να ζητούν εκθετικές αυξήσεις των κυβερνητικών δαπανών για την έρευνα σε τεχνητή νοημοσύνη και σε υποδομές ενεργοποίησης τεχνολογιών, όπως το 5G – επενδύσεις που θα ωφελούσαν άμεσα τις εταιρείες στα κεφάλαια των οποίων έχουν εκτεταμένα δικαιώματα ο Σμιντ και άλλα μέλη αυτών των επιτροπών.

Πρώτα σε παρουσιάσεις κεκλεισμένων των θυρών, με κοινό νομοθέτες, έπειτα δημόσια, μέσα από άρθρα γνώμης και συνεντεύξεις, κεντρική ιδέα του επιχειρήματος του Σμιντ ήταν ότι, από τη στιγμή που η κινεζική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να δαπανά απεριόριστα δημόσιο χρήμα για την κατασκευή των υποδομών που χρειάζονται για την παρακολούθηση με χρήση υψηλής τεχνολογίας, επιτρέποντας παράλληλα σε κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Alibaba, η Baidu και η Huawei να βάζουν στην τσέπη τα κέρδη από τις πωλήσεις των εμπορικών εφαρμογών, η δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης.

Το Κέντρο Πληροφοριών Προστασίας του Ηλεκτρονικού Απορρήτου απέκτησε πρόσφατα πρόσβαση –κατόπιν αιτήματος που κατέθεσε βάσει του Νόμου Περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης (FOIA)– σε μια παρουσίαση που έκανε η Επιτροπή NSCAI του Σμιντ ένα χρόνο πριν, τον Μάιο του 2019. Στις διαφάνειες της παρουσίασης διατυπώνονται μια σειρά κινδυνολογικοί ισχυρισμοί αναφορικά με το πώς το σχετικά χαλαρό κανονιστικό πλαίσιο της Κίνας και η ακόρεστη δίψα της για παρακολουθήσεις τη βάζουν σε τροχιά να ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε μια σειρά τομείς, όπως η «τεχνητή νοημοσύνη για ιατρική διάγνωση», τα αυτόνομα οχήματα, οι ψηφιακές υποδομές, οι «έξυπνες πόλεις», ο διαμοιρασμός αυτοκινήτων [7] και το εμπόριο χωρίς μετρητά.

Οι λόγοι τους οποίους βλέπουν να ευθύνονται για το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας είναι αναρίθμητοι. Ποικίλλουν, από τον τεράστιο όγκο καταναλωτών που κάνουν αγορές μέσω διαδικτύου μέχρι την «έλλειψη απαρχαιωμένων τραπεζικών συστημάτων στην Κίνα», που της επέτρεψε να υπερπηδήσει μετρητά και πιστωτικές κάρτες και να απελευθερώσει «μια τεράστια αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου και ψηφιακών υπηρεσιών», με χρήση «ψηφιακών πληρωμών»· και μέχρι μια σοβαρότατη έλλειψη γιατρών, που οδήγησε την κυβέρνηση να συνεργαστεί στενά με εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Tencent, για να χρησιμοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη στην «προγνωστική» ιατρική. Στις διαφάνειες επισημαίνεται ότι στην Κίνα οι εταιρείες τεχνολογίας «έχουν την εξουσιοδότηση να ξεπερνούν γρήγορα τα όποια ρυθμιστικά εμπόδια, ενώ οι αμερικανικές πρωτοβουλίες πέφτουν στο τέλμα της συμμόρφωσης με τον Νόμο Περί Της Δυνατότητας Μεταφοράς της Ασφάλισης και Περί Λογοδοσίας (HIPAA) και των εγκρίσεων από τον Οργανισμό Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA)».

Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, ωστόσο, η NSCAI επισημαίνει την προθυμία της Κίνας να αγκαλιάσει τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στο πεδίο της μαζικής παρακολούθησης και της συλλογής δεδομένων, ως λόγο για το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Η παρουσίαση εγκωμιάζει την «απερίφραστη κυβερνητική στήριξη και συμμετοχή, λ.χ. στην εφαρμογή συστημάτων αναγνώρισης προσώπου» στην Κίνα.  Υποστηρίζει ότι «η παρακολούθηση είναι από τους “πρώτους και καλύτερους πελάτες” της τεχνητής νοημοσύνης» και, ακόμη, ότι «η μαζική παρακολούθηση είναι μια αχτύπητη εφαρμογή, σε όρους βαθιάς μάθησης [8]».

Ο λόγος που είναι αυτό αξιοσημείωτο, είναι ότι η μητρική εταιρεία της Google, η Alphabet, προωθεί εδώ και καιρό αυτό ακριβώς το όραμα μέσω μιας θυγατρικής της, της Sidewalk Labs, επιλέγοντας μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της προκυμαίας του Τορόντο για να το κάνει πρωτότυπο «έξυπνης πόλης». Ωστόσο, στο πρότζεκτ του Τορόντο μπήκε λουκέτο μετά από δυο χρόνια ακατάπαυστης διαμάχης γύρω από το ζήτημα του τεράστιου όγκου προσωπικών δεδομένων, που θα συνέλεγε η Alphabet, την έλλειψη προστασίας της ιδιωτικής ζωής και τα αμφισβητήσιμα οφέλη για την πόλη στο σύνολό της.

