Με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, ξεκινά η παράθεση σχετικών άρθρων, αρχής γενομένης από το άρθρο του Μιλτιάδη Πορφυρογένη με ένα ιστορικό της εθνοπροδοτικής στάσης της κυρίαρχης τάξης στη χώρα μας.

***

Μιλτιάδη Πορφυρογένη: Η εθνοπροδοσία της κυρίαρχης τάξης απ’ τα 1821

Εδώ και 80 χρόνια ο Καρλ Μαρξ, μιλώντας για τη συμμαχία των γάλλων κεφαλαιοκρατών και γαιοκτημόνων με τους πρώσους για να πνίξουν την Κομμούνα του Παρισιού, έγραφε: «Η ταξική κυριαρχία δε μπορεί πια να κρύβεται κάτω από την εθνική στολή, οι εθνικές κυβερνήσεις γίνονται μια και μόνη ενάντια στο προλεταριάτο». Η ιστορία δείχνει πως οι κυρίαρχες τάξεις, κάθε φορά που κινδύνευε η εξουσία τους από την τάξη που ιστορικά ήταν προορισμένη να τους διαδεχτεί, πετούσαν κάθε πρόσχημα «πατριωτισμού» και συμμαχούσαν με τους ξένους για να χτυπήσουν τους συμπατριώτες τους. Αυτός είναι ο «πατριωτισμός» κάθε εκμεταλλεύτριας τάξης. Στη Γαλλική επανάσταση του 1789, οι γάλλοι ευγενείς, για να ξαναπάρουν την εξουσία απ’ την αστική τάξη που μαζί με το λαό τούς ανέτρεψε, συνενώθηκαν με όλους τους εχθρούς της Γαλλίας, πολέμησαν λυσσασμένα μαζί τους ενάντια στη χώρα τους και τους παράδωσαν ή τους υποσχέθηκαν ολόκληρες επαρχίες της Γαλλίας. Το Σεπτέμβρη 1792, όταν οι Πρώσοι βρίσκονταν έξω απ’ το Παρίσι, οι γάλλοι φεουδάρχες ήταν μαζί τους. Εκείνος που  έσωσε το Παρίσι και τη Γαλλία ήταν ο ίδιος ο λαός που ξεσηκώθηκε στο σύνθημα: «Στα όπλα, πολίτες, στα όπλα! Ο εχθρός είναι στις πόρτες μας». Η διάσημη γαλλίδα συγγραφέας κυρία Σταέλ έγραφε: «Οι ευγενείς της Γαλλίας θεωρούν τον εαυτό τους πιο πολύ συμπατριώτες με τους ευγενείς όλων των χωρών παρά συμπολίτες των Γάλλων». Οι ρώσοι αστοτσιφλικάδες, ύστερα από την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, συμμάχησαν με όλους τους εχθρούς της Ρωσίας και των λαών της, τους παράδωσαν ολόκληρες περιφέρειες, τους υποσχέθηκαν με συμβάσεις τα πάντα, ερήμωσαν τη σοβιετική γη, δηλαδή την πατρίδα τους, για να μπορέσουν να ανατρέψουν τη σοβιετική εξουσία. Στη Γαλλία στα 1940 η γαλλική αστική τάξη συνθηκολόγησε με το Χίτλερ, του παράδωσε τη Γαλλία για να δοθεί απ’ το γαλλικό προλεταριάτο. Το σύνθημα που επικρατούσε μέσα στην κυρίαρχη τάξη πριν απ’ τη στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας, και που προετοίμασε συνειδητά την κατάρρευση ήταν «Καλύτερα ο Χίτλερ, παρά ο Τορέζ». Οι πολωνοί αστοί και τσιφλικάδες παράδωσαν τη χώρα τους στους χιτλερικούς στα 1939. Οι τσέχοι καπιταλιστές το ίδιο, στα 1939. Στις μέρες μας, βλέπουμε φανερά αυτή την εγκατάλειψη από μέρους της κυρίαρχης τάξης στα καπιταλιστικά κράτη κάθε εθνικής αρχής, αυτή την ξετσίπωτη εθνική προδοσία που διαπράττει η αστική τάξη για να σώσει τη σαπισμένη εξουσία της. Ξεπουλάν τα πάντα στους γιάνκηδες ιμπεριαλιστές οι κεφαλαιοκράτες σε κάθε καπιταλιστική χώρα. Το μίσος τους κατά του λαού και των καλύτερων εκπροσώπων του, των κομμουνιστών, βρίσκεται πάνω από κάθε εθνικό συμφέρον. Το ομολόγησε τελευταία κυνικά ο γάλλος υπουργός της Δικαιοσύνης, όταν στη Βουλή ένας κομμουνιστής βουλευτής του είπε: «Η πολιτική σας είναι να αφήνετε ελεύθερους τους εγκληματίες πολέμου». Ο υπουργός πρόσθεσε: «Και να πιάνουμε τους κομμουνιστές όταν το μπορούμε». Μπροστά στο ταξικό συμφέρον όλα θυσιάζονται. Αυτός είναι ο «πατριωτισμός» τους… Τα επιγραμματικά λόγια του Στάλιν στο 19ο συνέδριο του ΚΚΣΕ δίνουν ακριβή την εικόνα της προδοσίας αυτής: «Σήμερα, δεν απόμεινε ούτε ίχνος από την «εθνική αρχή». Σήμερα, η αστική τάξη πουλάει τα δικαιώματα και την ανεξαρτησία του έθνους για δολάρια. Τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας την έχουν πετάξει σαν κάτι το άχρηστο».

Ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης

Αυτή η προδοσία από μέρους της κυρίαρχης τάξης είναι μέσα στη φύση τους και δε μπορεί να εκπλήσσει κανέναν, που από τη μελέτη της ιστορίας βλέπει πως πάντα η αγωνία μιας εκμεταλλεύτριας τάξης που καταρρέει, βρίσκει την έκφρασή της στη βαρβαρότητά της και στην προδοσία κάθε εθνικής αρχής. Όπως επίσης κανέναν δεν πρέπει να εκπλήσσει η προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να παρουσιάζει την προδοσία της σαν εθνικό συμφέρον, τη βαρβαρότητα και την απανθρωπιά της σαν «δημοκρατία» και τον επιθετικό επεχτατισμό της σαν «άμυνα». Γιατί και πάνω σ’ αυτό, η ιστορία δείχνει πως η υποκρισία και το ψέμα είναι από τα όπλα που χρησιμοποιούν οι εκμεταλλευτές για να εξαπατούν τις λαϊκές μάζες. Π.χ. κάθε επιθετικό σύμφωνο παρουσιάζεται πάντα σαν «αμυντικό», σαν προσπάθεια και συμβολή για τη διατήρηση της ειρήνης.

Ο Χίτλερ παρουσίαζε το ολοφάνερα επιθετικό του σύμφωνο με την Ιταλία και την Ιαπωνία σαν «ειρηνικό». Οι αμερικανοί παρουσιάζουν το ατλαντικό επιθετικό σύμφωνο σαν «ειρηνικό», όσο κι αν κάθε τόσο ομολογούν οι ίδιοι τον επιθετικό του χαραχτήρα. Οι μοναρχοφασίστες παρουσιάζουν το σύμφωνο που πρόκειται να υπογράψουν με τους τιτοφασίστες και τους μπασιμπουζούκους της Άγκυρας σαν «αμυντικό», ενώ είναι εξόφθαλμος ο επιθετικός του χαραχτήρας και σκοπός. Είναι ενδιαφέρον, από την άποψη της υποκρισίας που χαραχτηρίζει την κυρίαρχη τάξη, να αναφέρουμε πως και οι συμμαχίες που υπογράφτηκαν στα 1912 ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Σερβία και στη Βουλγαρία παρουσιάστηκαν σαν αμυντικές συμμαχίες, ενώ ο σκοπός τους ήταν ακριβώς να προετοιμάσουν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, όπως και έγινε ύστερα από 4-5 μήνες. Π.χ. το κείμενο της συνθήκης ανάμεσα σε Βουλγαρία-Ελλάδα που υπογράφτηκε στις 16 Μάη 1912 λέει: «Θεωρούντες ότι τα δύο βασίλεια επιθυμούσι στερεώς την διατήρησιν της ειρήνης εις την βαλκανικήν χερσόνησον… Η Κυβέρνησις της Α.Μ.του βασιλέως των Βουλγάρων και η Κυβέρνησης της Α.Μ.του βασιλέως των Ελλήνων υποσχόμενοι να μη δώσουν οιανδήποτε επιθετικήν τάσιν εις την συμφωνίαν αυτήν την καθαρώς αμυντικήν…». Όταν αργότερα η Ελλάδα με τη Σερβία υπόγραψαν το Μάη 1913 συνθήκη που σκοπός της ήταν να επιτεθούν κατά της Βουλγαρίας, όπως και έγινε, ονόμασαν τη συνθήκη αυτή αμυντική και βάλαν στο κείμενο τη συνηθισμένη διατύπωση: «Η Ελλάς και η Σερβία υποχρεώνονται να βοηθήσουν η μία την άλλην εις περίπτωσιν επιθέσεως τρίτης δυνάμεως». Ποια ήταν η έννοια αυτής της διατύπωσης το λέει ο ιστορικός του βενιζελισμού Γ. Βεντήρης: «Η υπογραφή της Ελληνοσερβικής συμμαχίας παρουσίαζε μοναδικήν ευκαιρίαν διά τα δύο κράτη: Ημπορούσαν να επιχειρήσουν προληπτικόν κατά της Βουλγαρίας πόλεμον».

