Καμία ποινή για τον θάνατο του εργάτη Αμπντ Ελ Σάλαμ. Μόνο καταδικαστικές αποφάσεις για τους αλληλέγγυους συνδικαλιστές. Θυμίζει κάτι;

Στον απόηχο των αντιδράσεων για τη λειτουργία της ημεδαπής ταξικής δικαιοσύνης μπορεί κανείς να παρατηρήσει τι γίνεται και σε άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία, όπου υποτίθεται πως το δικαστικό σώμα είναι ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο από την εκτελεστική εξουσία.

Αν κάποιος λάβει σαν γνώμονα της λειτουργίας του τις δικαστικές αποφάσεις για τα γεγονότα που σχετίζονται με τη δολοφονία του συνδικαλιστή Αμπντ  Ελ Σάλαμ, το 2016, θα αντιληφθεί πως η ταξική δικαιοσύνη, ιδίως σε καιρούς ζοφερούς για τα εργασιακά, την οικονομία και τα κοινωνικά/πολιτικά δικαιώματα, αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την ηγεμονεύουσα τάξη, προκειμένου να υποτάξει και να προκαταβάλει την όποια κοινωνική και συνδικαλιστική αντίδραση.

Καμία ποινή δεν επιβλήθηκε για τον θάνατο του Ελ Σάλαμ, αντίθετα καταδικαστικές ήταν οι αποφάσεις από το δικαστήριο της Μπολόνιας για τους αλληλέγγυους συνδικαλιστές. Τέσσερις μήνες φυλάκιση επιβλήθηκαν σε όσους είχαν συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες για τη δολοφονία του συνδικαλιστή συντρόφου τους την επομένη του περιστατικού. Ανάμεσα σε όσους καταδικάσθηκαν ήταν επίσης η εκπρόσωπος Τύπου του κινήματος Potere al Popolo, Μάρα Κόλοτ. Η απόφαση έχει ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών στον κόσμο του αδέσμευτου συνδικαλισμού, με τα αυτόνομα κινήματα και τις οργανώσεις να καλούν σε κινητοποιήσεις.

Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2016, ο Αμπντ Ελ Σάλαμ ένας Αιγύπτιος εργάτης και πατέρας πέντε παιδιών, εκπρόσωπος του συνδικάτου Usb, παρασύρθηκε θανάσιμα από ένα φορτηγό κατά τη διάρκεια συνδικαλιστικής διαμαρτυρίας έξω από τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας GLS όπου εργαζόταν, στην πόλη Πιατσέντσα. Τα συνδικάτα βάσης απεργούσαν γιατί η εταιρεία δεν είχε τηρήσει τις συμφωνίες για να προχωρήσει σε πρόσληψη συναδέλφων τους με προσωρινή απασχόληση. Αμέσως την επόμενη μέρα διαδηλώσεις διοργανώθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας για να εκφρασθεί ο αποτροπιασμός και η ωμότητα αυτής της δολοφονίας: το να παρασυρθεί με τέτοιο τρόπο ένας απεργός, όπως και ότι δεν τηρήθηκαν μέτρα ασφαλείας, δεν μπορεί να αναχθεί μόνον στην τύχη. Στη Μπολόνια μάλιστα σημειώθηκαν αρκετές συγκρούσεις και πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις  μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό ανάμεσα σε εκατοντάδες διαδηλωτές και τις δυνάμεις καταστολής, οι οποίες είχαν παραταχθεί μπροστά στην είσοδο του σταθμού για να εμποδίσουν την άφιξη νέων διαδηλωτών. 