Πέντε μήνες μετά την παρουσίαση αυτή, τον Νοέμβριο, η NSCAI απέστειλε μια ενδιάμεση έκθεση στο Κογκρέσο κρούοντας ακόμα δυνατότερα τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την ανάγκη να φτάσουν οι ΗΠΑ το επίπεδο της Κίνας ως προς την υιοθέτηση αυτών των αμφιλεγόμενων τεχνολογιών. «Βρισκόμαστε σε στρατηγικό ανταγωνισμό», αναφέρει η έκθεση, που αποκτήθηκε βάσει του Νόμου FOIA από το Κέντρο Πληροφοριών Προστασίας του Ηλεκτρονικού Απορρήτου. «Η τεχνητή νοημοσύνη θα βρεθεί στο επίκεντρο. Διακυβεύεται το μέλλον της εθνικής μας ασφάλειας και οικονομίας».

Εκπαιδευτικοί του Δημοτικού Σχολείου Γούντλιν της κομητείας Μοντγκόμερι διανέμουν υπολογιστές σε γονείς μαθητών τους (Win McNamee, Getty Images).

«Κίτρινος κίνδυνος»: Ένας πολλαπλά εξυπηρετικός εκφοβισμός

Γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου ο Σμιντ μετέφερε το μέτωπο της εκστρατείας του στο ευρύ κοινό, ίσως καταλαβαίνοντας ότι η αύξηση του προϋπολογισμού, που ζητούσε η Επιτροπή του, δεν θα μπορούσε να εγκριθεί χωρίς πολύ μεγαλύτερους βαθμούς αποδοχής και συμφωνίας. Σε ένα άρθρο γνώμης στην εφημερίδα New York Times, με τίτλο «Διοικούσα κάποτε την Google. Η Σίλικον Βάλεϊ θα μπορούσε να ηττηθεί από την Κίνα», ο Σμιντ ζήτησε «συμπράξεις μεταξύ κυβέρνησης και βιομηχανίας, που δεν θα έχουν προηγούμενο» και, για άλλη μια φορά, έκρουσε τον κώδωνα του κίτρινου κινδύνου:

«Η τεχνητή νοημοσύνη θα ανοίξει νέα μέτωπα παντού, από τη βιοτεχνολογία ως τον τραπεζικό τομέα, ενώ αποτελεί και προτεραιότητα του Υπουργείου Άμυνας […] Εάν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, τότε οι συνολικές επενδύσεις της Κίνας στην έρευνα και στην ανάπτυξη αναμένεται να ξεπεράσουν αυτές των ΗΠΑ μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή στο ίδιο χρονικό διάστημα, πάνω κάτω, που η οικονομία της προβλέπεται να γίνει μεγαλύτερη από τη δική μας. Εάν δεν επέλθουν αλλαγές σε αυτές τις τάσεις, στη δεκαετία του 2030 θα ανταγωνιζόμαστε μια χώρα που θα έχει μεγαλύτερη οικονομία, περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, καλύτερη έρευνα, ευρύτερη εφαρμογή νέων τεχνολογιών και ισχυρότερες υπολογιστικές υποδομές [computing infrastructure] […] Στην ουσία, οι Κινέζοι έχουν μπει σε ένα παιχνίδι ανταγωνισμού, για να γίνουν οι κορυφαίοι καινοτόμοι στον κόσμο, και οι ΗΠΑ δεν παίζουν με στόχο τη νίκη».

Η μόνη λύση που έβλεπε ο Σμιντ ήταν να ξεχειλίσει χρήμα από τα δημόσια ταμεία. Επαινώντας τον Λευκό Οίκο που ζήτησε διπλασιασμό χρηματοδότησης της έρευνας στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής πληροφορικής, έγραψε: «Για άλλη μια φορά, θα έπρεπε να σχεδιάζουμε τον διπλασιασμό της χρηματοδότησης σε αυτούς τους τομείς, παράλληλα με τη διαμόρφωση των θεσμικών δυνατοτήτων για εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα […] Ταυτόχρονα, το Κογκρέσο πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα του προέδρου, να φτάσει η χρηματοδότηση σε έρευνα και ανάπτυξη το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εβδομηκονταετίας, το δε Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να αξιοποιήσει αυτή τη μεγάλη αύξηση πόρων για να δημιουργήσει πρωτοποριακές δυνατότητες στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της κβαντικής, της υπερηχητικής και άλλων τεχνολογικών τομέων προτεραιότητας».