Αυτά τα ιστορικά γεγονότα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σήμερα, για να εκτιμήσουμε σωστά τις υποκριτικές βεβαιώσεις των μοναρχοφασιστών πως το παράρτημα του ατλαντικού επιθετικού συμφώνου που υπογράφουν με τους τιτικούς και τους τούρκους είναι ένα «αθώο» «αμυντικό» σύμφωνο. Και, γενικότερα, για να εκτιμήσουμε την υποκρισία της κυρίαρχης τάξης, που σκεπάζει κάθε φορά τις προδοσίες της με «φράσεις» «εθνικοφροσύνης».

***

Αυτή η προδοσία των εθνικών συμφερόντων συνδυασμένα με την υποκριτική πατριδοκαπηλία κυριαρχεί στην πολιτική που ακολούθησε η αστοτσιφλικάδικη τάξη στην Ελλάδα από το 1821 και δω και που σήμερα έφτασε σε ολοκληρωτικό ξεπούλημα της χώρας στους γιάνκηδες ιμπεριαλιστές ληστές. Εκείνο το ιδιαίτερο που παρουσιάζει η ιστορία αυτή προδοσιών της κυρίαρχης τάξης και που θέλει μια εξήγηση είναι πως από την αρχή, από τα χρόνια ακόμα της επανάστασης του 1821, δεν προδίνουν μόνο οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος, αλλά, όπως θα δούμε, προδίνουν και οι αστοί και, βασικά, μόνο ο λαός, η αγροτιά και η εργατιάς της εποχής εκείνης παλεύει χωρίς, ουσιαστικά, ηγεσία, με αγνό πατριωτικό αίσθημα. Πώς συμβαίνει ώστε στην Ελλάδα η αστική τάξη, που δικό της έργο – με την έννοια πως αυτή θα έμπαινε επικεφαλής του λαού – έπρεπε να είναι η δημιουργία ενός εθνικού ανεξάρτητου κράτους, πρόδωσε αυτή της την αποστολή; Την πρόδωσε σε μια εποχή που δε βρισκόταν στην επιθανάτια αγωνία της, όπως σήμερα, που για να παρατείνει την άθλια ζωή της ξεπουλάει τα πάντα στον ξένο αφέντη. Την πρόδωσε σε μια εποχή που «κανονικά» ήταν στην άνοδό της. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε σύντομα μια εξήγηση της φαινομενικής αυτής αντίφασης.

Την εξήγηση πρέπει να τη βρούμε στη σύνθεση της αστικής τάξης εκείνης της εποχής. Η αστική τάξη εκείνης της εποχής αποτελούνταν κυρίως: από τοκογλύφους, τραπεζίτες και εμπόρους, που το κέντρο τους το είχαν είτε στην Πόλη είτε στο εξωτερικό (παράλια Μαύρης Θάλασσας, Αδριατική, Βιέννη, Βουδαπέστη κλπ.). Από καραβοκύρηδες των νησιών. Από εμπόρους και βιοτέχνες του εσωτερικού (μέσα στη δούλη Ελλάδα). Η οικονομική δύναμη βρισκόταν στα χέρια των τοκογλύφων τραπεζιτών και των εμπόρων του εξωτερικού, καθώς και των καραβοκύρηδων. Μαζί τους πήγαινε και ένα τσούρμο από καλαμαράδες φαναριώτες που τους εξυπηρετούσαν. Ένας γερμανός μαρξιστής έχει γράψει πως οι τραπεζίτες της Γαλλίας στο 17ο αιώνα ήταν τόσο συνδεμένοι με τους φεουδάρχες ώστε μπορεί κανένας να τους ονομάσει αστική αριστοκρατία, με την έννοια που λέμε σήμερα εργατική αριστοκρατία το στρώμα εκείνο των εργατών που το διέφθειραν οι πλουτοκράτες και το χρησιμοποιούν για να τους εξυπηρετεί. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, αυτοί οι τραπεζίτες-τοκογλύφοι και έμποροι ήταν πραγματικά συνδεμένοι με τους τούρκους και έλληνες τσιφλικάδες και με την τούρκικη εξουσία. Αυτό τους έκανε να βλέπουν είτε εχθρικά είτε με μεγάλη επιφύλαξη κάθε επαναστατική κίνηση για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό, δηλαδή, να προδίνουν τον ιστορικό τους ρόλο. Όσοι πάλι από αυτούς είχαν την έδρα τους έξω από την Οθωμανική αυτοκρατορία, αυτοί, έχοντας δεσμούς με πλουτοκρατικούς κύκλους της χώρας που ζούσαν, υπολόγιζαν πιο πολύ στις εισηγήσεις αυτών των κύκλων – όταν δεν ήταν πράχτορές τους – παρά στο συμφέρον της Πατρίδας τους.

Οι καραβοκύρηδες, πάλι, από ιστορική αναγκαιότητα είχαν συμφέρον στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους που θα τους επέτρεπε να αναπτύξουν την πολύ προσοδοφόρα ναυτιλία τους (οι Κουντουριώτηδες στοίβαζαν σε πιθάρια το χρυσάφι στην Ύδρα). Στα 1803, οι έλληνες καραβοκύρηδες είχαν 556 καράβια, 131.450 τόνων συνολικά, το πλήρωμα 16.131 ναύτες και 5.152 κανόνια. Αλλά μια επανάσταση είχε τους κινδύνους της. Ενώ, ήδη, χάρη στη Ρωσία που με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) τους προστάτευε με τη ρωσική σημαία, οι καραβοκύρηδες ταξίδευαν και πλούτιζαν ανενόχλητα με τη ρωσική σημαία στα καράβια τους. Ακόμα, με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812, οι ρώσοι εξασφάλισαν τη σχετική διοικητική αυτονομία των νησιών Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά. Αυτά όλα τα προνόμια που απόχτησαν οι καραβοκύρηδες χάρη στη Ρωσία, τους έκαναν να είναι επιφυλαχτικοί απέναντι στην εθνική εξέγερση που γι’ αυτή ο λαός λαχταρούσε και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα.

