Με τις πρόσφατες (1749 – 1752/2019)  αποφάσεις της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών του Mαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ), που επιχείρησε η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας,  δεν υπηρετούσε την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, επειδή αφενός στα προγράμματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου γίνεται περισσότερο αναφορά στα κοινά στοιχεία μεταξύ της ορθόδοξης πίστης και των άλλων θρησκειών, αφετέρου στο πρόγραμμα του Λυκείου γίνεται αναφορά σε ποικίλα θέματα, τα οποία είναι ασύνδετα με  την ορθόδοξη πίστη.

Με άλλα λόγια το ΣτΕ υποστήριξε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει οπωσδήποτε να αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης, δεδομένου ότι απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.

Επιστροφή λοιπόν στην κανονικότητα της ορθόδοξης χριστιανικής κατήχησης, διότι ακριβώς περί αυτού πρόκειται! Αυτή την ισχυρότατη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παράδοση θέλει να αποκαταστήσει η απόφαση του ΣτΕ και με άλλα λόγια να την εδραιώσει εκ νέου απέναντι ακόμη και σε αναιμικές, τυπικές αμφισβητήσεις της, όπως αυτές της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία -ας μην ξεχνάμε- ότι δεν είχε διστάσει να προβεί ταυτόχρονα στην ενίσχυση της ποσοτικής (επομένως και ποιοτικής) βαρύτητας του μαθήματος έναντι των υπολοίπων στο αναλυτικό πρόγραμμα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης!

Η κατοχυρωμένη από το ελληνικό Σύνταγμα ελευθερία της συνείδησης μεταφράζεται στην υποχρέωση ο μαθητής που «βαφτίζεται» χριστιανός ορθόδοξος να εκπαιδεύεται από το δημόσιο μάλιστα σχολείο ως τέτοιος.  Κρίσιμες πτυχές της συνείδησής του –η κοσμοαντίληψή του, οι ιδέες του για την προέλευση και το νόημα της ζωής για τα αίτια και τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων–  θα πρέπει να διαμορφώνονται  στο πλαίσιο της ορθόδοξης πίστης. Μιας πίστης που -ακριβώς για να εμπεδωθεί ως τέτοια- θα πρέπει να διδάσκεται με τρόπο κατηχητικό, ως μοναδική και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια.

Ποια ελευθερία απομένει σε μαθήτριες και μαθητές να διαμορφώσουν άποψη για το ίδιο το φαινόμενο της θρησκευτικής πίστης και τα αίτιά του, για την ιστορική εμφάνιση και τον ρόλο των θρησκειών (συμπεριλαμβανομένου του χριστιανισμού) στην ιστορία, για τις αντιφατικές και προβληματικές πτυχές στις σχέσεις των θρησκευτικών θεσμών με εξουσιαστικούς και καταπιεστικούς θεσμούς; Ποιες δυνατότητες αφήνει σε μαθήτριες και μαθητές η άποψη που υποστηρίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας για κριτική εξέταση των ιδεών και αξιών που διακρίνουν τον χριστιανισμό, για κριτικό αναστοχασμό της ελληνορθόδοξης παράδοσής τους; Απολύτως καμία!

Η ομολογιακού-κατηχητικού τύπου διδασκαλία των Θρησκευτικών όχι απλώς δεν προβλέπει κριτική σκέψη αλλά επιπλέον είναι ουσιωδώς εχθρική προς αυτή.

Βρισκόμαστε ενώπιον της εξαιρετικά χαρακτηριστικής για όλη τη μέχρι τώρα ιστορία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ιδεολογικής χρήσης των Θρησκευτικών για διαμόρφωση συγκεκριμένης εθνικής συνείδησης. Τα Θρησκευτικά ως μάθημα της ορθόδοξης πίστης αποτέλεσαν οργανικό στοιχείο της καλλιεργούμενης στο σχολείο  εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, με όλες τις απαραίτητες ιδεολογικές υποδείξεις για το τι εστί ελληνικότητα, τι είναι εθνικά ορθό και σκόπιμο, τι εθνικά επιζήμιο κλπ. 

