γράφει ο Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου

Τις τελευταίες εβδομάδες τα κοινωνικά δίκτυα (Facebook, TikTok, Twitter, WhatsApp, WeChat) είναι στην επικαιρότητα, λόγω της ακρόασης των αφεντικών του GAFAM (Google, Facebook, Amazon, Apple), στα τέλη Ιουλίου, ενώπιον της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία ερευνά πιθανές καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης, αλλά και λόγω της διάδοσης διαφόρων θεωριών συνωμοσίας σχετικά με τον covid-19 καθώς και της επίθεσης του Ντόναλντ Τραμπ στα κοινωνικά δίκτυα ενόψει των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου, αλλά και στην κινεζικού ενδιαφέροντος εφαρμογή TikTok, που απείλησε να κλείσει το αμερικανικό τμήμα της.

Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε εμπλοκή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην πολιτική και δη στην εκλογική διαδικασία. Είχε προηγηθεί το Facebook και το Cambridge Analatyca. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος τώρα είναι το WhatsApp (που ιδιοκτήτης του είναι επίσης το Facebook). Θεωρείται ότι οι εκστρατείες που διεξήχθησαν μέσω του WhatsApp βοήθησαν στη νίκη του Jair Bolsonaro στη Βραζιλία και του Narendra Modi στην Ινδία(χάρη στην τεράστια κάλυψη της εφαρμογής σε αυτές τις χώρες). Στην Ινδία, μάλιστα, οι φήμες που διαδόθηκαν μέσω ιδιωτικών μηνυμάτων, πυροδότησαν ταραχές που είχαν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον 30 θανάτους. 

Το WhatsApp

Σχετικά με την έρευνα στο Κογκρέσο για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από τους τεχνολογικούς κολοσσούς , όπως δείχνει το The Economist με infographics, οι εταιρείες Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft – γνωστές με το ακρωνύμιο “GAFAM” – έχουν γιγαντωθεί με την πάροδο του χρόνου, ξοδεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσουν μικρότερες εταιρείες τεχνολογίας.

Όταν, το 2014, το Facebook αγόρασε το WhatsApp για 19 δισεκατομμύρια δολάρια [16,7 δισεκατομμύρια ευρώ], ήταν η πιο ακριβή εξαγορά στην ιστορία της τεχνολογίας. Τότε, το WhatsApp είχε 450 εκατομμύρια χρήστες. Τον περασμένο Φεβρουάριο είχε 2 δισεκατομμύρια. Και αυτό πριν από την έκρηξη της πανδημίας και την καραντίνα που το έκανε μακράν το πρώτο σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων στον κόσμο και τη δεύτερη πιο χρησιμοποιημένη εφαρμογή μετά το Facebook. Το WhatsApp σημείωσε αύξηση 40% στα τέλη Μαρτίου. Στην Ισπανία, μάλιστα, όπου ο περιορισμός ήταν ιδιαίτερα αυστηρός, η χρήση του αυξήθηκε κατά 76%. Σε πολλές χώρες, έχει γίνει το προεπιλεγμένο εργαλείο ψηφιακής επικοινωνίας και κοινωνικού συντονισμού, ειδικά μεταξύ των νέων.

Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που έκαναν το WhatsApp ένα προνομιακό πεδίο μυστικότητας και πολιτικής διαμαρτυρίας είναι η δημιουργία ομάδων και η δυνατότητα προώθησης μηνυμάτων. Ωστόσο, η μεταφορά μηνυμάτων από μια ομάδα στην άλλη – πρόσφατα περιορίστηκε για να σπάσει τα δίκτυα παραπληροφόρησης που συνδέονται με το Covid-19 – την έχει καταστήσει ένα ισχυρό όπλο πληροφοριών. Αρχικά, οι ομάδες περιορίστηκαν σε 100 άτομα, τα οποία αργότερα αυξήθηκαν στα 256 άτομα. Αυτό εξακολουθεί να είναι αρκετά λογικό μέγεθος για να διατηρήσει το αίσθημα αποκλειστικότητας, αλλά εάν καθένας από τους 256 χρήστες μεταδίδει ένα μήνυμα σε άλλους 256, τότε θα το λάβουν το μήνυμα αμέσως 65.536 άτομα. Οι ομάδες αυτές δημιουργούνται για κάθε είδους λόγους, όπως ένα αθλητικό γεγονός, την οργάνωση ενός πάρτι ή μιας συγκέντρωσης για ένα σκοπό. Στη συνέχεια οι ομάδες αυτές αποκτούν μια αυτόνομη ύπαρξη, καθώς δημιουργούν τη δική τους ταυτότητα.

Το απόρρητο των ανταλλαγών

Σε αντίθεση με πολλά άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το WhatsApp έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των ανταλλαγών, που, από τη μία πλευρά, μας επιτρέπει να διατηρούμε κάποια οικειότητα με τους αγαπημένους μας και να μιλάμε ελεύθερα, αλλά από την άλλη, εισήγαγε στη δημόσια σφαίρα τη μυστικότητα και ενίσχυσε την καχυποψία. Καθώς το Facebook, το Twitter και το Instagram γίνονται ολοένα και πιο πολύ φόρουμ επίδειξης, το WhatsApp λειτουργεί ως καταφύγιο σε έναν συγκεχυμένο και αναξιόπιστο κόσμο, όπου οι χρήστες μπορούν να μιλήσουν ειλικρινά. Όσο περισσότερες ομάδες δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης, τόσο περισσότερο δυσπιστούν στους θεσμούς και τους εκπροσώπους τους.