Εκείνοι που πιο αποφασιστικά βάδιζαν προς την επανάσταση ήταν οι έμποροι – όταν δεν ήταν σύγχρονα και τσιφλικάδες, πράγμα που συχνά συνέβαινε – και οι βιοτέχνες του εσωτερικού, μαζί μ’ όλο το λαό, καθώς και οι μικρότεροι έμποροι και υπάλληλοι του εξωτερικού. Δεν είναι τυχαίο πως η Φιλική Εταιρεία που προετοίμασε και οργάνωσε την επανάσταση του 1821 ιδρύθηκε όχι από τραπεζίτες ή καραβοκύρηδες ή μεγαλεμπόρους, αλλά από μικρεμπόρους σαν το Σκουφά και τον Ξάνθο και διανοούμενους σαν τον Τσακάλοφ. Οι τραπεζίτες και οι καραβοκύρηδες μπήκαν αργότερα στο κίνημα της απελευθέρωσης για να διαστρεβλώσουν τους σκοπούς του, για να το προδώσουν. Αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να οδηγήσει σε συγχύσεις και διαστρεβλώσεις του χαραχτήρα της επανάστασης του 1821. η επανάσταση του 1821 ήταν αστικοδημοκρατική: Όπως γράφει ο Λένιν, όλα τα κινήματα του 19ου αιώνα ήταν «αστικοδημοκρατικά κινήματα, είτε σπασμοί της αστικής κοινωνίας που απελευθερωνόταν από τα διάφορα είδη της φεουδαρχίας» (Λένιν, Άπαντα, ρώσ.έκδ., τ. 21ος, σ.127). Γι’ αυτό βλέπουμε και μεγαλεμπόρους σαν το Σέκερη και καραβοκύρηδες να παίρνουν μέρος, και γι’ αυτό, έστω και αργά, έστω και για να την προδώσουν, πήραν μέρος και οι άλλοι αστοί, ακόμα και οι κοτζαμπάσηδες, όταν είδαν πως θα χάναν μένοντας έξω από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Εκείνο που μένει, είναι πως αυτή η αστική τάξη της εποχής εκείνης, με τις ιδιομορφίες της, πρόδωσε τον ιστορικό της ρόλο και πριν απ’ την επανάσταση και στη διάρκειά της και ύστερα απ’ αυτήν.

Η «Μεγάλη Ιδέα», σαν θεωρία και σαν πράξη, είναι η συνισταμένη, μπορούμε να πούμε, της προδοσίας αυτής. Όπως γράφει ο σ. Ζαχαριάδης, η «Μ.Ι.», «συγκροτεί ολόκληρο το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό σύστημα της αστοτσιφλικάδικης αντίδρασης από τότε που κυβερνά τον τόπο, δηλαδή, από τότε που υπάρχει η νέα Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας» (Ν. Ζαχαριάδη, Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ, σ.12). Με τη «Μεγάλη Ιδέα», οι αστοτσιφλικάδες αποκοίμισαν το Λαό και βύθισαν τη χώρα στο σκοτάδι, στην εξάρτηση απ’ τους ξένους, στη φτώχια και την κακομοιριά. «Η αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», γράφει ο σ. Ζαχαριάδης, «τα έχει καταφέρει τόσο καλά, – με την πολιτική που απ’ αυτήν εμπνεόταν – να κρατήσει την Ελλάδα στην πιο χαμηλή οικονομική βαθμίδα, στην ξενική εξάρτηση και την πιο μεγάλη κοινωνικοπολιτικη καθυστέρηση, ώστε ο κόσμος να πιστεύει, γιατί δεν έβλεπε άλλη διέξοδο και άλλο φως, πως μονάχα με την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» θα μπορούσε να δει «Θεού πρόσωπο»»(Ν. Ζαχαριάδη: Ο μαρξισμός-λενινισμός στην Ελλάδα, Κομ.Επ., Γενάρης 1946). Κάτω απ’ τη «Μεγάλη Ιδέα», οι αστοτσιφλικάδες σκέπαζαν όλες τους τις προδοσίες και το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους, την εξαθλίωση του λαού, τη φοβερή καθυστέρηση όπου κρατούσαν τη χώρα. Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι η ιδεολογική βάση όπου στήριζε την προδοσία της η πλουτοκρατία και, από την άποψη αυτή, το αδιάλλαχτο ξεσκέπασμά της, η απόδειξη της ανεδαφικότητάς της, του κακού που έκανε στη χώρα και στο λαό, της σύνδεσής της, της συνταύτισής της με την αλυσίδα από προδοσίες που έκανε η πλουτοκρατία, πρέπει να είναι το πρώτο θέμα κάθε ιστορικής μελέτης πάνω στη νέα Ελλάδα.

Αλλά ας δούμε σύντομα μερικές από τις αμέτρητες προδοσίες της κυρίαρχης τάξης σ’ όλα αυτά τα 130 χρόνια της νεοελληνικής ιστορίας και προηγούμενα. Είναι πραγματικά αμέτρητες. Πριν από την επανάσταση, οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτατος κλήρος, καθώς και οι πιο παραλήδες αστοί προσπάθησαν να ματαιώσουν τον εθνικό ξεσηκωμό και καλούσαν για ενίσχυση τους τούρκους καταχτητές. Ο Μέντελσον ονομάζει τους κοτζαμπάσηδες «χριστιανούς τούρκους» και ο Μάουρερ γράφει: «Οι προεστοί (κοτζαμπάσηδες) στις περισσότερες επαρχίες αγαπούσαν πιο πολύ τη σακούλα τους παρά το λαό, και ήταν όργανα των πασάδων για την κακομεταχείριση και εκμετάλλεψη του λαού. Οι προεστοί επέβαλλαν φόρους πάνω στους φόρους και αγγαρείες πάνω στις αγγαρείες». Ο Τ. Πιπινέλης λέει στην «Πολιτική Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως» ότι «οι πλόκαμοι των κοτζαμπάσηδων συνταυτίστηκαν με την τουρκική αγροτική ολιγαρχία. Όταν κατά τα 1802 υπήρχε στην Ύδρα ένας αναβρασμός ανάμεσα στο λαό, οι προεστοί, με επικεφαλής τους Κουντουριώτες, που ήταν παντοδύναμοι, απευθύνθηκαν στο διερμηνέα του τουρκικού στόλου, ζητώντας να στείλει σουλτανικό διοικητή που να βάλει σε τάξη τους άτακτους και τους μικρούς και να χαψώνει, να τζερεμετίζει και να είναι πληρωμένος από το κοινό μας». Για το πώς φέρονταν στο λαό οι κοτζαμπάσηδες, φαίνεται από την περιγραφή του στρατηγού Μακρυγιάννη για τη διαγωγή του Γιάννη Νοταρά, προύχοντα της Κορινθίας: «Πάγω μίαν ημέραν εις το κονάκι του, τον βρίσκω και τυραγνούσε ένα πολίτη. Τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμνουν μήτε οι Κατζαντωναίοι οπούσαν λησταί. Δεμένος ο πολίτης και του γύρευαν χρήματα». Ο Πιπινέλης γράφει: «Όταν οι χωρικοί αγαναχτούσαν και φτάναν στην απόγνωση απ’ τις πιέσεις, οι δυο ολιγαρχίες, η ντόπια και η τουρκική, επειδή θίγονταν τα συμφέροντά τους, δίναν αυτόματα τα χέρια συνεργασίας, ο ένας με τον άλλον» (σημ.: Οι παραπομπές σε συγγραφείς καθαρευουσιάνους δίνονται μεταφρασμένες στη δημοτική).  Γι’ αυτό και οι φιλικοί, με πρόταση του Αναγνωσταρά, όπως γράφει ο Ξάνθος, αρνήθηκαν να κατηχήσουν τους άρχοντες της Πελοποννήσου και τους Φαναριώτες. Αυτή η απόφαση των αρχηγών φιλικών είναι η πιο χαραχτηριστικη απόδειξη της αντίθεσης των κοτζαμπάσηδων προς τον εθνικό ξεσηκωμό. Όσο για τα Πατριαρχεία της Πόλης και τον ανώτατο, γενικά, κλήρο, ακόμα και οι αστοί συγγραφείς δεν μπορούν να αρνηθούν πως πολέμησαν λυσσασμένα την επανάσταση. Γιατί τα αρχεία είναι γεμάτα από αφορισμούς και εγκύκλιες των μεγαλοπαπάδων ενάντια στην επανάσταση και πριν απ’ αυτή και στη διάρκειά της.

