ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ…

Εφημερίδα «ΡΟΥΜΕΛΗ»

Όργανο της Επιτροπής του ΕΑΜ Στερεάς Ελλάδας

Πρωτομαγιά 1944       

Παρουσιάζουμε σήμερα από το blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης” ένα  σπάνιο ντοκουμέντο από τις ηρωϊκές αντιστασιακές μνήμες του λαού μας, τότε που ο λαός μας και η μάχιμη αντάρτικη πρωτοπορία του αγωνίζονταν ασυμβίβαστα ενάντια στην κτηνώδη ναζιστική κατοχή και τους ντόπιους δοσίλογους συνεργάτες της, για μια πραγματικά λεύτερη ζωή! Μια συγκινητική αναφορά όλο συναίσθημα, επαναστατική ορμή και υπερηφάνεια, δια χειρός του μεγάλου αγωνιστή δημοσιογράφου Τάκη Φίτσου ο οποίος 5 χρόνια αργότερα, το 1949, εκτελέστηκε από το μοναρχοφασιστικό κράτος. Το εξαιρετικό αυτό κείμενο, που θα διαβάσετε παρακάτω, γράφηκε κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του Πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη στην Ανταρτομάνα Ρούμελη, δίπλα στο σκληρά δοκιμαζόμενο μα και ανυπόταχτο λαό της περιοχής.  Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.

Παραθέτουμε, από τη σπάνια εφημερίδα,  το συγκεκριμένο άρθρο…

«Πλημμύριζαν τα βουνά κι’ οι κάμποι μές στο ξανθό φως τ’ Απρίλη, κι’ έλαμπαν οι βασανισμένες καρδιές, κι’ άνθιζε πάνω στα πικραμένα χείλη το χαμόγελο, κι είταν χαρά κι’ ενθουσιασμός και πανηγύρι της χαροκαμένης χωριάτικης ζωής. Κ’ η σκέψη κορυδαλός που πετούσε ψηλά στ’ ακροούρανα και το γαλάζιο φέγγος που απλώνονταν παντού έκανε να σμίγουν χαρούμενες οι φωνές των ανθρώπων, έριχνε το λογισμό στο όνειρο, στο γλυκό όνειρο μιας ευχάριστης πραγματικότητας. Κ’ είταν χαρά, κι’ είταν φως, κι’ ήταν γλυκασμός της ψυχής κι’ ελπίδα γοργοφτέρουγη και θάμπος αχτιδοβόλο και δεν είταν άλλο παρά ο πόθος κι’ η λαχτάρα, κι’ ο βόγγος, κι’ η κραυγή μες απ’ τα πονεμένα στήθη τα Ελληνικά:

-Ζήτω ο Άρης! Αυτό είταν.

Και κείνος, καβαλλάρης, διάβαινε γοργά, και πίσω του καβαλλάρηδες, οι μαυροσκούφηδες, με τα όπλα τα βουτηγμένα στο άτιμο το αίμα του καταχτητή και των προδοτών, τα άγια τα όπλα, παιδιά ηλιοκαμένα του λαού μας, κι είχαν πάρει κι’ αυτά κάτι απ’ τον ανέκφραστο αέρα του Αρχηγού τους, και κάλπαζαν τ’ άλογα  και βροντούσαν θριαμβευτικά τα’ άρματα, και γύρω και μπρος, και παντού, ο λαός, άντρες, γυναίκες, γέροι, κορίτσια, επονίτες γεμάτοι σεμνή οργή, κι αετόπουλα που τιτίβιζαν κι έκαναν τόση φασαρία με τις χαρούμενες τσιριχτές φωνούλες τους :

Ζήτω ο Άρης.

Κι οι μανάδες, με τις γιορτάσιμες μαντήλες τους, έδειχναν στα παιδιά τους, κρατώντας τα στην αγγαλιά, με θαυμασμό δυσκολόκρυφτο και καμάρι, τον Αρχηγό που πέζευε και φιλούσε το σεβάσμιο χέρι του γεροπατέρα που ‘χασε το γιο του στον πόλεμο ή της γριάς μάνας π’ αχνότρεμαν τα μαραμένα χείλη της απ’ τη συγκίνηση, και τα μωρά έπιαναν τα γένια του κι’ έπαιζαν μ’ αυτά κι’ άπλωναν προς αυτόν τα χεράκια τους ή ξαφνιάζονταν καθώς τον έβλεπαν και με φόβο έκρυβαν το προσωπάκι τους το χλωμό απ’ τη στέρηση, στον κόρφο της μάννας τους.

Ολάκερη η λεβέντικη ψυχή του λαού μας η απέθαντη ψυχή, η ψυχή που βογγάει και λαχταράει και πονάει και στέκεται ολόρθη, πολεμιστής ακατάβλητος, πολεμιστής αντρειωμένος για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, δείχνονταν περίλαμπρη αυτές τις ώρες, τις αξέχαστες ώρες, καθώς κάλπαζαν τα’ άλογα, και βροντούσαν θριαμβικά τα’ άρματα, κι’ αντιλαλούσε το τραγούδι το ηρωϊκό.

Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά

πέφτουν  ντουφέκια ανάρια,

ο Άρης κάνει πόλεμο

μ’ αντάρτες παλληκάρια ..

Έξω, στον κάμπο, σήκωναν ψηλά τα ροζιασμένα χέρια τους οι αγρότες, κ’ οι αγρότισσες τις αξίνες τους χαιρετώντας μ’ αυτές καθώς έσκαβαν τη γη, και σταματούσαν ξαφνιασμένοι στο αναπάντεχο πέρασμα των μαυροσκούφηδων, κι΄ έτρεχαν και πηδούσαν, σαν κατσίκια τους φράχτες και τα χαντάκια, κι έρχονταν να ιδούν «τουν καπιτάνιου» κι όσοι τον ήξεραν από παληότερα που πέρασε απ’ το χωριό τους, του’λεγαν καμαρωτά και με πεποίθηση:

– «Αμ’ έννοια σ’ Αρχηγέ μ’ κι ειν’ ούλου του χουριό μι του Ιαμ, κι μι σας τα’ αντάρτις. Άϊντι στι δλειά σ’, άϊντι στου καλό, κι μεις ιδώ είμαστ, βαστάμι γιρά». …

Κι’ έλαμπαν οι καρδιές όλων, οι βασανισμένες καρδιές, κι είταν χαρά, κι είταν φως, κι είταν ήλιος, ένας μεγάλος ήλιος μέσα σ’ όλους μας που θέρμαινε κ’ είταν πόνος γλυκός, κ’ είταν πεποίθηση.

Κ’ ύστερα, κι’ άλλοι κάμποι, κι άλλα βουνά, κι’ άλλα χωριά, και κάλπαζαν τ’ άλογα, και βροντούσαν θριαμβικά τα’ άρματα, και παντού η ανίκητη ψυχή του λαού, του λαού μας, που παλεύει κι’ αγωνίζεται με την αξίνα στο χωράφι, με το σφυρί στο εργοστάσιο, με το ντουφέκι στο χέρι για τη λευτεριά, τη χιλιάκριβη λευτεριά…»

                                                                                                                             Τ. ΦΙΤΣΟΣ

 

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το