Το άρθρο αυτό εμφανίστηκε ακριβώς δύο εβδομάδες πριν την ανακήρυξη της επιδημίας του κορωνοϊού σε πανδημία – και καμία αναφορά δεν γινόταν στο ότι, ανάμεσα στους στόχους αυτής της τεράστιας επέκτασης σε όρους υψηλής τεχνολογίας, ήταν και η προστασία της υγείας των Αμερικανών. Η μόνη αναφορά που υπήρχε, ήταν πως η επέκταση είναι απαραίτητη, προκειμένου να αποφευχθεί μια ανταγωνιστική υπεροχή της Κίνας. Βέβαια, αυτό σύντομα θα άλλαζε.

Πείτε και ένα ευχαριστώ…

Στο δίμηνο που ακολούθησε, ο Σμιντ αδιάκοπα υποβάλλει αυτές τις από πολλού υφιστάμενες αξιώσεις –για μαζικές δημόσιες δαπάνες σε έρευνα και υποδομές υψηλής τεχνολογίας, για σωρεία «συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα» στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης και για τη χαλάρωση αναρίθμητων πλαισίων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ασφάλειας– σε μια επιθετική άσκηση επανασχεδίασης ταυτότητας προϊόντος. Τώρα πια όλα αυτά τα μέτρα (και ακόμα περισσότερα) πλασάρονται στο ευρύ κοινό ως μοναδική ελπίδα προστασίας μας από έναν πρωτόγνωρο ιό, που με αυτόν θα χρειαστεί να ζούμε για τα επόμενα χρόνια.

Και οι εταιρείες τεχνολογίας, με τις οποίες ο Σμιντ έχει στενούς δεσμούς και που στελέχη τους κατακλύζουν τις συμβουλευτικές επιτροπές των οποίων προεδρεύει, πλασάρονται επανατοποθετούμενες: τώρα ως καλοπροαίρετοι προστάτες της δημόσιας υγείας και γενναιόδωροι προασπιστές των «καθημερινών ηρώων», των ζωτικής σημασίας εργαζομένων [9] – πολλοί από τους οποίους, όπως οι οδηγοί παράδοσης προϊόντων, θα έχαναν τις δουλειές τους αν επιτρεπόταν στις εταιρείες αυτές να κάνουν όσα επιδιώκουν. Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της καραντίνας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ο Σμιντ έγραψε ένα άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Wall Street Journal, που «έριχνε» την καινούρια γραμμή και καθιστούσε σαφές ότι η Σίλικον Βάλεϊ είχε κάθε πρόθεση να εκμεταλλευτεί την κρίση στο έπακρο για έναν μόνιμο μετασχηματισμό.

«Όπως και άλλοι Αμερικανοί, οι τεχνολόγοι προσπαθούν να συμβάλουν, από το ρόλο τους, στη στήριξη της πρώτης γραμμής του αγώνα ενάντια στην πανδημία. […] Όμως, κάθε Αμερικανός θα πρέπει να θέσει το ερώτημα: πού θέλουμε να βρίσκεται το έθνος, όταν πια η πανδημία του Covid-19 τελειώσει; Πώς θα μπορούσε οι αναδυόμενες τεχνολογίες, που τίθενται  σε εφαρμογή στην τρέχουσα κρίση, να μας σπρώξουν σε ένα καλύτερο μέλλον; […] Εταιρείες όπως η Amazon ξέρουν πώς να προμηθεύουν και να διανέμουν αποτελεσματικά. Θα χρειαστεί να παρέχουν υπηρεσίες και συμβουλές σε κυβερνητικούς αξιωματούχους που δεν διαθέτουν υπολογιστικά συστήματα και τεχνογνωσία. Θα χρειαζόταν, επίσης, να επιταχύνουμε την τάση για εξ αποστάσεως μάθηση, που τη δοκιμάζουμε σήμερα στην πράξη, όσο ποτέ άλλοτε. Στο διαδίκτυο, δεν υπάρχει απαίτηση εγγύτητας, πράγμα που επιτρέπει στους μαθητές να διδάσκονται από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, ανεξαρτήτως της σχολικής περιοχής που διαμένουν. […] Η ανάγκη για γρήγορο, μεγάλης κλίμακας πειραματισμό θα επιταχύνει και την βιοτεχνολογική επανάσταση. […] Εν τέλει, η χώρα έχει καθυστερήσει πολύ στο κομμάτι μιας πραγματικής ψηφιακής υποδομής. […] Εάν θέλουμε να οικοδομήσουμε την οικονομία και το εκπαιδευτικό σύστημα του μέλλοντος, βασισμένα σε κάθε λογής τηλε-υπηρεσίες, χρειαζόμαστε έναν πληθυσμό πλήρως συνδεδεμένο και μια υποδομή εξαιρετικά υψηλής ταχύτητας. Η κυβέρνηση πρέπει να πραγματοποιήσει μια τεράστια επένδυση –ίσως ως μέρος μιας δέσμης οικονομικών κινήτρων– για τη μετατροπή της ψηφιακής υποδομής του έθνους σε πλατφόρμες βασισμένες σε ψηφιακά νέφη [cloud-based platforms] και τη σύνδεσή τους με ένα δίκτυο 5G».

