Η Επανάσταση του ’21 είναι ο ώριμος καρπός της αντίστασης του ελληνικού λαού που τετρακόσια χρόνια μαχόταν ενάντια στην τούρκικη σκλαβιά. Σ’ αυτό τον αγώνα ο λαός μας δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο τον καταχτητή, αλλά και την αντιδραστική ευρωπαϊκή απολυταρχία (Ιερή Συμμαχία) και στο εσωτερικό τον προδοτικό αντεπαναστατικό συνασπισμό από κοτζαμπάσηδες, ανώτερο κλήρο, και φαναριώτες που πλούτιζαν απ’ το αίμα του λαού και ξεπουλούσαν την πατρίδα και την λευτεριά της για τα ατομικά τους συμφέροντα.

Μόνιμη έκφραση και του πνεύματος και της πράξης της αντίστασης ήταν οι κλέφτες που στρέφονταν τόσο εναντίον του κατακτητή όσο και εναντίον των κοτζαμπάσηδων. Οι λαϊκές εξεγέρσεις ήταν μια μόνιμη κατάσταση σε όλο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο, άλλοτε μικρότερης κι άλλοτε μεγαλύτερης εμβέλειας. Αυτές κράτησαν το λαό σε επιφυλακή, ακόνισαν την πολιτική του εγρήγορση και γύμνασαν τις σωματικές, ψυχικές και οργανωτικές του ικανότητες.

Έτσι, όταν η Φιλική Εταιρεία στέλνει με τον Παπαφλέσσα (Δεκέμβρης του ’20) το μήνυμα να αρχίσει η επανάσταση, το κλίμα από την πλευρά του λαού, των κλεφτών και των καπεταναίων ήταν ήδη έτοιμο. Οι πρόκριτοι και οι δεσποτάδες, όμως, αντιδρούν έντονα και στη σύσκεψη στη Βοστίτσα τού επιτίθενται με αφάνταστη σφοδρότητα και με πρωτοστάτη τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που δεν δυσκολεύτηκε να εξαντλήσει το πλούσιο υβρεολόγιο που διέθετε η μορφωμένη αγιοσύνη του. Τον αποκαλεί “άρπαγα, εξωλέστατον, αλιτήριον, ασυνείδητον”, που δεν φρόντιζε για τίποτε άλλο “ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους διά να πλουτίση εκ των ταραχών”! Κι αυτά τα γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του πολύ αργότερα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, “εν ψυχρώ”, για τον άνθρωπο που θα καταλάβει στην καρδιά του λαού μας τη θέση του ήρωα-μάρτυρα για τη θυσία του στο Μανιάκι.
Παρά το ότι οι κοτζαμπάσηδες κι οι δεσποτάδες πήραν απόφαση για αναβολή της Επανάστασης, ο λαός, αυτοί “οι άπειροι, οι χυδαίοι και οι απαίδευτοι” (όπως περιφρονητικά αποκαλεί το λαό ο Π.Π. Γερμανός), “κατήντησαν εις αχαλίνωτον ενθουσιασμόν”! Από τα μέσα Mάρτη εξεγείρονται σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Μέχρι τις 28 Μαρτίου η Επανάσταση είχε γενικευθεί στην Πελοπόννησο (Καλαμάτα, Καλάβρυτα, Αίγιο, Πάτρα, Μεθώνη, Κορώνη, Κόρινθος, Άργος) και μόνο η Tρίπολη με τη γύρω περιοχή είχε παραμείνει στην κατοχή των Τούρκων. Στις 24 Μάρτη επαναστατούν στη Στερεά τα Σάλωνα (Άμφισσα), για να ακολουθήσουν το Λιδορίκι, το Γαλαξίδι και η Λιβαδειά. Τον Απρίλη η Θήβα, η Αθήνα και πολλά νησιά, με πρώτα τις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Ύδρα, ενώ τον Μάιο ξεσηκώνονται στη Χαλκιδική, στον Όλυμπο, στο Βέρμιο, στο Μεσολόγγι και στην Κρήτη. Μέσα σε δύο μήνες η Επανάσταση έχει απλωθεί σ’ όλη τη χώρα και μόνο η Ήπειρος καθυστερεί, γιατί ο σουλτάνος είχε στείλει εκεί στρατό για να καταστείλει την ανταρσία του Αλή Πασά. Αυτούς τους δύο μήνες ο λαός μας όχι μόνο κατέλυσε την εξουσία των Τούρκων στις περισσότερες πόλεις της Πελοποννήσου και της Αν. Στερεάς, αλλά κατάφερε με μάχες να καθυστερήσει και τελικά να αναχαιτίσει τις προσπάθειες των Τούρκων για αντεπίθεση (Αλαμάνα-Διάκος, Χάνι της Γραβιάς-Ανδρούτσος, Βαλτέτσι-Κολοκοτρώνης κ.ά.), επιδεικνύοντας άφθαστο ηρωισμό, αυτοθυσία αλλά και στρατηγική ιδιοφυΐα από την πλευρά των καπετάνιων του.