Και ενώ για την υπόθεση του Ελ Σάλαμ δεν καταδικάστηκε κανένας, ούτε ο οδηγός που τον παρέσυρε, ο οποίος απηλλάγη οριστικά το 2020, αλλά και ούτε παραπέμφθηκε κάποιος από την εργοδοσία ως υπεύθυνος για το δυστύχημα και τα ελλιπή μέτρα, το δικαστήριο της Μπολόνιας καταδίκασε αντίθετα σε πρώτο βαθμό σε τέσσερις μήνες τρεις από τους επτά συνδικαλιστές για αντίσταση κατά της αρχής, μη εξουσιοδοτημένη διαδήλωση και αποκλεισμό δρόμων. Απόφαση που σχεδόν δεν αποτελεί έκπληξη μιας και οι δικαστικοί θεσμοί, τα τελευταία χρόνια, έχουν συμφωνήσει με την εκδοχή της Εισαγγελίας και των ιδιοκτητών της εταιρείας. Άποψη που επιτάσσει να μην παραπεμφθεί και ούτε να καταδικασθεί ποτέ κανένας για τον θάνατο του μετανάστη και επιπλέον συνδικαλισμένου, Αμπντ Ελ Σάλαμ.

Εντούτοις, ο κατασταλτικός πέλεκυς πρέπει να πέφτει βαρύς πάνω στους εργαζόμενους ή τα μαχητικά στελέχη που επιμένουν να διεκδικούν. Σε μία στιγμή που τα συνδικάτα και η κυβέρνηση βρίσκονται σε μία περιγέλαστη διαδικασία συνεννόησης για τον κατώτατο μισθό και τις ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές – μια διαπραγμάτευση που από την αρχή  γίνεται με «σημειωμένα χαρτιά» από την πλευρά της κυβέρνησης -είναι ζωτικής σημασίας για την εργοδοσία να μην υπάρξουν εργασιακές και κοινωνικές εντάσεις. Ιδίως τη σήμερον ημέρα που ο πληθωρισμός αποτελεί πραγματικό «φαγοκύτη» για τον οικογενειακό προϋπολογισμό και πηγή κερδοσκοπίας για τις επιχειρήσεις.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η ανακοίνωση του συνδικάτου βάσης USB για τις καταδίκες των ανθρώπων που ζητούσαν δικαιοσύνη για τη δολοφονία του Αμπντ Ελ Σάλαμ. «Η δίκη στη Μπολόνια,  είναι μία από τις δίκες κατά των διαδηλώσεων και στη Ρώμη και σε άλλες πόλεις μετά τη δολοφονία, στην Πιατσέντσα . Μια δίκη κατά συνδικαλιστών και κοινωνικών αγωνιστών στην οποία η αθώωση των περισσότερων κατηγορουμένων και η μείωση της ποινής για τους καταδικασθέντες καταδεικνύει αφενός πόσο αβάσιμες κι αμφισβητήσιμες είναι οι πολλές και σοβαρές κατηγορίες εναντίον τους. Και αφετέρου, υπογραμμίζει την εφεκτικότητα να αναγνωρισθεί, ως έπρεπε,  το ιερό δικαίωμα για αντίσταση ενάντια στη βαρβαρότητα των ιδιοκτητών και τις προκλήσεις κατά της διαδήλωσης, που διέσχισε το κέντρο της Μπολόνια εκείνη την ημέρα».

Πολύ σωστά στην καταγγελία της η USB επισημαίνει πως ο θάνατος του Αιγύπτιου εργάτη-συνδικαλιστή απεικονίζει εύγλωττα την εργασιακή πραγματικότητα της εποχής μας: «αντιπροσωπεύει την περιφρόνηση των αφεντικών προς αυτούς που παράγουν πλούτο, την υποτίμηση της αξίας της ζωής σε σύγκριση με την αξία του κέρδους με κάθε κόστος. Μία ζωή, που για το σβήσιμό της δεν υπήρξε καν δίκη, ένας φόνος για τον οποίο κανείς δεν έχει πληρώσει». Όμως, όπως αληθινά συμβαίνει, η οργάνωση υπενθυμίζει επιπλέον πως ο Αμπντ ΕλΣάλαμ εκπροσωπεί επίσης, και πάνω απ’ όλα, «την επιθυμία να χειραφετηθούν και να συνεργασθεί ολόψυχα στο πλάι μας, μία νέα γενιά συνδικαλιστικών ακτιβιστών που στο όνομα και το παράδειγμα του Αιγύπτιου συνεχίζουν τον αγώνα για δικαιώματα και αξιοπρέπεια».