Κατόπιν τούτου το πολιτικό ερώτημα που τίθεται είναι: πώς μπορεί να διατηρηθεί η νομιμότητα και το κεφάλαιο εμπιστοσύνης μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των ομάδων ατόμων που οργανώνονται σε κλειστές και μη ορατές κοινότητες; 

Δυσπιστία, συνωμοσιολογία και ρητορική μίσους

Στην αρχή, οι χρήσεις του WhatsApp αφορούσαν γενικά την αλληλεγγύη: ομάδες αμοιβαίας βοήθειας δημιουργήθηκαν για να υποστηρίξουν τους πιο ευάλωτους. Οικογένειες και φίλοι το χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν την επαφή τους και να μοιραστούν τις ανησυχίες τους σε πραγματικό χρόνο. Όμως, περί τα μέσα Απριλίου, το WhatsApp άρχισε να παίζει έναν κάπως πιο σκοτεινό ρόλο στην πανδημία. Μια θεωρία συνωμοσίας για την ανάπτυξη του 5G, που γεννήθηκε πολύ πριν από το ξέσπασμα του Covid-19, ισχυριζόταν ότι οι κεραίες τηλεφώνου ήταν υπεύθυνες για τη μόλυνση από τον κορονοϊό. Σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, οι κεραίες 5G πυρπολήθηκαν και μόνο το Σαββατοκύριακο του Πάσχα, περίπου 20 έγιναν από αυτές στόχος εμπρησμού.

Μαζί με το Facebook και το YouTube, το WhatsApp υπήρξε ένας από τους κύριους φορείς αυτής της θεωρίας συνωμοσίας, και οι ομάδες που δημιουργήθηκαν τον Μάρτιο βοήθησαν στη διόγκωση της φήμης που συνδέει το 5G με τον Covid-19. Ταυτόχρονα, η ανταλλαγή μηνυμάτων επέτρεψε την αναπαραγωγή ψεύτικων ηχογραφήσεων, όπως αυτό το ευρέως μεταδιδόμενο μήνυμα αυτόματου τηλεφωνητή στο οποίο ένας υποτιθέμενος υπάλληλος της NHS [UK public system] ισχυρίστηκε ότι δεν θα σταλούν άλλα ασθενοφόρα σε ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Όπωςς γράφει ο William Davies στον Guardian, το WhatsApp έγινε ένα σημαντικό όχημα θεωριών συνωμοσίας και μίσους καθώς και αποκλεισμού λόγω της λογικής των κλειστών ομάδων. Αλλά δεν είναι το μόνο.

Οι ακροδεξιοί οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ ίδρυσαν έναν ιστότοπο, το TheDonald.win, απ’ όπου εξαπολύονται σφοδρές επιθέσεις στους αντιφασίστες και αντιρατσιστές αντιπάλους του Τραμπ ενόψει των προεδρικών εκλογών στις 3 Νοεμβρίου, αλλά και απ’ όπου διαδίδονται διάφορες θεωρίες συνωμοσιολογικού -και ανορθολογικού- περιεχομένου. 

Δεν φταίει η τεχνολογία για τη χρήση που κάνουμε

 Όπως σημειώνει ο William Davies,υπάρχει κίνδυνος να κατηγορούμε  την τεχνολογία γιατις πολιτικές κρίσεις, ενώ την ευθύνη για τη χρήση που κάνουμε της τεχνολογίας την έχουμε εμείς. «Το WhatsApp είναι ένα καταφύγιο σε έναν ευρισκόμενο σε σύγχυση και αναξιόπιστο κόσμο όπου οι χρήστες μπορούν να μιλούν πιο ειλικρινά» , γράφει. Ωστόσο, «μια κοινωνία που λέει αυτό που πιστεύει μόνο στο περιθώριο, τότε θα έχει μεγαλύτερη δυσκολία να υπερασπιστεί τη νομιμότητα των εμπειρογνωμόνων, των πολιτικών ηγετών και των εκπροσώπων των αρχών, οι οποίοι, εξ ορισμού, εργάζονται στο  πλήρες φως». Όμως αυτό συμβαίνει; Οι πολιτικοί ηγέτες και οι εκπρόσωποι των αρχών εργάζονται με πλήρη διαφάνεια; Γενικά, το πρόβλημα του «δημόσιου χώρου», της δυνατότητας ελεύθερης -χωρίς αποκλεισμούς- πολιτικής έκφρασης και της διαφάνειας υπάρχει πριν το WhatsApp. Με άλλα λόγια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν δημιουργούν το πρόβλημα, απλώς το αναδεικνύουν…

Πηγές: artinews, The Guardian, The Economist, CourrierInternational, Artinews.gr 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το