Οι πρόκριτοι κι οι δεσποτάδες, ωστόσο, που τόσο εναντιώθηκαν στην Επανάσταση, αμέσως μετά την έναρξή της συνέστησαν τοπικές επιτροπές για να ελέγξουν τον αγώνα και στη συνέχεια συγκρότησαν τη “Γερουσία της Πελοποννήσου”, για να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και να εξουδετερώσουν το Δημήτριο Υψηλάντη, που ερχόταν ως “πληρεξούσιος” της Φιλικής Εταιρείας. (Λίγο αργότερα παρόμοιοι οργανισμοί συγκροτήθηκαν στη Στερεά).

Ο Δ. Υψηλάντης φτάνει στην Ελλάδα στις αρχές του Ιούνη με σκοπό να οργανώσει τακτικό στρατό και στόλο και να συγκροτήσει την κεντρική πολιτική εξουσία. Συναντά λυσσώδη αντίσταση από τους προεστούς που επιδιώκουν να διοικούν με το προηγούμενο σύστημα της πολυαρχίας. Ο Φίνλεϋ (φιλέλληνας, βρετανός ιστορικός που επισκέφτηκε την επαναστατημένη Ελλάδα) σημειώνει: “Κάθε προεστός αγωνίστηκε να γίνει ένας μικρός ανεξάρτητος δυνάστης… Οικειοποιήθηκε τα προνόμια του Σουλτάνου… Προτού περάσουν έξη μήνες έμοιαζε σαν η Επανάσταση να είχε πλημμυρίσει την Ελλάδα με πλήθος μικρών Αληπασάδων”. Σ’ αυτή τη στάση των κοτζαμπάσηδων, που για τα προσωπικά τους οφέλη πρόδιδαν το μεγάλο σκοπό του αγώνα, αλλά και στη “θεάρεστη” συμβολή των Άγγλων βρίσκεται το σπέρμα του εμφυλίου, όπως θα δούμε παρακάτω.

Παρά τις δολοπλοκίες των κοτζαμπάσηδων, ο λαός μας αναπτύσσει μεγαλειώδη αγώνα όλο το καλοκαίρι (Νιόκαστρο, Μονεμβασιά, Βρυσάκια, Βασιλικά, Καρπενήσι κ.ά.) και καταφέρνει να ακυρώσει την πρώτη εκστρατεία των Τούρκων στην Πελοπόννησο με τον Ομέρ Βρυώνη. Έτσι, στις 23 Σεπτέμβρη, μετά από έξι μήνες πολιορκίας, πέφτει στα χέρια των Ελλήνων η Τριπολιτσά, το πολιτικό και διοικητικό κέντρο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Ο άθλος είναι εξαιρετικά μεγάλος, η χαρά του λαού και του στρατού απερίγραπτη, η σημασία της άλωσης της Τριπολιτσάς για την πορεία του αγώνα κομβική. Ο Κολοκοτρώνης, ιθύνων νους και ψυχή αυτού του κατορθώματος, αλλά και γενικότερα οι στρατιωτικοί -που έξι μήνες τώρα παλεύουν με θεριά και δαίμονες για τη λευτεριά της πατρίδας- καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στην καρδιά των Ελλήνων. Οι πολιτικοί (πρόκριτοι και φαναριώτες) αυτή την κατάσταση θέλουν να την ανατρέψουν.

