……Γιατί ο καιρός κυλά, κι αν δεν κυλούσε θα την είχαν άσχημα αυτοί που δεν κάθονται σε χρυσά τραπέζια. Οι μέθοδοι φθείρονται, τα ερεθίσματα αποτυχαίνουν. Καινούργια προβλήματα εμφανίζονται και απαιτούν καινούργια μέσα. Η πραγματικότητα αλλάζει. Για να την παρουσιάσουμε πρέπει ν’ αλλάξουμε τον τρόπο της παρουσίασης. Τίποτα δε γίνεται από το τίποτα, το καινούργιο βγαίνει από το παλιό, αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι καινούργιο.

Οι καταπιεστές δε δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις εποχές. Δεν μπορούν πάντα να συλλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν τόσες πολλές μέθοδοι να ξεφύγει κανείς από την ανάκριση. Τους δρόμους των εκστρατειών τους τους ονομάζουν αυτοκινητόδρομους. Τα τανκς τους βάφονται για να μοιάζουν με τους θάμνους του Μάκντουφ. Οι πράκτορές τους επιδεικνύουν τους ρόζους στα χέρια τους σαν να ήταν εργάτες. Όχι, χρειάζεται εφευρετικότητα για να μετατρέψει κανείς τον κυνηγό σε θήραμα. Ο,τι ήταν χθες λαϊκό, σήμερα δεν είναι πια, γιατί ο λαός δεν είναι σήμερα όπως ήταν χθες.

Ο καθένας που δεν είναι δέσμιος τυπικών προκαταλήψεων ξέρει ότι μπορεί κανείς με πολλούς τρόπους ν’ αποσιωπήσει την αλήθεια και με πολλούς τρόπους πρέπει να την πει. Ότι μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση για τις απάνθρωπες συνθήκες με διάφορους τρόπους, με την απευθείας εξιστόρηση με παθιασμένο και αντικειμενικό τρόπο, με τη διήγηση μύθων και παραβολών, με ανέκδοτα, με την υπερβολή και τη μετριοπάθεια. Στο θέατρο η πραγματικότητα μπορεί ν’ αποδοθεί και πραγματικά και φανταστικά. Μπορεί οι ηθοποιοί να μη βάφονται καθόλου (ή πολύ λίγο) και να παρουσιάζονται «εντελώς φυσικοί», και παρ’ όλα αυτά μπορεί όλα να είναι μια πλάνη, και μπορούν πάλι να φοράνε αλλόκοτες μάσκες και να παρουσιάζουν την αλήθεια. Δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε γι’ αυτό: Τα μέσα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το σκοπό. Ο λαός καταλαβαίνει ότι πρέπει να τα εξετάζει ανάλογα με το σκοπό. Τα μεγάλα θεατρικά πειράματα του Πισκάτορ (και τα δικά μου), με τα οποία καταστρέφονταν αδιάκοπα οι συμβατικές μορφές, βρήκαν το μεγάλο τους στήριγμα στα πιο προοδευτικά στελέχη της εργατικής τάξης. Οι εργάτες τα έκριναν όλα σύμφωνα με το ποσοστό της αλήθειας, χαιρέτιζαν κάθε νεωτερισμό που προωθούσε την παρουσίαση της αλήθειας, της πραγματικής κοινωνικής ταραχής, αρνούνταν όλα εκείνα που φαίνονταν να είναι χωρίς σοβαρότητα, που έμοιαζαν με μηχανισμό που λειτουργεί αυτόβουλα, δηλαδή που δεν εκπλήρωσε ακόμη το σκοπό του ή που δεν τον