“Με­κτού­μπ” αγάπη μου, του Αμπντελατίφ Κεσίς. Γαλλία – Ιταλία (2017)

Τον Αύ­γου­στο του 1994, ο νε­α­ρός Τυ­νή­σιος Αμίν επι­στρέφει στη γε­νέθλια Σετ, πα­ρα­λια­κή πόλη της Νότιας Γαλ­λί­ας, έχο­ντας πρόσφα­τα εγκα­τα­λεί­ψει τις σπου­δές του στην Ια­τρι­κή, ενώ ανι­χνεύ­ει δυ­να­τότη­τες απα­σχόλη­σης στον κι­νη­μα­το­γράφο και τη φω­το­γρα­φία. 
Μια πρώτη συ­νάντη­ση με την παι­δι­κή του φί­λη Οφε­λί, αρ­ρα­βω­νια­σμένης με τον Κλε­μάν – που εκτί­ει την στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία στο Ιράκ – απο­κα­λύ­πτει αιφ­νι­δια­στι­κά τη φλο­γε­ρή της ερω­τι­κή σχέση με τον γοη­τευ­τι­κό (κι άκρως επιρ­ρε­πή στα γυ­ναι­κεία θέλ­γη­τρα) ξάδερ­φό του Το­νί.

Η συ­νέχεια εί­ναι μια διαρ­κής πα­λιν­δρόμη­ση ανάμε­σα σε πρόσκαι­ρες απο­λαύ­σεις και μι­κρά κα­λο­και­ρι­νά δράμα­τα, που άλ­λο­τε σβή­νουν αθόρυ­βα κι άλ­λο­τε γί­νο­νται μι­κρά αγκάθια – όλα υπό το φως ενός εκτυ­φλω­τι­κού ήλιου.
Η πρώτη ται­νία (το πρώτο άσμα: “Canto Uno”) της επι­κεί­με­νης τρι­λο­γί­ας του πο­λυ­βρα­βευ­μένου Γαλ­λο­τυ­νή­σιου σκη­νο­θέτη, δη­μιουρ­γού του «Κου­σκούς με φρέσκο ψάρι» (2007 – Ει­δι­κό βρα­βείο της Κρι­τι­κής Επι­τρο­πής στο φε­στι­βάλ της Βε­νε­τί­ας, βρα­βείο Σε­ζάρ κα­λύ­τε­ρης σκη­νο­θε­σί­ας), του συ­γκλο­νι­στι­κού «Μαύ­ρη Αφρο­δί­τη» (2010),και του «Η ζωή της Αντέλ» (2013 – Χρυ­σός Φοί­νι­κας στο Φε­στι­βάλ των Καν­νών), βα­σι­σμένης στο μυ­θι­στόρη­μα «Η πλη­γή, η αλη­θι­νή» του συγ­γρα­φέα τού «Ανάμε­σα στους τοί­χους» Φραν­σουά Μπε­γκο­ντώ, δί­νει από την αρ­χή ακόμα ένα ευ­διάκρι­το στίγ­μα των στόχων της. Όχι μία αλ­λά δύο θρη­σκευ­τι­κές ρή­σεις δια­γράφο­νται ευ­κρι­νώς στο πρώτο πλάνο, εναρ­μο­νι­ζόμε­νες έμ­με­σα με τον τί­τλο της ται­νί­ας (Mektoub ση­μαί­νει πε­πρω­μένο στα Αρα­βι­κά): μία από το κα­τά Ιω­άν­νη Ευαγ­γέλιο “Ο Θε­ός εί­ναι το φως του κόσμου”, και μία από το Κο­ράνι “Φως πάνω στο φως, ο Θε­ός δί­νει το Φως του σ’ όποιον επι­θυ­μεί”. Φράσεις ωστόσο που ο θε­α­τής αντι­πα­ρέρ­χε­ται θέλο­ντας και μη, κα­θώς κε­ραυ­νο­βο­λεί­ται άμε­σα και σχε­δόν εμπρη­στι­κά από μια γε­μάτη έντα­ση ερω­τι­κή συ­νεύ­ρε­ση, όπου το “θεϊκό φως” εκλύ­ε­ται εν αφθο­νία από την απε­λευ­θε­ρω­τι­κή γύ­μνια και το πάθος των (νε­α­ρών) ερα­στών. Θα μπο­ρού­σε να υπο­θέσει κα­νείς ότι ο Θε­ός του Κε­σίς κα­τοι­κεί σ’ αυ­τά τα φω­τει­νά σώμα­τα που σμί­γουν – έτσι που «φτε­ρού­γες φυ­τρώνουν στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος εί­ναι πραγ­μα­τι­κός και χει­ρο­πια­στός […]», όπως θέλει ο Οκτάβιο Παζ.