Ακούραστη, πράγματι, η ενεργητικότητα που επέδειξε ο Σμιντ στην προσπάθεια να γίνει το όραμα αυτό πραγματικότητα. Δύο εβδομάδες αφότου εμφανίστηκε αυτό το άρθρο γνώμης, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google περιέγραψε το πρόγραμμα adhoc εκπαίδευσης από το σπίτι –που εκπαιδευτικοί και οικογένειες σε ολόκληρη τη χώρα αναγκάστηκαν να συνδιαμορφώσουν όπως-όπως εν μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για την προστασία της δημόσιας υγείας– ως «ένα μαζικό πείραμα στην εξ αποστάσεως μάθηση». Στόχος του πειράματος, είπε, ήταν «να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε πώς μαθαίνουν τα παιδιά εξ αποστάσεως. Και με τα δεδομένα αυτά, θα είμαστε, λογικά, σε θέση να δημιουργήσουμε καλύτερα εργαλεία εξ αποστάσεως μάθησης, τα οποία, συνδυαζόμενα με τον εκπαιδευτικό […] θα βοηθήσουν τα παιδιά να μαθαίνουν καλύτερα». Αυτά τα είπε στη διάρκεια μιας βιντεοκλήσης που οικοδεσπότης της ήταν το Economic Club της Νέας Υόρκης. Από την ίδια βιντεοκλήση, ο Σμιντ έκανε έκκληση για περισσότερη τηλε-υγεία, περισσότερο 5G, περισσότερο ψηφιακό εμπόριο και όλα τα υπόλοιπα, που περιλαμβάνει η από πολλού υφιστάμενη λίστα επιθυμιών. Όλα στο όνομα της καταπολέμησης του ιού.

Το πιο εύγλωττο σχόλιό του, πάντως, ήταν το ακόλουθο: «Το πλεονέκτημα αυτών των μεγάλων εταιρειών, που αρεσκόμαστε να τις κακολογούμε, από την άποψη της ικανότητας επικοινωνίας, της ικανότητας αντιμετώπισης ζητημάτων υγείας, της ικανότητας λήψης πληροφοριών, είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Σκεφτείτε πώς θα ήταν η ζωή σας στην Αμερική χωρίς την Amazon». Πρόσθεσε ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε «να είναι λιγάκι ευγνώμονες που αυτές οι εταιρείες βρήκαν το κεφάλαιο, πραγματοποίησαν την επένδυση, δημιούργησαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε τώρα και μας βοήθησαν πραγματικά».

Εργάτες που φορούν προστατευτικό εξοπλισμό θάβουν μαζικά τα θύματα του Covid-19 σε μια τάφρο στο Χαρτ Άιλαντ της Νέας Υόρκης (John Minchillo, AP Photo).

Μοναδικό εμπόδιο η δημοκρατία

Υπενθυμίζεται ότι, μέχρι πολύ πρόσφατα, μεγάλωνε η δημόσια αντίθεση απέναντι σε αυτές τις εταιρείες. Οι προεδρικοί υποψήφιοι συζητούσαν ανοιχτά το σπάσιμο των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας. Η Amazon αναγκάστηκε να αποσύρει τα σχέδιά της για μεταφορά των κεντρικών γραφείων της στη Νέα Υόρκη λόγω των σφοδρών αντιδράσεων της τοπικής κοινωνίας. Το πρότζεκτ της Sidewalk Labs της Google το διαπερνούσε μια κρίση χωρίς τέλος, και οι εργαζόμενοι της ίδιας της Google αρνούνταν να κατασκευάσουν τεχνολογία παρακολούθησης με στρατιωτικές εφαρμογές.

Εν ολίγοις, η δημοκρατία –η άβολη συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό κρίσιμης σημασίας ζητημάτων, που άπτονται θεσμών και δημόσιων χώρων– αποδείχθηκε το μεγαλύτερο και μοναδικό εμπόδιο στο διάβα του οράματος που προωθούσε ο Σμιντ, πρώτα από το πόστο του στην κορυφή της Google και της Alphabet και στη συνέχεια ως πρόεδρος των δύο πανίσχυρων επιτροπών που συμβουλεύουν το Κογκρέσο και το Υπουργείο Άμυνας. Όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα της NSCAI, η άβολη αυτή άσκηση πίεσης από τμήματα της κοινωνίας και από εργαζόμενους στο εσωτερικό των μεγα-εταιρειών της τεχνολογίας, σύμφωνα πάντα με την αντίληψη ανθρώπων όπως ο Σμιντ και ο διευθύνων σύμβουλος της Amazon Τζεφ Μπέζος, επιβράδυνε σε ανυπολόγιστο βαθμό την κούρσα για όπλα τεχνητής νοημοσύνης, κρατώντας μακριά από τους δρόμους στόλους ολόκληρους από αυτόνομα –και δυνητικά θανατηφόρα– αυτοκίνητα και φορτηγά, προστατεύοντας προσωπικούς φακέλους υγείας από το να γίνουν όπλο στα χέρια εργοδοτών και ενάντια σε εργαζομένους, αποτρέποντας την καθολική κάλυψη αστεακών χώρων από λογισμικό αναγνώρισης προσώπου και άλλα πολλά.