εκπληρώνει πια. Τα επιχειρήματα των εργατών ποτέ δεν ήταν λογοτεχνικά ή θεατροαισθητικά. Δεν μπορούμε να αναμίξουμε το θέατρο με τον κινηματογράφο, αυτό δεν ακούστηκε ποτέ εδώ. Αν το φιλμ δεν χρησιμοποιηθεί σωστά, το πολύ πολύ θα σήμαινε ότι: Το φιλμ στο σημείο αυτό είναι περιττό, αποσπά την προσοχή. Χοροί εργατών αναφωνούσαν πολύπλοκους ρυθμικούς στίχους («Αν υπήρχε ρίμα, θα ‘πεφτε σαν το νερό και τίποτα δεν θα ‘μενε ορθό») και τραγουδούσαν δύσκολες (ασυνήθιστες) συνθέσεις του Άισλερ («Έχουν δύναμη μέσα τους»). Εμείς όμως έπρεπε να μεταβάλουμε ορισμένους στίχους που το νόημά τους δεν ήταν σαφές ή ήταν λάθος. Αν στα εμβατήρια, που είχαν ομοιοκαταληξία για να μπορεί κανείς να τα μαθαίνει γρηγορότερα και είχαν απλό ρυθμό για να «περνάνε» καλύτερα, υπήρχαν ορισμένες λεπτομέρειες (ανωμαλίες, περιπλοκές), τότε λέγανε: «Υπάρχει ένα μικρό γύρισμα, είναι διασκεδαστικό». Θέματα που είχαν λήξει, ασήμαντα, συνηθισμένα, θέματα που δεν προβλημάτιζαν πια κανέναν, δεν τ’ αγαπούσαν καθόλου («Δεν βγαίνει τίποτα»). Αν χρειαζόταν κανείς κάποια αισθητική, μπορούσε να τη βρει εδώ. Δεν ξεχνώ ποτέ πώς με κοίταζε ένας εργάτης, όταν, στην πρότασή του να προσθέσω κάτι σ’ ένα χορικό για τη Σοβιετική Ένωση («Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να μπει κι αυτό, διαφορετικά τι νόημα έχει;»), του απάντησα ότι αυτό θα τίναζε στον αέρα την καλλιτεχνική μορφή: έγειρε το κεφάλι του στο πλάι χαμογελώντας. Ολόκληρη η αισθητική κατέρρευσε μ’ αυτό το ευγενικό χαμόγελο. Οι εργάτες δεν φοβούνταν να μας διδάξουν και δεν φοβούνταν και οι ίδιοι να μάθουν.

 

Μιλώ από πείρα όταν λέω: Ποτέ δεν πρέπει να φοβάται κανείς να εμφανιστεί μπροστά στο προλεταριάτο μιλώντας για τολμηρά, ασυνήθιστα πράγματα, όταν αυτά έχουν να κάνουν με την αλήθεια του. Θα υπάρχουν πάντοτε μορφωμένοι άνθρωποι, γνώστες της τέχνης που θα ανακατεύονται λέγοντας: «Αυτό δεν το καταλαβαίνει ο λαός». Όμως ο λαός παραμερίζει ανυπόμονα αυτούς τους ανθρώπους και συνεννοείται απευθείας με τους καλλιτέχνες. Υπάρχει ένα εξαιρετικό υλικό, φτιαγμένο για κλίκες, για να σχηματίζονται κλίκες, η διακοσιοστή παραλλαγή του παλιού καπέλου, το πάστωμα του παλιού κομματιού κρέατος που ήδη έχει αρχίσει να σαπίζει: Το προλεταριάτο το απορρίπτει («Έχουν σκοτούρες αυτοί») κουνώντας με δυσπιστία, ουσιαστικά με επιείκεια το κεφάλι. Αυτό που δε θέλει δεν είναι το αλάτι, αλλά το σάπιο κρέας. Όχι η διακοσιοστή παραλλαγή, αλλά το παλιό καπέλο. Όταν οι ίδιοι έγραφαν στίχους και θέατρο ήταν συναρπαστικά πρωτότυποι. Η λεγόμενη τέχνη «Αγκιτπρόπ», για την οποία δεν έσμιξαν τα καλύτερα