Έτσι, στη συνέλευση της Επιδαύρου (τέλος ’21 – αρχές ’22), μετά τη διακήρυξη για “την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν” του ελληνικού έθνους και την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος, στο διά ταύτα, εξέλεξαν πρόεδρο του Εκτελεστικού (της κυβέρνησης) τον Αλ. Μαυροκορδάτο -ένα δολοπλόκο, φιλόδοξο, αγγλόφιλο φαναριώτη- και πρόεδρο του Βουλευτικού το Δ. Υψηλάντη, με την πλειοψηφία, όμως, της Βουλής να την αποτελούν οι αντίπαλοι του προέδρου της! Ταυτόχρονα, ο Κολοκοτρώνης γινόταν ένας από τους στρατηγούς, όχι ο αρχιστράτηγος, όπως τον είχε αναγνωρίσει ο λαός και ο στρατός!

Ο στρατός, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει τον αγώνα του -πολιορκώντας και απελευθερώνοντας κάστρα- και οι πολιτικοί δολοπλοκούν εναντίον του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου, παρά το ότι μετά τη δολοφονία του Αλή Πασά (25 Γενάρη 1822) αποδεσμεύεται ο τούρκικος στρατός που βρισκόταν στα Γιάννενα, για να χτυπήσει την Επανάσταση στη Στερεά και την Πελοπόννησο.
Το Μάρτη του ’22 επαναστατεί η Χίος. Ο σουλτάνος ενεργοποιείται για να καταστείλει την επανάσταση. Αν και γίνεται έκκληση στην κεντρική εξουσία για βοήθεια, οι Χιώτες μένουν αβοήθητοι, με αποτέλεσμα να γίνει απόβαση 7000 Τούρκων στο νησί και να ακολουθήσει ανείπωτη σφαγή και καταστροφή, που συγκλόνισε το πανελλήνιο αλλά και τους λαούς της Ευρώπης.

Ο Μαυροκορδάτος, με συκοφαντίες και στημένες δίκες, προσπαθεί να εξουθενώσει τον Καραϊσκάκη στη Δ. Στερεά. Αναλαμβάνει ο ίδιος την αρχηγία της εκστρατείας στο Πέτα (με απόφαση της Βουλής που του έδινε δικτατορικές αρμοδιότητες στα ζητήματα της Δ. Στερεάς) και οδηγεί το στρατό σε πανωλεθρία.
Κι ενώ οι Τούρκοι ετοιμάζουν δεύτερη εκστρατεία με το Δράμαλη και 30.000 στρατό, οι κυβερνώντες όχι μόνο δεν κάνουν κάτι για να τον σταματήσουν όταν προελαύνει στη Στερεά, αλλά εγκαταλείπουν το Άργος -που τότε ήταν έδρα της κυβέρνησης- και ανοίγονται με δύο πλοία στον Αργολικό κόλπο. Ο Δράμαλης σπέρνει παντού τον πανικό και μπαίνει στην Πελοπόννησο. Σ’ αυτή την κρίσιμη φάση, ο Κολοκοτρώνης συγκαλεί συμβούλιο οπλαρχηγών που οργανώνουν την αντίσταση, εμψυχώνουν το στρατό και το λαό και πετυχαίνουν ένα επικό κατόρθωμα, συντρίβοντας την τεράστια στρατιά στα Δερβενάκια (26 Ιούλη 1822). Η Επανάσταση έχει σωθεί κι οι Έλληνες πανηγυρίζουν.