Ση­μαί­νον σκη­νι­κό σφρι­γη­λής νιό­­της κι απα­στράπτο­ντος γυ­μνού κάλ­λους, όπου μόνο ο έρω­τας κα­τα­φέρ­νει να εκ­πέμ­ψει δυ­να­τά: ο αι­σθη­σια­σμός της Οφε­λί εί­ναι πριν απ’ όλα η λάμ­ψη μιας ερω­τευ­μένης γυ­ναί­κα­ς, που δια­τη­ρεί αδιάκο­πα επα­φή με τη φυ­σι­κή πλευ­ρά των πραγ­μάτων – όχι μόνο τη δι­κή της. Και στο πλάι της δια­κρι­τι­κά υπο­στη­ρι­κτι­κός, πε­ρισ­σότε­ρο πα­ρα­τη­ρη­τής πα­ρά δρών υπο­κεί­με­νο, ο ρο­μα­ντι­κός Αμίν, ανι­χνεύ­ει το δι­κό του μο­νο­πάτι, κλεί­νο­ντας τ’ αυ­τιά του στο τρα­γού­δι των σει­ρή­νων.

Ηχη­ρά γέλια που εναρ­μο­νί­ζο­νται με τον θόρυ­βο των κυ­μάτων, μυ­στι­κά που δεν αντέχουν να μένουν κρυμ­μένα, εύ­κο­λες υπο­σχέσεις που τις σκορ­πί­ζει στη στιγ­μή ο αέρας, αει­κί­νη­τη κάμε­ρα που πα­ρα­κο­λου­θεί και τις πιο μι­κρές λε­πτο­μέρειες, και στο φόντο, σε δια­κρι­τό κο­ντράστ, η θαυ­μα­στή γέν­νη­ση κι ανα­γέν­νη­ση της ζω­ής, η πα­ντο­δύ­να­μη φύ­ση: τα αρ­γόσυρ­τα πλάνα του αρ­μέγ­μα­τος – και των μι­κρών προ­βάτων που σκάνε απ’ τις κοι­λιές των μα­νάδων τους για να ση­κω­θούν στα πόδια τους δευ­τε­ρόλε­πτα μόλις αρ­γότε­ρα – αρ­κούν για να μας θυ­μί­σουν το βάθος ης σπου­δής που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το σι­νε­μά του 59χρο­νου Γαλ­λο­τυ­νή­σιου, ο οποί­ος ανα­πλάθει εδώ σ’ ένα βαθ­μό – με τις όποιες πα­ραλ­λα­γές – μέρος των προ­σω­πι­κών του βιω­μάτων, κα­θώς ο γεν­νη­μένος στην Τύ­νι­δα Κε­σίς με­γάλω­σε στη Νί­καια της Νότιας Γαλ­λί­ας.
Κι αν οι στόχοι του δεν γί­νο­νται από­­λυ­τα ευ­κρι­νείς από την πρώτη ανάγνω­ση, (πρόκει­ται άλ­λω­στε όπως ση­μειώθη­κε πα­ρα­πάνω για το πρώτο μέρος μιας πολ­λά υπο­σχόμε­νης τρι­λο­γί­ας), o να­του­ρα­λι­σμός της μα­τιάς κι η κα­λο­ζυ­γι­σμένη κλι­μάκω­ση της ιστο­ρί­ας αφή­νουν ικα­νές αιχ­μές για το ιδε­ο­λο­γι­κό υπόβα­θρο της ται­νί­ας. Η αδιάκο­πη πα­ρέλα­ση γυα­λι­στε­ρών γλου­τών και προ­κλη­τι­κών χει­ρο­νο­μιών που επαυ­ξάνο­νται όσο ωρι­μάζει ο μή­νας, πα­ρα­πέμπει σε δεύ­τε­ρο πλάνο στον εύ­σχη­μα καλ­λιερ­γού­με­νο ακόμα τότε (βα­θύ­τα­τα αντι-ερω­τι­κό στην ου­σία του) “πο­λι­τι­σμό” της ηδο­νι­στι­κής ει­κόνας. Η έντα­ση της επι­θυ­μί­ας ελάχι­στα ανάγε­ται στην πρόκλη­ση• η γύ­μνια κι η ωμή γλώσ­σα ως κράχτες ερω­τι­σμού δεν πεί­θουν, μάθη­μα που οι λα­μπε­ροί ήρω­ες του Κε­σίς δι­δάσκο­νται μάλ­λον επώδυ­να.