Για ανθρώπους όπως ο Σμιντ και ο Μπέζος, η δημοκρατία –η άβολη για αυτούς συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό κρίσιμης σημασίας θεσμών και δημόσιων χώρων– επιβράδυνε σε βαθμό εξοργιστικό την κούρσα για όπλα τεχνητής νοημοσύνης

Τώρα, εν μέσω του μακελειού από τη συνεχιζόμενη πανδημία και του φόβου και της αβεβαιότητας για το μέλλον που αυτή έχει επιφέρει, οι εταιρείες αυτές βλέπουν ξεκάθαρα ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να σαρώσουν όλες αυτές τις δεσμεύσεις απέναντι στη δημοκρατία. Ώστε να αποκτήσουν τους ίδιους βαθμούς δύναμης με τους Κινέζους ανταγωνιστές τους, που έχουν την πολυτέλεια να λειτουργούν χωρίς να τους φράζουν τον δρόμο διάφορες σφήνες, εργατικών ή πολιτικών δικαιωμάτων.

Όλα αυτά εξελίσσονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας έχει συνάψει σύμβαση με την Amazon για να αποθηκεύει τα δεδομένα της αμφιλεγόμενης εφαρμογής της για εντοπισμό κρουσμάτων κορωνοϊού. Η κυβέρνηση του Καναδά έχει συνάψει σύμβαση με την Amazon για την παράδοση ιατρικού εξοπλισμού, προξενώντας ερωτηματικά αναφορικά με τους λόγους παράκαμψης του δημόσιου ταχυδρομείου. Και μέσα σε λίγες μόνο μέρες, στις αρχές Μαΐου, η Alphabet ξεκίνησε μια νέα πρωτοβουλία τής Sidewalk Labs για την αναδιαμόρφωση αστεακών υποδομών, με αρχικό κεφάλαιο 400 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Τζος Μαρκούζε, εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Αμυντικής Καινοτομίας, του οποίου προεδρεύει ο Σμιντ, ανακοίνωσε ότι άφηνε τη θέση αυτή για να εργαστεί με σχέση πλήρους απασχόλησης στην Google, ως επικεφαλής στρατηγικής και καινοτομίας στο πεδίο του ολοκληρωμένου δημόσιου τομέα [global public sector]. Πράγμα που σημαίνει ότι θα βοηθάει την Google να εκμεταλλεύεται προς όφελός της κάποιες από τις πολλές ευκαιρίες που αυτός και ο Σμιντ τόσο ενεργητικά πάσχιζαν να ανοιχτούν, μέσα από την άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης.

Επενδύσεις σε τεχνολογία ή επενδύσεις σε ανθρώπους;

Για να είμαστε εντελώς σαφείς, ο ρόλος της τεχνολογίας είναι αναμφίβολα σημαντικός στο κομμάτι της προστασίας της δημόσιας υγείας, που θα χρειαστεί στους μήνες και στα χρόνια που έρχονται. Το ερώτημα είναι: Θα υπάγεται η τεχνολογία αυτή στη σφαίρα της δημοκρατίας και της δημόσιας εποπτείας; Ή θα λανσαριστεί με όρους φρενίτιδας σε ένα «καθεστώς κατ’ εξαίρεση», χωρίς να τεθούν κρίσιμα ερωτήματα πάνω σε ζητήματα που θα διαμορφώσουν τη ζωή μας για τις επόμενες δεκαετίες; Ερωτήματα όπως, για παράδειγμα: Εφόσον πράγματι αντιλαμβανόμαστε πόσο κρίσιμη είναι η ψηφιακή συνδεσιμότητα σε περιόδους κρίσης, θα πρέπει, αλήθεια, τα δίκτυα αυτά και τα δεδομένα μας να είναι στα χέρια ιδιωτικών παικτών όπως η Google, η Amazon και η Apple; Εφόσον τα δημόσια ταμεία χρηματοδοτούν τόσο μεγάλο μέρος αυτής της ψηφιακής συνδεσιμότητας, μήπως θα πρέπει και να τελούν υπό κατοχή και έλεγχο του δημοσίου; Εφόσον το διαδίκτυο είναι απαραίτητο για τόσο πολλά στη ζωή μας –που σαφώς είναι– μήπως θα πρέπει αυτό να αντιμετωπίζεται ως μη κερδοσκοπική, δημόσια υπηρεσία κοινής ωφέλειας;