Όχι όλοι, όμως. Όταν ο Υψηλάντης προσπαθούσε να καθυστερήσει το Δράμαλη στο Άργος, κάποιος δείλιασε και παρέσυρε αρκετούς σε άτακτη φυγή. Σκοτώθηκαν 153. Κι ενώ όλοι ήταν περίλυποι για τη συμφορά, ο Νικόλαος Δεληγιάννης (μεγαλοκοτζάμπασης της Καρύταινας) στέλνει στον αδελφό του Κανέλλο στα Λαγκάδια το “ευχάριστο” μήνυμα: “Ηττήθημεν. Ας έχη δόξαν ο Θεός. Άλλως αν ενικώμεν ο Δήμος εγίνετο βασιλεύς”! (Δήμο ονόμαζαν μεταξύ τους οι Δεληγιανναίοι τον Κολοκοτρώνη)…
Το περιστατικό είναι ενδεικτικό της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί έχουν πλέον πολύ μεγάλα ερείσματα στο λαό και οι πολιτικοί (κοτζαμπάσηδες, φαναριώτες, εφοπλιστές) συνασπίζονται για να τους αντιμετωπίσουν. Έτσι η δεύτερη Εθνοσυνέλευση (Άστρος, 29 Μάρτη – 18 Απρίλη 1923) έγινε μέσα σε κλίμα ενός ακήρυκτου ακόμη εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στη διοικητική αριστοκρατία και τους στρατιωτικούς που εκπροσωπούσαν τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό. Η “πολιτική” πλειοψηφία ώθησε τα πράγματα στα άκρα εκλέγοντας στις περισσότερες και κυριότερες κυβερνητικές θέσεις τούς εκπροσώπους των προκρίτων. Ο εμφύλιος είναι προ των πυλών.

Όμως, μόλις 4 μέρες πριν αρχίσει τις εργασίες της η Β΄ Εθνοσυνέλευση, η Αγγλία διαφοροποιείται από την Ιερή Συμμαχία και αναγνωρίζει το δικαίωμα στους Έλληνες να εμποδίζουν ξένα πλοία να προσεγγίσουν στις ακτές τους. Δηλαδή αναγνωρίζει την Ελλάδα ως εμπόλεμη δύναμη. Προφανώς αυτό δεν γίνεται ξαφνικά. Η Αγγλία θέλει να τα εκμεταλλευτεί τον αταλάντευτο αγώνα των Ελλήνων αλλά και τα προβλήματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να δημιουργήσει ένα μικρό κράτος-προτεκτοράτο πριν προφτάσουν να το κάνουν οι Ρώσοι. Εξάλλου ο Κάνιγκ, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών αυτής της περιόδου, δηλώνει: “Τι επιχειρήματα όμως να μεταχειρισθούμε για να πάρουμε τη συγκατάθεση της Ρωσίας, γνωρίζοντας ότι αυτή μπορεί να κατακτήσει την Ελλάδα και την Τουρκία όποτε θελήσει;”. Για να το πετύχει χρησιμοποιεί και πολιτικά και οικονομικά μέσα. Κάνει πολιτική κίνηση λίγο πριν την Εθνοσυνέλευση, για να ενισχύσει την αγγλόφιλη μερίδα του Μαυροκορδάτου και έχει ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για την παροχή δανείου.

Η ιδέα σύναψης δανείου οξύνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αγνοί πατριώτες προσπαθούν -μάταια- να αποτρέψουν την υποταγή στους Άγγλους. Ο Δ. Υψηλάντης έλεγε: “Η πατρίς κινδυνεύει από τους Τούρκους και από τον Μαυροκορδάτον, όστις θέλει να μας παραδώσει εις τους Άγγλους”, ενώ ο Πανουργιάς προέτρεπε τους οπλαρχηγούς: “Εξυπνήσατε, αδελφοί, τον λαόν από την πλάνην εις την οποίαν ο πανούργος με την υποκρισίαν του τον έρριψε· πληροφορήσατέ τον ότι ένεκα των δανείων η πατρίς πωλείται”.

Με χρήματα του δανείου ενεργοποιήθηκε η εμφύλια διαμάχη, καθώς η κυβέρνηση τα έδινε σε οπλαρχηγούς για να τους πάρει με το μέρος της, αποκόβοντάς τους από την ομάδα των στρατιωτικών. Κερδισμένη, τελικά, βγήκε η αγγλική πολιτική που με το δάνειο εδραίωσε την αγγλοκίνητη παράταξη και εξασφάλισε την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο.

