Της Ηλέκτρας Κωνσταντινίδου

Ημέρα μνήμης για μας τους Κοκκινιώτες η 17 Αυγούστου. Θυμάμαι όταν είμαστε παιδιά, τη δεκαετία του 50, δεν γινόταν να μην ξέρουμε. Ο τόπος μάς μιλούσε. Έμενα Μεσολογγίου 9. Στο 4 ήταν ένα μαγαζί με κατεβασμένα ρολά και δίπλα μια σιδερένια πόρτα. Οδηγούσε στην αυλή και το σπίτι της οικογένειας Μαλαματενάκη. Μπροστά σ΄αυτήν την πόρτα εξελίχθηκε τη μέρα εκείνη μια τραγωδία. Ακούστηκαν φωνές και πυροβολισμοί. Βγήκε έξω το αγόρι να δει και του έριξαν. Έπεσε νεκρός μπροστά στην πόρτα του. Τρέξανε και οι δυο γονείς. Τρεις νεκροί μπροστά στη σιδερένια πόρτα.

Έμειναν τα δυο κορίτσια 16 η μεγάλη, 14 η μικρή και η γειτονιά. Το αγαπούσαμε αυτό το σπίτι, πάντα ανοιχτό στα παιχνίδια μας κι ο Μπάμπης αγαπημένος φίλος. Κι η πόρτα είχε τη δική της ιστορία. Πηγαίνοντας στο σχολείο το δημοτικό κατεβαίναμε την Κιλικίας και περνούσαμε καθημερινά από το χώρο του μαρτυρίου. Μάντρα, πλατεία, μνημείο. Και η οικογενειακή ιστορία.

Μέσα στα θύματα ο γιος της θείας Ευαγγελίας, αδελφής του πατέρα μου, ο 16χρονος Λεωνίδας Μαραθέφτης. Πρωτοξάδελφος ήρωας. Το πένθος, οι φωτογραφίες του, οι συγκλονιστικές αφηγήσεις.

Διαβάζω στο βιβλίο του Δ. Λιάτσου: ” Φέρανε θριαμβευτικά τη Διαμάντω Κουμπάκη. Την χτυπάνε με μανία. Της σκίζουνε τα στήθια…Τη στιγμή που τη μπάζανε στο χώρο των εκτελέσεων, φέρανε μαζί και ένα παλληκάρι, τον Μαραθέφτη, που έκλαιγε. Τον αγκαλιάζει, τον παρηγορεί και του λέει…έπεσε στο πλευρό της. Θαύμασα την εικοσάχρονη λεβέντισσα και λάτρεψα γι΄αυτή την τελευταία στιγμή το Λεωνίδα μας. Ο μπαμπάς μου δεν βγήκε. Ήταν σίγουρος για το τέλος του αν πήγαινε στην πλατεία. Κρύφτηκε σε μια καταπακτή που είχε το σπίτι. Το γεγονός το έζησε η αδελφή μου, εξάχρονη τότε και μου το είχε αφηγηθεί. Κάθε φορά που για κάποιο λόγο ανοίγαμε την καταπακτή ζωγράφιζα τη φιγούρα του.

Διάβασα πριν λίγα χρόνια το αφήγημα του Τάκη Μπενά που πέρασε κι αυτός τη μέρα αυτή στην Κοκκινιά κρυμμένος σε μια καταπακτή. Ένιωσα πιο έντονα και την δική μου ιστορία. “Γύρισα στο σπίτι. Κάποιοι άνθρωποι ήταν κιόλας ανήσυχοι στο δρόμο. Μπήκα μέσα και προτού προλάβω να πω τα δικά μου, άκουσα το μαντάτο. Μπλόκο. Είχανε ακουστεί τα χωνιά στη διπλανή γειτονιά κι όπου να ’ναι θα ’ρχονταν και προς τα δω. Σε πέντε λεπτά ακούστηκαν καθαρά: «Όλοι οι άντρες από δεκαπέντε μέχρι εξήντα χρόνων να παρουσιαστούν στην πλατεία. Όποιος βρεθεί μέσα σε σπίτι θα εκτελείται επί τόπου». Τόμπολα! Αυτό ήταν. Βρεθήκαμε στη φάκα. Κι εγώ ξένος, όχι Κοκκινιώτης. Σίγουρος χαμός αν πάω στην πλατεία. Σίγουρος κι αν μείνω και με βρουν στο σπίτι. Άσε που θα την πλήρωναν και οι νοικοκυραίοι. Προσπαθώντας να πάρω μίαν απόφαση, άκουσα τον γερο-Κουλίζο να λέει στο γιο του και σε μένα:

—Δε θα πάτε πουθενά. Θα σας κρύψω εγώ. Εμένα δε με πειράζουν, γέρος είμαι και σακάτης. Ήτανε 64 χρονών και ανάπηρος στο ένα πόδι. Έσυρε το τραπέζι στην άκρη της κάμαρας, σήκωσε το χαλί και γονατιστός στο γερό του πόδι τράβηξε το αόρατο από τη σκόνη καπάκι της καταπαχτής.

