Στο νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας εν μέσω πανδημίας, αποσαφηνίζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης η οποία ξεκινά από την πρώτη εκπαιδευτική βαθμίδα, το Νηπιαγωγείο και ολοκληρώνεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ειδικά στο Νηπιαγωγείο, η κυβέρνηση θέλοντας να υπερασπιστεί τις πελατειακές της σχέσεις, επιφέρει ισχυρό πλήγμα στις παιδαγωγικές/εκπαιδευτικές αρχές του, στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου καθώς και στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών.

Όπως πού εύστοχα και αναλυτικά σημειώνει η νηπιαγωγός Μαρία Μπατσούτα σε άρθρο της στην efsyn.gr, μέσα από τα άρθρα 1, 2, 49 το Υπουργείο Παιδείας, επιδιώκει:

α) να νομιμοποιήσει τις αυθαιρεσίες των ιδιωτικών σχολείων που στο όνομα του κέρδους θέλουν να υπερβαίνουν το νομοθετικά κατοχυρωμένο όριο μαθητών/τριών ανά τμήμα και να κατοχυρώσει τα διακριτά μαθήματα και τις ειδικότητες που έχουν ήδη εντάξει για λόγους προβολής στο υποχρεωτικό τους πρόγραμμα.

β) να μειώσει τις δαπάνες για την παιδεία, αυξάνοντας τον μέγιστο και ελάχιστο αριθμό μαθητών/τριών ανά τμήμα και εκπαιδευτικό. Από 22 αυξάνεται σε 26 ανά τμήμα και από 14 και 5 για τα δυσπρόσιτα που ήταν έως σήμερα ο ελάχιστος αριθμός, αυξάνεται σε 16.

Το αποτέλεσμα αυτής της αύξησης είναι:

– μείωση των τμημάτων των δημόσιων νηπιαγωγείων (περίπου 1.000)
– συνεπακόλουθη συγχώνευση τμημάτων.
– υποχρεωτική μετακίνηση παιδιών σε νηπιαγωγεία εκτός της περιφέρειας τους.
– απώλεια θέσεων εργασίας για τους/τις εκπαιδευτικούς.

γ) να καταστήσει το νηπιαγωγείο προπομπό ενός σχολείου προσανατολισμένου μόνο στην απόκτηση δεξιοτήτων, μετατρέποντας το από κοινότητα μάθησης και γνώσης σε μηχανισμό δεξιοτήτων.

Περαιτέρω και όσον αφορά τα παραπάνω διασαφηνίζουμε δύο ζητήματα:

1ο κρίσιμο ζήτημα:

Η αύξηση του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τμήμα συνιστά αντιπαιδαγωγικό/αντιεκπαιδευτικό μέτρο.
Ενώ η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει να δημιουργήσει πολυπληθή τμήματα ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Δημόσια Υγεία προτείνει την αναλογία 17 μαθητών/τριών ανά εκπαιδευτικό στην προσχολική εκπαίδευση. Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης συνδέεται άμεσα με την αναλογία εκπαιδευτικού/μαθητών-τριών. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία των παιδιών τόσο πιο σημαντικό ζήτημα για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης αποτελεί η αναλογία εκπαιδευτικού/μαθητών-τριών.

Συνεπώς η αναλογία που εισηγείται η κυβέρνηση θα έχει άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα και τη συχνότητα των θετικών αλληλεπιδράσεων και στην επικοινωνία εκπαιδευτικού -μαθητών/τριων, στην ασφάλεια τους, στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και στην επαγγελματική ικανοποίηση και ανάπτυξη των ίδιων των εκπαιδευτικών (Litjens&Taguma, 2010).

Επιπλέον, τα προβλήματα οξύνονται όταν στις τάξεις των νηπιαγωγείων φοιτούν παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή παιδιά από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες προερχόμενα από ποικίλα γλωσσικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται η εφαρμογή μιας διαφοροποιημένης παιδαγωγικής υποστήριξης που δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τις αναλογίες που εισηγείται το άρθρο 49 του νομοσχεδίου.