φρύδια, στάθηκε πηγή σύγχρονων καλλιτεχνικών μέσων και τρόπων έκφρασης. Σ’ αυτήν παρουσιάστηκαν εξαιρετικά στοιχεία γνήσια λαϊκών εποχών της τέχνης, που είχαν ξεχαστεί εδώ και πολύ καιρό, στοιχεία κομμένα τολμηρά στα μέτρα των νέων κοινωνικών στόχων. Τολμηρές περικοπές και περιλήψεις, όμορφες απλοποιήσεις. υπήρχε συχνά καταπληκτική κομψότητα και σύντομη και περιεκτική κατασκευή κι ακόμη ένα ατρόμητο βλέμμα για το σύμπλεγμα. Μερικά πράγματα είναι ίσως πρωτόγονα, όμως ο πρωτογονισμός τους δεν είχε ποτέ τη μορφή εκείνη του πρωτογονισμού από την οποία υπέφεραν οι φαινομενικά τόσο διαφοροποιημένες απεικονίσεις της ψυχής της αστικής τέχνης. Δεν κάνουμε καλά ν’ απορρίπτουμε, λόγω μερικών ατυχών συνθέσεων, το στιλ μιας παρουσίασης που προσπαθεί (και συχνά με επιτυχία) να επεξεργαστεί το ουσιώδες και να καταστήσει δυνατή την αφαίρεση. Το οξύ μάτι των εργατών διαπέρασε την επιφάνεια των νατουραλιστικών απεικονίσεων της πραγματικότητας. Όταν στο «Ο αμαξάς Χένσελ» οι εργάτες έλεγαν για τον ψυχικό διαμελισμό πως: «Δεν θέλουμε να τα ξέρουμε όλα με τόση ακρίβεια», πίσω από τα λόγια τους αυτά κρυβόταν η επιθυμία να τους παρουσιαστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι πραγματικές κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις που δρούσαν κάτω από την επιφάνεια του δίχως άλλο ορατού. Και για ν’ αναφέρουμε δικές μας εμπειρίες: δεν σκανδαλίστηκαν από τις φανταστικές περιβολές, από το φαινομενικά μη πραγματικό περίγυρο της «Όπερας της πεντάρας». Δεν ήταν στενόμυαλοι, μισούσαν τη στενότητα (τα σπίτια τους ήταν στενά). Αυτοί ήταν γενναιόδωροι, οι επιχειρηματίες ήταν οι φιλάργυροι. Θεώρησαν περιττά μερικά πράγματα για τα οποία οι καλλιτέχνες ισχυρίζονταν πως ήταν απαραίτητα γι’ αυτούς, αλλά εδώ στάθηκαν γενναιόδωροι. Δεν τάχθηκαν ενάντια στην αφθονία, τάχθηκαν ενάντια στο περιττό. Στο βόδι που αλώνιζε δεν έδεναν το στόμα, κοίταζαν μόνο να αλωνίζει. Δεν πίστευαν μόνο σε «μία» μέθοδο. Ήξεραν πως είχαν ανάγκη από πολλές μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους……

Μιλώ από πείρα όταν λέω: Ποτέ δεν πρέπει να φοβάται κανείς να εμφανιστεί μπροστά στο προλεταριάτο μιλώντας για τολμηρά, ασυνήθιστα πράγματα, όταν αυτά έχουν να κάνουν με την αλήθεια του. Θα υπάρχουν πάντοτε μορφωμένοι άνθρωποι, γνώστες της τέχνης που θα ανακατεύονται λέγοντας: «Αυτό δεν το καταλαβαίνει ο λαός». Όμως ο λαός παραμερίζει ανυπόμονα αυτούς τους ανθρώπους και συνεννοείται απευθείας με τους καλλιτέχνες. Υπάρχει ένα εξαιρετικό υλικό, φτιαγμένο για κλίκες, για να σχηματίζονται κλίκες, η διακοσιοστή