—Χωθείτε μέσα, μας λέει, και τσιμουδιά. Χωθήκαμε. Δηλαδή μπρούμυτα, στα τέσσερα, αφού το ύψος της δεν πέρναγε τους ογδόντα πόντους. Συρθήκαμε μακριά από το άνοιγμα, σαν φοβισμένα ζωντανά. Μας είχε πιαστεί η ανάσα που έμελλε να γίνει και η αγκούσα μας. Μια πνιχτή υγρασία βασίλευε εκεί μέσα. Είχαμε μπει στα θεμέλια του σπιτιού.. Λιγοστό φως έμπαινε σ’ αυτόν τον τάφο που όταν συνήθισαν τα μάτια στο σκοτάδι, κατάλαβα πως πέρναγε από μια αυτοσχέδια μικρή μικρή τρυπημένη λαμαρίνα, κάτι σαν παραθυράκι που έβλεπε πίσω στην αυλή του σπιτιού. Παλιά μαστορική, για να αερίζονται τα θεμέλια των σπιτιών. Αυτό το φωτάκι ήταν μια παρηγοριά. Μια σχέση με τη ζωή, έτσι καθώς βρεθήκαμε θαμμένοι ζωντανοί. Δεν κράτησε πολύ. Μια γλάστρα που μετακίνησαν τα χέρια της μάνας του ‘Οθωνα για να κρύψει την τρύπα, μισόσβησε το λιγοστό φως κι έκανε πιο δύσκολη την ανάσα. Σε λίγο σουρθήκαμε προς τα κει για ν’ ανασάνουμε.

Βάζαμε με τη σειρά πότε ο ένας, πότε ο άλλος, το στόμα μας κοντά στις τρύπες της λαμαρίνας και ρουφούσαμε αέρα, ν’ ανακουφίσουμε τα πνευμόνια μας που άρχισαν να καίνε. Πόση ώρα πέρασε έτσι δεν ξέραμε. Σιγά σιγά συνηθίσαμε σ’ αυτή την κατάσταση -και τι δε συνηθίζει ο άνθρωπος- και ο νους μας έτρεχε στα γεγονότα. Μιλάγαμε με νοήματα και χείλια χωρίς φωνή. Τι να γίνεται τώρα στην πλατεία, να σώθηκαν άλλα παιδιά, τους άλλους τι θα τους κάνουνε, θα τους σκοτώσουνε ή ομήρους στη Γερμανία. Ετούτο το βουητό από τις σκέψεις χειροτέρεψε τα πράγματα και φαίνεται πως κοντοζυγώνοντας το μεσημέρι, εμείς βρεθήκαμε πια στην κόλαση. Δεν περιγράφεται εύκολα. Ήτανε μια παραζάλη, ένα αβάσταχτο πράμα που σκοτείνιαζε το νου, μια σκέτη λιγοθυμιά μέσα στην πλήρη σιωπή.

Και ξαφνικά «λυτρωθήκαμε» από τον πυρετό. Οι μπότες των Γερμανών ακούστηκαν βαριές πάνω από τα κεφάλια μας. Είχανε μπει στο σπίτι. Κάνανε έρευνα. Τους νιώθαμε, τους μετράγαμε, έπρεπε να ‘ναι τέσσερις-πέντε. Ακούγαμε και τον απόηχο από τα γαβγίσματά τους. Αναπνοή τέρμα. Και κείνη τη λίγη την κρατήσαμε μέσα μας. Σκεφτόμουνα πως κάπως έτσι είναι η αίσθηση του μελλοθάνατου. Πόσο κράτησε; Τρία λεπτά, όχι παραπάνω. Για το ρολόι. Για μας βάραιναν σαν τρεις ώρες. Η ησυχία που ακολούθησε μας έκανε να βγάλουμε τον αέρα από μέσα μας και να κοντανασαίνουμε σαν τα βόδια στο χωράφι. Νόμιζα πως θα πεθάνω, θα σβήσω. Έτσι τις θυμάμαι αυτές τις στιγμές, την ώρα που το κουτσό πόδι του γερο-Κουλίζου ακούστηκε καθαρά από πάνω μας και σε λίγο άνοιξε την καταπαχτή, γελώντας ο αθεόφοβος και μας είπε «Λάζαροι βγάτε έξω».

