Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε ως εδώ…
Μαζέψαμε τις τελευταίες σταγόνες αίματος και φόβου μέσα από τα συντρίμμια
Κρατήσαμε μόνο μια σκονισμένη κούκλα και μία ματωμένη φανέλα για το ταξίδι και για τα παιδιά…
Κακοδρομίσαμε μέσα σε φαράγγια σκόνης, φωτιάς και θανάτου..
Χάσαμε άλλους μισούς στο δρόμο, όσους δεν άντεξαν στις πληγές τους
Φορέσαμε τις τελευταίες μας ελπίδες, ελπίδες από λάστιχο ανθεκτικό στρόγγυλο, φωσφοριζέ, ελπίδες πανάκριβες μέσα στη μαύρη αγορά.

Βαδίσαμε στα μαύρα νερά του Αχέροντα, αδυσώπητα και λυσσασμένα ορμούσανε πάνω μας…
Ξεπεράσαμε τους πλωτούς κέρβερους άλλους κόκκινους άλλους γαλάζιους, άλλους μαύρους, όλοι τους άγριοι με πολλά κεφάλια..
Όσοι γλιτώσαμε παραδώσαμε τις τελευταίες λιπόθυμες, λιγόθυμες ανάσες μας στην καινούργια στεριά…
Συναντήσαμε καινούργια χώματα, καινούργιες ελπίδες, καινούργια τέρατα, καινούργιους εφιάλτες..
Γνωρίσαμε τους νέους μας εχθρούς, αγαπήσαμε τους νέους μας φόβους, κοιμηθήκαμε με έναν καινούργιο τρόμο…

Να μείνουμε δεν μπορούσαμε…
Να φύγουμε δεν μας επέτρεπαν…
Να επιστρέψουμε δεν γινόταν…

Μόνο να ξαναγνωριστούμε μπορούσαμε..
Να ξανακοιταχτούμε μεταξύ μας..
Να αποδεχθούμε τα νέα μας ονόματα…
Λαθραία μάνα με λένε τώρα…
Λαθραία μάνα…

Δημήτρης Παπαδημητρίου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το