Και, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης στάθηκε σανίδα σωτηρίας στην περίοδο της καραντίνας, χρειάζεται να γίνουν σοβαρές συζητήσεις σχετικά με το κατά πόσον οι τρόποι προστασίας μας με τη μεγαλύτερη σταθερότητα και αντοχή στον χρόνο είναι σαφώς πιο ανθρώπινοι. Ας πάρουμε την εκπαίδευση, για παράδειγμα. Ο Σμιντ έχει δίκιο όταν λέει ότι οι παραφορτωμένες με μαθητές σχολικές αίθουσες συνιστούν κίνδυνο για την υγεία, τουλάχιστον μέχρι να βρούμε εμβόλιο. Μήπως, λοιπόν, να προσλαμβάναμε άλλους τόσους εκπαιδευτικούς, να διπλασιάζαμε τον αριθμό τους, κατεβάζοντας το μέγεθος της τάξης στο μισό; Μήπως να εξασφαλίζαμε ότι κάθε σχολείο έχει νοσοκόμο; Αυτά θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, που τόσο πολύ χρειάζονται σε μια κρίση ανεργίας επιπέδων βαθιάς οικονομικής ύφεσης, και θα πρόσφεραν περισσότερο χώρο για όλους μέσα στο μαθησιακό περιβάλλον. Εφόσον τα κτήρια παραείναι γεμάτα, μήπως να χωριζόταν η μέρα ανά βάρδιες και να πλήθαινε η εκπαίδευση σε εξωτερικούς χώρους, στη βάση συμπερασμάτων τόσων και τόσων ερευνών, που δείχνουν ότι, όταν τα παιδιά περνούν  χρόνο στη φύση, βελτιώνεται η ικανότητά τους για μάθηση;

Η εισαγωγή τέτοιου είδους αλλαγών θα ήταν δύσκολη, αναμφίβολα. Όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο επικίνδυνη όσο η εγκατάλειψη της πιο δοκιμασμένης από όλες τις τεχνολογίες: της διδασκαλίας ανθρώπων από μεγαλύτερούς τους, εκπαιδευμένους ανθρώπους, πρόσωπο με πρόσωπο, ανά ομάδες όπου μαθαίνουν να σχετίζονται μεταξύ τους, πρώτα απ’ όλα.

Με το που έγινε γνωστή η νέα συνεργασία της πολιτείας της Νέας Υόρκης με το Ίδρυμα Γκέιτς, η αντίδραση του Άντι Παλότα, προέδρου του Σωματείου Εκπαιδευτικών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, υπήρξε άμεση: «Αν θέλουμε να αναπροσδιορίσουμε την εκπαίδευση, ας ξεκινήσουμε θέτοντας επί τάπητος την ανάγκη για κοινωνικούς λειτουργούς, συμβούλους ψυχικής υγείας, σχολικούς νοσοκόμους, εμπλουτισμό των καλλιτεχνικών μαθημάτων, βελτιωμένες παραδόσεις μαθημάτων και μικρότερες σχολικές τάξεις στις σχολικές περιοχές ολόκληρης της πολιτείας» είπε. Ένας συνασπισμός ομάδων γονέων, πάλι, επεσήμανε ότι, αν όντως ζούσαν ένα «πείραμα στην εξ αποστάσεως μάθηση» (όπως το έθεσε ο Σμιντ), τότε τα αποτελέσματά του ήταν βαθιά ανησυχητικά: «Δεδομένου ότι τα σχολεία έχουν κλείσει από τα μέσα Μαρτίου, η αντίληψή μας πως είναι τεράστιες οι ανεπάρκειες της παράδοσης μαθημάτων από οθόνες έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο». ​​

Εκτός από τις προφανείς ταξικές και έμφυλες πλευρές της μεροληπτικότητας σε βάρος παιδιών που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και σε οικιακούς υπολογιστές (προβλήματα που οι εταιρείες τεχνολογίας είναι πρόθυμες να λύσουν, επί πληρωμή, δηλαδή με μαζικές πωλήσεις δικών τους προϊόντων τεχνολογίας), προκύπτουν μεγάλα ερωτήματα σχετικά με το αν η εξ αποστάσεως διδασκαλία μπορεί να εξυπηρετήσει πολλά παιδιά με αναπηρίες, όπως διά νόμου απαιτείται. Και, επιπλέον, δεν υπάρχει τεχνολογική λύση στο πρόβλημα της μάθησης μέσα σε ένα οικιακό περιβάλλον με πάρα πολλά μέλη και/ή κακοποιητικό. Το ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να αλλάξουν τα σχολεία ενώπιον ενός εξαιρετικά μεταδοτικού ιού, για τον οποίο ούτε θεραπεία, ούτε εμβολιασμό διαθέτουμε. Όπως κάθε ίδρυμα που συγκεντρώνει ανθρώπους ομαδικά, τα σχολεία θα αλλάξουν. Το πρόβλημα, όπως πάντα σε τέτοιες στιγμές συλλογικού σοκ, είναι η απουσία δημόσιου διαλόγου σχετικά με το είδος και την κατεύθυνση των αλλαγών αυτών, όπως και σχετικά με το ποιοι πρέπει να είναι οι ωφελούμενοι. Οι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας ή οι μαθητές;