2ο κρίσιμο ζήτημα:

Η εισαγωγή αγγλικών, ως αυτόνομου μαθήματος στο νηπιαγωγείο είναι εκτός παιδαγωγικού πλαισίου.
Δυστυχώς έπονται και άλλες ειδικότητες.

Έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι δεν μπορεί να διδαχτεί η αγγλική ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα αυτόνομα, αλλά ως μέρος γενικότερων δραστηριοτήτων γραμματισμού, σε συνάρτηση πάντα με το ευρύτερο γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται οι μαθητές/τριες και αξιοποιώντας ταυτόχρονα το γλωσσικό ρεπερτόριο όλων των παιδιών, άρα και όλων των άλλων γλωσσών εκτός της ελληνικής.

Τα παιδιά ηλικίας 4-6 ετών μαθαίνουν εύκολα ό,τι τους είναι χρήσιμο στην καθημερινή τους ζωή και όταν έχουν ισχυρό προσωπικό κίνητρο και ενδιαφέρον όπως είναι η επικοινωνία και η συνεργασία με την ομάδα. Γι αυτό στο περιβάλλον του νηπιαγωγείου μαθαίνουν αβίαστα να γράφουν και να διαβάζουν το όνομά τους, προκειμένου η παρουσία τους να είναι αναγνωρίσιμη από τα άλλα μέλη της ομάδας ή γράφουν λίστες αγορών, όπως συνηθίζουν στην καθημερινή οικογενειακής ζωής, γράφουν ευχές για τους φίλους τους κλπ.

Επομένως σε αυτή τη φάση που τα παιδιά ανακαλύπτουν τον φωνολογικό και αναγνωστικό κώδικα της ελληνικής γλώσσας, ποιά επικοινωνιακή ανάγκη μάθησης επιβάλλει την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας στα νήπια της ελληνικής επικράτειας;

Ή μήπως η εκμάθηση των αγγλικών αποτελεί εθνική ανάγκη που πρέπει να ξεκινά από το Νηπιαγωγείο; Ποιά θα είναι η επίπτωση της παρακολούθησης μαθημάτων αγγλικής γλώσσας στα παιδιά του νηπιαγωγείου με προβλήματα λόγου; Ποιά είναι η γνώμη των ειδικών; Θα εξαιρούνται της διδασκαλίας αυτά τα παιδιά;

Εξάλλου διεθνείς έρευνες που έγιναν σε παιδιά ηλικίας 18 ετών καταδεικνύουν ότι το ίδιο επίπεδο αγγλικών έχουν κατακτήσει οι μαθητές/τριες που άρχισαν την εκμάθηση ξένης γλώσσα από το νηπιαγωγείο με εκείνους/ες που άρχισαν την εκμάθηση της ξένης γλώσσας από την πρώτη Γυμνασίου.

Συνεπώς, το επιχείρημα «όσο πιο νωρίς, τόσο πιο καλά» για τη διδασκαλία μίας δεύτερης γλώσσας παραμένει έωλο ή καταρρίπτεται ως «κενόν περιεχομένου».

Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση με το ως άνω νομοσχέδιο ΕΦΑΡΜΟΖΕΙ την νεοφιλελεύθερη πολιτική της, ΠΡΟΚΡΙΝΕΙ τα συμφέροντα των ιδιωτικών σχολείων, ΑΓΝΟΕΙ την επιστημονική κοινότητα, ΣΤΟΧΕΥΕΙ στη μείωση των δαπανών για την Παιδεία και στην υποβάθμιση του Δημόσιου Νηπιαγωγείου.

Επομένως, επιβάλλεται η απόσυρση του νομοσχεδίου, διαφορετικά η ψήφιση του θα επιφέρει ένα μεγάλο πλήγμα στο ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ/ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το