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ, που κατέλαβε στα 1453 την Κωνσταντινούπολη και διάλυσε οριστικά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, για να βοηθηθεί στην άγρια καταπίεση και εκμετάλλεψη των ραγιάδων, φρόντισε από την πρώτη στιγμή να πάρει μαζί του το Πατριαρχείο. Του έδωσε μια σειρά προνόμια και, ιδιαίτερα, κατοχύρωσε την οικονομική δύναμη της εκκλησιαστικής φεουδαρχίας, αναγνωρίζοντας το πιο μεγάλο μέρος από τα εκκλησιαστικά κτήματα, που αποτελούσαν το 1/3 ή το 1/4 από τη γη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι, ο τούρκος καταχτητής εξασφάλισε από την αρχή την προδοσία του ανώτατου κλήρου και δεν διαψεύστηκε. Σε κάθε ξεσηκωμό των ραγιάδων, ο ανώτατος κλήρος στεκόταν στο πλευρό του Σουλτάνου. Ο Τ. Πιπινέλης δίνει την επόμενη εκτίμηση της στάσης του ανώτατου κλήρου: «Αλλά ο αρχιερατικός κλήρος και το Πατριαρχείο… ζούσε σε τέτοιες πολιτικές συνθήκες ώστε να μην μπορεί να ακολουθήσει τη ζωή του έθνους. (Υπογραμμισμένα απ’ το συγγραφέα). Αγροτικά φεουδαρχικός στην επαρχία, με τη μεγάλη αγροτική περιουσία του και τα χρηματικά βάρη του απέναντι στο Πατριαρχείο, πολιτικά ραδιούργος και διπλωματικός στην Κωνσταντινούπολη… δεν ήταν δυνατό παρά, σιγά-σιγά, να γλιστρήσει μακριά από την εθνική συνείδηση και να γίνει ξένος στο έθνος που πενθούσε και έπασχε» (Τ.Πιπινέλη: «Πολιτική ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως», σ.38). Ακόμα στα 1798, ο Πατριάρχης Άνθιμος έβγαλε εγκύκλιο όπου έλεγε πως «η θεία πρόνοια έστειλε την τουρκική κυριαρχία για το καλό της ορθοδοξίας για να την ενισχύσει απέναντι στην αιρετική εκκλησία της Δύσης». Ο Κανδηλώρος γράφει: «Γενικά παρατηρούταν συντηρητικότητα των αρχιερέων και των προεστών που έφτανε στο σημείο να παίρνουν άγρια μέτρα ενάντια στους απόστολους της φιλικής». Ο Κολοκοτρώνης, περιγράφοντας τους αγώνες των κλεφτών στην Πελοπόννησο πριν από την επανάσταση, διηγείται: «Τότες κάμνει ένα φιρμάνι ο Σουλτάνος να σκοτώσει τους κλέφτες. Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχη διά να σηκωθεί ο λαός και έτσι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, οι τούρκοι και οι ρωμαίοι κατά των Κολοκοτρωναίων». Και πραγματικά, οι τούρκοι στα 1806, με τη βοήθεια των κοτζαμπάσηδων και με τον αφορισμό του Πατριαρχείο, κατόρθωσαν, όπως γράφουν οι ιστορικοί, να εξοντώσουν τους αρματωλούς της Πελοποννήσου. Προηγήθηκε σύσκεψη των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων στην Τρίπολη, όπου αποφασίστηκε να κυνηγήσουν ώσπου να τους εξοντώσουν τους αρματωλούς. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση στα 1821, ο Πατριάρχης όχι μονάχα έστειλε αφοριστικό για τους επαναστάτες (αφοριστικό που έπαιζε φοβερά ανασχετικό ρόλο στο θρησκόληπτο λαό), αλλά έστειλε και ιδιαίτερο εμπιστευτικό γράμμα στους δεσποτάδες Πατρών και Τρίπολης που τους συνιστούσε υποταγή. Και στις 21 του Μάρτη 1821, εφτά δεσποτάδες βγάναν δικό τους αφοριστικό που έλεγαν: «Οι πιστοί και σαδίκηδες ραγιάδες να ζήστε με κάθε υποταγή στους πολυχρονεμένους αφέντες μας και όποιος ή μικρός ή μεγάλος ή άντρας ή γυναίκα φανεί κακόφρονας και θελήσει να μπερδέψει και να ταράξει την κοινή ησυχία της πατρίδας ή να δεχτεί μερικούς κακότροπους που φάνηκαν στα Καλάβρυτα ή να τους ακούσει στα παλιόλογά τους, να είναι αφορισμένος, καταραμένος, ασυγχώρητος και άλιωτος μετά θάνατο, οι πέτρες και το σίδερο να λιώσουν κι αυτός να μη λιώνει, να στέκει στη γη στενάζοντας και τρέμοντας όπως ο Κάιν και να μη δει προκοπή θεού ποτές και να έχει τις κατάρες των αγίων και θεοφόρων πατέρων της εκκλησίας. Έτσι να γίνει κι όχι αλλιώς». Και τέτοια αφοριστικά των δεσποτάδων υπάρχουν σωρός, που δείχνουν με ποια λύσσα αντέδρασαν στον εθνικό ξεσηκωμό.

Αλλά και οι καραβοκύρηδες και οι μεγαλέμποροι του εξωτερικού κράτησαν στάση όχι καλή. Οι καραβοκύρηδες στα νησιά, με μεγάλο ζόρι, και μόνο όταν ξεσηκώθηκε ο λαός και κινδύνευαν να χάσουν την εξουσία τους, πήραν μέρος στον αγώνα. Οι μεγαλέμποροι και οι τραπεζίτες του εξωτερικού είτε κρατούσαν στάση αναμονής είτε και αντιδρούσαν. Και μόνο οι βιοτέχνες και οι μικρότεροι έμποροι του εσωτερικού και, απ’ το εξωτερικό, των ρωσικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας, πήραν στον αγώνα μαζί με το λαό. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια για την Ελληνική Επανάσταση.

Για ποιο λόγο τώρα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, κοτζαμπάσηδες, δεσποτάδες, φαναριώτες κλπ., όχι μόνο μπήκαν στο χορό, αλλά κατόρθωσαν και να πάρουν στα χέρια τους την επαναστατική εξουσία και να τη διαστρεβλώσουν; Και αυτό είναι ιστορικά αποδειγμένο. Δεν είναι από πατριωτισμό που πήραν μέρος. Οι κοτζαμπάσηδες και οι δεσποτάδες στις επαναστατημένες περιοχές, και αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την επανάσταση που ξέσπασε παρά την αντίδρασή τους, και δεν είχαν άλλη διέξοδο, αφού ξέραν πως οι Τούρκοι θα τους κόβαν και αυτούς – αν και ήταν μαζί τους – όπως κόψαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο που έβγανε αφοριστικά και εμπιστευτικές εγκύκλιες κατά της επανάστασης. Το ίδιο και πολλοί φαναριώτες. Οι καραβοκύρηδες προσχώρησαν στην επανάσταση όταν ο λαός ξεσηκώθηκε και μάλιστα επέβαλε λαϊκή επαναστατική εξουσία, όπως στην Ύδρα με τον Οικονόμου, και στη Σάμο με το Λογοθέτη, δηλαδή, η προσχώρησή τους έγινε όταν πια η επανάσταση είχε ξεσπάσει πάνω από τα κεφάλια τους.

Ο Σπύρος Τρικούπης έλεγε: «Η επανάσταση ξέσπασε πρόωρα… Ακριβώς γιατί άρχισαν τη δουλιά αυτή τρελοί, πρέπει να την τελειώσουν γνωστικοί».

Οι προδοσίες της κυρίαρχης τάξης εξακολουθούν και δυναμώνουν στη διάρκεια της επανάστασης. Το βασικό ιστορικό καθήκον της επανάστασης ήταν η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Αυτό το καθήκον το πρόδωσαν αστοί και κοτζαμπάσηδες κατά τον πιο αισχρό τρόπο. Γιατί στο τέλος της επανάστασης υπήρχε όχι ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος, αλλά ένα «κράτος-φάντασμα», όπως το ονόμασε ο Μαρξ. Όπως διηγείται ο Ν. Δραγούμης, ο ίδιος ο κυβερνήτης Καποδίστριας του είχε πει: «Ούτε ανεξάρτητοι είμαστε, ούτε εγώ απόχτησα μεγάλο πράγμα που ονομάστηκα κυβερνήτης των Ελλήνων» Και δεν έγινε ανεξάρτητο κράτος η Ελλάδα, γιατί παραδόθηκε απ’ το συνασπισμό των αστοτσιφλικάδων στους ξένους και ιδιαίτερα στην Αγγλία. Στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε η επανάσταση στα 1825 και που οφείλονταν στις φαγωμάρες των κοτζαμπάσηδων, φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες υπόβαλαν το περίφημο εκείνο υπόμνημα του Ιούλη 1825, όπου έλεγαν: «Το Ελληνικό έθνος βάζει θεληματικά την ιερή παρακαταθήκη της ελευθερίας του, της ανεξαρτησίας και της πολιτικής του ύπαρξης κάτω από την απόλυτο υπεράσπιση του στέμματος της Μ. Βρετανίας», δηλαδή, παράδιναν την Ελλάδα σαν αποικία στην Αγγλία. Η προσπάθεια αυτή ματαιώθηκε με την αντίδραση της Ρωσίας και με την αγανάχτηση του λαού, αλλά οι άγγλοι κεφαλαιοκράτες με τη βοήθεια των αστοκοτζαμπάσηδων, βρήκαν τον τρόπο να πατήσουν γερά το πόδι τους πάνω στο νεαρό κράτος. Η μέθοδος ήταν τα δάνεια.

