Την παγιωμένη τακτική του ακολούθησε για μια ακόμα φορά ο Τσίπρας στη φετινή ΔΕΘ, αυτή της προσωπικής αντιπαράθεσης με το Μητσοτάκη θέτοντας αποπροσανατολιστικά το δίλημμα «δημοκρατία ή ολιγαρχία, κράτος ή παρακράτος» ως το κυρίαρχο προεκλογικό ερώτημα. Σχεδόν σε ολόκληρη την περίοδο της διακυβέρνησης της ΝΔ άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια τακτική της σύγκρουσης με τον Μητσοτάκη, αφήνοντας έξω από το στόχαστρό του τη δεξιά – αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν σε όλα τα βασικά ζητήματα της τελευταίας τριετίας ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα συνέπλευσε με την κυβερνητική πολιτική, μετατράπηκε στο αναγκαίο συμπλήρωμά της, στηρίζοντας βασικά αντιλαϊκά νομοσχέδια της ΝΔ.

Όσο κι αν η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, τα οποία μπαίνουν διαρκώς στο στόχαστρο της δεξιάς πολιτικής (χουντονόμοι, πανεπιστημιακή αστυνομία, άσυλο, υποκλοπές, καταστολή κλπ), είναι ένα κεντρικής σημασίας ζήτημα για το λαϊκό κίνημα, ο ΣΥΡΙΖΑ με την δημαγωγική του στάση συγκαλύπτει τις αιτίες που γεννούν όλα αυτά. Αφήνει στο απυρόβλητο την πολιτική τής φτώχειας, της ακρίβειας, της ανεργίας, της εμπλοκής στον πόλεμο και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, της πολιτικής εκείνης δηλαδή που έχει ως αναγκαίο στήριγμά της την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, την καταστολή και την κατάπνιξη των λαϊκών αντιστάσεων. Επιχειρεί να αποδράσει από τις ευθύνες του επιλέγοντας την «εύκολη» αλλά ρηχή, φτηνή και αποπροσανατολιστική προσωπική αντιπαράθεση με το Μητσοτάκη στοχεύοντας παράλληλα να επιταχύνει τη φθορά του.
Ακολουθεί αυτή την τακτική και για έναν ακόμα λόγο. Στο προεκλογικό σκηνικό που στήνεται με γοργούς ρυθμούς, προσπαθεί στήσει γέφυρες επικοινωνίας για μια μετεκλογική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και άλλες δυνάμεις στα πλαίσια ενός δήθεν «δημοκρατικού μετώπου». Μπροστά σε αυτή την προοπτική επιδιώκει από τώρα να επιβάλει τους όρους του, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, ασκώντας πιέσεις προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.

Μπροστά όμως στα καυτά προβλήματα της καλπάζουσας ακρίβειας και της φτώχειας, που αποτελούν το καθημερινό βάσανο για τα πλατιά εργατολαϊκά στρώματα, οι προεκλογικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρουν και πολύ από όσα έλεγε μια εβδομάδα νωρίτερα ο Μητσοτάκης. Ο Τσίπρας παρουσίασε τους έξι άξονες των δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι αποτελούν παραλλαγές των όσων εξήγγειλε νωρίτερα η ΝΔ δια στόματος Μητσοτάκη. Πιο συγκεκριμένα οι άξονες του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν:
– στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης
– στην αύξηση του εισοδήματος και τη φορολογία
– στο κοινωνικό κράτος (Υγεία – Παιδεία) και την εργασία
– στη λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση»
– μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και την ΕΥΠ
– αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Χωρίς ίχνος ντροπής ο ΣΥΡΙΖΑ προαναγγέλλει την κρατικοποίηση της ΔΕΗ, με την επιστροφή του 51% στον έλεγχο του Δημοσίου, την επιβολή πλαφόν στο ρεύμα, κατά τα πρότυπα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, καθώς επίσης και την επιβολή αντίστοιχου πλαφόν στις τιμές των καυσίμων (φυσικό αέριο, πετρέλαιο). Δεν παρέλειψε βέβαια να προαναγγείλει -ξανά- τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Ας θυμίσουμε ότι με την πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, ξεπουλώντας το δημόσιο πλούτο, στο όνομα της απελευθέρωσης της ενέργειας. Ταυτόχρονα έδειξε το δρόμο για τη μετατροπή του ηλεκτρικού από αγαθό σε αντικείμενο τζόγου στα χρηματιστήρια της ενέργειας. Όπως επίσης βάθυνε την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας εγκαινιάζοντας την πολιτική της περίφημης στροφής προς τις ΑΠΕ, κλείνοντας πολλές λιγνιτικές μονάδες. Και όλα αυτά υπαγορευμένα πρώτα και κύρια από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Σήμερα, μπροστά στην πρωτοφανή ενεργειακή κρίση που απειλεί να καταδικάσει το λαό σε μια ατελείωτη βαρυχειμωνιά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένοχος γιατί με την πολιτική του έβαλε πολλά λιθαράκια στη σημερινή ζοφερή κατάσταση.