Ο εμφύλιος ξεκίνησε το ’24, διήρκεσε δύο χρόνια και είχε δύο φάσεις. Στην πρώτη, οι στρατιωτικοί νικήθηκαν από τους πολιτικούς και ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυβέρνηση Κουντουριώτη, εκπροσώπου του αγγλόφιλου εφοπλιστικού κόσμου. Στη δεύτερη, οι στερεοελλαδίτες του Κωλέτη συμμάχησαν με τους εφοπλιστές για να αποκλείσουν τους πελοποννήσιους προκρίτους από την εξουσία. Αυτοί συμμάχησαν με τον μέχρι πριν λίγο εχθρό τους, τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος νικήθηκε για δεύτερη φορά και φυλακίστηκε. Σ’ αυτή τη φάση οι κυβερνητικοί απαλλάχτηκαν κι από έναν ακόμη επικίνδυνο αντίπαλό τους, τον Ανδρούτσο, που τον δολοφόνησαν στην Ακρόπολη.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι συμμαχούν με τους Αιγύπτιους και το ’24 καταστέλλουν την Επανάσταση στην Κρήτη, οι Αιγύπτιοι καταστρέφουν την Κάσο και οι Τούρκοι τα Ψαρά, ενώ το Φλεβάρη του ’25 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο. Η Επανάσταση διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο, αλλά η κυβέρνηση επιμένει να κρατά φυλακισμένο τον Κολοκοτρώνη. Ο Ιμπραήμ, χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, σφάζοντας και καταστρέφοντας. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή αποφυλακίζεται ο Κολοκοτρώνης και προσπαθεί να εμψυχώσει το λαό και να οργανώσει το στρατό.

Στις 15 Απρίλη 1825 αρχίζει η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού. Η κυβέρνηση αδιαφορεί εγκληματικά να στείλει τροφοδοσία και οι Μεσολογγίτες, στις 11 Απρίλη 1826, κάνουν ηρωική Έξοδο, το συγκλονιστικότερο γεγονός σ’ όλη την Επανάσταση. Ο λαός που δεν παραδίδεται. Ο αδούλωτος λαός. Σύμβολο και φάρος εσαεί.
Η Έξοδος των Μεσολογγιτών συγκίνησε βαθύτατα και τους Έλληνες και τον κόσμο όλο. Με την πτώση όμως του Μεσολογγιού φάνηκε πως η Επανάσταση σβήνει. Ωστόσο οι Έλληνες πολεμιστές με ηγέτη τον Καραϊσκάκη την ξαναζωντανεύουν στο μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς και δείχνουν ότι διαθέτουν ακόμη δυνάμεις ικανές για να νικήσουν. Αλλά ήδη έχει εισβάλει διαλυτικά ο ξένος παράγοντας. Κι ενώ η πολιορκία της Ακρόπολης μπορούσε να καταλήξει σε μια μεγάλη νίκη, η άρνηση των ξένων (Φαβιέρος, Κόχραν, Τζωρτζ) να ακολουθήσουν τα σχέδια του Καραϊσκάκη και η υιοθέτηση από την κυβέρνηση των δικών τους σχεδίων οδήγησαν στην καταστροφή του Φαλήρου (23-24 Απρίλη 1827) και στο θάνατο του Καραϊσκάκη.

Η ανταγωνιστική παρέμβαση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα οδήγησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτώβρη ’27) όπου ο στόλος των τριών δυνάμεων συνέτριψε τον ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο.
Η τελευταία μάχη του αγώνα (πριν την αναγνώριση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους στις 3 Φλεβάρη 1830) δόθηκε νικηφόρα από τον Δ. Υψηλάντη στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12 Σεπτέμβρη 1829.
Τα λόγια που είπε, όταν πολλοί υπέγραφαν το “ψήφισμα υποτέλειας” στην Αγγλία μπροστά στον όλεθρο από τον Ιμπραήμ, είναι και θα συνεχίσουν να είναι επίκαιρα στον αγώνα του λαού μας να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και να κατακτήσει την εθνική ανεξαρτησία: “Έχομεν πάρα πολύ ακριβά αγορασμένην την ελευθερίαν μας, ώστε να την χαρίσωμεν τόσον φθηνά εις τον τυχόντα”.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το