Στα 1824 δώσαν οι άγγλοι το πρώτο λεγόμενο δάνειο «ανεξαρτησίας». Χρεώθηκε η Ελλάδα 800 χιλ. λίρες. Από αυτές εισπράχτηκαν όλα-όλα 291.508 λίερες, 11 σελίνια και 5 πένες. Τα άλλα πήγαν σε τιμή έκδοσης (59%, δηλ.στις 100 λίρες του δανείου δίναν 59 λίρες), σε προμήθεια (3%), σε ασφάλιστρα (1,5%), σε προκαταβολές τόκων δυο χρόνων, σε προκαταβολές χρεωλυσίων, σε προμήθειες για την πληρωμή των τόκων, και σε διάφορες άλλες περικοπές. Το δεύτερο δάνειο «ανεξαρτησίας» είχε πιο πολύ ψωμί για τους ξένους. Χρεώθηκε η Ελλάδα 2 εκατομ. λίρες. Από αυτά, ήρθαν στην Ελλάδα 230.116 λίρες 1 σελίνιο και 6 πένες. Όλα τα άλλα πήγαν πάλι σε προμήθειες, τοκοχρεολύσια, έκδοση, έξοδα και σε κάτι βαπόρια που τάχα αγόρασαν οι άγγλοι για λογαριασμό της Ελλάδας και που από αυτά ένα μόνο ήρθε σε κακά χάλια στην Ελλάδα. Μ’ αυτά τα δύο δάνεια οι άγγλοι κεφαλαιοκράτες βάναν γερά χέρι στην Ελλάδα και από τότες δεν την άφησαν να ανασάνει. Για να εξασφαλίσουν μάλιστα την εξόφληση των δανείων και, παράλληλα, να εμποδίσουν τη λύση του αγροτικού ζητήματος με τη διανομή των εθνικών γαιών, βάναν υποθήκη πάνω στις εθνικές γαίες, δηλαδή, απαγόρεψαν τη διανομή τους. Η ξένη εξάρτηση, που θεμελιώθηκε από εκείνα ακόμα τα χρόνια, θα βάρυνε καταθλιπτικά, αποπνιχτικά σ’ όλη τη νεοελληνική ιστορία. Ο άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα Λάιονς έλεγε στον αυστριακό συνάδελφό του: «Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη είναι ανοησία. Η Ελλάδα είναι ρωσική ή είναι αγγλική. Και μια που δεν πρέπει να είναι ρωσική, είναι ανάγκη να είναι αγγλική». Ο Καρλ Μαρξ γράφει: «Θα ‘ταν δυνατό να διηγηθούμε στους αναγνώστες μας ενδιαφέρουσες ιστορίες πώς, χάρη στην αγγλική επιρροή, διαλύθηκαν οι ελληνικές κοινωνικές οργανώσεις, πώς τους επεβλήθηκε ο Καποδίστριας και πώς στραπατσαρίστηκε ηθικά όλος αυτός ο λαός από τις μηχανοραφίες του λόρδου Πάλμερστον» (Καρλ Μαρξ, Έργα, ρώσ. έκδ., τ. 10ος, σ.163). Και αλλού λέει: «Με το σύστημα των δανείων, ο Πάλμερστον αποσύνθεσε την Ελλάδα και παράλυσε την Ισπανία» (σελ.486). Αυτή η εξάρτηση απ’ την Αγγλία έκανε τόσο κακό, ώστε και αστοί ακόμα ιστορικοί να την καυτηριάζουν. Έτσι, ο Κυριακίδης γράφει: «Παράδειγμα τόσης ανανδρίας ενός λαού δυνατού εναντίον ενός μικρού και αδύνατου λαού που να υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη αυτού του μικρού λαού με χαϊδέματα και υποσχέσεις, δείγμα τόσης υπουλότητας, τόσης μοχθηρίας, τόσης ραδιουργίας, σπάνια συναντάει κανένας στα χρονικά γενικά της ανθρωπότητας». (Κυριακίδης, Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού, τ. Β’, σ.189).

Αλλά το ζήτημα είναι πως αυτή η ύπουλη και ραδιούργα Αγγλία μπόρεσε να αποσυνθέσει την Ελλάδα γιατί οι αστοτσιφλικάδες δέχτηκαν να γίνουν όργανά της και να εξυπηρετήσουν τους σκοτεινούς σκοπούς της. Η ιστορία της Ελληνικής επανάστασης είναι γεμάτη από αντεθνικές πράξεις που διέπραττε η αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία με εντολή των ξένων. Στα 1831, ο Μιαούλης έφτασε να κάψει στο ναύσταθμο του Πόρου όλο τον ελληνικό στόλο, πράγμα που εξυπηρετούσε τα σχέδια των άγγλων. Όταν η εθνοσυνέλευση στα 1832 τόλμησε κάτω από την πίεση του λαού να συζητήσει το ζήτημα της διανομής της γης, ο άγγλος πρεσβευτής Ντώκενς συνεννοήθηκε με μερικούς κοτζαμπάσηδες και αυτοί βάναν τα παλικάρια τους που μπήκαν στην εθνοσυνέλευση, πιάσαν τον πρόεδρο και μερικούς άλλους και έτσι διάλυσαν την εθνοσυνέλευση. Στη διάρκεια της Μοναρχίας του Όθωνα οι άγγλοι αλώνιζαν στην Ελλάδα. Είναι π.χ. χαραχτηριστικό πως την κυβέρνηση Μαυροκορδάτου στα 1844, ο Τύπος την ονόμασε «κυβέρνηση του καμτσικιού της αγγλικής πρεσβείας, κυβέρνηση αντεθνική, κυβέρνηση ξένου πνεύματος». Είναι ακόμα χαραχτηριστικό πως τα κόμματα της εποχής εκείνης ονομάζονταν κόμμα αγγλικό, κόμμα γαλλικό και κόμμα ρωσικό. Ποια ήταν η ουσία της ονομασίας αυτής το λέει ο Καρολίδης, όταν γράφει πως ο Κωλέττης, σαν πρωθυπουργός, δεν ήταν αρχηγός του γαλλικού κόμματος στην Ελλάδα, αλλά αντιπρόσωπος της γαλλικής πολιτικής στην Αθήνα. Ότι όμως οι πράχτορες αυτοί των ξένων του είδους Κωλέττη πληρώνονταν καλά φαίνεται και από το γεγονός πως ο Κωλέττης, που, όπως γράφει ο Καρολίδης, ήρθε πάμφτωχος στην Ελλάδα, πεθαίνοντας, άφησε περιουσία 630 χιλιάδες χρυσά φράγκα, ποσό τεράστιο. Ολόκληρα χωριά-τσιφλίκια είχε αγοράσει στη Φθιώτιδα. Και ο Κωλέττης δεν ήταν από τα λίγα παραδείγματα πολιτικών που εξαργύρωναν τις υπηρεσίες τους στους ξένους με χρυσάφι. Και οι προδοσίες, τα ξεπουλήματα έρχονται ύστερα απανωτά. Βαυαροκρατία του Όθωνα ή Μοναρχία των Γλύξμπουργκ είναι παλιές πολιτειακές μορφές που έπαιρνε κάθε φορά το Ελληνικό κράτος ανάλογα με τη θέληση της Αγγλίας. Η ουσία ήταν πως η εξάρτηση απ’ τους άγγλους κυρίως, γινόταν όλο και πιο βαθιά. Με το σύστημα των δανείων, οι άγγλοι κυριαρχούσαν στην Ελλάδα και εξαγόραζαν πολιτικούς και βασιλιάδες. Στον Όθωνα δώσαν δάνειο 60 εκ.φράγκα για να ‘ρθει. Το δάνειο αυτό διατέθηκε έτσι δα:

πραγματοποιήθηκαν απ’ τα 60 εκ. φράγκα 57.239.070.