Ο ίδιος ο Κε­σίς, σε συ­νέντευ­ξή του με αφορ­μή την κυ­κλο­φο­ρία του “Mektoub, αγάπη μου” κα­τα­θέτει: “Όταν διάβα­σα στα 2010 το «Η πλη­γή, η αλη­θι­νή», πραγ­μα­τι­κά το λάτρε­ψα. Πρόκει­ται για μια αφή­γη­ση μύ­η­σης, μ’ έναν πραγ­μα­τι­κό μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα, με την πιο πα­ρα­δο­σια­κή έν­νοια του όρου: ένας νέος ρο­μα­ντι­κός άντρας που γράφει ποι­ή­μα­τα, και που θα μπο­ρού­σε να εξε­λι­χθεί σε μυ­θι­στο­ριο­γράφο ή κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή. Πα­ρα­πέμπει σε ήρω­ες του Στα­ντάλ, του Μπαλ­ζάκ, του Φλω­μπέρ… Στο κλασ­σι­κό γαλ­λι­κό μυ­θι­στόρη­μα ο ήρω­ας εί­ναι συ­χνά ένα αγόρι που έρ­χε­ται απ’ την επαρ­χία, εγκα­θί­στα­ται στο Πα­ρί­σι, δου­λεύ­ει σ’ ένα τυ­πο­γρα­φείο, σε μια εκ­δο­τι­κή επι­χεί­ρη­ση, στο λο­γο­τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον…
Κάτι ακόμα που μ’ άγ­γι­ξε στο μυ­θι­στόρη­μα του Μπε­γκο­ντώ, εί­ναι η ατμό­­σφαι­ρα του κα­λο­και­ριού, των δια­κο­πών, ο δι­σταγ­μός της επι­θυ­μί­ας και του συ­ναι­σθή­μα­τος. Ο ήρω­ας ονο­μα­ζόταν Φραν­σουά και τον ξα­να­βάφτι­σα Αμίν. Το μυ­θι­στόρη­μα ήταν το­πο­θε­τη­μένο στο Βορ­ρά της Γαλ­λί­ας και το επα­να­το­πο­θέτη­σα στο Νότο, στη Σετ. Για­τί εί­ναι η πε­ριο­χή απ’ όπου προ­έρ­χο­μαι, και που γνω­ρί­ζω κα­λά. […] 
Αυ­τό που κατ’ εξο­χήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον ήρωα εί­ναι η θέση του ως μάρ­τυ­ρα, του πα­ρα­τη­ρη­τή αυ­τών που τον πε­ρι­βάλ­λουν, – και της επο­χής του”.
Δυ­να­τό σι­νε­μά πολ­λα­πλών επι­πέδων κι ανα­γνώσε­ων από έναν τολ­μη­ρό δη­μιουρ­γό, που θυ­μί­ζει Ρο­μέρ στα κα­λύ­τε­ρά του.
Το ανα­με­νόμε­νο δεύ­τε­ρο μέρος της τρι­λο­γί­ας με τί­τλο «Ιντερ­μέτζο», κάνει πρε­μιέρα τον Μάιο, στο φε­στι­βάλ των Καν­νών.

Θέμις Άμαλλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το