Η απόφαση του ΣτΕ έρχεται να υποστηρίξει την προσπάθεια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για μια νεοσυντηρητική στροφή στην εκπαίδευση  και την  κοινωνία. Βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία προς τη  δήλωση της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως ότι το μάθημα της ιστορίας θα πρέπει να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση.

Άλλωστε νεοφιλελευθερισμός και νεοσυντηρητισμός πάνε μαζί. Η αποξενωτική εξατομίκευση των ανθρώπων σε μια άκρως ανταγωνιστική και ανεξέλεγκτη οικονομία της αγοράς, η διαρκής εργασιακή επισφάλεια και αβεβαιότητα του βίου, η συρρίκνωση των κοινωνικών αγαθών και δικαιωμάτων, όλα αυτά που συγκροτούν το περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του σύγχρονου καπιταλισμού χρειάζονται ιδεολογικά ερείσματα, προσφορά  ψευδεπίγραφων  συσσωματώσεων  στην «κοινότητα του έθνους» και απατηλών προοπτικών λύτρωσης (!) στους ουρανούς. 

Είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι με τις παραπάνω παρατηρήσεις δεν υπερασπιζόμαστε την αναμόρφωση του μαθήματος των Θρησκευτικών που επιχείρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι αυτή δεν υπερέβαινε τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος, την καλλιέργεια –πράγματι με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο– θρησκευτικής συνείδησης.  Η άποψή μας για τη διδασκαλία στο σχολείο γνώσεων που αφορούν το θρησκευτικό φαινόμενο δεν έχει τίποτε κοινό με τους Φακέλους Μαθημάτων που εισήγαγε η προηγούμενη κυβέρνηση, στους οποίους διαμέσου της χαώδους παράθεσης ετερόκλητων κι αποσπασματικών απόψεων δημιουργούσε τη γενική εντύπωση ότι η θρησκευτική συνείδηση είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο, σημαντικό και αναγκαίο για τους ανθρώπους. 

Θεωρούμε ότι οι μαθήτριες και οι μαθητές μιας σύγχρονης κοινωνίας θα πρέπει οπωσδήποτε να μαθαίνουν για το θρησκευτικό φαινόμενο, για τις ιδέες και την ιστορία των θρησκειών, συμπεριλαμβανομένου του χριστιανισμού.  Η μάθηση όμως αυτή δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει το χαρακτήρα δογματικού διαποτισμού.

Μεγάλο ζητούμενο είναι ένα μάθημα που θα κινείται στην κατεύθυνση της κοινωνιολογίας και ιστορία των θρησκειών, και θα αφορά πρωτίστως στην παρουσίαση των συγκεκριμένων ιστορικο-κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, μέσα στις οποίες γεννήθηκαν, διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν οι διάφορες θρησκείες. Ένα μάθημα που θα αναδεικνύει την ιστορικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, το γεγονός ότι οι θρησκείες δεν προκύπτουν έτοιμες και ολοκληρωμένες, αλλά διαμορφώνονται και μεταβάλλονται υπό την επίδραση ποικίλων οικονομικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες είναι σημαντικό να κατανοούν ότι οι θρησκείες είναι γέννημα συγκεκριμένων ιστορικο-κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, τις οποίες σε σημαντικό βαθμό αντανακλούν στο περιεχόμενό τους.

Επίσης, είναι απαραίτητο οι γνώσεις περί θρησκείας που αποκτούν οι μαθητές και οι μαθήτριες να περιλαμβάνουν και τις κριτικές αντιλήψεις για τη θρησκεία   που διατυπώθηκαν από διάφορα ρεύματα της φιλοσοφίας και κοινωνικής θεωρίας, συμπεριλαμβανομένων των αθεϊστικών.

Η διδασκαλία των θρησκευτικού φαινομένου στα σχολεία θα πρέπει να πραγματοποιείται σε κατεύθυνση αυθεντικά κοσμική, επιστημονική και δημοκρατική, με στόχο την κριτική συνειδητοποίηση μαθητριών και μαθητών, προκειμένου να μπορούν να κατανοούν σε βάθος και να διαμορφώνουν ενεργητικά τον κόσμο τους.

Χρύσα Καραμήτρου

πηγή: σελιδοδείκτης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το