Όπως κάποτε η φωνή του Καζαντζίδη για τους μετανάστες στα εργοστάσια του Ντίσελντορφ, το τζουκ μποξ του καφενείου για τα εξοδούχα ‘στραβάδια’ στην άδεια επαρχία, οι γονυκλισίες των έρημων γυναικών μπροστά σε βλοσυρές εικόνες, οι ταινίες, καλοί μου άνθρωποι, του Βέγγου, και τα συναπαντήματα παλιών συντρόφων τις Πρωτομαγιές.

Τώρα μόνο η λαϊκή αγορά! Σκέτα, η Λαϊκή!

Σα να ‘ναι το μόνο λαϊκό απομεινάρι, μέσα σε μια πλαστική, απρόσωπη έρημο. Ειδικά τώρα, σ’ αυτό τον άρρωστο καιρό, η μόνη λαϊκή παρηγοριά!

Ούτε window shopping, ούτε shopping therapy. Ευτυχώς δηλαδή, ουδέν κακόν κλπ. Αν θες να γιάνεις λίγο τα μάτια από την αχρωμία της ερήμου, εδώ στη λαϊκή παρηγοριά, το πιο βαθύ μελιτζανί της φλάσκας, το κεχριμπαρί των μανταρινιών, το ξινό κίτρινο των λεμονιών, το βαθυπράσινο του πικροράδικου.

Εδώ τα ψάρια που δεν έχουν το θολό μάτι της βαθιάς κατάψυξης, εδώ χταπόδια με ευλύγιστα πλοκάμια, πριν πάθουν την ακαμψία του πάγου, πατάτες που μυρίζουν φρεσκοσκαμμένο χώμα και κόκκινες ντομάτες σε εγκάρσια διατομή, για να μοστράρουν το χυμώδη κόρφο τους.

Και βέβαια στη χώρα, που ακόμα φυτρώνουν “αμπέλια και χρυσές ελιές”, η λαϊκή παρηγοριά γεμάτη τσίγκινες και πλαστικές λεκάνες, με θρούμπες, χαμάδες, καλαμών και μανάκια.

Ξαναγυρνάμε στο “ψωμί κι ελιά”, χωρίς ευτυχώς το δεύτερο μισό της λιτοδίαιτης φτώχειας μας.

Εδώ ο Βαγγέλης, ο Οσμάν, ο Σερήφ, ο μπάρμπα Μήτσος κι ο μπάρμπα Τάσος.

Ο κρυόκωλος μπαρμπα Στάθης αλλού, στις καταψύξεις των super. Εδώ τα χοντρά χέρια των παραγωγών και των Πακιστανών εργατών της γης, με τα νύχια γεμάτα χώμα και τους ρόζους που τους κόβουν τη νύχτα με σουγιά. Οι έμποροι, που παριστάνουν τους παραγωγούς, ξεχωρίζουν απ’ τα χέρια, με τα μαλακά δάχτυλα και τα καθαρά νύχια.

Μια συμπύκνωση ανθρώπων στον καιρό των αποστάσεων, η ανοιχτή αγορά στον καιρό των λουκέτων και ο μόνος δρόμος με ζωή στον καιρό της ερημιάς. Η λαϊκή παρηγοριά, γεμάτη φωνές, χρώματα, μυρωδιές, τσίκνα, συναπαντήματα, σκουντήματα, τελάληδες κι ερωτικά υπονοούμενα. Φωνές βαριές, τσιριχτές, πειραχτικές, κι ας βγαίνουν κάτω από τη μάσκα. Στις φωνές και στα μάτια κρεμάστηκαν όλες οι αισθήσεις μας. Τα βλέμματα πάνω από τη μάσκα, λοξά, προκλητικά, αυστηρά ή παιχνιδιάρικα προσπαθούν να αναπληρώσουν το ταπωμένο χαμόγελο, το γέλιο, το σφύριγμα.

Δυο στίχοι του Τσιτσάνη κι άλλοι δυο του Μητροπάνου, για να κρατιέται η συνέχεια στο λαϊκό μας ρεπερτόριο.

“Έλααα! Μόνο ένα! Πάρε! Τόσα δίνω, πόσα θες, στα Λαδάδικα πουλάν αυτό που λες” και καψουροτράγουδα, δίκην απαγγελίας.

Όπως λένε οι τσαχπίνηδες, η λαϊκή και φτηνό φαϊ και τέρψη των ματιών. Παζάρι και νυφοπάζαρο!

Η λαϊκή μας, η μόνη οικονομία μιας χώρας πτωχευμένης και η μόνη παρηγοριά ενός καιρού απαρηγόρητου.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το