Κρατήθηκαν και δόθηκαν στην Τουρκία για εξαγορά της Φθιωτιδοφωκίδας 11.222.598.

Για προκαταβολές που είχαν δοθεί στον Καποδίστρια 1.549.280.

Για τοκοχρεολύσια των δύο δανείων της «ανεξαρτησίας» του 1824-25 341.343.

Στον Εϋνάρδο για λεφτά που είχε δώσει στον Καποδίστρια 249.225

Ξοδεύτηκαν για το Βαυαρικό στρατό που έφερε μαζί του ο Όθωνας 14.167.283.

Και τα υπόλοιπα, δηλαδή, 32.496.682 φράγκα κρατήθηκαν απ’ τους ίδιους τους δανειστές για τοκοχρεωλύσια, προμήθειες κλπ. Δηλαδή, το Ελληνικό δημόσιο δεν πήρε ούτε πεντάρα από τα 60 εκ.φράγκα που χρεώθηκε.

Στο Γεώργιο Γλύξμπουργκ οι άγγλοι, που τον ψώνισαν για βασιλιά της Ελλάδας (τη μεσιτεία την έκανε ο τραπεζίτης και βδέλλα της Ελλάδας Χάμπρο, που ήταν δανέζικης καταγωγής) υποσχέθηκαν ισόβια επιχορήγηση 12 χιλ. λίρες το χρόνο άσχετα από όλες τις αποζημιώσεις, μισθούς κλπ, που θα ‘παιρνε από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι 12 χιλ. λίρες ήταν ένα ρεγάλο για να τους εξυπηρετεί καλά. Και ο ιστορικός Καρολίδης δε μπορεί να κρύψει τις πομπές αυτές του Γλύξμπουργκ και γράφει: «Ο νέος ηγεμόνας ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει σε δυο θεούς. Ήταν δε αυτοί, το ελληνικό ιδανικό και ο σεβασμός προς τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων… Συνέπεια αυτού ήταν και η θέση που αναγνωρίστηκε σιωπηρά στο νέο ηγεμόνα, πως ήταν, δηλαδή, τοποτηρητής όχι απόλυτα ελληνικών συμφερόντων». Αυτές οι προσεχτικές εκφράσεις λένε πολλά για το ιστορικό γεγονός πως ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ ήρθε στα 1863 στην Ελλάδα σαν πράχτορας των άγγλων. Και η κυρίαρχη τάξη, που από καιρό είχε παραδώσει τη χώρα στους άγγλους δέχτηκε με ενθουσιασμό το νέο βασιλια-πράχτορα και τροφοδοτούσε από το αίμα του λαού τα σκανδαλώδικα γλεντοκοπήματά του στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη γαλλική Κυανή Ακτή όπου τα γλέντια του Γεωργίου άφηναν εποχή και γινότανε υπόθεση για οπερέτες. Σ’ όλη τη βασιλεία του πρώτου Γλύξμπουργκ, οι άγγλοι καταξευτέλιζαν την Ελλάδα, έχοντας για όργανα το παλάτι και την αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία, ενώ ο λαός τους μισούσε και συχνά ακούγονταν έντονες διαμαρτυρίες για τα αίσχη που διέπρατταν σε βάρος της Ελλάδας.

Ανάμεσα στις χαραχτηριστικές αγγλικές επιδράσεις πάνω στην πολιτική της Ελλάδας είναι και εκείνες που έχουν σχέση με την Τουρκία. Εποικοδόμημα ιδιόρρυθμο, ειδικά ελληνικό, της ιδιόρρυθμης οικονομικής βάσης του νεοελληνικού κράτους ήταν και η «Μεγάλη Ιδέα». Αυτή υποκατάστησε τους δημοκρατικούς σκοπούς της επανάστασης, έπνιξε κάθε πνοή προς την πρόοδο, χειροτέρεψε με τον αδιάκοπο δανεισμό απ’ τους ξένους την ξενική εξάρτηση και συντέλεσε στη διατήρηση της καθυστερημένης οικονομίας και στην εξαθλίωση του λαού. Η «Μεγάλη Ιδέα» διακήρυσσε την ανάγκη και τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί η «Ελληνική αυτοκρατορία» και μια που αυτό δε μπορούσε, βασικά, να γίνει παρά σε βάρος της Τουρκίας, είχε μια κύρια αιχμή κατά της Τουρκίας.

Αλλά οι άγγλοι, που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα και που υποστήριζαν τη λεγόμενη «ακεραιότητα» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή, τη δική τους πολιτική και οικονομική επικράτηση στη σαπισμένη σουλτανική Τουρκία, είχαν συμφέρον να διατηρηθεί μεν στην Ελλάδα ο βραχνάς της «Μεγάλης Ιδέας», αλλά να πάρει άλλη, πιο εξυπηρετική γι’ αυτούς μορφή: Και δω πέρα βλέπουμε, πάλι, ολόγυμνη τη δουλική υποταγή των αστοτσιφλικάδων στις αγγλικές διαταγές. Στη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α’, σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή, στα χρόνια ύστερα από την κρητική εξέγερση του 1866, που την πρόδωσε αισχρά το επίσημο ελληνικό κράτος, εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ήταν η τουρκοφιλία και η καλλιέργεια του μίσους ενάντια στη Ρωσία που πάντα υποστήριζε την Ελλάδα και που αυτή, κυρίως, συντέλεσε στην απελευθέρωσή της. Από παλιά οι άγγλοι καλλιεργούσαν αυτή την πολιτική, και υπάρχει γράμμα του Μαυροκορδάτου προς τον Κάνιγκ που του έλεγε πως «αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα γίνει φυσική σύμμαχος της Τουρκίας», ότι Τουρκία και Ελλάδα θα αποτελούν, να πούμε, μια δύναμη απέναντι στους Ρώσους. Αυτή την καθαρά προδοτική πολιτική οι άγγλοι την επέβαλαν στα χρόνια 1870-1890, περίπου, δηλαδή, όσο τους χρειάζονταν. Σ’ αυτά τα χρόνια, η «Μεγάλη Ιδέα» συμβάδιζε με γλυκανάλατα αγκαλιάσματα με τους τούρκους, με ανταλλαγές παρασήμων ανάμεσα στο Σουλτάνο και στο Γεώργιο, με θεωρίες για «πατροπαράδοτη» φιλία ανάμεσα στους πασάδες και στους έλληνες κλπ κλπ. Όταν, με τα επεισόδια που προκαλούνταν πάντα εξαιτίας της άγριας καταπίεσης των κρητικών και άλλων ελληνικών πληθυσμών από τους τούρκους κι από τις ραδιουργίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οξύνονταν κάπως οι σχέσεις, γράφαν οι καλαμαράδες των αστοκοτζαμπάσηδων: «Πρόκειται να παρασταθούμε σε έκρηξη εμφυλίου πολέμου, να δούμε να αλληλοσφάζονται δυο αδελφά έθνη προς θρίαμβο των Σλάβων;» Μια εφημερίδα παρουσίαζε έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο σαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο ανάμεσα στην αρχαία Αθήνα και στην Σπάρτη. Ένας γιατρός Κ. Σαματιάδης έγραψε τραγωδία: «Οσμάν ο νικητής», που παίχτηκε σε τουρκικά θέατρα. Όπως κατάγγειλε ο δημοσιογράφος Α. Βυζάντιος, ο Δεληγιώργης, υπουργός των εξωτερικών, όταν στα 1876 οι τούρκοι πνίγαν στο αίμα το βουλγάρικο λαό που είχε επαναστατήσει, έτριβε τα χέρια του, γιατί λέει, σε κάποιο χωριό της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι για να γλυτώσουν απ’ τη σφαγή, έγραψαν στο Πατριαρχείο πως ξαναγυρίζουν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του. Και παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό, ο Βυζάντιος γράφει πολύ παραστατικά: «Σαν θρίαμβο του ελληνισμού (σημ. οι επίσημοι έλληνες) παίρναν την αποστολή ενός σμήνους από παπάδες και καντηλανάφτες ως τις όχθες του Δούναβη κάτω από την προστασία των Κιρκάσιων και των Μπασιμπουζούκων». Οι τουρκόφιλοι φτάναν να μιλάν για κοινή πατρίδα τούρκων και ρωμιών, για τη μοίρα που έλαχε στην Τουρκία να προασπίζει τα δίκαια της Ανατολής. Όλα αυτά θυμίζουν τις σημερινές ελληνοτουρκικές «φιλίες» και πολεμικές συμμαχίες που γίνονται, όπως και τότες, με την έμπνευση των ξένων και στρέφονται ενάντια στους λαούς ακριβώς εκείνους που ήταν και είναι οι σταθεροί φίλοι του ελληνικού λαού. Όπως τώρα, έτσι και τότε, η «τουρκοφαιλία» αυτή μόνο ζημιά μπορούσε να φέρει στην Ελλάδα και στο λαό της. Μα οι αστοκοτζαμπάσηδες, με επικεφαλής το βασιλιά τους, «τοποτηρητή ξένων συμφερόντων», είχαν ξεσκολίσει στην προδοσία και πολύ λίγο ενδιαφερότανε για το τι σύμφερνε ή δε σύμφερνε στο λαό και στη χώρα. Ο Τρικούπης στα 1882 έστειλε δυο ελληνικά πολεμικά στην Αλεξάνδρεια για να πάρουν μέρος στο βομβαρδισμό της πόλης απ’ τον αγγλικό στόλο που γινόταν για να εξαναγκαστεί η Αίγυπτος να δεχτεί την αγγλική κυριαρχία. Τους κρήτες που κατέφυγαν στην Ελλάδα για να σωθούν, τους αποκαλούσε «ένοπλους συμμορίτες» ο υπουργός των εξωτερικών Λ. Δεληγιώργης.