παραλλαγή του παλιού καπέλου, το πάστωμα του παλιού κομματιού κρέατος που ήδη έχει αρχίσει να σαπίζει: Το προλεταριάτο το απορρίπτει («Έχουν σκοτούρες αυτοί») κουνώντας με δυσπιστία, ουσιαστικά με επιείκεια το κεφάλι. Αυτό που δε θέλει δεν είναι το αλάτι, αλλά το σάπιο κρέας. Όχι η διακοσιοστή παραλλαγή, αλλά το παλιό καπέλο. Όταν οι ίδιοι έγραφαν στίχους και θέατρο ήταν συναρπαστικά πρωτότυποι. Η λεγόμενη τέχνη «Αγκιτπρόπ», για την οποία δεν έσμιξαν τα καλύτερα φρύδια, στάθηκε πηγή σύγχρονων καλλιτεχνικών μέσων και τρόπων έκφρασης. Σ’ αυτήν παρουσιάστηκαν εξαιρετικά στοιχεία γνήσια λαϊκών εποχών της τέχνης, που είχαν ξεχαστεί εδώ και πολύ καιρό, στοιχεία κομμένα τολμηρά στα μέτρα των νέων κοινωνικών στόχων. Τολμηρές περικοπές και περιλήψεις, όμορφες απλοποιήσεις. υπήρχε συχνά καταπληκτική κομψότητα και σύντομη και περιεκτική κατασκευή κι ακόμη ένα ατρόμητο βλέμμα για το σύμπλεγμα. Μερικά πράγματα είναι ίσως πρωτόγονα, όμως ο πρωτογονισμός τους δεν είχε ποτέ τη μορφή εκείνη του πρωτογονισμού από την οποία υπέφεραν οι φαινομενικά τόσο διαφοροποιημένες απεικονίσεις της ψυχής της αστικής τέχνης. Δεν κάνουμε καλά ν’ απορρίπτουμε, λόγω μερικών ατυχών συνθέσεων, το στιλ μιας παρουσίασης που προσπαθεί (και συχνά με επιτυχία) να επεξεργαστεί το ουσιώδες και να καταστήσει δυνατή την αφαίρεση. Το οξύ μάτι των εργατών διαπέρασε την επιφάνεια των νατουραλιστικών απεικονίσεων της πραγματικότητας. Όταν στο «Ο αμαξάς Χένσελ» οι εργάτες έλεγαν για τον ψυχικό διαμελισμό πως: «Δεν θέλουμε να τα ξέρουμε όλα με τόση ακρίβεια», πίσω από τα λόγια τους αυτά κρυβόταν η επιθυμία να τους παρουσιαστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι πραγματικές κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις που δρούσαν κάτω από την επιφάνεια του δίχως άλλο ορατού. Και για ν’ αναφέρουμε δικές μας εμπειρίες: δεν σκανδαλίστηκαν από τις φανταστικές περιβολές, από το φαινομενικά μη πραγματικό περίγυρο της «Όπερας της πεντάρας». Δεν ήταν στενόμυαλοι, μισούσαν τη στενότητα (τα σπίτια τους ήταν στενά). Αυτοί ήταν γενναιόδωροι, οι επιχειρηματίες ήταν οι φιλάργυροι. Θεώρησαν περιττά μερικά πράγματα για τα οποία οι καλλιτέχνες ισχυρίζονταν πως ήταν απαραίτητα γι’ αυτούς, αλλά εδώ στάθηκαν γενναιόδωροι. Δεν τάχθηκαν ενάντια στην αφθονία, τάχθηκαν ενάντια στο περιττό. Στο βόδι που αλώνιζε δεν έδεναν το στόμα, κοίταζαν μόνο να αλωνίζει. Δεν πίστευαν μόνο σε «μία» μέθοδο. Ήξεραν πως είχαν ανάγκη από πολλές μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους……

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το