Τα ίδια ερωτήματα πρέπει να τεθούν και για την υγεία. Η αποφυγή ιατρείων και νοσοκομείων είναι κάτι που έχει νόημα, όσο διαρκεί μια πανδημία. Όμως, είναι πολλά που δεν μπορεί να εντοπιστούν με την τηλε-υγεία, πολλά που της διαφεύγουν. Επομένως, χρειαζόμαστε μια συζήτηση τεκμηριωμένη, βασισμένη σε στοιχεία, γύρω από τα υπέρ και τα κατά της δαπάνης των περιορισμένων δημόσιων πόρων στην τηλε-υγεία – συγκριτικά με τις δαπάνες για περισσότερους νοσηλευτές, που θα είναι εξοπλισμένοι με όλον τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό και σε θέση να πραγματοποιούν επισκέψεις για τη διάγνωση και τη φροντίδα ασθενών στα σπίτια τους. Και, ίσως, το πιο επείγον: πρέπει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις εφαρμογές εντοπισμού κρουσμάτων του ιού (που, με τα κατάλληλα πρωτόκολλα προστασίας του απορρήτου, έχουν να παίξουν κάποιον ρόλο), και στα αιτήματα για ένα Κοινοτικό Σώμα Υγείας [Community Health Crops] που θα έδινε δουλειές σε εκατομμύρια Αμερικανούς – όχι μόνο στο κομμάτι του εντοπισμού κρουσμάτων, αλλά και στο κομμάτι της διασφάλισης ότι θα έχουν όλοι τους υλικούς πόρους και την υποστήριξη που χρειάζονται για να μπαίνουν με ασφάλεια σε καραντίνα.

Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά επιλογών υπαρκτών και δύσκολων, που καταλήγουν στο εξής: Θα επιλέξουμε επενδύσεις σε ανθρώπους ή επενδύσεις σε τεχνολογία; Γιατί η σκληρή αλήθεια είναι ότι, όπως έχουν τα πράγματα, είναι πολύ απίθανο να κάνουμε και τα δύο. Η άρνηση να μεταφερθούν κάποιοι πόροι –και δεν μιλάμε καν για τους αναγκαίους πόρους– σε πολιτείες και σε πόλεις, μέσα από διαδοχικά ομοσπονδιακά προγράμματα οικονομικής διάσωσης, σημαίνει ότι η προκαλούμενη από τον κορωνοϊό κρίση στην υγεία χτυπάει τώρα κατάμουτρα σε μια κατασκευασμένη κρίση λιτότητας. Δημόσια σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και μεταφορές βρίσκονται αντιμέτωπα με υπαρξιακά διλήμματα όσον αφορά το μέλλον τους. Αν οι εταιρείες τεχνολογίας βγουν νικήτριες από τη θηριώδη εκστρατεία τους υπέρ της εξ αποστάσεως  μάθησης, της τηλε-υγείας, του 5G και των οχημάτων χωρίς οδηγό (το Νιου Ντιλ της Οθόνης που προωθούν), τότε, απλά και καθαρά, δεν θα περισσεύουν καθόλου χρήματα για να καλυφθούν φλέγουσες δημόσιες προτεραιότητες – πόσο μάλλον για το Πράσινο Νιου Ντιλ, που το χρειάζεται ο πλανήτης μας επειγόντως. Αντιθέτως: Το αντίτιμο για τα αστραφτερά γκάτζετ θα είναι μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών και λουκέτα σε νοσοκομεία.

Η τεχνολογία μάς δίνει μεν δραστικά εργαλεία, αλλά δεν είναι όλες οι λύσεις τεχνολογικές. Και το πρόβλημα με την ανάθεση της λήψης βασικών αποφάσεων –όσον αφορά τον τρόπο «αναπροσδιορισμού» των πολιτειών και των πόλεών μας– σε τρίτους, σε ανθρώπους όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Έρικ Σμιντ, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν περάσει τη ζωή τους όλη υποστηρίζοντας δημόσια την πεποίθηση πως δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην μπορεί η τεχνολογία να διορθώσει. Για αυτούς, και για άλλους πολλούς στη Σίλικον Βάλεϊ, η πανδημία είναι μια χρυσή ευκαιρία να γίνουν αποδέκτες όχι μόνο της ευγνωμοσύνης, αλλά και του σεβασμού και της δύναμης που αισθάνονται ότι αδίκως τούς έχουν στερήσει. Και ο Άντριου Κουόμο, βάζοντας τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Google υπεύθυνο του οργάνου που θα διαμορφώσει τους όρους εξόδου της πολιτείας από την καραντίνα, φαίνεται να του παραχώρησε, μόλις, κάτι που φέρνει πολύ σε δρόμο ανοιχτό με τα σκυλιά δεμένα.