Άλλη περίπτωση τραγική για το λαό εθνικής προδοσίας που διέπραξε η κυρίαρχη τάξη με το Γλύξμπουργκ επικεφαλής είναι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 με τα επακόλουθά του. Στα 1893, ο πρωθυπουργός Τρικούπης κήρυξε την οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας. Οι άγγλοι δανειστές, για να εξασφαλίσουν τα τοκομερίδιά τους απ’ τα τοκογλυφικά δάνεια, ζήτησαν να επιβληθεί στην Ελλάδα οικονομικός έλεγχος. Αλλά ο λαός αντιδρούσε και κανένας δεν τολμούσε να δεχθεί τέτοιες αλυσίδες για τη χώρα. Τότε οι άγγλοι με τον Γλύξμπουργκ επωφελήθηκαν απ’ την Κρητική εξέγερση του 1896-’97 και σπρώξαν την Ελλάδα σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, όπου η ήττα της Ελλάδας ήταν σίγουρη. Ιδρύθηκε μια εθνική εταιρία, όπου το παλάτι και οι άγγλοι είχαν το δάχτυλό τους και η εταιρία προπαγάνδιζε ανοιχτά τον πόλεμο. Στο αναμεταξύ, το παλάτι, ξέροντας από πριν τι θα γίνει, και πως οι ομολογίες των δανείων, που ήταν πεσμένες ύστερα από τη χρεοκοπία του 1893, θα ανατιμηθούν μετά τον πόλεμο και τη σίγουρη ήττα της Ελλάδας, σπεκουλάριζε άγρια στις μετοχές. Ένας σύγχρονος γράφει πως οι μεσίτες του χρηματιστηρίου ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες των ανακτόρων. Ο πόλεμος κηρύχτηκε και ο διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχιστράτηγος, έπαθε πανωλεθρία. Φεύγοντας πανικόβλητος κι αφήνοντας ακαθοδήγητο το στρατό, τηλεγραφούσε: «Δεν ξέρω τι να κάνω» («να πεθάνεις» του απάντησε ένας δημοσιογράφος). Χάρη στην επέμβαση της Ρωσίας, ο τούρκικος στρατός σταμάτησε κοντά στη Λαμία και έγινε ειρήνη. Για να πληρώσει την πολεμική αποζημίωση η Ελλάδα αναγκάστηκε να δανειστεί απ’ τους άγγλους. Αλλά για να της δώσουν δάνειο, επεβλήθηκε ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που ζητούσαν οι άγγλοι. Τα σχέδιά τους είχαν πραγματοποιηθεί με τη στενή συνεργασία του παλατιού και της αστοτσιφλικάδικης τάξης. Ο Στέφ. Στεφάνου γράφει: «Ο πόλεμος το 1897 ήταν ένας ψευτοπόλεμος που είχε σκοπό να επιβληθεί στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος». Η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από το ζυγό ενός ξένου, εγγλέζικου, κυρίως, ελέγχου που κρατούσε στα χέρια του την οικονομική της κίνηση. Νέοι δασμοί, έξοδα κλπ., θα γίνονταν στο μέλλον με διαταγή της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής. Τα κυριότερα κρατικά έσοδα τα διαχειριζόταν η Διεθνής Επιτροπή (τελωνειακά, μονοπώλια κλπ.). Η Ελλάδα γινότανε και τυπικά εξαρτημένη χώρα όπως η Τουρκία και άλλες χώρες της Μ. Ανατολής. Ο οικονομολόγος Αγγελόπουλος έλεγε στη Βουλή: «Λησμονείτε, κύριοι, ότι πάψαμε πια να είμαστε χώρα ανεξάρτητη. Μας έπιασε το στιβαρό χέρι του Διεθνούς Ελέγχου κατά τον ίδιο τρόπο που άγγλος αστυφύλακας πιάνει απ’ το γιακά έναν μεθυσμένο και τον πάει όπου αυτός θέλει». Στο αναμεταξύ, η πλουτοκρατία με το παλάτι μάζεψε αρκετά κέρδη από τη σπεκουλάτσια με τις ομολογίες. Όλοι, άγγλοι ιμπεριαλιστές και ντόπιοι πράχτορές τους, ήταν ευχαριστημένοι από τη βρώμικη αυτή υπόθεση. Αλλά ο λαός ξεσηκώθηκε, άρπαξε τα όπλα απ’ τα οπλοπωλεία και ζητούσε εκδίκηση. Στις εκκλησίες ανάγκαζαν τους παπάδες να μην ψέλνουνε το πολυχρόνιο και όταν οι παπάδες το ψέλναν, άδειαζε η εκκλησία. Οι άγγλοι στείλαν πολεμικά για να προστατέψουν τον πράχτορά τους βασιλιά. Μα δεν υπήρχε ο ηγέτης για μια αποτελεσματική εξέγερση. Και η αυθόρμητη αγανάχτηση κατακάθισε με τις μανούβρες του πονηρού Γλύξμπουργκ και των ξένων. Σ’ αυτό χρησίμεψε και μια σκηνοθετημένη απόπειρα δολοφονίας του Γλύξμπουργκ από τον Καρδίτση και τον Κυριακό στις αρχές του 1898. Η προβοκάτσια είναι από τα παλιά όπλα των εκμεταλλευτών…