Έτσι μας είπε και είχε δίκιο. Η μάνα του Όθωνα μας κοίταξε και τρόμαξε καθώς βγαίναμε απάνω. Κάτι στις φάτσες μας δεν πήγαινε καλά. Μας έβαλε να ξαπλώσουμε, μας έφερε νερό και θερμόμετρο. Γιατί άραγες θερμόμετρο; Το ‘νιωσε φαίνεται μόνη της. Τριάντα οχτώ και τρία παρακαλώ εγώ και τριάντα οχτώ και πέντε ο Όθωνας. Κάποιος γιατρός, πολύ αργότερα, στις φυλακές του εμφυλίου, μου έλεγε πως ήτανε πυρετός της δύσπνοιας. Μπορεί. Εγώ ξέρω πως δε μ’ εμπόδισε να πέσω σαν λύκος σε μια ζεστή σούπα με μπομπότα. Έφαγα δυο πιάτα, κάπνισα και ένα τσιγαράκι, χειροποίητο στούκας και άρχισα να ρωτάω τι γίνεται έξω. Οι πληροφορίες θολές ακόμα. Ακούστηκαν και ντουφεκιές και μια γειτόνισσα τους είπε πως κάψανε και σπίτια. Μάχη λοιπόν, και μεις εδώ μέσα σαν τα ποντίκια.

Δεν πρόλαβα να πολυεπαναστατήσω κι ακούστηκαν φωνές στη γειτονιά. «Έρχονται. Έρχονται οι τσολιάδες». Νάτος ο θανάσιμος κίνδυνος. Μέσα σ’ ένα λεπτό είχαμε ξανακατρακυλήσει μέσα στην καταπαχτή. Από πάνω το τραπέζι ξανάμπαινε να μας σκεπάσει και μεις πάλι στην αγκούσα. Οι τσολιάδες. Πολύ επικίνδυνο είδος, πονηροί, θα ψάχνανε, μπορεί να μας βρίσκανε.

Τι θυμάμαι σήμερα απ’ αυτές τις στιγμές; Δυο βιώματα, που μένουν στη μνήμη στα σαράντα πέντε χρόνια που πέρασαν. Δέος και Οργή ανάκατα. Ένα ελαφρό σσστ! του Όθωνα με ξάφνιασε και μ’ επανέφερε στην τάξη. Φαίνεται πως μέσα στον πυρετό και το θυμό μου είχα αρχίσει να σιγοψιθυρίζω στίχους. Τους θυμάμαι. Ήτανε Βάρναλης… «ένας δεν είμαι μα χιλιάδες, όχι μονάχα οι ζωντανοί, κι οι πεθαμένοι μ’ ακολουθάνε, σε μιαν αράδα σκοτεινή…».

Ο Όθωνας έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του, σημάδι σιωπής, άκρατης σιωπής κι εγώ άρχισα τότε μέσα μου να τραγουδάω Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα. Αυτό το θυμάμαι τέλεια. Το είπα όλο το τραγούδι ώς το τέλος, έτσι σιωπηλός και θαμμένος, όσο από πάνω μας ακούγονταν οι τσολιάδες που μπαινόβγαιναν στο σπίτι και στην αυλή. Ένιωθα έτοιμος τώρα για κείνο το «θα εκτελείται επί τόπου». Ειλικρινά, εκείνη την ώρα ούτε που μ’ ένοιαζε. Δεν ήταν το θάρρος της άγνοιας, του «θα περάσει κι αυτό». Ήτανε μάλλον η ψυχολογία του καλοδεχούμενου τέλους, «τον όρκο τετέλεκα», κάτι τέτοιο.

Αλλη μια φορά -μια παρόμοια φορά αργότερα- ένιωσα το ίδιο συναίσθημα. Περιγράφεται με μια μόνο λέξη: ηρεμία. Μια ήρεμη αναμονή. Όταν βγήκαμε από την καταπαχτή, αργά το απόγευμα, αντικρίζοντας το σπίτι, τους ανθρώπους και τα φοβερά μαντάτα από το μπλόκο, εκείνη η ηρεμία χάθηκε ολότελα. Χύμηξαν τα καινούρια συναισθήματα και με ζώσανε. Ένιωθα μιαν απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που μου χάρισαν τη ζωή στα δεκαεννιά μου χρόνια και ταυτόχρονα λύπη ανείπωτη και πίκρα για το μεγάλο χαμό.

Τους φίλησα, με φίλησαν και ξεκίνησα για κάτω, για να βγω από την Κοκκινιά προς τον Πειραιά, προς τη Λευτεριά. Μια πορεία μέσα στο θρήνο και στο χάος. Μέσα σε χιλιάδες γυναίκες που κλαίγανε και καταριόντουσαν τους φονιάδες. … 

ΠΗΓΗ: Ηλέκτρα Κωνσταντινίδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το