Η ιταλική δικαιοσύνη, όπως και οι αντίστοιχες θεραπαινίδες της Θέμιδος σε άλλες χώρες ετοιμάζονται να στοιχηθούν με τις κρατικές αρχές στην προσπάθεια συνταγματικοποίησης σχεδόν της παρέμβασης για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της προστασίας του κέρδους. Τη στιγμή που η πανδημία έχει συρρικνώσει ακόμη περισσότερο την παραγωγική βάση και έχει αυξήσει τη δομική ανεργία, τη φτωχή εργασία και τη μερική απασχόληση, τα εργασιακά δικαιώματα βρίσκονται στη μέγγενη.

Η κανονιστική απορρύθμιση σε πολλούς τομείς του σημερινού μοντέλου παραγωγής έχουν ανάγκη από ad hoc αποφάσεις της δικαιοσύνης, που θα νομιμοποιούν την καταστολή και τη νομοθέτησή της από την εκτελεστική και κατευθυνόμενη νομοθετική εξουσία.

Εβδομήντα χρόνια μετά την κατάρτιση του «Νόμου Σέλμπα» (από τον υπουργό Εσωτερικών Μάριο Σέλμπα) στις 20 Ιουνίου 1952 που αποτέλεσε τον πολιορκητικό κριό για την καταστολή των όποιων κοινωνικών αντιδράσεων – τότε με πρόσχημα την επανίδρυση του Νεοφασιστικού Κόμματος, αλλά με πραγματική εφαρμογή ενάντια στις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος – τέτοιες προκλητικά ετεροβαρείς δικαστικές αποφάσεις μοιάζει να γυρίζουν τους δείκτες του χρόνου πολύ πίσω. Ωστόσο, παράλληλα αυτά τα γεγονότα αναδεικνύουν μία πικρή αλήθεια.

Την εποχή της δολοφονίας του Αμπντ Ελ Σάλαμ τα ηνία στην κυβέρνηση είχε το θεωρούμενο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (Pd) με τον (χριστιανοδημοκρατικής κοπής) Ματέο Ρέντσι να κινεί ουσιαστικά τα νήματα της κυβέρνησης Τζεντιλόνι. Υπουργός Εσωτερικών, ο «διαπρέψας» αργότερα στο κυνηγητό των μεταναστών που έφθαναν με τις σχεδίες, Μάρκο Μινίτι. Επί, υποτίθεται, κεντροαριστερής κυβέρνησης δολοφονείται ατιμωρητί ένας συνδικαλιστής και συλλαμβάνονται και διώκονται αλληλέγγυοι διαδηλωτές. Σήμερα με έναν άλλο χριστιανοδημοκρατικής κοπής (Ενρίκο Λέτα) επικεφαλής στο Pd, που αποτελεί τον κύριο πυλώνα της δοτής κυβέρνησης του Μάριο Ντράγκι, καταδικάζονται οι διωκόμενοι συνδικαλιστές και διαδηλωτές. Για άλλη μία φορά αποδεικνύεται πως η σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά είναι ευεπίφορη να συμμαχήσει με τις δυνάμεις που κρατούν τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής και τη δικαστική εξουσία, προδίδοντας στο όνομα μίας «πιο ανθρώπινης» διαχείρισης (σαν όχι καπιταλιστής-κεφαλαιούχος, αλλά σαν καπιταλιστής-διευθυντικό στέλεχος) την καθεστηκυία ηγεμονική τάξη.

Γιώργης-Βύρων Δάβος

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το