Τη στιγμή που οι μισθοί και οι συντάξεις αφαιμάζονται από την ανελέητη φοροληστρική πολιτική, την ακρίβεια σε όλα τα βασικά είδη, την ενέργεια και τα καύσιμα, την ώρα που τεράστια τμήματα του λαού φτωχοποιούνται βίαια, ο ΣΥΡΙΖΑ τάζει ψίχουλα, επιδόματα εξαθλίωσης και φιλοδωρήματα πείνας. Υπόσχεται αύξηση-κοροϊδία στον κατώτατο μισθό στα 800€, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση ανακοινώνει ότι ως τον Μάιο του 2023 το ύψος του θα έχει φτάσει τα 831€. Όσο όμως προκλητικά η κυβέρνηση χρησιμοποιεί λογιστικές αλχημείες, κάνοντας αναγωγή των 14 μισθών στους 12, για να παρουσιάσει αυτή την αύξηση, άλλο τόσο πρόκληση είναι η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που διαφοροποιεί στην πραγματικότητα τις εξαγγελίες του μεν από τον δε είναι μόλις …49€.

Αυτό άλλωστε εννοούσε ο Τσίπρας όταν είπε στη συνέντευξη τύπου της στη ΔΕΘ πως «τα μέτρα είναι κοστολογημένα». Το συνολικό ύψος της παροχολογίας του ΣΥΡΙΖΑ φτάνει τα 5,6δισ. ευρώ δηλαδή μόλις 100εκατ. ευρώ περισσότερα έναντι των 5,5δισ. που ανακοίνωνε μια εβδομάδα νωρίτερα η ΝΔ. Τα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα διαγκωνίζονται για το ποιος από τους δύο θα γίνει ο καλύτερος διαχειριστής της πολιτικής της φτώχειας και της ακρίβειας.
Όπως επίσης διαγκωνίζονται μπροστά στο μεγάλο κεφάλαιο για το ποιος θα είναι ο πιο αποδοτικός διαχειριστής των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και η ΝΔ ετοιμάζονται να μοιράσουν τον πακτωλό των εκατομμυρίων ευρώ στο ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο για να στηρίξουν την κερδοφορία του, την ώρα που υπόσχονται νέες φοροελαφρύνσεις και απαλλαγές. Διαφοροποιούνται μόνο στη διανομή και κατανομή των κεφαλαίων. Φτώχεια δηλαδή για το λαό, αμύθητα κέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο.

Σαν κακόγουστο αστείο και πλειοδοσία ακούγεται η κατάργηση του αντεργατικού τερατουργήματος «Χατζηδάκη», η επαναφορά του 8ωρου και η «σταδιακή» θέσπιση του 7ωρου «χωρίς μείωση των αποδοχών» που έταξε από το βήμα της ΔΕΘ ο Τσίπρας. Τόσο σε πολιτικό όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις του μέσα στα συνδικάτα αδράνησαν, ροκάνισαν το χρόνο, εμπόδισαν με κάθε τρόπο και προσχήματα την ανάπτυξη πανεργατικών αγώνων για να μην ψηφιστεί το κακόφημο ν/σχ. Την επομένη της ψήφισής του οι συνδικαλιστικές του δυνάμεις υποτάχθηκαν στα αντισυνδικαλιστικά μέτρα που επέβαλε ο νόμος «Χατζηδάκη». Πολύ περισσότερο όμως είναι πρόκληση όταν ως κυβέρνηση υπηρετώντας την πολιτική των μνημονίων έβαλε πλάτη στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών συμβάσεων, που τώρα υπόσχεται να επαναφέρει, όταν άφησε ελεύθερο το πεδίο στην εργοδοσία να καταστρατηγεί ωράρια, εργασιακά δικαιώματα, να τρομοκρατεί ανελέητα τους εργαζόμενους, να απολύει κατά το δοκούν.

Μπροστά στην προεκλογική περίοδο που ξανοίγεται ο ΣΥΡΙΖΑ θα εντείνει τη δημαγωγία και την παροχολογία επενδεδυμένη με φιλολαϊκό και ολίγον «αριστερούτσικο» περιτύλιγμα, επιδιώκοντας να εισπράξει τη γενικευμένη λαϊκή οργή και αγανάκτηση. Η «επόμενη φορά» όμως αναμένεται να είναι η ίδια και χειρότερη από την «πρώτη φορά». Καμία λοιπόν εμπιστοσύνη και καμία αυταπάτη μπροστά στα κάλπικα εκλογικά διλήμματα που θα σπείρει ο ΣΥΡΙΖΑ.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το