Η Ναόμι Κλάιν είναι Καναδή δημοσιογράφος και ακτιβίστρια, συγγραφέας των βιβλίων «Το Δόγμα του Σοκ» και «Αυτό Αλλάζει τα Πάντα – Καπιταλισμός Εναντίον Κλίματος». Το παρόν άρθρο (που, όπως γράφει η ίδια η Κλάιν, «είναι το πρώτο μιας σειράς άρθρων πάνω στο δόγμα σοκ και τον καταστροφικό καπιταλισμό στην εποχή του Covid–19») δημοσιεύθηκε στις 8 Μαΐου 2020 στο ηλεκτρονικό ενημερωτικό δίκτυο The Intercept (theintercept.com). Εδώ παρουσιάζεται με τίτλο και μεσότιτλους της Σύνταξης.

Μετάφραση: Νίκος Λάιος

Σημειώσεις του μεταφραστή:

[1] Άντριου Κουόμο: Στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος και (σύμφωνα με συγκρατημένα εγκωμιαστικό άρθρο της εφημερίδας New York Times) «το πρόσωπο του Δημοκρατικού Κόμματος τούτη την ώρα» απέναντι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση Τραμπ.
[2] Επανασχεδίαση ταυτότητας προϊόντος [rebranding]: Όρος του μάρκετινγκ που αναφέρεται στο επαναλανσάρισμα της ταυτότητας ενός υπαρκτού προϊόντος, με στόχο να γίνει πιο ελκυστικό.
[3] Μάικλ Μπλούμπεργκ: Δισεκατομμυριούχος και υποψήφιος στην πρόσφατη εσωκομματική αναμέτρηση του Δημοκρατικού Κόμματος για την ανάδειξη του επικεφαλής του στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Αν και αυτοχρηματοδότησε την καμπάνια του με το ιλιγγιώδες ποσό των 937 εκατομμυρίων δολαρίων, δεν κατάφερε να κερδίσει το χρίσμα. Το 2002 είχε εκλεγεί δήμαρχος της Νέας Υόρκης με την υποστήριξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
[4] «Μαύρος Καθρέφτης»: Η τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας Black Mirror, σε κάθε αυτοτελές επεισόδιο της οποίας ξεδιπλώνεται ένα διαφορετικό ζοφερό σενάριο, υπό την ενιαία θεματολογία των αρνητικών συνεπειών που (μπορεί να) έχουν οι νέες τεχνολογίες στον άνθρωπο και στην κοινωνία.
[5] Μηχανική μάθηση [machine learning]: Μέθοδος επινόησης μοντέλων και αλγορίθμων που μαθαίνουν από τα δεδομένα, τις τάσεις τους και τις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε να προβλέπουν αποτελέσματα. Χρησιμοποιείται στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης για την κατασκευή μηχανών που θα μαθαίνουν από τα δεδομένα.
[6] Δοκιμαστική φάση αναδιάρθρωσης [shakedown]: Μια περίοδος δοκιμών και αξιολόγησης, ακολουθούμενη από προσαρμογές προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα ή άλλες πλευρές της λειτουργίας ενός καινούριου προϊόντος, πριν την τελική χρήση του.
[7] Διαμοιρασμός αυτοκινήτων [car-sharing]: Περιστασιακή χρήση αυτοκινήτων από διαφορετικούς ανθρώπους μέσω ενοικίασης για μικρές χρονικές περιόδους –συχνά για μία ώρα– και για σχετικά μικρές διαδρομές. Ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου μπορεί να είναι μια εταιρεία ή ένα φυσικό πρόσωπο. Διάφορες εταιρείες, που ασχολούνται με την ανάπτυξη τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης, προωθούν την εναλλακτική αυτή ως σημαντικό κομμάτι των αστικών μετακινήσεων, τις οποίες οραματίζονται ολοένα και πιο «εξατομικευμένες σύμφωνα με τις ανάγκες του χρήστη».
[8] Βαθιά (εκ)μάθηση [deep learning]: Μοντέλα και αλγόριθμοι που επιτρέπουν σε μηχανές να μαθαίνουν από την ανάλυση σύνθετων δεδομένων για να προβούν σε λήψη αποφάσεων. Η βαθιά (εκ)μάθηση γίνεται εφικτή μέσω ενός τεχνητού νευρικού δικτύου, που μιμείται αυτό του ανθρώπινου εγκεφάλου. Πιο γνωστές εφαρμογές της είναι η μηχανική όραση και η αναγνώριση ομιλίας.
[9] Ζωτικής σημασίας εργαζόμενοι [essential workers]. Οι άνθρωποι που η εργασία τους, εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης (όπως η τρέχουσα πανδημία), θεωρείται ζωτικής σημασίας, για να καλύπτονται βασικές κοινωνικές ανάγκες (παραγωγοί πρωτογενούς τομέα, υγειονομικοί, υπάλληλοι σουπερμάρκετ, διανομείς, σώματα ασφαλείας κ.ο.κ.).

πηγή: edromos.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το