Στα 1909, η αστική τάξη, που στο αναμεταξύ είχε κάπως δυναμώσει, παρ’ όλο το βραχνά της «Μ. Ιδέας» και την ξενική εξάρτηση – γιατί οι νόμοι της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας λειτούργησαν πάνω απ’ τη θέληση των ανθρώπων – πήρε την ηγεσία στο αστοτσιφλικάδικο μπλοκ. Μα δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την εξουσία για να λύσει, έστω και μερικά, τα δημοκρατικά προβλήματα που είχε καθήκον να λύσει. Ο εκπρόσωπός της Βενιζέλος συμβιβάστηκε με τους τσιφλικάδες, με τα τζάκια και με το παλάτι. Συνέχισε την πολιτική του ξεπουλήματος στους ξένους, όντας όργανο της Αγγλίας. Με εντολή της Αγγλίας, που ξανάστειλε πολεμικά στο Φάληρο για να προστατέψουν το Γεώργιο, όχι μόνο συμβιβάστηκε με το παλάτι, αλλά και το στήριξε και ξανάβαλε το διάδοχο Κωνσταντίνο στο στρατό απ’ όπου είχε διωχτεί για τα στραπάτσα του. Διατύπωσε και θεωρητικά την πολιτική του ξεπουλήματος της ανεξαρτησίας της χώρας, όταν είπε μέσα στη Βουλή στα 1911: «Η ελευθερία των κρατών και η κυριαρχία τους, εσωτερική και εξωτερική, μπορεί πολύ καλά να περιοριστεί με συνθήκες». Και αυτή τη θεωρία εφάρμοσε σ’ όλη την πολιτική του ζωή αυτός ο πιο γνήσιος εκπρόσωπος της αστικής τάξης. Υπολογίζοντας τις μεγάλες διαφορές χρόνου και τόπου και χωρίς, συνεπώς, διάθεση σύγκρισης που δεν είναι δυνατή, δε μπορεί κανένας, βλέποντας τη στάση της αστικής τάξης στα 1909 και ύστερα, με το Βενιζέλο, να μη θυμηθεί τα λόγια του Μαρξ για την πρωσική αστική τάξη: «Χωρίς να πιστεύει στον εαυτό της, χωρίς να πιστεύει στο λαό, μουγγρίζοντας προς τα πάνω, τρέμοντας προς τα κάτω, εγωιστική και προς τις δυο πλευρές, κι έχοντας συνείδηση του εγωισμού της… χρησιμοποιώντας φράσεις αντί για ιδέες… χωρίς καμιά ενεργητικότητα προς μια οποιαδήποτε κατεύθυνση, κλεψιτυπώντας από παντού πρόστυχη γιατί δεν ήταν πρωτότυπη, πρωτότυπη στην προστυχιά… Ένας αναθεματισμένος γέρος που τον είχαν καταραστεί να άγει και να φέρει τα πρώτα νεανικά σκιρτήματα ενός ρωμαλέου λαού προς το δικό του το γεροπαραλημένο συμφέρον, χωρίς μάτια, χωρίς αυτιά, χωρίς δόντια, χωρίς τίποτα – έτσι βρέθηκε στο πηδάλιο του πρωσικού κράτους ύστερα απ’ την επανάσταση του Μάρτη, η πρωσική αστική τάξη» (Μαρξ- Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τ.1ος, σ.63, ελλ.έκδοση).

Οι απανωτές προδοσίες που διέπραξε η κυρίαρχη τάξη στα χρόνια 1914-1922 είναι πιο πρόσφατες και πιο γνωστές. Χωρισμένη σε δυο φατρίες, την παλατιανή με τον Κωνσταντίνο όργανο των γερμανών και τη βενιζελική όργανο των άγγλων, η κυρίαρχη τάξη ξευτέλισε τη χώρα, την έριξε σε απερίγραφτες περιπέτειες, πείνες, συμφορές, βοήθησε τους ξένους να καταδυναστέψουν τη χώρα και το λαό, παράδωσε ολόκληρες επαρχίες και σώματα στρατού στους ξένους και, τελικά, με τη μικρασιατική καταστροφή και τα επακόλουθά της, χειροτέρεψε πιο πολύ την ξενική εξάρτηση. Μπροστά στην εξέγερση του λαού και, ιδιαίτερα, των ένοπλων στρατευμένων παιδιών του, η κυρίαρχη τάξη αναγκάστηκε να εκτελέσει το Γούναρη και τους άλλους σαν προδότες. Αλλά ο Βενιζέλος, που προκάλεσε τη μικρασιατική εκστρατεία, μια εκστρατεία καταδικασμένη σε αποτυχία κατά τη γνώμη των στρατιωτικών και, ιδιαίτερα, του στρατάρχη Φος, ο Βενιζέλος έμεινε για να δηλώσει στα 1929 με γράμμα του στον Π. Τσαλδάρη πως δε θεωρεί προδότες το Γούναρη και τους άλλους.

Αποτέλεσμα αυτής της αντεθνικής πολιτικής που ακολούθησε η κυρίαρχη τάξη απ’ το 1821 και δω ήταν αν βρίσκεται η Ελλάδα εξαρτημένο απ’ το ξένο – αγγλικό – κεφάλαιο, να εμποδιστεί η φυσιολογική της οικονομική ανάπτυξη, να διατηρηθούν σοβαρά φεουδαρχικά υπολείμματα και να κρατηθεί ο λαός σε μια φοβερή εξαθλίωση. Η προδοσία της κυρίαρχης τάξης είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Και η αποκορύφωσή της είναι σήμερα το ολοκληρωτικό ξεπούλημα στους ξένους ιμπεριαλιστές, η αμερικάνικη έκδοση της «Μεγάλης Ιδέας» με την παράλληλη τουρκοφιλία με τους μεντερέδες και τιτοφιλία με τους προδότες του Βελιγραδίου και οι πυρετώδικες πολεμικές συνωμοσίες και ετοιμασίες που στρώνουν το δρόμο για έναν ολοκληρωτικό αφανισμό της χώρας και του λαού.

Και η τάξη εκείνη, που σ’ όλη την ιστορία της δεν έχει να επιδείξει τίποτα άλλο από προδοσίες, τολμάει να μιλάει για πατριωτισμό και για εθνικά συμφέροντα. Τόλμησε να δολοφονήσει έναν μεγάλο πατριώτη, το Ν. Μπελογιάννη και τολμάει να προετοιμάζει την εξόντωση 20 χιλιάδων πατριωτών με τη θεωρία πως δεν είναι πολιτικοί κρατούμενοι αλλά εγκληματίες. Καθήκον μας είναι να ξεσκεπάζουμε με τα άφθονα στοιχεία που μας δίνει η νεοελληνική ιστορία την αντεθνική προδοτική πολιτική και πράξη της κυρίαρχης τάξης, να της αφαιρούμε τον «εθνικόφρονα» μανδύα που μ’ αυτόν προσπαθεί να σκεπάσει τις πομπές της. «Η νερομπογιά του μοναρχοφασιστικού ψευτοπατριωτισμού και της εθνικοφροσύνης» – λέει ο σ. Ζαχαριάδης στην εισήγησή του στην 3η ευρεία ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – «ξεπλένεται αμέσως μόλις έρθει σε επαφή με τα νεοελληνικά πράγματα και γεγονότα… η ντόπια πλουτοκρατία (αστοτσιφλικάδες) ξεπούλησε και ξεπουλά ανεπιφύλαχτα και χοντρικά την εθνική ανεξαρτησία. Πετά στο βούρκο τα εθνικά ιερά των ελλήνων, τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας. Πλουτοκρατία και έθνος αποδείχνονται σήμερα, μέσα απ’ τη ζωή, και περισσότερο απ’ ό,τι χθες, δυο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες, δυο ολότελα αντίθετα πράγματα» (Η 3η ευρεία ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σ.38).

Τις μέρες αυτές, με την ευκαιρία της 25 του Μάρτη, η πλουτοκρατία και τα μεγάφωνά της θα ξαναφρεσκάρουν αυτή τη νερομπογιά του ψευτοπατριωτισμού με άδειες φουσκωμένες κουβέντες τραπεζορητόρων. Στηριγμένοι στα αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα που μας προσφέρει η νεοελληνική ιστορία και στο σημερινό αίσχος της αμερικανοκρατίας, είμαστε σε θέση να δείξουμε όλη αυτή την υποκρισία της εθνικοφροσύνης, της τάξης που από γεννησιμιού της προδίνει, και να δείξουμε πως οι κομμουνιστές συνεχίζουν τις παραδόσεις του λαού, που αυτός στάθηκε, αν και πάντα προδομένος, όπως λέει ο Σολωμός, απ’ την πλουτοκρατία, πιστός στο εθνικό συμφέρον και αντίπαλος των ξένων καταπιεστών. Οι κομμουνιστές στέκονται και σήμερα μπροστάρηδες στον αγώνα για την λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία και κρατάν ψηλά, γερά τη σημαία που τους παράδωσε ο σ. Στάλιν με κείνα τα ιστορικά του λόγια στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ:

«Τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας την έχουν πετάξει σαν κάτι το άχρηστο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη σημαία αυτή θα πρέπει να τη σηκώσετε εσείς, οι εκπρόσωποι των κομμουνιστικών και των δημοκρατικών κομμάτων και να την πάτε μπροστά, αν θέλετε να είστε πατριώτες της χώρας σας, αν θέλετε να γίνετε η καθοδηγητική δύναμη του έθνους. Δεν υπάρχει πια κανένας άλλος για να τη σηκώσει.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέος Κόσμος», τεύχος 3/1953, σ.σ.8-18. Μερικές διορθώσεις σε σημεία στίξεις και κάποιες λέξεις parapoda.

Πηγή: parapoda.wordpress.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το